Ὁ πιστεύων στὸν κορονοϊό καὶ ὄχι στὸν Χριστό... ἀπεφάνθη: «Ναὶ στὶς μᾶσκες».
τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ἱστορίας
Διδάκτορος Ἱστορίας
Γράφαμε πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν γιὰ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς, γιὰ τὴν ὑποχρέωση τῶν πιστῶν νὰ ἀντιδροῦν ἀπέναντι στὶς κακοδοξίες πλανεμένων ποιμένων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σημερινὸ ἀφήγημα κάποιων ὅτι ἡ παραμικρὴ ἀπείθεια δὲν δικαιολογεῖται, ἐνῶ ὅσοι τὴν ἐπιδεικνύουν εἶναι φανατικοί, ἀκραῖοι, μισαλλόδοξοι, οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὲς ἢ ὅπως ἀλλιῶς ἐπιθυμεῖ νὰ τοὺς βαφτίζει ἡ κακοήθεια τῶν οἰκουμενιστῶν θολολόγων.
Ἐπειδὴ λοιπὸν παράγινε τὸ κακὸ μὲ τοὺς κήρυκες τῆς τυφλῆς ὑπακοῆς καὶ τοῦ νανουρισμένου ἐφησυχασμοῦ, καταθέτουμε σήμερα (ἀλλὰ καὶ σὲ προσεχὲς ἄρθρο) μία σειρὰ ἐντυπωσιακῶν μαρτυριῶν ποὺ τεκμηριώνουν ὅλα αὐτὰ ἐπάνω στοὺς ἴδιους τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιατί ὄντως τεκμηριώνονται καὶ μάλιστα πολλαπλῶς (ἐξ οὗ καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ ὑπάρξει καὶ ἑπόμενο κείμενο).
Καὶ ὅλα αὐτὰ βέβαια τὴν ὥρα ποὺ οἱ κακοδοξίες περὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδιόμορφου ἐπισκοπικοῦ ἀλαθήτου καὶ τῆς (ἄνευ ὅρων καὶ διακρίσεως) ὑπακοῆς δὲν μποροῦν ἀντιθέτως νὰ τεκμηριωθοῦν πουθενά, παρὰ μόνο σὲ κάτι μύχιους πόθους καὶ κάποια θλιβερὰ φληναφήματα ὁρισμένων συγχρόνων θολολόγων τῆς μεταπατερικῆς πλάνης.
Καὶ ξεκινοῦμε βεβαίως μὲ τὸν μέγα Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος στὴν «Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολή» του (α' 6-9), δηλώνοντας τὴ δυσάρεστη ἔκπληξή του γιὰ τὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία οἱ Χριστιανοὶ τῆς Γαλατίας τῆς Μ.Ασίας πέφτουν σὲ πλάνη καὶ παρασύρονται ἀπὸ διαστρεβλωτὲς τῆς πίστεως, γράφει: «Θαυμάζω ὅτι οὕτως ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι (=Χριστοῦ) εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο· εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω, εἴ τὶς ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω».
Σαφὴς λοιπὸν ἡ προτροπή/ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς πιστούς, καὶ μάλιστα δύο φορὲς πρὸς πλήρη ἐμπέδωση («ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω») νὰ μὴ δεχθοῦν καμία καινοτομία, ἀκόμη κι ἂν προέρχεται ἀπὸ ἄγγελο ἢ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους.
Ἐντολὴ ποὺ καταργεῖ κάθε ἔννοια «ἀλαθήτου», κάθε ἔννοια αὐθεντίας τῶν μεμονωμένων προσώπων ἔναντι τῆς Παραδόσεως μέσα στήν Ἐκκλησία (ἀφοῦ οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι δὲν μποροῦν ὑστερογενῶς νὰ ἀλλάξουν τὸ Εὐαγγέλιό τους, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι «ἄνωθεν»), ἀλλὰ καὶ ἐπιπλέον ἀρκεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ μᾶς καθοδηγήσει στὸ τί πρέπει νὰ γίνεται ὅταν κάποιοι μᾶς καλοῦν νὰ κάνουμε ὑπακοὴ ἐναντίον τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας: πολὺ ἁπλᾶ ἀπομακρύνουμε ὅποιον ἀλλοιώνει τὸ ἀρχικὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα. Ὅποιος τὸ τολμήσει, «ἀνάθεμα ἔστω».
Ὅσο δὲ γιὰ τὸ ἄλλο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ συνήθως ἐπικαλοῦνται ἀπομονωμένα οἱ τυφλο-ὑπακοούληδες, δηλαδὴ τὸ περίφημο «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Πρὸς Ἑβραίους ιγ', 17), καὶ πάλι εἶναι σαφὲς πὼς δὲν πρόκειται γιὰ ἄνευ ὅρων ὑπακοή. Ἀλλὰ γιὰ ὑπακοὴ ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ὀρθὴ στάση τῶν «ἡγουμένων», τῶν διδασκάλων καὶ ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν: ἡ προϋπόθεση εἶναι ὅτι «αὐτοὶ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν».
Ἄν ὅμως αὐτοὶ ὀλιγωροῦν γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ ἀμελοῦν γιὰ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους καὶ πρωτίστως γιὰ τὴν αἵρεση, τότε καταργεῖται τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς σὲ αὐτούς. Καὶ τὸ ἂν ὄχι μόνο ἀμελοῦν ἀλλὰ καὶ ὑποχωροῦν στὴν αἵρεση, εἶναι πολὺ εὔκολο βέβαια νὰ διαγνωσθεῖ βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Ἄλλωστε γεμᾶτο ἀναφορὲς εἶναι τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀποστόλου γιὰ διάκριση ἀνάμεσα σὲ καλοὺς καὶ κακοὺς ποιμένες, γνήσιους δασκάλους καὶ ψευδοποιμένες ἢ ψευδοπροφῆτες, ποὺ θὰ ἐμφανιστοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία «λαλοῦντες διεστραμμένα». Ἡ ὑπακοὴ στοὺς τελευταίους εἶναι φυσικὰ ἀδιανόητη.
Καὶ τὸ πόσο ἀδιανόητη εἶναι, φαίνεται ἀσφαλῶς καὶ ἀπὸ ὅσα γράφουν καὶ ἄλλοι κορυφαῖοι Πατέρες, μὲ τρόπο ποὺ καθιστὰ ἀπολύτως σαφὲς πόσο σκαιὰ διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια κάτι σύγχρονοι νανουριστὲς κληρικοὶ καὶ τὰ νανουρισμένα πνευματικοπαίδια τους.
Καὶ ἐν ἀρχῇ ἂς δοῦμε τί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ στηριζόμενος στὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τονίζει ρητὰ ὅτι ἐὰν οἱ ποιμένες λένε κάτι σύμφωνα μέ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ ὑπακοῦμε, ἂν ὅμως λέγουν κάτι ἀντίθετο ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, κι ἂν ἀκόμη αὐτὸς ποὺ προστάζει εἶναι ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ ἢ κάποιος Ἀπόστολος, τότε ὀφείλουμε νὰ μὴν ὑπακοῦμε (Μ. Βασιλείου, Ἔργα 9, Ε.Π.Ε. σ. 381).
Στὸ ἴδιο ὡστόσο πνεῦμα καὶ ὁ σύγχρονός του Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ποὺ λέει τὰ ἑξῆς ἐντυπωσιακὰ γιὰ ὅσους ὄχι μόνο δὲν ὑπακούουν, ἀλλὰ καὶ ἐναντιώνονται σὲ πλανεμένους ἱερεῖς καὶ ἀντιδροῦν ἀπέναντι στὶς κακοδοξίες τους: Ὅσους ἐναντιώνονται κατὰ τῶν ἱερέων γιὰ θέματα πίστεως... οὔτε ἐγὼ τοὺς κατακρίνω, ἀλλά, ἐὰν πρέπει νὰ πῶ ὅλη τὴν ἀλήθεια, τοὺς ἐπαινῶ καὶ χαίρομαι κι ἐγὼ μαζί τους. Καὶ θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ λοιδοροῦνται καὶ θεωροῦνται γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὡς ἐχθροί. Μᾶλλον δὲ καὶ καυχιέμαι ὅτι εἶμαι τέτοιος.
Διότι εἶναι προτιμότερος ὁ πόλεμος γιὰ τὴν ἀρετή, ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ συμβιβάζεται μὲ τὴν κακία καί, ὡς ἐκ τούτου, σὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό («Καὶ ὅσοι μὲν περὶ πίστεως τοῦτο πασχόντων... οὐδ᾿ ἐγὼ μέμφομαι, ἀλλ᾿ εἰ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν, καὶ προσεπαινῶ, καὶ συνήδομαι. Καὶ τούτων εἷς εἴην τῶν ὑπὲρ ἀληθείας ἀγωνιζομένων καὶ τῶν ἀπεχθανομένων• μᾶλλον δὲ καὶ εἶναι καυχήσομαι. Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»: Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, «Ἀπολογητικός περὶ τῆς φυγῆς εἰς τόν Πόντον ἢ περὶ Ἱερωσύνης», 82).
Καὶ ἂς δοῦμε βέβαια καὶ πῶς ἑρμηνεύει αὐτὸ τὸ ἀποστολικὸ «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε» καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ὁποῖος μάλιστα ἀπαντᾶ συνάμα καὶ στὴν ἄλλη μεγάλη καὶ χιλιοειπωμένη ἀνοησία τῶν ἡμερῶν μας, ὅτι δῆθεν ἀποτελεῖ ἱεροκατάκριση νὰ κρίνεις καὶ νὰ ἐλέγχεις κληρικοὺς ποὺ ἔχουν πέσει σὲ αἵρεση καὶ πλάνη. Κάνοντας λοιπὸν λόγο γιὰ τὸ πιθανὸ ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι πονηρὸς καὶ ἀνάξιος ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἄρχοντας, λέει: «Δὲν εἶναι μικρὸ αὐτὸ τὸ κακό, ἀλλὰ εἶναι πολὺ χειρότερο κι ἀπὸ τὴν ἀναρχία: διότι καλύτερα νὰ μὴ καθοδηγεῖσαι ἀπὸ κανένα, παρὰ νὰ καθοδηγεῖσαι ἀπὸ κάποιον πονηρό.
Διότι στὴν πρώτη περίπτωση μπορεῖ νὰ σωθεῖς, ἀλλὰ στὴ δεύτερη ὁπωσδήποτε θὰ κινδυνεύσεις, ὁδηγούμενος πρὸς βάραθρα. Μὲ ποιὰ λογικὴ λοιπὸν λέει ὁ Ἀπόστολος "πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε"; Μὲ τὴν ἑξῆς λογική: ἀφοῦ πιὸ πάνω εἶπε "τῶν ὁποίων βλέποντας τὴν ἔκβαση τῆς ζωῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστη τους", τότε ἦταν ποὺ εἶπε "πειθαρχεῖτε στοὺς ἡγουμένους σας καὶ ὑπακούετε". Τί γίνεται λοιπόν, λέει, ὅταν εἶναι πονηρὸς καὶ δὲν πειθαρχοῦμε; Πῶς τὸ ἐννοεῖς τὸ "πονηρός"; Ἄν εἶναι πονηρὸς ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγε καὶ παράτησέ τον, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κι ἂν εἶναι ἄγγελος ποὺ κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ (Γαλ. 1, 8). Ἄν εἶναι πονηρὸς ἐξ αἰτίας τῆς ζωῆς του, μὴν ἀσχολεῖσαι [...].
Μὴ προσέχετε λοιπὸν τὴ ζωή, ἀλλὰ τὰ λόγια τους· διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἠθῶν δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς ποτὲ νὰ ὑποστεῖ βλάβη. Γιατί; Διότι εἶναι φανερὰ σὲ ὅλους, καὶ ὁ ἴδιος, ἀκόμη κι ἂν εἶναι πονηρὸς χιλιάδες φορές, ποτὲ δὲν θὰ διδάξει πονηρὲς καὶ διεστραμμένες διδασκαλίες. Ἀλλὰ ὅταν εἶναι στὴν πίστη πονηρός, αὐτὸ δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους κι ἐπίσης τότε δὲν θὰ σταματήσει νὰ διδάσκει. Διότι καὶ τὸ "Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε" εἶναι γιὰ τὸν βίο καὶ ὄχι γιὰ τὴν πίστη». (Patrologia Graeca 63, 232-233).
Οὔτε ἡ ὑπακοὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετος, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἱεροκατάκριση ἀποτελεῖ νὰ κρίνεις τὴ στρεβλὴ πίστη κάποιου ποὺ ἔχει ἐκτραπεῖ σὲ πλάνη. Ἱεροκατάκριση ἀντιθέτως εἶναι νὰ σχολιάζεις τὸν βίο του, ὅταν δηλαδὴ τὸν κατηγορεῖς γιὰ σαρκικὲς καὶ λοιπὲς προσωπικὲς ἁμαρτίες (ὄχι μόνο ἀνυπόστατες, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ πραγματικές).
Αὐτὸ ὄντως ἀποτελεῖ βαριὰ ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ πράττεις ἀπέναντι σὲ λαϊκό, πόσο δὲ μᾶλλον σὲ ἱερωμένο. Ὁ ἔλεγχος ὅμως γιὰ διαστρεβλωμένη καὶ αἱρετικὴ διδασκαλία ὄχι μόνο δὲν ἀπαγορεύεται, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ καθῆκον - καὶ εἰδικὰ μάλιστα ὅταν πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν εὐθύνη μόνο τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἀλλὰ ἐπηρεάζουν πνευματικὰ πολλοὺς ἄλλους καὶ μπορεῖ ἑπομένως νὰ γίνουν αἴτιοι γιὰ τὴν ἀπώλεια ψυχῶν. Αὐτὸ γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε γιὰ μία ἀκόμη φορὰ καὶ τὰ ὅρια τῆς ὑπακοῆς, ἀλλὰ καὶ τὶς πραγματικὲς διαστάσεις τῆς ἱεροκατηγορίας.
Καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους μας ἱεράρχες, περνᾶμε σὲ ἕνα ἀκόμη σπουδαῖο ἐκκλησιαστικὸ πατέρα, τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ποὺ ἀπαγορεύει ρητὰ τὴν «κοινωνία» μὲ πρόσωπα, τῶν ὁποίων τὸ αἱρετικὸ φρόνημα ἀποστρεφόμαστε («ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»: Patrologia Graeca 26, 1188ΒC).
Καὶ συμπληρώνει πάλι ὁ ἴδιος ὅτι ὅπως πρέπει νὰ κόβουμε τὸν ὀφθαλμὸ ποὺ μᾶς σκανδαλίζει (ὄχι τὸν αἰσθητό, ἀλλὰ τὸν νοητό), ἔτσι καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱερέας, ποὺ εἶναι οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἔχουν πέσει σὲ πλάνη καὶ σκανδαλίζουν τὸν λαό, πρέπει νὰ ἐκβάλλονται, γιατί καλύτερα δίχως αὐτοὺς νὰ συναθροίζονται οἱ πιστοί, παρὰ νὰ πᾶνε μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς στὴν Κόλαση, σὰν νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα («Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητόν... ἀλλὰ τὸν νοητὸν. Οἶον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται, καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ᾿ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέεναν τοῦ πυρός... ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἀσκανδαλίστως συναγομένη διαφυλαχθήσεται»: Patrologia Graeca 27, 1369C).
Κλείνοντας πλέον τὸ σημερινὸ σχόλιο, θυμίζω τὸν 31ο Ἀποστολικὸ Κανόνα, ποὺ προβλέπει ἐπίσης τὴν ἀπομάκρυνση τῶν πιστῶν ἀπὸ κακοδόξους ἐπισκόπους, ἀλλὰ καὶ τὸν Μέγα Φώτιο (9ος αἰῶνας), ποὺ ἐπίσης ἐμφανίζεται ἐντυπωσιακὰ κάθετος - κι ἂς εἶναι γνωστὸ πόσο κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Ζηλωτὲς τῆς ἐποχῆς του ὡς μετριοπαθὴς καὶ ὑποστηρικτὴς τῆς λεγόμενης «οἰκονομίας» (τὴν οἰκονομία ὅμως τότε οἱ Πατέρες τὴν ἐννοοῦσαν στὴν ὀρθή της διάσταση, δηλαδὴ γιὰ θέματα δευτερεύοντα καὶ ἐξωτερικά, ὄχι γιὰ δογματικά - σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τοὺς σημερινοὺς Οἰκουμενιστὲς ποὺ τὴ χρησιμοποιοῦν ὡς προπέτασμα καπνοῦ γιὰ νὰ καλύψουν τὸ ὁλοκληρωτικὸ δογματικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ ξεχαρβάλωμα ποὺ ἐπιχειροῦν).
Λέει λοιπὸν ὁ Μέγας Φώτιος ὅτι ἂν ὁ ποιμένας εἶναι αἱρετικός, τότε εἶναι λύκος καὶ πρέπει νὰ φεύγουμε τρέχοντας μακριά του καὶ νὰ μὴ μᾶς ξεγελᾶ κι ἂν ἀκόμη παρουσιάζεται ἤρεμος, ἀλλὰ νὰ ἀποφεύγουμε ὁπωσδήποτε τὴν ἐπικοινωνία καὶ τὴ συναναστροφὴ μαζί του, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸ δηλητήριο τοῦ φιδιοῦ («Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστίν. Φεύγειν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει μὴν ἀπατηθῆναι προσέλθειν κἄν ἥμερον αὐτοῦ παρισαίνειν δοκεῖ, φύγε τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν πρὸς αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως»: Ε.Π.Ε. 12, σ. 400).
Δὲν εἶναι ἄραγε συγκλονιστικὰ εὔγλωττα ὅλα αὐτά; Γιὰ ποιὰν εὐπείθεια λοιπὸν καὶ γιὰ ποιὰν ἄνευ ὅρων ὑπακοὴ τολμοῦν νὰ μᾶς μιλοῦν κάποιοι; Ὑπακοή σὲ πλανεμένους ταγοὺς καὶ αἱρετικοὺς λυκοποιμένες δὲν νοεῖται. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαρο...
"ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!