Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ: Οι πηγές, οι μαρτυρίες, η αλήθεια (ΜΕΡΟΣ 5ον - ἀπὸ 18)

ΜΕΡΟΣ 5ον - ἀπὸ 18

Ο Νεκτάριος Ιεροσολύμων δεν αναφέρεται σε Έλληνες ούτε τυχαία, ούτε ευκαιριακά. Το κάνει ενσυνείδητα, ακριβώς διότι πιστεύει πως οι χριστιανοί ραγιάδες του σουλτάνου που μιλούν ελληνικά δεν είναι απλά και μόνον ελληνόφωνοι, αλλά καθαροί Έλληνες κατά την εθνική τους καταγωγή και προέλευση, όπως και ο ίδιος. Και αυτό δεν το πίστευε μόνον ο Νεκτάριος αλλά και όλα τα άλλα ανώτατα στελέχη της εκκλησίας, όπως είδαμε.

Όταν λοιπόν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε στους χριστιανούς που τον άκουγαν «δεν είστε Έλληνες» δεν το εννοούσε εθνικά, αλλά μόνον θρησκευτικά. Και αυτό διότι η λέξη «Έλληνας» για την ορθόδοξη κοσμοθεωρία ενώ στην εθνική διάστασή της σήμαινε τον άνθρωπο που ανήκει στο ελληνικό έθνος, στην θρησκευτική διάσταση σήμαινε «ειδωλολάτρης». Έτσι, σύμφωνα με την κοσμοθεωρία της εκκλησίας κατά την τουρκοκρατία, οι ελληνόφωνοι ραγιάδες του σουλτάνου ως προς την θρησκευτική τους πίστη δεν ήταν «Έλληνες», ακριβώς επειδή ήταν χριστιανοί. Όμως, ως προς την εθνική τους ταυτότητα ήταν, για την εκκλησία πάντα, καθαροί Έλληνες, μέλη του πανάρχαιου και ζωντανού, παρά τον αφόρητο ζυγό, Ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό ήταν ο άγιος Κοσμάς πάλι που έλεγε στους χριστιανούς που τον άκουγαν ότι «η εκκλησία μας είναι ελληνική και το γένος μας είναι ελληνικόν»[96].

Οι απόψεις του καθηγητή Κιτρομηλίδη είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στους αναθεωρητές ιστορικούς και συγκροτούν την συνολική τους θέση για το ζήτημα της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Κατ’ αυτούς, οι σημερινοί Έλληνες μέχρι το 1770 ούτε ονόμαζαν τον εαυτό τους «Έλληνες», ούτε ελληνική εθνική συνείδηση είχαν. Έτσι, μέχρι και τον 17ο αιώνα δεν υπήρχαν ούτε Έλληνες, ούτε Τούρκοι ως ξεχωριστές εθνότητες[97]. Γι’ αυτό και «μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, η αντίληψη της καταγωγής από τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν διαδεδομένη παρά σε λιγοστούς λόγιους

 Ο όρος «Έλληνες» δήλωνε μόνο τους αρχαίους Έλληνες και ταυτιζόταν με τους ειδωλολάτρες. Το σύνολο των ορθοδόξων συναποτελούσε ανεξαρτήτως γλώσσας μια ιδιαίτερη φαντασιακή κοινότητα με θρησκευτικά – κοσμικά χαρακτηριστικά, το γένος των Ρωμιών ή το Ρουμ-μιλέτ για τις οθωμανικές αρχές». Έτσι, «η σχέση της ρωμαίικης συνείδησης με την ορθόδοξη είναι ταυτόσημες και αντιθετικές σε κάθε έννοια «ελληνικότητας»[98]. Ορθοδοξία και Ελληνικότητα ήταν λοιπόν δυο έννοιες τελείως αντίθετες μεταξύ τους.

Γι’ αυτό και η εκκλησία ήταν πάντοτε αντίθετη σε κάθε απόπειρα για επανάσταση και ανεξαρτησία, και στην επανάσταση του 1821[99], διότι «για την εκκλησία το σύστημα της κατάκτησης και η κραταιά βασιλεία του σουλτάνου αντιπροσώπευε την εκ Θεού προνενοημένη τάξη του κόσμου»[100]. Γι’ αυτό και «το πατριαρχείο […] συνεβούλευε απειλητικά την υποταγή, διότι πάσα απείθεια ήταν αμαρτία και εναντίωση στο «θέλημα του θεού»[101]. Έτσι, «η έκρηξη της Επανάστασης του 1821 βρήκε την Ελληνική Εκκλησία να προπαγανδίζει, επί ποινή αφορισμού και διώξεων, τη συνέχιση της υποταγής στη θεόπεμπτη σουλτανική εξουσία»[102]. Πράγμα που είχε ως συνέπεια οι άνθρωποι να κατακτήσουν «το δικαίωμα να είναι ελεύθεροι […] με πολύ αίμα και με αντίπαλο την Εκκλησία»[103], η οποία, όπως ήταν φυσικό, απουσίαζε «από την προετοιμασία και οργάνωση της Επανάστασης»[104].

Η λέξη Έλληνας αρχίζει να χρησιμοποιείται από τους Ρωμιούς ραγιάδες του σουλτάνου μόνον μετά το 1770, χάρις στην επίδραση του γαλλικού διαφωτισμού[105]. Και αυτό είναι απόλυτα φυσικό, αφού «Το ελληνικό έθνος συγκροτείται σταδιακά ανάμεσα στο 1770 και το 1820, από μερίδες τριών εθνοπολιτισμικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ρωμιών, Αρβανιτών, Βλάχων), υπό την ιδεολογική ηγεμονία του νεοελληνικού διαφωτισμού και υπό την ηγεσία τριών κοινωνικών κατηγοριών (λογίων, έμπορων, οπλαρχηγών)»[106]

Και «με την αναγωγή ενός ακατέργαστου παρελθόντος σε σύστημα ιστορικής εξέλιξης, θεμελίωσαν οι δημιουργοί του διαφωτιστές διανοούμενοι μια φαντασιακή, αρχικά, ταυτότητα-κοινότητα, τους Έλληνες». Και ήταν τόσο κυρίαρχη η ιδεολογία του εθνικισμού στον νεοελληνικό διαφωτισμό, ώστε ακόμη και οι κληρικοί που εντάχθηκαν στον σ’ αυτόν «ασπάστηκαν την εθνική ιδέα, αρνούμενοι την αυτοκρατορική τυραννία και τον πολιτικά δίδυμο πατριαρχικό οικουμενισμό»[107].

Γι’ αυτό και «το ιδεώδες της εθνικής ανεξαρτησίας δεν αποτελεί πάγιο και διαχρονικό πολιτικό όραμα, αλλά ιστορικά προσδιορισμένο ιδεολογικό και πολιτικό φαινόμενο της νεοτερικότητας»[108]. Μόνον κάτω από «την κυριαρχία της Εθνικής Ιδέας, το ιδανικό της ελευθερίας (της εθνικής ελευθερίας), για το οποίο είχαν πολεμήσει οι άνθρωποι του Εικοσιένα, παρουσιάζεται ότι ενέπνεε ανέκαθεν τους ίδιους αλλά και τους προγόνους τους, από τους πιο κοντινούς μέχρι τους πλέον μακρινούς»[109]. Δηλαδή, με δυο λόγια, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ραγιάδες άρχισαν να αποζητάνε την ελευθερία τους από τους «Οθωμανούς» μόνον μετά το 1770, κάτω από την επίδραση της εθνικιστικής ιδεολογίας του νεοελληνικού, δηλαδή του γαλλικού διαφωτισμού.

Όμως από τις πηγές που ήδη παραθέσαμε είναι πια ξεκάθαρο πως εξάγονται πολύ διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα του καθηγητή Κιτρομηλίδη και όλων των άλλων αναθεωρητών ιστορικών. Και αυτό διότι μέσα από τούτα δω τα κείμενα είχαμε την ευκαιρία ν’ «ακούσουμε» τον αρχιγραμματέα του οικουμενικού πατριαρχείου Θ. Ζυγομαλά, τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο, τον οικουμενικό πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη, τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο και τον επίσκοπο Ηλία Μηνιάτη να αποκαλούν «Έλληνες» τους χριστιανούς κατοίκους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που μιλούσαν ελληνικά και να ονομάζουν «Ελλάδα» την χώρα όπου εκείνοι κατοικούν. Και όλα αυτά πάντοτε σε άμεση σύνδεση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν, αιώνες πριν το 1770 και τα ορλωφικά.

Ταυτόχρονα, είδαμε τους «σκοταδιστές» αξιωματούχους της εκκλησίας να αναφέρονται διαρκώς, και με αξιοσημείωτη επιμονή, σε «δεινά», σε «βαρβαρότητα» και σε «βαρύτατο τουρκικό ζυγό» και να προσεύχονται ολόθερμα στον πανάγαθο Θεό για την Ελευθερία της Ελλάδας. Και όλ’ αυτά αιώνες πριν τον γαλλικό διαφωτισμό και την νεοτερικότητα.

Αυτό σημαίνει πως όταν επικράτησε η «ορθόδοξη κοσμοθεωρία» της εκκλησίας όχι μόνον δεν εξαφάνισε την εκδήλωση της νέας ελληνικής ταυτότητας, όπως διατυμπανίζουν οι «μοντέρνοι» και «μεταμοντέρνοι» ιστορικοί, αλλά έκανε ακριβώς το αντίθετο: Η εκκλησία ενθάρρυνε και στήριξε απόλυτα την έκφραση της ελληνικής ταυτότητας των Νεοελλήνων, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε απόλυτη ταύτιση και συνάφεια με τις θέσεις και τις απόψεις του Πλήθωνα.

Μετά από όλα αυτά μπορούμε να καταλάβουμε το πόσο επιστημονικά έγκυρες μπορεί είναι οι απόψεις όλων εκείνων που ομνύουν στην «επιστημονική γνώση και την πρόοδο»[110].

Η εκκλησία όχι μόνον δεν «ταυτίστηκε πολιτικά με την Οθωμανική μοναρχία», αλλά κατήγγειλε σε όλους την βαρβαρότητα του άπιστου Τούρκου προς κάθε κατεύθυνση. Και βέβαια αυτό το έκανε όχι στα δημόσια κείμενά της, που μπορούσαν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, αλλά σε εκείνα που ήταν βέβαιο πως θα παρέμεναν σε έμπιστα χριστιανικά χέρια.

Και για να βεβαιωθούμε μια και καλή γι’ αυτό, θα παραθέσω μια πολύ μαρτυρία με ιδιαίτερη αξία και σημασία, σχετικά με τον ρόλο που έπαιξε η εκκλησία στην εκδήλωση της επανάστασης του ’21. Πρόκειται για την μαρτυρία που καταθέτει όχι κάποιος τυχαίος, αλλά ο ίδιος ο Έγκελς.

Ο Μαρξ και ο Έγκελς ήταν απόλυτα αντίθετοι στην ελληνική επανάσταση του 21, όπως και σε κάθε άλλη ελληνική επανάσταση. Γι’ αυτό και έπνεαν μένεα ενάντια στην Ρωσσία, επειδή θεωρούσουν πως ήταν η μοναδική υπεύθυνη για την υποκίνηση και το ξέσπασμα της εθνικής μας επανάστασης. Περιγράφοντας ο Έγκελς το πώς οι «Ρώσσοι πράκτορες» υποκίνησαν την επανάσταση, αναφέρει κατά λέξη τα εξής:

«Εκατοντάδες Ρώσσοι πράχτορες περιέρχονταν την Τουρκία, παρουσιάζοντας στους Ελληνορθόδοξους τον ορθόδοξο αυτοκράτορα ως την κεφαλή, τον φυσικό προστάτη και τον τελικό ελευθερωτή της καταπιεσμένης Ανατολικής Εκκλησίας. Ο κλήρος της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας πολύ γρήγορα οργανώθηκε σε μια μεγάλη συνομωσία με σκοπό την διάδοση των ιδεών αυτών. Η σερβική εξέγερση του 1804 κι ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821 υποκινήθηκαν άμεσα από ρωσσικό χρυσάφι και ρωσσική επιρροή»[111].

Τι μας λέει ο Έγκελς; Ότι η εκκλησία όχι μόνον δεν προπαγάνδιζε «την συνέχιση της υποταγής στη θεόπεμπτη σουλτανική εξουσία», αλλά ήταν εκείνη που πρωτοστάτησε στην «συνομωσία» των Ρώσσων για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων και των Σέρβων. Αρχισυνομώτες της επανάστασης οι «παπάδες», κατά τον Έγκλες, και όχι συνεργάτες του σουλτάνου, όπως πάρα πολύ θα ήθελε ο ίδιος. Και γι’ αυτό φυσικά τους «περιποιείται» αναλόγως! Και θέλω να πιστεύω πως ο Έγκελς τουλάχιστον δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθεί πως «πρωταγωνιστεί στην παραγωγή ιστορικών μύθων», ή ότι «παραποιεί την Ιστορία και να κατασκευάζει ιστορικούς μύθους»[112] για χάρη της… εκκλησίας!

Μετά από όλα αυτά καταλαβαίνουμε το πόσο μεγάλο δίκιο έχει ο καθηγητής Απόστολος Διαμαντής, όταν μας λέει πως όλες αυτές οι απόψεις των αναθεωρητών ιστορικών απλά «προδίδουν το χαμηλό επίπεδο της κυρίαρχης σημερινής ελληνικής ιστοριογραφίας –η οποία ασθμαίνουσα δείχνει να το υπερασπίζεται– αλλά και την ιδεολογική της πρόσδεση στις στρατηγικές επιλογές της παγκοσμιοποιημένης νέας οικονομικής και πολιτικής τάξης»[113].

Εξισλαμισμοί.

Το τυραννικό ζυγό της δουλείας ένοιωθαν ιδιαίτερα βαρύ πολλές περιοχές του Ελληνισμού. Μια από αυτές ήταν και ο Πόντος, όπου, και παρά τα προνόμια τα οποία είχαν δοθεί στις κοινότητες των ορυχείων και τους μεταλλωρύχους, τα διαλείμματα ανθρώπινης διακυβέρνησης ήταν ελάχιστα. Η στυγνή βία και η τυραννία ανάγκαζε τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες, που αρνούνταν να συμβιβαστούν, να καταφεύγουν στα βουνά, όπου όμως η ελευθερία εκεί είχε πανάκριβο τίμημα, λόγω των δύσκολων καιρικών συνθηκών και της έλλειψης των πλέων βασικών ειδών διατροφής[114].

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν φυσικό πάρα πολλοί να μην αντέξουν μια τέτοια φριχτή καταπίεση και να εξισλαμισθούν. Όπως παρατηρεί ο R. Glogg, «οι διάφοροι ταπεινωτικοί όροι διαβίωσης για τους χριστιανούς, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα σκληρή μεταχείριση εκ μέρους των τοπικών οθωμανικών αρχών, μπορούσαν να οδηγήσουν σε ατομική ή μαζική προσχώρηση στο Ισλάμ»[115]

Και είναι στ’ αλήθεια αδύνατον να περιγράψει κανείς τις συνθήκες υπό τις οποίες χιλιάδες Έλληνες εξισλαμίσθηκαν. Κάθε χωριό, κάθε πόλη, κάθε οικογένεια αποτελεί και μια ιδιαίτερα τραγική ιστορία. Η φριχτή τυραννία των πέρα από κάθε έλεγχο τοπικών Τούρκων διοικητών, ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων, οι πιέσεις και οι διωγμοί των ντερεμπέηδων, τα συνεχή βασανιστήρια, λύγιζαν το ανθρώπινο ηθικό και τους ανάγκαζαν μπροστά στην φοβερή κατάσταση να αλλαξοπιστήσουν[116]. Έτσι δημιουργήθηκε και το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως οι εξισλαμισμοί δεν ήταν ένα γεγονός μόνον της «πρώτης» τουρκοκρατίας, του 15ου ή του 16ου αιώνα, αλλά μια τακτική που συνεχίσθηκε από τους Τούρκους απτόητα μέχρι και την τελευταία μέρα πριν την ανταλλαγή[117]. Φυσικά, βίαιοι εξισλαμισμοί δεν υπήρξαν μόνον στον Πόντο, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Ο Κοραής στην Αδελφική Διδασκαλία του κάνει ιδιαίτερη μνεία στους εξισλαμισμούς της Κρήτης, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω.

========================================

[96]. Θ. Βερέμης-Γ. Κολιόπουλος, Ελλάς, Η Σύγχρονη Συνέχεια, Αθήνα, 2006, σ. 111.
[97] Α. Ηρακλείδης, Άσπονδοι Γείτονες. Ελλάδα – Τουρκία: Η Διένεξη του Αιγαίου, Αθήνα 2008, σ. 44.
[98]. Κ. Παλούκης, «Ο Ξεσηκωμός του ’21 και η Γέννηση του Ελληνικού Κράτους», εφ. ΠΡΙΝ, 24-3-2007.
[99]. Β. Κρεμμυδάς, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Μύθοι και Ιδεολογήματα», εφ. Τα ΝΕΑ, 22-3-2005. Του ιδίου, «Όταν εξαφανίστηκε η… Γαλλική Επανάσταση», εφ. Τα ΝΕΑ, 7-10-2006. Α. Ηρακλείδης, όπ. παρ. σ. 48.
[100]. Ν. Θεοτοκά, «Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία και το “Σατανικόν Φρόνημα” του 1821», εφ. Η ΑΥΓΗ, 23-03-2001.
[101]. Α. Ελεφαντής, «Επιλεγόμενα στο Βιβλίο που συντάραξε το Ρωμέικο για 400 Μέρες», εφ. Η ΑΥΓΗ, 5-10-2007.
[102]. Β. Κρεμμυδάς, «Χονδροειδής Παραποίηση της Ιστορίας», εφ. Τα ΝΕΑ, 7-6-2000.
[103]. Β. Κρεμμυδάς, «Τι σηματοδοτούν η Εκλογή Αρχιεπισκόπου και Προέδρου του ΣΥΝ», εφ. Τα ΝΕΑ, 27-2-2008.
[104]. Β. Κρεμμυδάς, «Κήρυξε Πόλεμο στον Διαφωτισμό», εφ. Τα ΝΕΑ, 25-11-2006.
[105]. Α. Ηρακλείδης, όπ. παρ. σσ. 45-46.
[106]. Χ. Αθανασιάδη, «Έθνος και Σχολική Ιστορία», εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 4-4-2007.
[107]. Π. Πιζάνιας, όπ. παρ.
[108]. Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και Εθνογένεση. Ορλωφικά και Ελληνική Ιστοριογραφία, Αθήνα 2007, σσ.19-20.
[109], Ν. Ροτζώκος, όπ. παρ. σ. 79.
[110]. Β. Κρεμμυδάς, «Τι σηματοδοτούν η Εκλογή Αρχιεπισκόπου και Προέδρου του ΣΥΝ», εφ. Τα ΝΕΑ, 27-2-2008.
[111]. K. Marx – Fr. Engels – Π. Κονδύλη (επιμ.), Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα 1985, σ. 113.
[112]. Β. Κρεμμυδάς, «Χονδροειδής Παραποίηση της Ιστορίας», εφ. Τα ΝΕΑ, 7-6-2000. Του ιδίου, «H Εκκλησία, το Κράτος και οι Μύθοι. Με αφορμή την Πρόσφατη «Διένεξη», εφ. Τα ΝΕΑ, 26-8-2003.
[113]. «Ξέχασαν» να γράψουν για την Εκκλησία», στο αφιέρωμα «Ιστορία μου, αμαρτία μου… λάθος μου μεγάλο», εφ. ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 24-3-2007.
[114]. Κ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2004, σ. 28. Το έργο αυτό αποτελεί μια ηυξημένου κύρους και αξιοπιστίας μελέτη, μιας και αξιολογήθηκε πριν εκδοθεί από εξαμελή επιστημονική επιτροπή, με πρόεδρο τον καθηγητή Β. Κρεμμυδά.
[115]. R. Glogg, Συνοπτική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Αθήνα 1995 [αγγλικό πρωτότυπο: 1992], σ. 16.
[116]. Κ. Φωτιάδης, όπ. παρ. σ. 27. Σ. Πελαγίδης, «Κρυπτοχριστιανοί ή Κρυπτομουσουλμάνοι; Προβλήματα από Προξενικές Εκθέσεις για τις Πρώτες Κινητοποιήσεις των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου (1857)», στον τόμο «Η καθ’ ημάς Ανατολή», Αφιερωματικός Τόμος στον Κωνσταντίνο Δεληκωνσταντή, Φλώρινα 2005, σ. 129.
[117]. Κ. Φωτιάδης, όπ. παρ. σσ. 31-32.

Συνεχίζεται
 
 Ὅσοι ἀναγνῶστες θὲλουν τὶς προηγούμενες ἀναρτήσεις τοῦ ἄρθρου, μποροῦν νὰ ἀνατρέξουν στὴν ἀναζήτηση τοῦ ἱστολογίου μας!

[Πηγὴ]http://www.antibaro.gr
«Τριβέλι Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!