Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ: Οι πηγές, οι μαρτυρίες, η αλήθεια (ΜΕΡΟΣ 12ον - ἀπὸ 18)

ΜΕΡΟΣ 12ον - ἀπὸ 18

Άρα, πώς είναι δυνατόν και άνθηση της παιδείας να είχαμε και ταυτόχρονα απαγόρευση για την παιδεία και τα σχολεία, όπως ισχυρισθήκαμε εμείς παραπάνω; Αυτά τα δύο μοιάζουν τόσο ασυμβίβαστα, ώστε αν ισχύει το πρώτο να μην μπορεί να ισχύει το άλλο.


Απάντηση σ’ αυτήν την απόλυτα φυσική και εύλογη ένσταση και απορία μας δίνει, για μια ακόμη φορά, το λαμπρό πνεύμα του ελληνικού διαφωτισμού, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο οποίος μας εξηγεί πως η πραγματικότητα του υπόδουλου Ελληνισμού ήταν κατά την τουρκοκρατία πολύ πιο σύνθετη και πολύμορφη, απ’ ότι κάποιοι την φαντάζονται και θέλουν να την παρουσιάσουν.



Τον υπόδουλο Ελληνισμό πρέπει να τον διακρίνουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές όπου κατοικούνταν κυρίως από Τούρκους, και στους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές όπου είχαν από απόψεως πληθυσμού την πλειοψηφία. Στις πρώτες περιοχές, η ζωή του ραγιά ήταν ένα αδιάκοπο φριχτό μαρτύριο, ενώ κινδύνευε κάθε ώρα και στιγμή ακόμη και να χάσει αυτήν την άθλια ζωή έτσι, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Εκεί μόλις και μετά βίας οι Έλληνες μπορούσαν να έχουν ελάχιστες η και μόνον μια εκκλησία, ενώ τα σχολεία ήταν σε απηνή διωγμό.


Αναφέρει επί λέξει ο Κούμας:


«Εις τα πόλεις τα κατοικουμένας το πλείστον μέρος υπό Τούρκων έπασχαν οι άθλιοι [Έλληνες] κακά μεγάλα, ως επί το πλείστον από την κατωτέραν μερίδαν του έθνους τούτου. Διότι ως εκ μέρους της εξουσίας δεν εδοκίμαζαν πολλά βάρη. Οι φόροι ήσαν μέτριοι και πολλαχού μετά το ετήσιον χαράτσιον μικροτάτη ποσότης γροσίων ήτον το επίλοιπο δόσιμον. Αλλ’ οι άγριοι γιανίτσαροι κατέτρωγαν τους πτωχούς χριστιανούς ασπλάχνως»[223].


Αντίθετα, στις περιοχές που κατοικούσαν κυρίως Έλληνες οι χριστιανοί κάτοικοί τους μπορούσαν να ασκούν ελεύθερα κάθε είδους εργασίας, κερδίζοντας μάλιστα και πολλά χρήματα, ώστε να έχουν την δυνατότητα να φτιάχνουν ακόμη και Ελληνικά σχολεία.


«Αι κωμοπόλεις και τα χωριά, όπου εκατοίκουν μόνον χριστιανοί, τα κακά ταύτα ήσαν άγνωστα. Οι κωμοπολίται με τέχνας διαφόρους, εξαιρέτως την υφαντικήν, με την αμπελουργίαν και την μεταξουργίαν, ηδύναντο να φθάσωσιν εις ακμήν αξιόλογον. Πολλοί τούτων διετήρουν και ελληνικά σχολεία, και εστολίζοντο με γνώσεις μετρίας της γλώσσης, της ιστορίας και της θρησκείας»[224].


Σ’ αυτές τις περιοχές ήταν που έκανε εντυπωσιακά την εμφάνισή της η άνθηση της ελληνικής παιδείας για πενήντα περίπου χρόνια, από το 1720 έως το 1770. Το πώς ήταν η κατάσταση της παιδείας στον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό το έχουμε ήδη περιγράψει με απόλυτη ακρίβεια μέσα από τις μαρτυρίες που παραθέσαμε. Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου μέχρι το 1720, έτος το οποίο και «εμπορεί να λογαριασθεί η αρχή της αυξήσεως της παιδείας»[225], για λόγους που πολύ καλά εξηγεί ο Ιακωβάκης Νερουλός:


«Η τουρκική κυβέρνησις παρεχώρησε [από το 1708] προς τους Έλληνας αξιόλογα προνόμια, εκλέγουσα εξ αυτών τους ηγεμόνας τους διερμηνείς και τους ηγεμόνας της Μολδαβίας και Βλαχίας. Η πολιτική εμπιστοσύνη των ηγεμόνων τούτων παρά τοις οθωμανοίς υπουργοίς εβελτίωσε την τύχην του ελληνικού έθνους. Διά της προστασίας αυτών ήρξαντο τα γράμματα αναφαινόμενα, σχολεία ανεγειρόμενα και η παιδεία διαδιδομένη»[226].


Η αλλαγή αυτή στην μέχρι τότε καταπιεστική γραμμή της τουρκικής κυβέρνησης οφείλεται στην άνοδο στον θρόνο του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, το 1703, ο οποίος ήταν λάτρης των καλών τεχνών και της ποίησης. Μαζί με τον μεγάλο βεζύρη του Δαμάτ Ιμπραήμ Πασά, ο οποίος ήταν λάτρης της ειρήνης, έφεραν στην αυτοκρατορία από το 1717, που ανέλαβε ο Δαμάτ το αξίωμα αυτό, μια πολιτιστική και καλλιτεχνική άνθηση. Γι’ αυτό και ο Κούμας χρονολογεί περίπου στο 1720 την άνθηση της παιδείας των Ελλήνων. Διότι ακριβώς τότε ξεκίνησε ο βεζύρης Δαμάτ το μεταρρυθμιστικό του έργο[227].


Αυτή η άνθηση της παιδείας των υπόδουλων Ελλήνων δεν επρόκειτο να κρατήσει παρά μόνον για πενήντα χρόνια, μέχρι το 1770, οπότε ξεσπούν τα ορλωφικά. Διότι μετά τα ορλωφικά είχε σχεδόν παντού βίαιο τέλος, έτσι ώστε, όπως μας λέει και πάλι ο Κούμας, «μετά τον ρωσικόν πόλεμον του 1768-1770 έτους, εις καμμίαν πόλιν της Τουρκίας δεν επρόκοπταν οι Γραικοί ούτε εις πλούτη, ούτε εις γνώσεις»[228].


Το πώς «περιποιήθηκαν» τότε οι εξαγριωμένοι γενίτσαροι τα σχολεία των Ελλήνων, αλλά και τους ίδιους τους Έλληνες, το είδαμε παραπάνω με πολλές λεπτομέρειες, ειδικά μέσα από την προσωπική μαρτυρία του Κούμα.


Από αυτό το σκοτάδι ο Ελληνισμός κατάφερε να βγει για δεύτερη φορά μετά από περίπου τριάντα χρόνια, όταν στον θρόνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέβηκε ένας άλλος μεταρρυθμιστής σουλτάνος, ο Σελίμ Γ΄, όποτε και είχαμε την δεύτερη μεγάλη ακμή της παιδείας του Ελληνισμού επί τουρκοκρατίας. Ο Σελίμ Γ΄ επιχείρησε να επιφέρει πολλές αλλαγές στο εσωτερικό του κράτους του, για τις οποίες μάλιστα χαρακτηρίστηκε από τους φανατικούς μουσουλμάνους ως «άπιστος σουλτάνος». Μια από αυτές ήταν η ελευθερία στα θέματα της παιδείας.


Όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Νερουλός, ο Σελίμ Γ΄ διόρισε ένα Φαναριώτη, τον Δημήτριο Μουρούζη, ως γενικό διευθυντή των Ελληνικών σχολείων και νοσοκομείων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βελτιωθούν κατά πολύ οι συνθήκες επιβίωσης του Ελληνισμού και –φυσικά– να επέλθει και πάλι μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη της παιδείας του και αισθητή αύξηση των σχολείων του και έτσι «η δημόσιος διδασκαλία, επισήμως προστατευομένη, προώδευσε πολύ εν Ελλάδι» [229].


Αυτή η ξαφνική και εντελώς απρόσμενη άνθιση της παιδείας των ραγιάδων Ελλήνων, σε σχέση μάλιστα με το βαθύ και απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε μέχρι τότε, έγινε αμέσως αντιληπτή, με περισσή μάλιστα έκπληξη, από τους Έλληνες και ιδίως από τους πλέον πεπαιδευμένους. Πολύτιμες πάνω σ’ αυτό το θέμα και άκρως διαφωτιστικές είναι οι μαρτυρίες του Ανωνύμου της Ελληνικής Νομαρχία και του Κοραή, οι οποίες έρχονται να επιβεβαιώσουν την απόλυτη ακρίβεια των ιστορούμενων από τον Νερουλό.


Λέει λοιπόν με τον ξεχωριστό του τρόπο ο ανώνυμος συντάκτης της Νομαρχίας το 1806:


«Ώ πόση διαφορά ευρίσκεται εις την Ελλάδα από δέκα χρόνους έως την σήμερον! Μεγάλη, ω αδελφοί μου, μεγαλοτάτη, και καθ’ εκάστην προς το κρείττον φέρεται. Τώρα άρχισαν αι Μούσαι να αναλάβουν και πάλιν να επανορθωθώσιν εις τα χρυσόχροα όρη της Ελλάδος, ο Απόλλων πάλιν εμφανίσθη εις το αρχαίον του παλάτιον. Δεν ευρίσκεται πόλις την σήμερον, όπου να μην έχη δύο και τρία σχολεία»[230].


Είναι αυτά ακριβώς τα δέκα χρόνια στην διάρκεια των οποίων ο Δημήτριος Μουρούζης, ως γενικός διευθυντής του Σελίμ Γ΄, επιτέλεσε το τεράστιο ανορθωτικό του έργο στην παιδεία του υπόδουλου γένους, έτσι ώστε να ιδρυθούν πάρα πολλά, για τα μέτρα της εποχής εκείνης, σχολεία σε όλο τον Ελληνισμό.


Το ίδιο ακριβώς συμπέρασμα με τον Ανώνυμο της Νομαρχίας επιβεβαιώνει και ο Κοραής, ο οποίος το 1818 παρατηρούσε τα εξής: «Των σπουδαζόντων σήμερον εις τα γυμνάσια της Ελλάδος νέων ο αριθμός είναι εκατονταπλάσιος του προ τριάκοντα χρόνων αριθμού»[231].


Μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821, όλη αυτή η άνθηση της παιδείας εξαφανίσθηκε κάτω από την ασυγκράτητη εκδικητική μανία των Τούρκων, οι οποίοι εξόντωσαν χιλιάδες αθώους Έλληνες σε όλη την αυτοκρατορία, όπως είδαμε να μας περιγράφει παραπάνω ο ιστορικός Τρικούπης.


Η παιδεία των Ελλήνων στις τουρκοκρατούμενες περιοχές άρχισε να συνέρχεται και πάλι με την πολιτική του τανζιμάτ, που δεν ήταν τίποτε άλλο από την παραχώρηση εκ μέρους του σουλτάνου των πλέον στοιχειωδών ελευθεριών στους χριστιανούς ραγιάδες του. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε με το διάταγμα του Γκιουλχανέ, το 1839, και ολοκληρώθηκε με το Χάττι Χουμαγιούν, του 1856, το οποίο παραχώρησε μια σειρά από προνόμια και ελευθερίες, μεταξύ άλλων για την θρησκεία και την παιδεία, πάντοτε κάτω από την πίεση των μεγάλων δυνάμεων.


Οι αυστηρές και συγκεκριμένες προβλέψεις του τανζιμάτ σχετικά με την ελευθερία των χριστιανών να ιδρύουν και να λειτουργούν σχολεία είναι οι καλύτεροι μάρτυρες για το κλίμα της απαγόρευσης και της καταπίεσης που κυριαρχούσε μέχρι τότε στην Οθωμανική αυτοκρατορία στα θέματα αυτά. Το Χάττι Χουμαγιούν συγκεκριμένα προέβλεπε, στο Δ΄ άρθρο του, πως «εις τα πόλεις, τας κωμοπόλεις και τα χωρία, εν οις ο πληθυσμός ανήκει καθ’ ολοκληρίαν εις εν θρήσκευμα, ουδέν κώλυμα θέλει παρεμβληθή εις την επισκευήν ή ανοικοδόμησιν κατά το αρχικόν σχέδιον των οικοδομών των καθιερωμένων εις την λατρείαν, των σχολείων, των νοσοκομείων και των νεκροταφείων»[232].


Ο Σουλτάνος δεν ήταν τόσο ανόητος, ώστε να επιτρέψει, και μάλιστα με έναν τόσο επίσημο αλλά και τόσο αυστηρό τρόπο, κάτι που «ποτέ και πουθενά δεν απαγορεύτηκε»! Αντίθετα, ήταν σε θέση να γνωρίζει, και πολύ καλά μάλιστα, και τι έλεγε και τι διέταζε. Και αυτό διότι γνώριζε πάρα πολύ καλά πως πολλοί τοπικοί Τούρκοι αξιωματούχοι έβαζαν στους χριστιανούς αναρίθμητα και ανυπέρβλητα εμπόδια και απαγορεύσεις, ώστε οι ραγιάδες του να μην μπορούν στα μέρη εκείνα να επισκευάσουν τα σχολεία τους, πόσο μάλλον να ξαναχτίσουν τα γκρεμισμένα ή, ακόμη περισσότερο, να ιδρύσουν και να φτιάξουν καινούργια.


Πραγματικά, η έκδοση του Χάττι Χουμαγιούν έφερε μια απίστευτη άνθηση της παιδείας σε όλα τα μέρη του μέχρι τότε υπόδουλου Ελληνισμού, ο οποίος γέμισε από την μια μέχρι την άλλην άκρη του, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, με πλήθος από σχολεία, σχολές και ακαδημίες.


Για παράδειγμα, στον Πόντο μετά το Χάττι Χουμαγιούν η κατάσταση άλλαξε άρδην, καθώς υπήρξε μια πραγματική πληθυσμιακή, οικονομική αλλά και πολιτιστική έκρηξη. Είδαμε πιο πάνω πόσα υπέφερε μέχρι εκείνη την στιγμή ο ποντικός Ελληνισμός. Τώρα όμως οι Πόντιοι εγκατέλειψαν τα κρησφύγετά τους, κατέβηκαν στις παραλιακές περιοχές και έχτισαν καινούργια χωριά, καινούργιες πόλεις, καινούργιες εκκλησίες και ολοκαίνουργια σχολεία. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ξαναπήραν στα χέρια τους το εμπόριο ολόκληρου του Εύξεινου Πόντου και της ενδοχώρας[233].

========================================

[223]. Κ.Μ. Κούμα, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τ. 12, εν Βιέννη της Αυστρίας 1832, σ. 539.

[224]. Κ.Μ. Κούμα, όπ. παρ. σ. 540.

[225]. Κ.Μ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τ. 12, εν Βιέννη της Αυστρίας 1832, σ. 555.

[226]. Ι. Ρίζος-Νερουλός, Ιστορία των Γραμμάτων παρά τοις Νεωτέροις Έλλησι, Αθήνησι 1870, σ. 39-40. Πρωτότυπη έκδοση: J. Rizo-Nérοulοs, Cοurs de Littérature Grecque Mοderne, seconde édition revue et augmentée, Genève-Paris 1828, σ. 24-25 (στην Α΄ έκδοση, Genève-Paris 1827, σ. 25).

[227]. Π. Στάθη, Χρύσανθος Νοταράς, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Ανάλεκτα της καθ’ ημάς Ανατολής 6, Αθήνα 1999, σσ. 39-40.

[228]. Κ.Μ. Κούμα, όπ. παρ. σ. 540.

[229]. Ι. Ρίζος-Νερουλός, Ιστορία των Γραμμάτων παρά τοις Νεωτέροις Έλλησι, Αθήνησι 1870, σ. 67. Πρωτότυπη έκδοση: J. Rizo-Nérοulοs, Cοurs de Littérature Grecque Mοderne, seconde édition revue et augmentée, Genève-Paris 1828, σ. 57 (στην Α΄ έκδοση, Genève-Paris 1827, σσ. 47-48).

[230]. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, εν Ιταλία 1806, βιβλίο ε΄, Η Ανάσταση του Γένους, γ΄ (στην έκδοση Γ. Βαλέτα σσ. 207-208).

[231]. Το παράθεμα αυτό στο Χ. Γ. Πατρινέλης, «Η Εκπαίδευση κατά την Τουρκοκρατία», Ελλάς, Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα, τ. Β΄, Οι Μετά την Άλωση Χρόνοι και το Σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, Αμαρούσιον Αττικής 1998, σ. 43. Και στην νεότερη επανέκδοση του έργου αυτού, Ελλάδα, το Παρελθόν και το Παρόν του Ελληνισμού, τ. Β΄, Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νεότεροι Χρόνοι – Σύγχρονη Ιστορία, Αθήνα 2007, σ. 409.

[232]. Το παραπάνω κείμενο του παρόντος διατάγματος στον τόμο Δ. Νικολαΐδου, Οθωμανικοί Κώδηκες, ήτοι Συλλογή των εν Ενεργεία Νόμων, Κανονισμών, Διαταγμάτων και Οδηγιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εν Κωνσταντινουπόλει 1869, σ. 33. Το ίδιο στον τόμο της Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου(εκδ.), Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Οθωμανική Διοίκηση και η Εκπαίδευση του Γένους, Κείμενα-Πηγές: 1830-1914, ΙΑΝΕ 4, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 73. Το ίδιο και στον τόμο Μ-Λ. Μουργκέσκου (επιμ.), Χ. Κουλούρη (διεύθ.), Έθνη και Κράτη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Βιβλίο Εργασίας 2, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 39. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στο ως άνω έργο η καθηγήτρια Κουλούρη και οι συνεργάτες της προτίμησαν να μεταφράσουν το σχετικό κείμενο του Χάττι Χουμαγιούν από την αγγλική μετάφραση, και όχι να παραθέσουν απευθείας την επίσημη ελληνική μετάφραση της εποχής εκείνης. Έχουν άραγε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αξιοσύνη του αγγλόφωνου μελετητή από τις ικανότητες των Ελλήνων δραγουμάνων της Πύλης; Ή μήπως είναι πιο in να μεταφράζουμε από τα αγγλικά, παρά να παραθέτουμε την επίσημη ελληνική μετάφραση;


[233]. Κ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2004, σ. 35.
Συνεχίζεται


Ὅσοι ἀναγνῶστες θὲλουν τὶς προηγούμενες ἀναρτήσεις τοῦ ἄρθρου, μποροῦν νὰ ἀνατρέξουν στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἱστολογίου μας!


«Τριβέλι Πᾶνος» 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!