Οι κομμουνιστικές καταβολές της σύγχρονης νομοθεσίας περί «ρητορικής μίσους»...
Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης, Νομικός
O Δικηγόρος Paul Coleman (έχει μετάσχει σε δεκάδες δίκες στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Δικαστήριο της Ε.Ε., στο Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ.λπ.) δημοσίευσε στο αμερικανικό περιοδικό 'First Things', ένα αξιόλογο άρθρο για τις κομμουνιστικές καταβολές της σύγχρονης λογοκρισίας στην Ευρώπη και εν γένει στα δυτικά κράτη με την επίκληση της καταπολέμησης της «ρητορικής μίσους»!
Αφορμή για την παρέμβασή του, αποτέλεσε η πρόσφατη ομιλία του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ JD Vance στο Μόναχο, με την οποία ανέδειξε το καθεστώς λογοκρισίας που υπάρχει σήμερα στα ευρωπαϊκά κράτη.
Κάνοντας πολύ εύστοχες ιστορικές αναδρομές ο Paul Coleman επισημαίνει, ότι τα πάλαι ποτέ κομμουνιστικά κράτη ήταν οι παγκόσμιοι πρωτοπόροι στους περιορισμούς της ελευθερίας του λόγου.
Κατά τη διάρκεια σύνταξης της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1947, οι δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες με ζέση επιδίωξαν την ισχυρή προστασία της ελευθερίας της έκφρασης.
Από την άλλη, τα κομμουνιστικά κράτη διεκδικούσαν την καθιέρωση περιορισμών στην ελευθερία του λόγου με κύρια στόχευση τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους.
Ως συνέπεια, το άρθρο 19 της τελικής έκδοσης της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1948, εγγυάται την ελευθερία του λόγου, αλλά το άρθρο 7 προβλέπει ένα κάπως ασαφές δικαίωμα προστασίας από την «υποκίνηση σε διακρίσεις» - τον πρόδρομο των μεταγενέστερων νόμων περί «ρητορικής μίσους».
Ο Paul Coleman σημειώνει στο ενδιαφέρον άρθρο του, ότι το άρθρο 4 της Διεθνούς Σύμβασης για την εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων (International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination) είναι το πιο εκτεταμένο νομοθετικό κείμενο ανάμεσα στους διεθνείς κανόνες που αφορούν στη «ρητορική μίσους».
Υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1965 και απαιτεί από τα κράτη να λάβουν «άμεσα και θετικά μέτρα που αποσκοπούν στην εξάλειψη κάθε υποκίνησης ή πράξης ... διακρίσεων».
Ενώ τότε ο εκπρόσωπος της κομμουνιστικής Ουγγαρίας, δήλωσε ότι η χώρα του δεν θα υπέγραφε μια σύμβαση που θα επέτρεπε τη δράση φασιστικών οργανώσεων, ο Αμερικανός διπλωμάτης υποστήριξε ότι «οι πολίτες πρέπει να έχουν ακόμα το δικαίωμα να κάνουν λάθος» υπερασπιζόμενος την ελευθερία του λόγου.
Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966 διήλθε από παρόμοιες εντάσεις.
Το τελικό κείμενο περιλαμβάνει τα εξής στο άρθρο 20 παρ. 2:
«Απαγορεύεται δια νόμου κάθε προτροπή σε εθνικό, φυλετικό, ή θρησκευτικό μίσος που συνιστά υποκίνηση σε διακρίσεις, εχθρότητα ή βία».
Οι χώρες που καταψήφισαν αυτό το άρθρο ήταν όλες φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Αντίθετα, εκείνες που τάχθηκαν υπέρ της απαγόρευσης της «ρητορικής μίσους» ήταν όλες κομμουνιστικές, με εξαίρεση την Ισπανία του Φράνκο.
Τα κομμουνιστικά καθεστώτα έχουν πλέον καταρρεύσει, αλλά η γλώσσα και η λογική που επέβαλε το σοβιετικό 'μπλοκ' έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κρίση που διέρχεται σήμερα το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου.
Αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός, ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες που κάποτε αντιτάχθηκαν τόσο σθεναρά στους προδρόμους των σύγχρονων νόμων περί «ρητορικής μίσους» έχουν γίνει πλέον οι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές τους.
Κάθε ευρωπαϊκή χώρα έχει θεσπίσει νομοθεσία περί καταπολέμησης της «ρητορικής μίσους» και, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι διωκτικές αρχές την εφαρμόζουν με ιδιαίτερη προθυμία.
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ζουν υπό την απειλή ποινικών κυρώσεων για την ειρηνική έκφραση της άποψής τους.
Στον ποινικό κώδικα της Φινλανδίας, για παράδειγμα, η «ρητορική μίσους» εμπίπτει στην κατηγορία των «εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας».
Αυτό συνετέλεσε στη συνεχιζόμενη ποινική δίωξη του Φινλανδού Βουλευτή Päivi Räsänen επειδή έγραψε στο Χ (πρώην Twitter) ένα εδάφιο από την Αγία Γραφή.
Μεγάλο μέρος της επέκτασης των εθνικών νομοθεσιών που ποινικοποιούν την έκφραση ειρηνικού λόγου οφείλεται στην πίεση που ασκούν στα κράτη οι διεθνείς οργανισμοί.
Ο Paul Coleman κάνει αναφορά σε ένα εντυπωσιακό παράδειγμα, όταν η Επιτροπή του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων (U.N. Committee on the Elimination of Racial Discrimination), επιφορτισμένη με την παρακολούθηση της εφαρμογής του ομώνυμου Συμφώνου, περιέλαβε στην Έκθεσή της προς την Αυστρία το 2008 και το εξής απόσπασμα:
«Η Επιτροπή, αν και χαιρετίζει το γεγονός ότι το κράτος μέλος βρίσκεται σε διαδικασία αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα, ιδίως του άρθρου 283 που αφορά το αδίκημα της υποκίνησης σε φυλετικές διακρίσεις, εκφράζει την ανησυχία της για τον περιοριστικό χαρακτήρα των διατάξεών του, οι οποίες περιορίζονται σε πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και οι οποίες διαπράττονται κατά ατόμων που είναι μέλη εθνοτικών ομάδων.
Η Επιτροπή ενθαρρύνει το κράτος μέρος να ολοκληρώσει την αναθεώρηση του ποινικού του κώδικα και να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 283».
Η Αυστρία ανταποκρίθηκε με την αλλαγή του νόμου της, ώστε να ποινικοποιείται η «λεκτική παρενόχληση μιας ομάδας με τρόπο που προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Στη συνέχεια ο έγκριτος Δικηγόρος αναφέρεται στο γεγονός, ότι ο θολός και δυσερμήνευτος ορισμός της «ρητορικής μίσους» έχει οδηγήσει σε ευρεία και ιδεολογικά υποκινούμενη επιβολή κυρώσεων.
[ΜΕΓΑΛΩΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ,
ΩΣΤΕ ΝΑ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ
ΑΡΙΘΜΟΥΣ ΘΥΜΑΤΩΝ!]
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο αναγνώρισε με απόφασή του το 2012 ότι δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός ορισμός της «ρητορική μίσους» ενώ ένα εγχειρίδιο της UNESCO του 2015 διαπιστώνει ότι «η δυνατότητα εύρεσης ενός καθολικά αποδεκτού ορισμού φαίνεται απίθανη».
Αυτή η ασάφεια είναι στρατηγική επιλογή.
Ο χαρακτηρισμός του λόγου ως «ρητορικής μίσους» είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την ποινικοποίηση αμφιλεγόμενων απόψεων και την απαγόρευση επί της ουσίας του ελεύθερου και δημοκρατικού διαλόγου.
Το αποτέλεσμα είναι το κλίμα διάχυτης λογοκρισίας που είναι εμφανές σήμερα σε όλη την Ευρώπη.
Ο Paul Coleman προσθέτει, ότι όταν συναντάμε τις προσπάθειες αιτιολόγησης της θέσπισης νόμων περί «ρητορικής μίσους» από τους υποστηρικτές τους, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ιστορικές ρίζες της σύγχρονης λογοκρισίας στην Ευρώπη.
Τα κομμουνιστικά έθνη που αγωνίστηκαν υπέρ της θέσπισης περιορισμών του λόγου σε κείμενα του διεθνούς δίκαιου, σίγουρα δεν καλλιέργησαν ένα ιδεατό πρότυπο κοινωνίας αλλά εκεί οι διακρίσεις και η αδικία ήταν διαδεδομένες και η κρατική λογοκρισία συνοδευόταν και με την κρατική βία.
Ο αρθρογράφος τελειώνοντας την παρέμβασή του θέτει ένα καίριο ερώτημα:
γιατί η Ευρώπη επέτρεψε τις λογικές σοβιετικού τύπου να διέπουν τη σύγχρονη αντίληψή της για την ελευθερία του λόγου;
ΤΟ ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ
ΕΩΣ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ
ΜΝΗΜΕΙΟ ΘΥΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΑ!
Και καταλήγει ότι οι σύγχρονοι υποστηρικτές των νόμων περί «ρητορικής μίσους» ίσως να έχουν σε σχέση με τους κομμουνιστές ομόφρονές τους πιο αλτρουιστικές φιλοδοξίες, αλλά ο στόχος είναι ο ίδιος:
η εδραίωση της εξουσίας στα χέρια του κράτους.
Η Ευρώπη πρέπει να αποβάλει αυτή την ύπουλη κομμουνιστική κληρονομιά και να επαναπροσδιορίσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που στηρίζουν την αληθινή δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!