ΜΕΡΟΣ 9ον - ἀπὸ 18
Και αυτό το βλέπουμε
κάθε φορά να επαληθεύεται μέσα από την απίστευτη έκρηξη της παιδείας,
των σχολείων και των γραμμάτων που εμφανίζονταν σε κάθε μέρος του
Ελληνισμού που κατάφερνε να γλιτώσει από την βάρβαρη επιβολή της
τουρκικής κατάκτησης. Στην Κρήτη, μέχρι το 1669, στην Πελοπόννησο, για
τριάντα μόλις χρόνια, στα Επτάνησα, συνεχώς και αδιάλειπτα, στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες, αμέσως μόλις πέρασαν σε ελληνικά χέρια και σε
όλον ανεξαιρέτως τον παροικιακό Ελληνισμό.
Το απόλυτο σκοτάδι
στην παιδεία και τα γράμματα βίωναν κατά τον 18ο αιώνα και οι Έλληνες
του Πόντου, όπου τα παιδιά μάθαιναν τα στοιχειώδη μόνον κολλυβογράμματα
από τους μοναχούς και τους ιερείς στους νάρθηκες των εκκλησιών[167].
Αλλά για την «ευτυχισμένη» ζωή των Ελλήνων του Πόντου υπό τον τουρκικό
ζυγό είπαμε αρκετά παραπάνω. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στις
υπόλοιπες υπόδουλες περιοχές του Ελληνισμού, Ήπειρο, Μακεδονία και
Θράκη.
Για να καταλάβουμε το
μέγεθος του προβλήματος, θα αναφέρουμε ενδεικτικά και πολύ
χαρακτηριστικά την Χίο, όπου λειτουργούσε και το περίφημο Γυμνάσιο, μια από τις πιο σημαντικές σχολές του «δούλου γένους» κατά την Τουρκοκρατία[168].
Στο νησί αυτό ο περισσότερος κόσμος ήταν τόσο αμόρφωτος, όσο δεν
μπορούσε να το χωρέσει νους ανθρώπου, σύμφωνα με την μαρτυρία ενός
Αμερικανού ιεραποστόλου, που χρονολογείται στο 1820. Και να φανταστεί
κανείς πως το 1820 ήταν η χρονιά που η παραγωγή του ελληνικού βιβλίου
είχε φτάσει στο μέγιστο ύψος της για τα χρόνια της τουρκοκρατίας[169].
Τελειώνοντας λοιπόν ο 18ος αιώνας, θα
έβρισκε στα περισσότερα μέρη του υπόδουλου Ελληνισμού τους πάντες
κυριολεκτικά «αστοιχείωτους», ως αποτέλεσμα της αβάσταχτης τουρκικής
θηριωδίας και σκλαβιάς: Τους αρχιερείς, τους κοτσαμπάσιδες, και, πολύ
περσότερο, τον απλό και ταλαίπωρο λαό. Και αυτό γιατί ακόμη και η
εκπαιδευτική άνθηση που πραγματοποιήθηκε στην πεντηκονταετία 1720-1770
(θα πούμε γι’ αυτήν παρακάτω) πνίγηκε κυριολεκτικά στο αίμα μετά τα
ορλωφικά. Με αποτέλεσμα, όπως μας πληροφορεί ο Κ. Κούμας, «μετά τον ρωσικόν πόλεμον του 1768-1770 έτους εις καμμίαν πόλιν της Τουρκίας δεν επρόκοπταν οι Γραικοί ούτε εις πλούτη, ούτε εις γνώσεις»[170].
Και ήταν τόσο δεδομένη, τόσο αυτονόητη αυτή πνευματική καθυστέρηση των
υπόδουλων Ελλήνων, ώστε να αποτελεί μέρος της γεωγραφικής και
εθνολογικής επιστημονικής πληροφόρησης που προσέφεραν τα αντίστοιχα
συγγράμματα του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου. Έτσι, ο Άγγλος Thomas Smith στο
έργο του Στοιχεία Γεωγραφίας, αναφέρει πυκνά και περιληπτικά για την
κατάσταση των Ελλήνων του καιρού του, δηλαδή το 1806, τα εξής: « Η
τουρκική διακυβέρνηση είναι δεσποτική, όπως και όλες οι άλλες μοναρχίες
της Ανατολής. […] Οι Έλληνες, οι οποίοι κατοικούν το νοτιότερο άκρο της
ευρωπαϊκής Τουρκίας, και πολλά νησιά από τα νησιά, διατηρούν κάποια
λίγα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα, αλλά το αρχαίο τους πνεύμα έχει χαθεί πλήρως, ζώντας μια αδιάφορη και νωχελική ζωή κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων»[171].
Όπως είδαμε στην αρχή
της εργασίας μας, οι αναθεωρητές ιστορικοί μας διαβεβαιώνουν, με μια
φωνή, πως είναι «μύθευμα» η αντίληψη περί «απαγόρευσης και καταδίωξης
της εκπαίδευσης των Ελλήνων από τους Τούρκους»[172]. «Μόνο μετά την Επανάσταση του 1821
μερικοί λόγιοι της εποχής, διεκτραγωδώντας τα παθήματα του Ελληνισμού
κατά την Τουρκοκρατία, υπαινίχθηκαν –χωρίς να αναφερθούν σε κανένα
συγκεκριμένο παράδειγμα– ότι η παιδεία, όπως και η Εκκλησία, ήταν υπό
διωγμόν»[173], ενώ, «παρόμοια άποψη δεν έχει διατυπωθεί πουθενά έως τότε»[174]. Γι’ αυτό και «κανένας, ούτε ο ελάχιστος υπαινιγμός δεν έχει εντοπισθεί στα χρόνια της τουρκοκρατίας»[175].
Το πόσο έγκυροί και
αξιόπιστοι είναι οι παραπάνω ισχυρισμοί τους μπορούμε τώρα να το
διαπιστώσουμε και μόνοι μας, μέσα από τον μακρύ κατάλογο των μαρτυριών
που μέχρι τώρα παραθέσαμε. Μαρτυρίες που ξεκινάνε από τον Γεννάδιο
Σχολάριο και φτάνουν, σε μια αδιάκοπη ιστορική συνέχεια, μέχρι τον
Αδαμάντιο Κοραή και τον Κωνσταντίνο Κούμα.
Ποιοι δίωκαν την παιδεία και έκλειναν τα σχολεία επί τουρκοκρατίας.
α) Οι τοπικοί διοικητές.
Το παχύ σκοτάδι της
απόλυτης σχεδόν αμάθειας, στο οποίο βύθισε τον Ελληνισμό η τουρκική
βαρβαρότητα, ιστορικά εξηγείται πλήρως. Το πώς δηλαδή και γιατί η
τουρκική κατάκτηση επέφερε αυτήν την εξαφάνιση των σχολείων και της
παιδείας.
Όπως παρατηρεί ο Σ.
Ράνσιμαν, «τα σχολεία χρειάζονταν χρήματα. Και το πατριαρχείο ήταν
πάντοτε στενεμένο από χρήματα. [… Άλλωστε], ήταν απίθανο ότι οι Τούρκοι
θα επέτρεπαν ποτέ στην Εκκλησία να μαζέψει αρκετά χρήματα για να
προικοδοτήσει πολλά σχολεία. Αλλά, ακόμη κι αν βρισκόταν χρήματα, είναι
εξαιρετικά αμφίβολο αν οι τουρκικές αρχές στις επαρχίες θα επέτρεπαν να λειτουργήσουν ελληνικά σχολεία σε ευρεία κλίμακα. Καμιά επίσημη απαγόρευση δεν υπήρξε ποτέ.
Αλλά τα σχολικά κτίρια μπορούσαν να δημευθούν και οι μαθητές να σταλούν
σπίτια τους, έτσι ώστε στο τέλος να μην αξίζει να συντηρούνται τα
σχολεία»[176].
Και αυτό γιατί ενώ «η Υψηλή Πύλη δεν επενέβη ποτέ στην Πατριαρχική Ακαδημία στην Κωνσταντινούπολη, οι επαρχιακοί διοικητές μπορούσαν να είναι όσο καταπιεστικοί ήθελαν. Και πολλοί από αυτούς θεωρούσαν την εκπαίδευση των μειονοτήτων ως το περισσότερο ανεπιθύμητο πράγμα»[177].
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο «στην Μικρά Ασία, εκτός από τις μεγάλες
πόλεις, φαίνεται πως δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου ελληνικά σχολεία. Ο
Thomas Smith στο τέλος του 17ου αι. σημειώνει πως οι τουρκικές αρχές στις ασιατικές επαρχίες ήταν πολύ λιγότερο ανεκτικές από αυτές στις ευρωπαϊκές»[178].
Το πιο «δυνατό» ίσως
«χαρτί» που προβάλλουν οι αναθεωρητές ιστορικοί για να στηρίξουν την
άρνησή τους για το κρυφό σχολειό είναι ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποια
επίσημη απαγόρευση της παιδείας και των σχολείων κατά την τουρκοκρατία.
Όπως λένε χαρακτηριστικά, «ο κατασκευασμένος μύθος του κρυφού σχολειού
υπονοεί τη ρητή απαγόρευση προς τους Έλληνες υπηκόους της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας να φοιτούν σε σχολεία, να ιδρύουν τέτοια και να τα
στελεχώνουν, παραποιώντας, έτσι, όψεις της καθημερινής ζωής των ανθρώπων
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας»[179].
Όμως, δεν «βρέθηκε κανένα φιρμάνι ή άλλη διαταγή του κυριάρχου που να
απαγορεύει τη λειτουργία χριστιανικών σχολείων και να καθιστά αναγκαία
την καταφυγή στο «κρυφό σχολειό»[180].
Όπως είδαμε, ο Σ.
Ράνσιμαν γνώριζε πολύ καλά αυτό το «ατράνταχτο» επιχείρημα των
αναθεωρητών ιστορικών, όταν έγραφε το παραπάνω μνημειώδες έργο του. Το
πρόβλημα είναι πως οι αναθεωρητές ιστορικοί αγνοούν το έργο του
Ράνσιμαν. Γιατί αν το γνώριζαν, θα ήξεραν πως δεν ήταν καθόλου
απαραίτητο να είχε υπάρξει επίσημη απαγόρευση, για να είναι τα σχολεία
και η παιδεία των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία υπό διωγμό. Μπορούσαν
αυτήν την δουλειά να την κάνουν και μόνοι τους οι τοπικοί Τούρκοι
διοικητές, πασάδες και μπέηδες, χωρίς «άνωθεν» εντολές και επίσημα
«φιρμάνια». Και την έκαναν θαυμάσια.
Επιπλέον, δεν ήταν
μόνον οι τοπικοί Τούρκοι διοικητές που εμπόδιζαν τους ταλαίπωρους
χριστιανούς ραγιάδες να φτιάχνουν σχολεία και να έχουν παιδεία. Ήταν και
ο ίδιος ο τουρκικός όχλος, όπως επίσης και οι φοβεροί και τρομεροί
γενίτσαροι, οι οποίοι δεν επέτρεπαν στους αξιολύπητους Έλληνες όχι
σχολεία να έχουν, αλλά ούτε να αναπνέουν. Στην κυριολεξία.
150 χρόνια πριν τον
Ράνσιμαν, ο Ιακωβάκης Ρίζος-Νερουλός, είχε υποδείξει πρώτος τους
τοπικούς Τούρκους διοικητές ως υπεύθυνους για την απαγόρευση των
σχολείων και της παιδείας. Ο Νερουλός το ανέφερε αυτό σε μια σειρά
διαλέξεων για την νέα ελληνική φιλολογία, το 1826, που έδωσε στα γαλλικά
στην Γενεύη. Διαλέξεις οι οποίες το 1827 εκδόθηκαν σε βιβλίο, το οποίο
επανεκδόθηκε αναθεωρημένο και συμπληρωμένο το 1828. Στο βιβλίο του ο
Νερουλός αναφέρεται με πολλές και ιδιαίτερα σημαντικές λεπτομέρειες στο
θέμα της παιδείας και της λειτουργίας των σχολείων στο υπόδουλο
Ελληνισμό. Περιγράφοντας την δράση και τα έργα του μεγάλου δραγουμάνου
και σχολάρχη της Πατριαρχικής Ακαδημίας Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου
(1641-1709), μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:
«Ο Μαυροκορδάτος, απολαύων ευνοίας και τιμής παρά το οθωμανικώ υπουργείω, υπερησπίζετο το έθνος αυτού κατά των αρπαγών και συκοφαντιών των εν ταις επαρχίαις διοικητών, ελάμβανεν άδειαν του συνιστάν σχολεία δημόσια εν διαφόροις τουρκικαίς πόλεσι της ευρωπαϊκής και ασιατικής Τουρκίας»[181], «έκλειον[182] δε τα στόματα των εν ταις επαρχίαις διοικητών ότε μεν δια δώρων, ότε δε δια της ισχυράς προς τους πάτρωνας αυτών μεσιτείας» [183].
«Τα ανωτέρω σχολεία των επιστημών και της φιλολογίας ηνοίγοντο [από τον
Μαυροκορδάτο αλλά και από τον Παναγιωτάκη Νικούσιο] μόνον ως δήθεν σωφρονιστικοί οίκοι [Maisons de correction[184]], ήτοι φυλακαί»[185].
Δηλαδή, όπως μας
πληροφορεί ο Νερουλός, ο Μαυροκορδάτος είχε σαν κύριο μέλημά του το πώς
να υπερασπίζεται το έθνος του από τις αυθαιρεσίες των τοπικών Τούρκων
διοικητών. Και για να μπορεί να ιδρύει σχολεία σε διάφορες πόλεις, ο
μέγας δραγουμάνος φρόντιζε να δωροδοκεί τους τοπικούς διοικητές, ώστε να
μην φέρνουν τα συνηθισμένα τους εμπόδια. Και αν αυτό δεν ήταν αρκετό,
απευθύνονταν, με το κύρος που του έδινε το αξίωμά του, προς τους
προστάτες των διοικητών αυτών, ώστε να τους πιέσουν εκείνοι, ώστε να μην
δημιουργήσουν προβλήματα στην ίδρυση ή την λειτουργία των σχολείων
αυτών.
Το πόσο αξιόπιστα και
ακριβή είναι τα όσα αναφέρουν ο Νερουλός και ο Ράνσιμαν για τον
καταλυτικό ρόλο των τοπικών Τούρκων διοικητών έρχεται να μας το
επιβεβαιώσει ένας κορυφαίος φιλόλογος της εποχής, ο καθηγητής Noehden.
Αυτός δημοσίευσε το 1820 ένα άρθρο στο εγκυρότερο φιλολογικό περιοδικό
του κόσμου The Classical Journal, όπου περιγράφει την κατάσταση
της παιδείας στην σύγχρονη Ελλάδα, δηλαδή στην υπόδουλη Ελλάδα του
καιρού του. Εκεί λοιπόν, μεταξύ των άλλων, πληροφορεί τους αναγνώστες
του και για το σχολείο που λειτουργούσε στις Μηλιές Πηλίου, το περίφημο
«Γυμνάσιον ή Λύκειον Μηλιωτικόν», το οποίο ήταν, όπως εξηγεί, υπό την
προστασία του πατριάρχη και όλης της Συνόδου. Και αφού αναφέρει όλα τα
σχετικά με το σχολείο καταλήγει ως εξής:
«Το Γυμνάσιον ή Λύκειον Μηλιωτικόν είναι αρκετά μακριά από το φθονερό μάτι του Τούρκου κυβερνήτη, και επιπλέον έχει διασφαλισθεί από τις επιβουλές του με ιδιαίτερα προνόμια και ασυλίες, που έχουν δοθεί στην πόλη από την κυβέρνηση»[186].
Πραγματικά, τα
προνόμια με τα οποία ήταν εφοδιασμένο όχι μόνον το σχολείο αλλά και όλη η
περιοχή του Πηλίου ήταν όντως απίστευτα. Το Πήλιο κατά την τουρκοκρατία
υπάγονταν κατευθείαν στην Κωνσταντινούπολη, ως κτήμα της μητέρας του
σουλτάνου, και έτσι απολάμβανε μεγάλης αυτονομίας. Τα 24 χωρία του ήταν
οργανωμένα σε μια από τις ισχυρότερες κοινότητες της υπόδουλης Ελλάδας.
Έτσι, οι κάτοικοι του ήταν απαλλαγμένοι απ’ την βαριά φορολογία, Τούρκοι
δεν επιτρέπονταν να εγκατασταθούν εκεί, και οι τοπικοί Τούρκοι
διοικητές της Θεσσαλίας είχαν περιορισμένες δυνατότητες στα εσωτερικά
τους[187]. Επιπλέον όλων αυτών, και το ίδιο το σχολείο ήταν εξοπλισμένων με δικά του προνόμια και ασυλίες από την σύνοδο του πατριαρχείου[188], αλλά και από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.
Και όμως! Αυτό το
σχολείο, που λειτουργούσε μέσα σε μια τόσο προνομιακή περιοχή, και με
τόσα προνόμια το ίδιο, κατάφερε τελικά να ακμάσει, όπως μας αναφέρει ο
Noehden, επειδή είχε την τύχη να βρίσκεται σε ένα απομακρυσμένο χωρίο,
και έμενε έτσι μακριά από το φθονερό μάτι του τοπικού Τούρκου διοικητή.
========================================
[167]. Οι μόνες αξιόλογες σχολές που υπήρχαν ήταν τα φροντιστήρια της Τραπεζούντος και της Αργυρουπόλεως.
[168].
Μια Σχολή που οφείλει την ίδρυση, την ακμή αλλά και την φήμη της στον
«σκοταδιστή» πρώτο και σπουδαιότερο σχολάρχη της ιερομόναχο και άγιο της
εκκλησίας μας Αθανάσιο Πάριο. Για το γιγάντιο έργο του Αθανάσιου Πάριου
στην επί είκοσι ολόκληρα χρόνια σχολαρχία του βλέπε την πρόσφατη
κορυφαία μελέτη του Α.Ν. Χαροκόπου, Η Περιώνυμος Μεγάλη Σχολή της Χίου,
Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 136-145, 190-207, 278-281. Σ’ αυτήν καταγράφονται
λεπτομερώς όλες οι πιέσεις που άσκησαν οι Χιώτες στον Αθανάσιο Πάριο
μέχρι να τον αναγκάσουν να δεχτεί την σχολαρχία της σχολής που
λογάριαζαν να ιδρύσουν, γιατί ήξεραν ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να
αναλάβει το βαρύτατο έργο της ίδρυσης, της οργάνωσης αλλά και της
εξύψωσης της σχολής τους σ’ εκείνο το επίπεδο που επιθυμούσαν και
ονειρεύονταν να την δουν. Μια ευθύνη και ένα έργο που ο άγιος Αθανάσιος
ανέλαβε σε ηλικία εβδομήντα ετών, και άσκησε με συνέπεια μέχρι τα
ενενήντα του, όποτε και υποχρεώθηκε ουσιαστικά σε παραίτηση, μετά τον
ανελέητο πόλεμο που εξαπέλυσαν εναντίον του ο Κοραής, ο Κούμας και η
παρέα τους.
[169]. Φ. Ηλιού, «Το Ελληνικό Βιβλίο στην Τουρκοκρατία» [1983], στον τόμο Φ. Ηλιού, Ιστορίες του Ελληνικού Βιβλίου, Ηράκλειο 2005, σ. 31.
[170]. Κ.Μ. Κούμας, όπ. παρ. σ. 540.
[171].
«The Turkish government is despotic, like the other monarchies of the
East. […] The Greeks, who inhabit the southern part of European Turkey,
and many of the islands, retain a few peculiar manners and customs, but
their ancient spirit is completely lost, and they lead a supine and
indolent life under the dominion of the Turks»: T. Smith, Elements of Geography, The Scientific Library, τ. 2, London 1806, σσ. 42-43.
[172]. Π. Στάθης, «Το Κρυφό Σχολειό του Άλκη Αγγέλου», εφ. Η ΑΥΓΗ, 12-4-1998.
[173]. Όπ. παρ.
[174]. Γ. Κατσιαμπούρα, «Το Κρυφό Σχολειό και ο Γρηγόριος Ε΄», εφ. Η ΑΥΓΗ, 24-3-2004.
[175].
Α. Πολίτης, «Φεγγαράκι μου Λαμπρό… Απόπειρα για Ένα Μικρό σχεδίασμα της
Πρώτης Φάσης της Ιστορικής Διαδρομής του Μύθου του «Κρυφού Σχολειού»,
στον τόμο του ιδίου, Το Μυθολογικό Κενό, Αθήνα 2000, σ. 26.
[176]. S. Runciman, The Great Church in Captivity, Cambridge 2003 [1968], σσ. 224-225. Σ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία, τ. Β΄, Αθήνα 1979, σ. 420.
[177]. S. Runciman, όπ. παρ. σ. 218, Σ. Ράνσιμαν, όπ. παρ. σ. 412.
[178]. S. Runciman, όπ. παρ. σ. 217. Σ. Ράνσιμαν, όπ. παρ. σ. 411.
[179]. Α. Π. Ανδρέου, «Οι Εθνική μας Μύθοι και η Διαιώνισή τους. Έλεος πια, με το «Κρυφό Σχολειό», Μακεδνόν 11, 2003, σ. 345.
[180]. Χ. Λούκος, «Απαλλαγή από τα Στερεότυπα», εφ. Το ΒΗΜΑ, 25-03-2007.
[181]. Ι. Ρίζος-Νερουλός, Ιστορία των Γραμμάτων παρά τοις Νεωτέροις Έλλησι, Αθήνησι 1870, σ. 43. Πρωτότυπη έκδοση: J. Rizo-Nérοulοs, Cοurs de Littérature Grecque Mοderne, seconde édition revue et augmentée, Genève-Paris 1828, σ. 30 (A΄ έκδοση, Genève-Paris 1827, σ. 28).
[182]. Ο μεγάλος δραγουμάνος Παναγιωτάκης και ο διάδοχος του Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
[183]. Ι. Ρίζος-Νερουλός, (1870) σ. 66. J. Rizo-Nérοulοs, (1828) σ. 52, (1827) σ. 46.
[184]. Τα πλάγια από τον ίδιο τον συγγραφέα.
[185]. Ι. Ρίζος-Νερουλός, (1870) σσ. 65-66. J. Rizo-Nérοulοs, (1828) σ. 52, (1827), σ. 46.
[186].
«Λύκειον Μηλιωτικόν or Γυμνάσιον Μηλιωτικόν […] is remote from the
jealous eye of the Turkish governor, and still more secured from his
encroachments by certain privileges and immunities, which have been
granted to the town by the government.»: Noehden, «On the Instruction
and Civilisation of Modern Greece», The Classical Journal 21, 1820, σ. 192. Το παράθεμα αυτό χρωστάω στο blog Cacofonix. Για το σχολείο των Μηλιών βλ. σχ. Τ. Ε. Ευαγγελίδης, Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Ελληνικά Σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, τ. 1, εν Αθήναις 1936, σσ. 207-210.
[187]. Κ. Χατζόπουλος, Ελληνικά Σχολεία στην Περίοδο της Οθωμανικής Κυριαρχίας (1453-1821), Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 250-251.
[188]. Κ. Χατζόπουλος, όπ. παρ. σσ. 254-255.
Συνεχίζεται
Ὅσοι ἀναγνῶστες θὲλουν τὶς προηγούμενες ἀναρτήσεις τοῦ ἄρθρου, μποροῦν νὰ ἀνατρέξουν στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἱστολογίου μας!
[Πηγὴ]http://www.antibaro.gr/
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!