ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ
ΜΕΡΟΣ 3ον
ΜΕΡΟΣ 3ον
Ἐρώτηση
: Σέ ποιό χῶρο ἡ ἑλληνική γλῶσσα παραμένει ζωντανή καί ποιός εἶναι ὁ φορέας της;
Ἀπάντηση : Ὁ χῶρος τῆς γλώσσης μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ ζῶντος
Χριστοῦ, ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς χάριτος, τό ἅγιο γένος τῶν χριστιανῶν. Φορέας της εἶναι
ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐνσυνείδητα συμμετέχων στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει
ταύτιση φορέως καί χώρου. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, κορυφαῖος ρῶσσος θεολόγος τῆς
διασπορᾶς στήν Ἀμερική, ἐχαρακτήρισε τόν Ἑλληνισμό ἱερό. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος
Πόποβιτς, σέρβος θεολόγος, ὁμολογητής, πεθαίνοντας, εἶπε : «Νά ἀγαπᾶτε τούς Ἕλληνας. Εἶναι οἱ φωτισταί μας». Χωρίς τήν γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, δέν θά
ἐγίνονταν οἱ κορυφαῖοι θεολόγοι τῆς Ὀρθοδοξίας στόν 20ό αἰ. μ.Χ.
Κινδυνεύω νά θεωρηθῶ γλωσσαμύντορας, στεῖρος ἐθνικιστής, ἑλληνολάτρης
καί ὄχι θεολάτρης. Συγχώρεσέ με.
Ἐρώτηση : Καί τώρα τί θά γίνει; Ποιά γλῶσσα νά μιλοῦμε ἐμεῖς; Ἀρχαία,
Μεσαιωνική, δημοτική ἤ καθαρεύουσα; Μ’ ἐμπέρδεψες μοῦ φαίνεται.
Ἀπάντηση : Κάποτε στό ἵδρυμα Παντοκράτορος Π. Φαλήρου Ἀθηνῶν, ἐρώτησε ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας, θεολόγος, τόν Προηγούμενο τῆς Ἱ. Μ.
Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμ. Βασίλειο : Ποιά γλῶσσα νά μιλᾶμε καί νά γράφουμε; Τήν
Καθαρεύουσα ἤ τήν Δημοτική; Ὁ δέ εἶπε : Τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης. «Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν
ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον».
Ὁ
δέ γέρο - Ἐνώχ, ὁ ρουμάνος ἁγιορείτης, μή γνωρίζοντας καλά τήν ἑλληνική γλῶσσα,
εἶπε κάποτε στόν Πολιτικό Διοικητή του Ἁγίου Ὄρους : «Κύριε ντιοικητά Ἄγγιον Ὄρος,
νά ἔχεις ἀγγάπη. Ντιότι ἅμα ντέν ἔχεις ἀγγάπη, εἶσαι μπακκίρ, πού κάνει ντίν-ντάν».
Ὁ
ἀγράμματος γέρο - Ἐνώχ, μολονότι Ρουμάνος, γνωρίζοντας τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης,
μετέφρασε πιό σωστά τόν Ἀπ. Παῦλο ἀπό κάποιους πολυδιαβασμένους διανοούμενους.
Ὅποιος,
λοιπόν, ξέρει νά ζεῖ καί νά μιλᾶ τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης, γνωρίζει νά σέβεται τά
δῶρα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί νά τά ἀξιοποιεῖ κατά Θεόν. Ἕνα ἀπ' αὐτά εἶναι
ἡ ἑλληνική γλῶσσα, ζωντανή γλῶσσα σ' ὅλες της τίς φάσεις, ἀρχαιότερες καί νεότερες.
Ὑπάρχει πλήρης ἐλευθερία χρήσεως ὅλων τῶν φάσεων τῆς γλώσσης μας μέσα στήν Ἐκκλησία
ἀπό τούς ἴδιους τούς πιστούς ἐφαρμοσμένη χάριτι Θεοῦ. Π.χ. ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γνωρίζει 5 γλῶσσες
μαζί μέ τήν ἑλληνική. Χρησιμοποιεῖ ἀττική διάλεκτο, ὅταν συντάσσει κανόνες ἁγίων
καί δημώδη στά συναξάρια, στήν ἑρμηνεία ἱ. κανόνων
ἤ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός χρησιμοποιεῖ τήν καθομιλουμένη στά
κηρύγματά του καί ὑπόσχεται ὅτι, ὅποιος μιλάει Ἑλληνικά στό σπίτι του, κι ὄχι ἀρβανίτικα,
παίρνει ὁ ἅγιος ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί τίς συγχωρεῖ[1]. Γιατί
ἄραγε; Διότι, ἡ ἑλληνική γλῶσσα κυριαρχεῖ στά ἐκκλησιαστικά βιβλία καί ἀκολουθίες.
Ἄν οἱ Ἕλληνες τήν ξεχάσουν, τότε κόβεται ὁ δεσμός τους μέ τήν Ἐκκλησία. Ἄρα χάνονται
πνευματικά. Πλῆθος χριστιανῶν ἐγίνονταν μουσουλμάνοι στήν Ἀλβανία. Ὁ μόνος
τρόπος νά συγκρατήσει τήν ροή αὐτή ἦταν τό φράγμα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Ἄς τό ἔχουν
ὑπ' ὄψη τους αὐτό οἱ σημερινοί ἰθύνοντες τῆς ἀγωγῆς τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί ὁ καθένας
μας. Δέν κηρύττουμε. Ἐκφράζουμε παράπονο καί πόνο.
Ἄν
δοῦμε τήν κυπριακή διάλεκτο, θά διαπιστώσουμε πώς διατηρεῖ ἀρχαῖες ἐκφράσεις, λέξεις,
ἀκόμη καί σύνταξη, γεγονός πού παρατηρεῖται σ' ὅλες τίς τοπικές ἑλληνικές διαλέκτους[2]. Π.χ. στήν
ἀγορά τῆς Λευκωσίας ἀκοῦς συχνά τήν ἑξῆς φράση νά διαλαλεῖται ἀπό πλανόδιους
μικροπωλητές : «Τά σιάμισιη[3] βράζει».
Ἡ σύνταξη εἶναι ἀττική, ὅπως «τά παιδία παίζει». Ἐπίσης, στά λαϊκά πανηγύρια τῶν
χωριῶν οἱ ποιητάρηδες Κύπριοι συνεχίζουν τήν ὁμηρική παράδοση τῶν ραψωδῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐγνώριζαν ἀπό στήθους ὁλόκληρες ραψωδίες ἤ μέρη ἐκτεταμένα. Τά ἔψαλλαν δέ δημοσίως.
Δύο ἀπ' αὐτούς, πρίν ἀπό χρόνια, σέ ποιητικό διαγωνισμό τσιαττισμάτων (ὁμοιοκαταλήκτων ἐμμέτρων διστίχων) ἀντήλλαξαν τήν ἑξῆς
στιχομυθία, παριστάνοντας ὁ ἕνας τόν παντοπώλη καί ὁ ἄλλος τόν πελάτη :
- Πόσα ἔσιει, κύριε Παλέσιη; - Ὅσα ἔρτει, κύριε Λιπέρτη. Ἡ ἀττική σύνταξη σέ κυπριακή
ἐκφορά. Βλέπουμε ὅτι χωρίς τήν γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διαλέκτου δέν μποροῦμε
νά κατανοήσουμε τίς τοπικές διαλέκτους οὔτε νά ὁμιλήσουμε καί γράψουμε τήν νέα
κοινή ἑλληνική διάλεκτο σωστά, μακρυά ἀπό ἐπικίνδυνους πειραματισμούς καί
μιμητισμούς.
Ἐπίσης,
στήν Κυπριακή διάλεκτο τό γ' πληθυντικό πρόσωπο τοῦ ἐνεστῶτος τῶν ρημάτων καταλήγει
σέ -ουσι : π.χ. γράφουσι. Φράσεις ὅπως «λάμνε πού δαμαί», «λάκτα τζιεῖττε» (ἀρχ.
ἐλαύνω, δαμαί, λακτίζω, ἐκεῖθεν) ἤ λέξεις ὅπως ἀναορεύκω (ἀρχ. ἀναγορεύω), ἄξυππα
(μεσαίων. ξυπάζω, ἀρχ. ἐκσυσπῶμαι) κατά τό ἄξαφνα, βουρῶ = τρέχω (ἀρχ. οὐρίζω),
βρίσσω = σιωπῶ (ἀρχ. φρίττω), δκυόσμος (ἀρχ. ἡδύοσμος), ξηχάσκιαση = ντροπή, προσβολή
- ξηχασκιάζω (ἀρχ. χάσκω), ἡ ὁμπλή = βοσκότοπος (ἀρχ. ὁπλή[4]), εἶναι
πολύ ἀρχαιοπρεπεῖς καί συγχρόνως λαϊκές ἐκφράσεις τῆς κυρπιακῆς διαλέκτου. Ἐπίσης,
ρητά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἔχουν γίνει παροιμίες στό στόμα του λαοῦ, ὅπως «ἥμαρτον»
ἤ «ηὗρεν ὁ Φίλιππος τόν Ναθαναήλ» ἤ «ὅσον κάτω κατεβαίνεις, τόσον ψῆλος πάνω
βκαίνεις» (ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται).
Ὑπάρχουν,
βέβαια, τουρκικές, λατινικές, ἰταλικές, γαλλικές λέξεις, οἱ ὁποῖες ἐξελληνίστηκαν
ἤ παρεισέφρυσαν κατά τήν διάρκεια τῶν ὁμωνύμων περιόδων κατακτήσεως τῆς Κύπρου ἀπό
ξένους, ἀλλά οἱ ἐξαιρέσεις ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα.
Νά
καί μερικές προτάσεις ποντιακές. Μοῦ τίς εἶπε ὁ π. Γρηγόριος Γρηγοριάτης, πόντιος,
γεννημένος στήν Κοζάνη :
- «Τεμέτερον τό σκυλίν ὕλαξεν» (Τό σκυλί μου ἐγαύγισε).
- «Σήμερον ἐπῆα σόν ποπάν τζιαί ἐξαγορεύτα» (Σήμερα
πῆγα στόν παπᾶ καί ἐξομολογήθηκα).
- «Ἐκούφιξεν τό μικρόν ἐμοῦν» (ἔβηξε τό παιδί
μου).
- «Κνέσκεται τό ὠτίμ'» (ξύνεται τό αὐτί μου).
Βλέπεις
ὅτι «τό ἡμέτερον» ἔγινε στήν ποντιακή «τεμέτερον», τό «ὕλαξεν» (ἀρχ. ὑλάσκω = γαυγίζω),
τό «ἐξαγορεύτα» εἶναι ἀόριστος τοῦ ἐξαγορεύομαι = ἐξομολογοῦμαι, τό «ἐκούφιξεν»
(ἀρχ. κουφίζω = ἀνακουφίζομαι, μτφρ. βήχω) καί τό «κνέσκεται» (ἀρχ. κνήθω = ἐρεθίζω,
ξύνω). Τό «ὠτίμ'» (ἀρχ. οὖς = αὐτί μέ τήν προσωπική ἀντωνυμία «μου», ὅπως καί
τό «ἐμοῦν» (ἐμόν = δικό μου).
Ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἀπό ἀρχαιοτάτων
χρόνων μέχρι σήμερα εἶναι μέρος τῆς παραδόσεώς μας. Γεμάτη ἀπό δημιουργικότητα
πηγαία, βρίσκεται στήν καρδιά καί τόν νοῦ τοῦ λαοῦ μας, πού εἶναι ἐξαγνισμένος ἀπό
τόν Θεάνθρωπο Λόγο. Ὁ Χριστός αὐτός σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε καί γιά τούς Ἕλληνες,
πού διέσωσαν καί ζωντάνεψαν μέσῳ τῶν λαϊκῶν τοπικῶν διαλέκτων τήν ἑλληνική γλῶσσα,
γλῶσσα στήν ὁποία γράφτηκαν ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί
τοπικῶν Συνόδων, τά πατερικά καί λογοτεχνικά κείμενα μέχρι σήμερα. Δέν ἐξυπηρετεῖ
ἡ ἑλληνική γλῶσσα τήν ἀνάγκη ἤ τό συμφέρον κανενός. Δέν ὑπόκειται σέ
προκατασκευασμένα συντακτικά, γραμματικές καί τονικά συστήματα.
[1] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Παράδοση καί ἀλλοτρίωση, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα
1986, σσ. 85-110.
[2] Τόν παρόντα διάλογο ἐδιάβασε καί
ὁ Τσακωνίτης τήν καταγωγή καθηγητής ἀγγλικῆς γλώσσης στή Νομική Σχολή Παν/μίου
Θεσ/νίκης κ. Σωτήρης Λυσίκατος, ὁ ὁποῖος προθύμως μοῦ ἔδωσε ὁρισμένα δείγματα τῆς
τσακωνικῆς διαλέκτου, πού ἐπιμαρτυροῦν γιά τήν διάσωση τῆς διαχρονικότητος τῆς ἑλληνικῆς
γλώσσης μέσα στίς ζωντανές ἑλληνικές διαλέκτους. Τά παραθέτω πρός γνώση μας : θά
μόλου = θά ἔλθω (ἀρχαῖον πρβλ. μολών λαβέ), ἔνι παρία ἁ μάτη μι = παρίει ἡ
μήτηρ μου = ἔρχεται ἡ μητέρα μου, ὁράκαμε τόν Τσύριε = ἑωράκαμεν τόν Κύριον = ἔχουμε
δεῖ τόν Κύριο, ἐνέγκαμε τόν ἔριφον = ἐφέραμε τό κατσίκι, θά ἄρωμε τόν ὄνε = θά
πάρουμε τόν γάιδαρο, πορεία = δρόμος, χέρα = χέρι, καί θύου = σφάζω, θυσιάζω.
[3] Σιάμισικ = τουρκικό γλυκό
[4] ΠΑΥΛΟΣ ΛΙΑΣΙΔΗΣ, Νεκατωμένοι ἀέρηδες, Λευκωσία 1979, σσ.
176-183.
Συνεχίζεται
(Παρακάτω οἱ σύνδεσμοι τῶν προηγούμενων ἀναρτήσεων)
ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ: Ριζουχία (Διάλογος γιά τήν γλῶσσα) - (Μέρος 1ον)
https://odysseiatv.blogspot.gr/2018/02/1_7.html
ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ: Ριζουχία (Διάλογος γιά τήν γλῶσσα) - (Μέρος 2ον)
https://odysseiatv.blogspot.gr/2018/02/2_8.html
https://odysseiatv.blogspot.gr/2018/02/1_7.html
ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ: Ριζουχία (Διάλογος γιά τήν γλῶσσα) - (Μέρος 2ον)
https://odysseiatv.blogspot.gr/2018/02/2_8.html
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!