Στην αρχή του Αγώνα οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες και μία από αυτές ήταν ο πανίσχυρος Τουρκικός στόλος, ο οποίος αποτελούνταν από μεγάλα πλοία και ναυαρχίδες, σε αντίθεση με τον νεοσύστατο ελληνικό στόλο που στην πλειοψηφία του είχε μικρά πλοία, εκ των οποίων ελάχιστα ήταν πολεμικά. Ο αγώνας στη θάλασσα θα ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένος, εάν δεν υπήρχε στο DNA των Ελλήνων η αγάπη για τη θάλασσα και η από αιώνων ναυτική παράδοση. Αυτό που έλειπε ήταν ένας ισχυρός ηγέτης που να κάνει κουμάντο στο στόλο και βρέθηκε στο πρόσωπο του Ανδρέα Μιαούλη.
Ο Ανδρέας Μιαούλης (κατά κόσμο Ανδρέας Βώκος) γεννήθηκε το 1769 στην Ύδρα και ήταν το δεύτερο παιδί του πλοιοκτήτη Δημητρίου Βώκου και της Ανδριανής Βοχαϊτου. Από μικρός εργάστηκε στα πλοία της οικογένειας του, αποκομίζοντας μεγάλο πλούτο κατά τον Αγγλογαλλικό πόλεμο διασπώντας το ναυτικό αποκλεισμό. Η ενέργεια του αυτή ήταν παράτολμη και σε μία από τις απόπειρές του συνέβη το εξής περιστατικό :
Το 1802 έπλεε ανοιχτά του Κάδιξ όταν συνελήφθη από βρετανική περίπολο και οδηγήθηκε μπροστά στον Άγγλο ναυάρχο Νέλσωνα.
- Ξέρεις ότι έχω διατάξει αποκλεισμό, ρωτάει ο Νέλσωνας.
- Μάλιστα ναύαρχε, απαντά ο Μιαούλης.
- Κι εσύ τον σπας τον αποκλεισμό, λέει ο Νέλσωνας.
- Μάλιστα ναύαρχε, συνεχίζει ο Μιαούλης.
- Αν ήσουν στη θέση μου τι θα μου έκανες, ρωτάει εκνευρισμένος ο Νέλσωνας.
- Θα σε κρέμαγα ναύαρχε, απαντά χωρίς δισταγμό ο Μιαούλης.
Τον κοιτάει με το ένα του μάτι ο Νέλσωνας και αφού θαύμασε το θάρρος και την τόλμη του τον άφησε ελεύθερο.
Λίγο αργότερα έγινε πλοιοκτήτης και αγόρασε δικό του πλοίο το οποίο ονόμασε "Μιαούλ", εκ του οποίου πήρε και το γνωστό προσωνύμιο. Το 1806 μπήκε στο στόχαστρο των Γάλλων διότι έσπασε το ναυτικό αποκλεισμό του Ναπολέοντα, μεταφέροντας εμπορεύματα στα ευρωπαϊκά λιμάνια. Αφού μεγάλωσε κι άλλο την περιουσία του, αποσύρθηκε στην Ύδρα το 1816 και παρέδωσε τα καράβια του στο γιο του.
Με την έναρξη της επανάστασης ο Μιαούλης πίστεψε ότι αφενός μεν οι Έλληνες ήταν αδύνατον να πολεμήσουν τους Τούρκους και αφετέρου μία πιθανή κατάπνιξη της, θα ζημίωνε την Ύδρα. Μόλις όμως ο Αντώνης Οικονόμου σήκωσε την επαναστατική σημαία, αναγκάστηκε να πάρει το μέρος του και να λάβει ενεργά μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις που είχαν αρχίσει να διεξάγονται σε όλα τα πελάγη. Αν και κατά το πρώτο έτος της επανάστασης δεν φάνηκε έντονα η δράση του, εντούτοις στα επόμενα έτη η παρουσία του έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις επιχειρήσεις.
Τον Σεπτέμβριο του 1822 επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον Τουρκικό στόλο, ο οποίος ήταν αραγμένος στο λιμάνι των Πατρών. Οι Τούρκοι αν και δεν έπαθαν μεγάλες ζημιές, πιάστηκαν στον ύπνο και προτίμησαν να διαφύγουν προς την Ζάκυνθο, παρά να ναυμαχήσουν. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους συμμετείχε στην κατάληψη του Παλαμηδίου (30/11/1822) και μάλιστα τα δικά του πλοία μετέφεραν τους Τούρκους που παραδόθηκαν στα Μικρασιατικά Παράλια.
Τον Φεβρουάριο του 1823 έστησε καρτέρι ανάμεσα στη Λήμνο και στο Αγ. Όρος, περιμένοντας έξοδο του Τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια. Εν τέλει τον Οκτώβριο του 1823 οι δύο στόλοι θα συγκρουόντουσαν στη Σκιάθο, αλλά ο Τουρκικός στόλος απέτυχε να αιφνιδιάσει τον Ελληνικό και αφού αποσύρθηκε αρχικά στον Ελλήσποντο επέστρεψε κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη.
Η ευκαιρία που χάθηκε τον προηγούμενο χρόνο ήρθε στις 24 Αυγούστου 1824 και εν μέσω των εμφυλίων πολέμων, όπου ο Μιαούλης ανάμεσα από την Κάλυμνο, την Ψέριμο και την Κω αντιμετώπισε τον Τουρκικό στόλο των 86 πολεμικών πλοίων, 300 φορτηγίδων, 2500 τηλεβόλων και 25000 ναυτών. Ο Μιαούλης αν και διέθετε μικρότερες δυνάμεις (70 πολεμικά πλοία, 850 τηλεβόλα, 5000 ναύτες) αξιοποιώντας την ευελιξία των πολεμικών πλοίων του, τους πετυχημένους ελιγμούς τους, την ευστοχία των τηλεβόλων του και την τόλμη των πληρωμάτων, κατανίκησε τον Τουρκικό στόλο και τον έθεσε σε άτακτη φυγή προς τη Σούδα. Η ναυμαχία του Γέροντα υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του Ελληνικού στόλου κατά την Επανάσταση και προσωπικός θρίαμβος του Μιαούλη.
Το 1825 και λίγο μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο ο Μιαούλης μετέβη στην Μεθώνη και κάνοντας χρήση πυρπολικών έκαψε τις αποθήκες εφοδιασμού του στρατού του Ιμπραήμ. Η καταστροφή ήταν μεγάλη, αλλά η διχόνοια πολιτικών - στρατιωτικών δεν απέτρεψε τελικά την προέλαση του Ιμπραήμ. Στις 31 Μάϊου χτύπησε τον Αιγυπτιακό στόλο στη Σούδα, αλλά η άπνοια του χάλασε τα σχέδια και αποσύρθηκε στην Ύδρα, Σημαντική ήταν και η συνεισφορά του στην άμυνα του Μεσολογγίου, κατά την οποία έσπασε τον αποκλεισμό και ανεφοδίασε με σιτάρι τους πολιορκημένους (Ιανουάριος 1826). Αν και το Μεσολόγγι έπεσε (Απρίλιος 1826) οι Μεσολογγίτες τον ευχαρίστησαν για την προσφορά του.
Το 1827 κι ενώ η Επανάσταση κρεμόταν από μία κλωστή η κυβέρνηση για να μην απογοητεύσει τους Άγγλους του αφαιρεί την ναυαρχία και την δίνει στον Κόχραν. Με την άφιξη του Καποδίστρια ο Μιαούλης ξαναέγινε ναύαρχος και συμμετείχε στην πάταξη της πειρατείας από το Αιγαίο. Κι ενώ ο κυβερνήτης προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει το ρημαγμένο κράτος, οι μεταρρυθμίσεις του σκόνταψαν πάνω στην δυσαρέσκεια των "εχόντων" με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ανταρσία. Έτσι τον Ιούλιο του 1831 ο Μιαούλης κατέλαβε τον ναύσταθμο στον Πόρο και βλέποντας τον Ρώσο ναύαρχο να κινείται προς το μέρος του, πυρπόλησε την φρεγάτα "Ελλάς" και την κορβέτα "Ύδρα", προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του. Η πράξη του αυτή υπήρξε το μεγαλύτερο λάθος του.
Στα χρόνια του Όθωνα (1833) διορίστηκε Αρχηγός και Γενικός Επιθεωρητής Στόλου και το 1834 έγινε Σύμβουλος Επικρατείας. Δυστυχώς όμως η διαρκής καταπόνηση του σώματος του σε συνδυασμό με τους χρόνιους ρευματισμούς που είχε, τον είχαν εξαντλήσει με αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Στις 11 Ιουνίου 1835 ο Μιαούλης άφησε το μάταιο αυτό κόσμο και ενταφιάστηκε σε μία ακτή του Πειραιά, που σύμφωνα με την παράδοση βρισκόταν ο τάφος του Θεμιστοκλή, η οποία έκτοτε πήρε την ονομασία Ακτή Μιαούλη. Το 1952 πραγματοποιήθηκε εκταφή των οστών του, τα οποία μεταφέρθηκαν αρχικά στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και κατόπιν το 1986 στην Ύδρα. Η καρδιά του αφού ταριχεύθηκε, όπως και εκείνη του Κανάρη, φυλάσσεται σε ασημένια λήκυθο στο Μουσείο της Ύδρας.
Ο Ανδρέας Μιαούλης υπήρξε γενναίος πολεμιστής στη θάλασσα και μετριόφρων στην ιδιωτική του ζωή. Σε νεαρή ηλικία έπινε, αλλά έκοψε αυτή τη συνήθεια μόλις παντρεύτηκε. Ήταν θεοσεβούμενος, αλλά λόγω των συνθηκών του πολέμου βλαστημούσε πότε για να επιπλήξει και πότε για να δώσει θάρρος στους ναύτες του. Ουδέποτε επιδίωξε να καταλάβει κάποιο αξίωμα και ως ναύαρχος άσκησε τα καθήκοντα του από χρέος προς την πατρίδα και όχι από προσωπική επιδίωξη. Εάν δεν διέπραττε το έγκλημα της ανατίναξης των πλοίων στην Ύδρα, δεν θα υπήρχε ούτε ένα ψεγάδι στον αγνό αγώνα που έδωσε για την ελευθερία του τόπου. Το όνομα του συνδέθηκε με τις μεγαλύτερες νίκες των Ελλήνων στη θάλασσα και με την συνέχεια της ναυτικής ιστορίας του τόπου μας. Δικαία λοιπόν ένα εμβατήριο του ναυτικού λέει :
<< Είμαι ο ναύτης του Αιγαίου
Άλλος εγώ Θεμιστοκλής
Απόγονος εγώ της Μπουμπουλίνας
Και του Μιαούλη Συγγενής >>
Πηγές : Βικιπαιδεία
Σ.Ι. Καργάκος : Μεγάλες Μορφές και Μεγάλες Στιγμές του '21, Εκδόσεις "Γεωργιάδης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!