π. Αρσένιος Σιναΐτης
…«Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. Μία Αγία Ψυχή.
Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο.
Την λένε Φωτεινιώ…
Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ.
Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο, - καλοσύνη της η μητέρα μου -, είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα.
Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ’ιδίαν.
Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ. Θα ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών.
Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο.
Και μου λέει: “Πάτερ μου, έμαθα οτι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω Εσάς γιατί φοβούμε οτι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν».
Λέω: “Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».
Έτσι, η Φωτεινιώ μεγάλωσε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή. Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε».
Έμεινε μέχρι τα δεκαεφτά της χρόνια να κοιμάται στους θείους της στο σπίτι και το πρωι, πρωι-πρωί να φεύγει και να πηγαίνει στης κυρα-παππαδιάς και να της δίνει και εκείνη ένα χαρτζιλίκι, έτσι ώστε να μην χρεώνει τους θείους της για τα δικά της έξοδα.
Στα δεκαεφτά της χρόνια, πήγε μια εκδρομή σε ένα Μοναστήρι, μαζί με την κυρα-παππαδιά και με την Ενορία, στην Βόρεια Ελλάδα σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και πόθησε η κακομοίρα να γίνει Μοναχή. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η ζωή που κατανενυγμένη ζήτησε να γίνει.
Όμως έπρεπε να έχει γονείς να την αφήσουν γιατί ήταν ανήλικη. Και έτσι γυρίζοντας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός οτι οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό ο οποίος φυσικά δεν θα ήταν και σόι αφού δεν ζήταγε προίκα.
Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο, άρον άρον την παντρέψανε.
Η κακομοίρα όμως αντιμετώπιζε το πρόβλημα οτι αυτός είχε καφενείο και δυστυχώς μάθαινε να πίνει και ήταν και έπινε και άλλες ουσίες εκεί στο καφενείο και τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε όμως, του χάρισε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Φάνη και δύο κορίτσια.
Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους να σας πω.
Αλλά θυμάμαι ότι είχε τρία παιδιά.
Και η κακομοίρα προσπαθούσε να τα αναθρέψει με Νουθεσία Κυρίου.
Αυτός όμως όποτε γύριζε από το καφενείο μεθυσμένος, ή το παιδί το ένα ήταν άρρωστο, ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα μαλώσει και να τα δείρει και αυτή η κακομοίρα έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε αυτή το ξύλο.
Έτσι εκτός από τις βρισιές που δεχόταν, αυτή έτρωγε και το ξύλο, έτρωγε και κανα παιδάκι ξύλο.
Και η κακομοίρα πάντοτε με την Ευχή «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Στα τέσσερα πέντε χρόνια του γάμου της, επειδή δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση του άντρα της, τα ξαδέλφια του του είπανε:
«’Ελα σε μας στην Πρωτεύουσα του νομού να βρούμε ένα καφενείο να βάλουμε το βιος μας με το βιος σου να κάνουμε ένα μεγάλο καφενείο».
Όντως έτσι έγινε.
Βρήκαν και ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού που είχε ένα πηγάδι και μια μικρή στάνη και μπορούσαν να επιβιώσουνε και οι δυο φτωχικά και όντως κάναν το καφενείο μεγαλύτερο αλλά σιγά σιγά ο καφενές έγινε καφετέρια, η καφετέρια έγινε καφέ-μπαρ και σιγά σιγά έγινε νυκτερινό κέντρο…
Με πεταλουδίτσες, με διάφορα τυχερά παιγνίδια.
Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, δεν του άρεσε πια η κυρα-Φωτεινιώ, φώναζε, την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», την έλεγε «χολέρα».
Την έβριζε, την ταπείνωνε. Εκείνη πάντοτε με ταπείνωση και πολύ καρτερία έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο.
Δεν την αφήναν να πάει στην Εκκλησία και μου έλεγε με δάκρυα: “Πέρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω.
Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα”. Και λέω: «Τον χειμώνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τα φορούσες;» «Οχι» λέει, «τα άλοιφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη. Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»
Μια Παραμονή των Θεοφανείων μετά τα οκτώμισι χρόνια, ήταν οι Μεγάλες Ώρες.
Και αφού η κακομοίρα πήρε τον μικρό Αγιασμό πήγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα να ευπρεπίσει το σπίτι της, να ετοιμάσει το Καντήλι της, να θυμιάσει γιατί θα περνούσε ο παπα-Βασίλης να αγιάσει το σπίτι.
Και όντως πέρασε ο παπα-Βασίλης.
Και άγιασε το σπίτι.
Και ήθελε- δεν ήθελε ο κυρ-Ανέστης τον διάβασε μια Ευχή, μουγκρίζοντας ο κυρ-Ανέστης γιατί δεν αγαπούσε τους παπάδες αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, πού να πάει να σηκωθεί αφού ήταν παράλυτος;
Τον διάβασε ο παπάς όμως και έφυγε.
Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι.
Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε, παπά μου, αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια.
Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου; Είχε…
Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο… και κάλυπτε τον κόσμο.
Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλοι μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη.
Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε. Και την ερώτησα:
«Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στην γωνίτσα σου το Φως;» «A!Αμ, καλοήρθε παπά μου. Ήρθε.» «Πώς το αισθάνθηκες, κυρά-Φωτεινή;»
Σαν ένα χέρι που με θώπευε.
Με άγγιζε από το μέτωπο, με χάιδευε στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες.
Και μετά με πήγαινε αριστερά.
Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου παπά μου και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου μετά.
Ένας Δεσπότης…
Μα τι Δεσπότης…
Τι χρυσά Άμφια φορούσε!
Τι διαμάντια και μπριλάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του!
Άστραφτε ολόκληρος!
Και φορούσε μια Κορώνα…
Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων.
Μια Βασιλική Κορώνα.
Που άστραφταν χιλιάδες τα μπριλάντια και τα διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους.
Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους που κρατούσαν το Μάκτρο.
Με έπιασε τρόμος. Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του, έφεγγαν σαν τον Ήλιο.
Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα.
Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο.
Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; Πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο;
Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα.
Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν.
Και τι να κάνω εγώ; Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις Φωνές στον κόσμο;
«Και τι έκανες, βρε κυρά-Φωτεινιώ; Δεν Κοινώνησες;» «Όχι, λέει. Προφασίστηκα ευγένεια.
Και πήγα στην άκρη και έλεγα “Περάστε. Περάστε και εσείς.” Ε. Περάσανε καμμια εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά…Μετά δεν είχε άλλο ‘περάστε’.
Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά». «Τι έκανες, κυρά-Φωτεινιώ»; «Τι έκανα λέει; Πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του παπά μου χρυσά ήτανε.
Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη. Και είπα: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ.
Άντε, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ.
Ας Είσαι ΕΣΥ και ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ.
Κι εγώ θα Κοινωνήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα το Μάκτρο (κόκκινο ύφασμα που κρατάμε κάτω από το στόμα μας κατά την Θεία Μετάληψη) κάτω από το στόμα μου και άνοιξα το στόμα μου». «Κοινώνησες, κυρά-Φωτεινιώ»;
«Κοινώνησα παπά μου».
«Κάηκες κυρά Φωτεινιώ»;
«Όχι, παπά μου.
Δροσίστηκε η Ψυχή μου. Άνοιξε η Καρδιά μου.
Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου: “Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Σε Ευχαριστώ, Συ Κύριε.
Και άρχισα φαίνετε να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπα-Βασίλη να μου λέει: “Κυρά-Φωτεινιώ, είσαι καλά»; Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.
Και λέω: «Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ”….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα:
«Όλα αυτά που είδα, παπά μου, ήταν αληθινά;
Λες να ‘ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελλή»;
Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό.
Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι.
Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω; Η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες.
Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια.
Και μου λέι η κόρη μου: «Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε, μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια, μας έφερες αντίδωρο»; κι εγώ έμεινα… και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.
Και απαντούσα στην κόρη μου: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»! Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει: “Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.” Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω».
Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεββάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι.
Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του.
Και του δίνω το χέρι μου, νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε.
Μέσα και έξω, παπά μου μου το φιλούσε κλαίγοντας και μου λεγε με το μισό του στόμα: «Συχώρα με, Φωτεινιώ. Συχώρα με να χαρείς».
Και έρχεται πίσω το παιδί… Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω” και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει:
«Συχώρα με, μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να χω, μάνα”. Κι εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση της κυρά-Φωτεινιώς.
Για είκοσι λεφτά πλάνταξε στο κλάμα.
Κι αφού συνήλθε με ερώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο:
«Πάτερ μου, είμαι κουζουλή;
Τρελλάθηκα;
Λες να με κλείσουν στο Δρομοκαΐτειο;
Λες να είμαι για δέσιμο και είδα τόσες φαντασίες;
Λες να είμαι τρελή; Τι θα πεις, Πάτερ;
Τι γνώμη έχεις;
Είμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα»; Κι εγώ απάντησα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή σου, κυρά-Φωτεινιώ, τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Η κυρά-Φωτεινιώ δεν ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος, ούτε ο Άγιος Νείλος, ούτε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ούτε ο Μέγας Παϊσιος.
Ήταν μια Ψυχή σαν κι εσάς, σαν κι εμάς. Απλώς έμαθε καλά στην καρδιά της να λέει:
«Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και ο Θεός την πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θα σας πω και την έκβαση γιατί ξέρω πως θα χαρείτε.
Σήμερα, χήρα πια η κυρά-Φωτεινιώ, είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο.
Και έχω την χαρά μια φορά τον χρόνο να πάω κι εγώ να της φιλάω το χέρι. Και εκείνη κάθεται εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.
Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει την Καρδιά μας με την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας, αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστιριακή, να λέμε κι εμείς, δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω, πάντων ένεκεν».
https://ethnegersis.blogspot.com/2021/11/blog-post_1360.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!