Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

Βασίλειος Β΄ Β ο υ λ γ α ρ ο κ τ ό ν ο ς, ο Πρώτος Μακεδονομάχος [ 958 – † 15η Δεκεμβρίου 1025 ]


Ευαγγελία Κ. Λάππα

14 Δεκεμβρίου 2023

Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος θεωρείται ο «Πρώτος Μακεδονομάχος», αφού είναι ο πρώτος που διέσωσε την Ελληνικότητα της Μακεδονίας από την βουλγαροσλαβική απειλή. (Μάνος Ν. Χατζηδάκης, Ιστορικός Ερευνητής- Συγγραφέας)

Ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄, ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, γεννήθηκε το 958 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορος της Ρωμανίας Ρωμανού Β΄[1] και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς[2]



 Ο πατέρας του απεβίωσε στις 15 Μαρτίου 963 και εκείνος εστέφθη Συναυτοκράτωρ μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Κωνσταντίνο. 

Λόγω του γεγονότος ότι ήτο ακόμη ανήλικος, επιτροπεύθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά[3] και μετά τον θάνατο του τελευταίου, από τον Ιωάννη Τσιμισκή[4].

Το 976, σε ηλικία 18 ετών, ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ρωμανίας, επισκιαζόμενος, όμως, από τον ευνούχο Βασίλειο Λακαπηνό[5], ο οποίος ασκούσε – ουσιαστικώς – την διοίκηση της Αυτοκρατορίας. 

Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο νεαρός Αυτοκράτωρ είχε ως νέος άσωτη ζωή, καθώς «άλλο δεν τον απασχολούσε παρά ο έρωτας και τα συμπόσια» [6].

Η απόφαση του Λακαπηνού να μεταθέσει τον επιφανή στρατηγό Βάρδα Σκληρό[7] από το Θέμα[8] Αρμενιακών στην Μεσοποταμία, εστάθη αφορμή εξεγέρσεως του τελευταίου. 

 Το καλοκαίρι του 976, τα στρατεύματα της Ανατολής ανεκήρυξαν τον Βάρδα Σκληρό ως «Αυτοκράτορα»[9]. Στις αρχές του 978, ο Βάρδας Σκληρός έχοντας νικήσει όλους τους στρατηγούς που εστάλησαν εναντίον του, πλησίασε την πρωτεύουσα[10]. Τότε, ο ευνούχος Βασίλειος εστράφη στον Βάρδα Φωκά[11], στον οποίο ανέθεσε την συντριβή της ανταρσίας[12]. Τον Μάιο του 979, ο Φωκάς ενίκησε οριστικώς τον Σκληρό, ο οποίος κατέφυγε στην αυλή του Άραβος Χαλίφη της Βαγδάτης[13].

Με την εξέγερση του Σκληρού, βρήκε ευκαιρία ο ηγεμών των Βουλγάρων[14], Σαμουήλ[15], μαζί με τους αδελφούς του Δαυίδ[16], Μωυσή και Ααρών[17], να αναπτύξει βουλγαρικό κίνημα, με κέντρο την Πρέσπα, ελέγχοντας την βορειοανατολική Μυσία. 

Ο Λακαπηνός, εντέχνως, άφησε τον πρώην Βούλγαρο βασιλέα Βόγορι Β΄ και τον ευνούχο αδελφό του Ρομάν[18] να διαφύγουν, ώστε να διχάσουν το βουλγαρικό κίνημα. 

Ο πρώτος σκοτώθηκε, ενώ τον δεύτερο τον προσεταιρίσθηκε ο Σαμουήλ και τον ανεκήρυξε «Τσάρο». 

Ο ίδιος διετήρησε την Αρχιστρατηγία και επετέθη διαδοχικώς στις Σέρρες[19], στην Θεσσαλονίκη, στην Θεσσαλία, στην Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.

Μετά την καταστολή της στάσεως του Σκληρού, ο Βασίλειος Λακαπηνός, αισθανόμενος τα εχθρικά αισθήματα του Βασιλείου Β΄ εναντίον του, άρχισε να συνωμοτεί με τον Βάρδα Φωκά[20]

 Το 985, η συνωμοσία απεκαλύφθη και ο Βασίλειος Β΄, παίρνοντας την εξουσία δικαιωματικώς στα χέρια του, εξόρισε τον Λακαπηνό και δήμευσε την περιουσία του[21].

Το 986, ο Σαμουήλ κατέλαβε την Λάρισα, της οποίας αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και μετέφερε τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα[22]

 Το ίδιο έτος, ο Βασίλειος Β΄, αποφασισμένος να πολεμήσει τον Σαμουήλ, ηγήθηκε εκστρατείας περίπου 30.000 ανδρών. Αφήνοντας τον Λέοντα Μελισσηνό με φρουρά στην Φιλιππούπολη να φυλάει τα νώτα του, εστράφη προς την Τριαδίτσα[23] αλλά απέτυχε να την απελευθερώσει. 

Μάλιστα, ο στρατηγός του ο Κοντοστέφανος, εξυπηρετώντας τους σφετεριστές του θρόνου, είπε στον Βασίλειο ότι δήθεν ο Λέων Μελισσηνός είχε λιποτακτήσει, παρασύροντάς τον, έτσι, σε παγίδα των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα να ηττηθεί στις 16 Αυγούστου 986. 

Ο Αυτοκράτωρ σώθηκε, την τελευταία στιγμή, χάρη στην βοήθεια των πιστών στρατηγών του, Νικηφόρου Ουρανού και Νικήτα Χρυσολωρά. 

Ο Κοντοστέφανος τιμωρήθηκε γι’ αυτή του τη προδοσία[24], αλλά η Μακεδονία βρέθηκε πάλι στο έλεος των Βουλγάρων.

Ο Βάρδας Σκληρός επωφελούμενος από αυτή την ήττα και όντας συνεννοημένος με τους Άραβες, ανηγορεύθη «Αυτοκράτωρ» στη Μελιτηνή, με την στήριξη των Αρμενικών πληθυσμών[25]. Ο Βασίλειος Β΄ έστειλε τον Στρατηγό Βάρδα Φωκά, προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή την στάση, αλλά και αυτός αυτοανεκηρύχθη «Αυτοκράτωρ» στην Καισάρεια, στις 15 Αυγούστου 987[26]

 Σύμφωνα με τον Στέφανο Ταρωνίτη, είχε, αρχικώς, συμφωνήσει συμμαχία εναντίον του Βασιλείου Β΄ με τον Σκληρό, τον οποίο, όμως, εξηπάτησε και συνέλαβε στις 14 Σεπτεμβρίου 987. 

Έπειτα, ο Βάρδας Φωκάς με το πιστό σε αυτόν στράτευμά του, στρατοπέδευσε στην Χρυσούπολη[27], στην ασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, έστειλε και άλλο στράτευμα στην Άβυδο[28], προκειμένου να επιτεθεί από ξηρά και θάλασσα. 

Ο Βασίλειος, με την βοήθεια Σκανδιναβών και Βαράγγων (Ρώσων) μισθοφόρων[29], συνέτριψε τους κινηματίες στην Χρυσούπολη και εστράφη προς την Άβυδο. 

 Στις 13 Απριλίου 988, οι δύο αντίπαλοι μονομάχησαν, αλλά ο Φωκάς απεβίωσε αιφνιδίως και ο στρατός του διελύθη.

Ως αντάλλαγμα για την παροχή της βοήθειάς τους, ο ηγεμών των Ρώσων, Βλαδίμηρος Α΄ ζήτησε να νυμφευθεί την πορφυρογέννητη αδελφή του Βασιλείου Άννα και ως εγγύηση γι’ αυτή του την απαίτηση, κατέλαβε τη Χερσώνα[30]

Ο Αυτοκράτωρ εδέχθη να πραγματοποιηθεί ο γάμος, με τον όρο ότι οι Ρώσοι θα εξεχριστιανίζονταν, όπως και έγινε[31]

 Το 989, ο Βάρδας Σκληρός στασίασε πάλι ανεπιτυχώ,ς αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου του εδόθη αμνηστεία και ο τίτλος του «κουροπλάτου»[32] και παρεδόθη. 

Μάλιστα, ο Βασίλειος τον εκράτησε ως σύμβουλό του.

Η καταστολή αλλεπαλλήλων στάσεων των στρατηγών Βάρδα Φωκά και Βάρδα Σκληρού, απαλλαγής του από τον ευνούχο Βασίλειο Λακαπηνό, αλλά και η νεανική -πρώτη και τελευταία ήττα της ζωής του, κατόπιν προδοσίας, στις Πύλες του Τραϊανού, εδραίωσαν την εξουσία του, τον ωρίμασαν[33] και τον μεταμόρφωσαν σε έναν εξαίρετο πολιτικό αλλά και ιδιοφυή στρατιωτικό. 

Εξελίχθηκε, κατά τον Μιχαήλ Ψελλό, σε άνθρωπο «λιτοδίαιτο και ενεργητικό στο έπακρο», ο οποίος «με θέληση αδάμαστη δόθηκε στο καθήκον[34]». 

 Σύμφωνα με τον Ostrogorsky, ο Βασίλειος «είχε χάσει πια κάθε διάθεση για τις απολαύσεις της ζωής, που είχε γευθεί στην νεότητά του με αχαλίνωτο πάθος… Όλη του η φιλοδοξία στράφηκε στην αύξηση της δυνάμεως του κράτους και στον αγώνα εναντίον των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών της Αυτοκρατορίας»[35].

Την περίοδο 990 – 994, διεξάγοντας πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, εφήρμοσε την στρατηγική της εξουθενώσεως του εχθρού[36], με αλλεπάλληλες αιφνιδιαστικές επιθέσεις και αναδιπλώσεις στα οχυρά. 

 Απελευθέρωσε την Βέρροια και όλη την νότιο Μακεδονία και έτρεψε σε φυγή τις βουλγαρικές δυνάμεις. Το 991, μάλιστα, σε μία από αυτές τις εφόδους, συνελήφθη ο «τσάρος» των Βουλγάρων Ρομάν, ο οποίος εστάλη αιχμάλωτος στη Βασιλεύουσα.

Το 992, ο Βασίλειος, διαβλέποντας την στρατηγική αξία του αναπτυσσόμενου στόλου της Βενετίας, φρόντισε να της παραχωρήσει ειδικά εμπορικά προνόμια.

Το 994, όμως, οι Φατιμίδες της Αιγύπτου[37], παραβιάζοντας την συνθήκη ειρήνης που είχε υπογραφεί το 987, επετέθησαν στην Αυτοκρατορία και πολιόρκησαν το Χαλέπι[38]

 Τότε, ο Βασίλειος συνεκέντρωσε κεραυνοβόλα στρατιά, με ταχύτητα προελάσεως που εκάλυπτε 100 μίλια την ημέρα και κατέφθασε στο Χαλέπι με 40.000 στρατό, μέσα σε 16 ημέρες. 

Η εμφάνισή του αιφνιδίασε τόσο τούς Φατιμίδες, οι οποίοι έλυσαν την πολιορκία και ετράπησαν σε φυγή. 

Ο Βασίλειος, μετά την νίκη του, αφού ανέκτησε την Εμέσα[39] και την Αντάραδο και όρισε ως Διοικητή της Αντιόχειας τον Δαμιανό Δαλασσηνό, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη.

Στις 1 Ιανουαρίου 996, ο Βασίλειος, με την περίφημη «Νεαρά»[40] του «Περί των δυνατών των από πενήτων επικτωμένων» κατήργησε την 40ετή χρησικτησία και επανέφερε την γη στους μικροϊδιοκτήτες[41]

 Επίσης, κατήργησε την προνομιακή μεταχείριση των ανωτάτων αξιωματούχων στις περιπτώσεις δολοφονιών και απηγόρευσε στους Μητροπολίτες να επεμβαίνουν σε αγροτικές κοινότητες της Μητροπόλεώς τους και να ιδιοποιούνται μονές, που είχαν ιδρυθεί από αυτές και τέλος, ρύθμισε ζητήματα πανηγύρεων[42]

 Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, κατά τις εκστρατείες του «είχε κάθε ευκαιρία να αντιληφθεί το μέγεθος της δύναμης των μεγαλογαιοκτημόνων, των Φωκάδων, των Μαλεϊνών, των Σκληρών, αυτών πού επιχείρησαν με τα όπλα να του διεκδικήσουν το θρόνο, και είχε κάθε δυνατότητα να δεχθεί τα παράπο­να και τις καταγγελίες των ταπεινών μικροκαλλιεργητών, με τις θυ­σίες των οποίων πετύχαινε τις νίκες του…»[43].

Παράλληλα, ο Σαμουήλ, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Αυτοκράτορος, κατέλαβε την Βέρροια, πολιόρκησε την Θεσσαλονίκη, ενώ προήλασε μέχρι την Πελοπόννησο το 997[44]

 Το ίδιο έτος μάλιστα, μετά τον θάνατο του αιχμαλώτου στην Κωνσταντινούπολη Ρομάν, αυτονακηρύχθη «Τσάρος». Ο Βασίλειος ανέθεσε στον Δομέστικο των Σχολών[45] Στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό να εκστρατεύσει εναντίον του.

 Ο Στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός αιφνιδίασε τον Σαμουήλ και τον νίκησε κατά κράτος στην μάχη του Σπερχειού[46]

 Ο Σαμουήλ, όμως, παρά την ήττα του, συνέχισε και κατέκτησε το Δυρράχιο και τις πόλεις, της περιοχής της Νοτιοανατολικής Σερβίας, Ρασκία και Διόκλεια[47].

Το 998, ο νέος χαλίφης των Φατιμιδών, Al Hakim πολιόρκησε πάλι το Χαλέπι. 

Ο διοικητής της Αντιόχειας Δαμιανός Δαλασσηνός απέκρουε επιτυχώς τις επιθέσεις, αλλά σε μάχη στην Απάμεια, σκοτώθηκε και το στράτευμά του διελύθη τον Ιούλιο του 999. 

Ο Βασίλειος Β΄ πρότεινε στον Χαλίφη ειρηνική διευθέτηση με πρεσβεία στο Κάιρο και μετά από την άρνηση του τελευταίου, προήλασε μέχρι την Απάμεια. 

Απελευθέρωσε διαδοχικώς την Συριακή Λάρισα, την Έμεσα, την Καισάρεια του Φιλίππου, την Άκρα και την Ηλιούπολη (Μπααλμπέκ), την οποία και ισοπέδωσε.

 Στις 1 Ιανουαρίου 1000, εόρτασε την έλευση της νέας χιλιετίας στην Αντιόχεια, την οποία στην συνέχεια ενίσχυσε με οχυρώσεις και διόρισε ως Διοικητή της, τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό. Το 1001, μετά από υποχώρηση του Χαλίφη, υπεγράφη δεκαετής συνθήκη, με βάση την οποία αναγνωρίζετο η κυριαρχία της Ρωμανίας στα Συριακά εδάφη.

Το ίδιο έτος, ο Βασίλειος, αφού επέστρεψε στο Βαλκανικό μέτωπο, επετέθη στο κέντρο των Βουλγάρων, σκοπεύοντας να πλήξει τις ζωτικές εχθρικές επαρχίες και να αποκόψει τον Σαμουήλ από τις ενισχύσεις που περίμενε, όσο θα λεηλατούσε την Δυτική Μακεδονία. Απελευθέρωσε όλες τις παραδουνάβιες περιοχές, τις οποίες και οχύρωσε.

Το 1002, ο Βασίλειος επανέφερε σε ισχύ τον παλιό νόμο του Νικηφόρου Α΄, τον λεγόμενο «Αλληλέγγυον»[48], και τον τροποποίησε, ορίζοντας ότι την πληρωμή των φόρων των πτωχών μόνον από τους μεγαλογαιοκτήμονες[49].

Το 1003 – 1004, η πόλη Βάρη της Κάτω Ιταλίας πολιορκήθηκε από Σαρακηνούς, αλλά εσώθη, χάρις στην επέμβαση του Βενετικού στόλου. 

Τότε, ο Βασίλειος, αξιοποιώντας την υψηλή στρατηγική συμμαχιών στην Ιταλία, προσέφερε την ανιψιά του Μαρία Αργυροπουλίνα[50], ως νύφη στον γιό του Δόγη της Βενετίας, Ιωάννη. Ο γάμος ετελέσθη στην Κωνσταντινούπολη το 1004.

Το 1004, ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος, με γρήγορη προέλαση προς νότο, απελευθέρωσε τα Σκόπια[51]. Το 1005, και, ενώ πολλοί Στρατηγοί και Διοικητές του Σαμουήλ ήρχισαν να εγκαταλείπουν τον αρχηγό τους, ο Βασίλειος απελευθέρωσε το Δυρράχιο. 

Με πρωτοβουλία του εμπείρου στρατηγού του, Νικηφόρου Ξιφία[52], κύκλωσε τους Βουλγάρους από τα νότια του Κλειδίου[53] και μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια, ευρέθη στα νώτα του Σαμουήλ, απ΄ όπου και του επετέθη στις 29 Ιουλίου του 1014. 

Οι Βούλγαροι, πανικόβλητοι από την αιφνιδιαστική επίθεση, ετράπησαν σε φυγή και πολλοί από αυτούς παρεδόθησαν. 

Όσοι από αυτούς ευρέθησαν κοντά στον αρχηγό τους, πολέμησαν μέχρι εσχάτων, έτσι ώστε εκείνος να μπορέσει να καταφύγει με τον γιό του, τον Γαβριήλ – Ρωμανό ή Ραδομήρο στην πόλη Πρίλαπο[54], βορείως της Αχρίδας. 

Ο Βασίλειος, θέλοντας να απαλλαγεί οριστικώς από τους εχθρούς του, διέταξε να τυφλωθούν και οι 15.000 αιχμάλωτοι Βούλγαροι στρατιώτες και σε κάθε εκατοντάδα να αφήσουν έναν μονόφθαλμο, ο οποίος θα οδηγούσε τους τυφλούς στρατιώτες στον Σαμουήλ[55]

Όταν αυτή η φάλαγγα έφτασε στο Πρίλαπο, ο Βούλγαρος ηγεμών, μόλις τους αντίκρισε, έπαθε αποπληξία και σε δύο μέρες απεβίωσε[56].

Η νίκη των Ελλήνων κατά των Βουλγάρων στην Μάχη του Κλειδίου και ο θάνατος του Σαμουήλ. (Πηγή: eranistis.net)

Ο γιος του Σαμουήλ, ο Γαβριήλ Ρωμανός, που τον διεδέχθη, έστειλε πρεσβεία στον Βασίλειο για διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ των δύο Εθνών. 

 Στην πραγματικότητα, όμως, ο νέος Τσάρος ήθελε να κερδίσει χρόνο για την ανασύνταξη των δυνάμεών του. 

Στην κοιλάδα του ποταμού Στρώμνιτσα, παγίδευσαν και απεδεκάτισαν στράτευμα της Ρωμανίας, μαζί με τον επικεφαλής του, Θεοφύλακτο Βοτανειάτη. 

Αυτό το γεγονός πεισμάτωσε το Βασίλειο, ο οποίος συνέχισε την απελευθέρωση πόλεων της Μακεδονίας, με τελικό στόχο την Αχρίδα και την Πρέσπα της Δυτικής Μακεδονίας.

Το 1016, ο Γαβριήλ Ρωμανός δολοφονήθηκε από τον ξάδελφό του, τον Ιωάννη Βλαδισλάβο, ο οποίος έγινε ηγεμών των Βουλγάρων και ακολούθησε την ίδια πολιτική του προκατόχου του. 

Το 1017 ο Βασίλειος απελευθέρωσε τις πόλεις Μοναστήρι[57], Πρίλαπο, Μελένικο[58], Άστυβο[59], Μογλενά[60] και Έδεσσα, συντρίβοντας κάθε βουλγαρική αντίσταση στο πέρασμά του. 

Την άνοιξη του 1018, ο Βλαδισλάβος εσκοτώθη σε μονομαχία με τον υπερασπιστή του Δυρραχίου, Νικήτα Πηγωνίτη και, κατόπιν, όλοι οι Βούλγαροι Βόγιαροι και Στρατηγοί άρχισαν να αποστέλλουν στον Αυτοκράτορα αγγελιοφόρους, με τους οποίους του παρέδιδαν όλα τα κάστρα και τις πόλεις. 

Μάλιστα, η χήρα του Βλαδισλάβου, με επιστολή της, του παρέδωσε την Βουλγαρική ηγεμονία, με αντάλλαγμα την ζωή των παιδιών της.

Ο Αυτοκράτωρ εισήλθε νικηφόρος στην Αχρίδα, στην οποία όρισε διοικητή τον Στρατηγό Ευστάθιο Δαφνομήλη. 

Παράλληλα, οι Στρατηγοί Αριανίτης και Νικηφόρος Ξιφίας απελευθέρωσαν την Στρώμνιτσα και την Τριαδίτσα αντιστοίχως. Το 1018 ο Βασίλειος απέστειλε, εναντίον των Νορμανδών και των Λομβαρδών, τον στρατηγό Βασίλειο Βοϊωάννη, ο οποίος στις Κάννες Απουλίας τους συνέτριψε.

Μετά την υποταγή των Βουλγάρων, ο Βασίλειος Β΄ πήγε στην Αθήνα και τέλεσε δοξολογία μέσα στο Παρθενώνα, ο οποίος τότε λειτουργούσε ως Εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Για την οριστική νίκη του, εναντίον των Βουλγάρων, επονομάστηκε έκτοτε Βουλγαροκτόνος[61].

Το 1019, με την απελευθέρωση του Σιρμίου και την υποταγή της Σερβίας, ενετάχθη ξανά ολόκληρη η χερσόνησος του Αίμου στη Ρωμανία.

Το 1020 ξέσπασαν ταραχές στην Αρμενία και ο ηγεμών της ενδότερης Ιβηρίας[62] και της Αβασγίας[63] Giorgi εισέβαλε και κατέκτησε πόλεις και φρούρια του Θέματος Ιβηρίας. 

 Γι’ αυτό τον λόγο, ο Βασίλειος Β΄ προχώρησε σε δεύτερη εκστρατεία στον Καύκασο τον Φεβρουάριο του 1021. 

Νίκησε σε επανειλημμένες συγκρούσεις τις δυνάμεις του ηγεμόνος της Ιβηρίας Giorgi και, εντός 3 μηνών, κατέλαβε όλη την Αβασγία, υπέταξε την Αρμενία και το ανεξάρτητο Βασπουρακάν στην Ρωμανία. 

Ο Giorgi αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, ζητώντας συγχώρηση από τον Αυτοκράτορα.

Την ίδια περίοδο, κατά την διάρκεια της Καυκάσιας εκστρατείας του Βασιλείου Β΄, οι στρατηγοί Νικηφόρος Ξιφίας και Νικηφόρος Φωκάς Βαρυτράχηλος, θεωρώντας ότι ο Αυτοκράτωρ τους αγνόησε και υποστηριζόμενοι από τον Giorgi της Ιβηρίας, συνωμότησαν να τον δολοφονήσουν. 

Ο Βασίλειος Β΄ μόλις εξεδηλώθη η συνομωσία τους, έσπειρε την διχόνοια μεταξύ τους μέσω επιστολών, με αποτέλεσμα ο Νικηφόρος Ξιφίας να δολοφονήσει τον Φωκά και κατόπιν να παραδοθεί στον νέο δομέστικο των Σχολών Θεοφύλακτο Δαλασσηνό.

Το 1024, ο Βασίλειος Β΄ έκανε επιδρομή στο Θέμα Δαλματίας.

Χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1025, κατά το θάνατο του Βασιλείου Β΄. (Πηγή: cognoscoteam.gr)

Προς το τέλος της ζωής του, έστρεψε το ενδιαφέρον του στις Ελληνικές κτήσεις στη Σικελία[64], οι οποίες ευρίσκονταν υπό τη κυριαρχία των Φράγκων. 

Δεν πρόλαβε, όμως, να επιχειρήσει να τις ελευθερώσει, καθώς απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1025[65]

Ετάφη, όπως ο ίδιος ζήτησε, δίχως πομπές και επισημότητες στον Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην περιοχή Έβδομον[66], έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. 

Στον τάφο του εχαράχθη επιγραφή, που έλεγε «οὐ γάρ τίς εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμόν δόρυ… ὁτέ στρατεύων ἀνδρικῶς προς εσπέραν, ὁτέ πρός αὐτούς τούς ὅρους τούς τῆς ἕω, ἱστών τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία», που σήμαινε «Ποτέ κανείς δεν είδε να ηρεμεί το δικό μου δόρυ… άλλοτε εκστράτευα ανδρείως προς βορρά καί δύση και άλλοτε προς τα όρη της ανατολής, στήνοντας παντού στην γη χιλιάδες τρόπαια».

Τό Ταφικό Ἐπίγραμμα εἰς τὸν βασιλέα Βασίλειον[67]

«Ἄλλοι μὲν ἄλλῃ τῶν πάλαι βασιλέων

αὑτοῖς προαφώρισαν εἰς ταφὴν τόπους,

ἐγὼ δὲ Βασίλειος, πορφύρας γόνος,

ἵστημι τύμβον ἐν τόπῳ γῆς Ἑβδόμου

καὶ σαββατίζω τῶν ἀμετρήτων πόνων

οὓς ἐν μάχαις ἔστεργον, οὓς ἐκαρτέρουν·

οὐ γάρ τις εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμὸν δόρυ,

ἀφ’ οὗ βασιλεὺς οὐρανῶν κέκληκέ με

αὐτοκράτορα γῆς, μέγαν βασιλέα·

ἀλλ’ ἀγρυπνῶν ἅπαντα τὸν ζωῆς χρόνον

Ῥώμης τὰ τέκνα τῆς Νέας ἐρυόμην

ὁτὲ στρατεύων ἀνδρικῶς πρὸς ἑσπέραν,

ὁτὲ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ὅρους τοὺς τῆς ἕω,

ἱστῶν τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία·

καὶ μαρτυροῦσι τοῦτο Πέρσαι καὶ Σκύθαι,

σὺν οἷς Ἀβασγός, Ἰσμαήλ, Ἄραψ, Ἴβηρ·

καὶ νῦν ὁρῶν, ἄνθρωπε, τόνδε τὸν τάφον

εὐχαῖς ἀμείβου τὰς ἐμὰς στρατηγίας.»

και η μετάφραση στα νέα-ελληνικά:

«Άλλοι Βασιλείς διάλεξαν άλλους τόπους ταφής.

Εγώ όμως ο Βασίλειος, της πορφύρας γενιά,

έστησα τύμβο στη γη του Εβδόμου

και σαββατίζω από τα αμέτρητα βάσανα

που καρτέρησα και τις μάχες που εκπλήρωσα.

Κανείς δεν είδε το δόρυ μου ήσυχο,

από τότε που ο Βασιλέας των Ουρανών με κάλεσε

Αυτοκράτορα της γής και μέγα Βασιλέα,

μα άγρυπνος σε όλη μου τη ζωή

φύλαγα τα παιδιά της Νέας Ρώμης

εκστρατεύοντας με τόλμη στη Δύση

και ως τα έσχατα της Ανατολής.

Το μαρτυρούν οι Πέρσες και οι Σκύθες

και κάθε Αμπχάζιος, Ισμαηλίτης, Άραβας, Γεωργιανός.

Και τώρα εσύ, που στέκεσαι μπροστά,

αντάμειψε με ευχές τις ημών στρατηγίες.»


Η σαρκοφάγος του Βουλγαροκτόνου στο Έβδομον. (Πηγή: averoph.wordpress.com)

Τον διεδέχθη στον θρόνο ο αδελφός του ο Κωνσταντίνος Η΄, καθώς αυτός δεν είχε νυμφευθεί. 

Ο Κωνσταντίνος Η΄, όμως, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το Κράτος, δεν είχε διάθεση για εκστρατείες και για πολεμικά κατορθώματα, αλλά ούτε και γνώριζε από πολεμική τέχνη. 

Ανέθεσε την κρατική διοίκηση στους λογίους και στους διεφθαρμένους ευνούχου[68]

 Στην δημοσιονομική πολιτική κατέστρεψε το έργο του αδελφού του, καθώς κατάργησε την πενταετή αναστολή της φορολογίας των φτωχότερων τάξεων και απαίτησε την αναδρομική είσπραξη δυο δασμοφοριών, που έπληξε όλες τις τάξεις[69]

 Παραλλήλως, θέσπισε νόμο, με τον οποίο αναθεματίζετο όποιος στασίαζε, ενώ τύφλωσε άτομα που θεωρούσε ο ίδιος επικίνδυνα, ανεξαρτήτως αν ήταν πράγματι έτσι[70].

Όταν οι Έλληνες ανέκτησαν την Πόλη από τούς Λατίνους το 1261, βρήκαν στο νεκροταφείο πεταμένο, ένα σκελετό στον οποίο οι Φράγκοι είχαν βάλει περιπαικτικά στο στόμα μία φλογέρα. 

Δίπλα στον σκελετό, ήταν παραβιασμένος και συλημένος ένας τάφος με μία επιγραφή πού έγραφε: «Βασίλειος Πιστός Ἐν Χριστῷ Τῷ Θεῷ Βασιλεύς Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ήταν ο σκελετός του ανθρώπου, πού έδωσε στην αυτοκρατορία της Ρωμανίας την μεγαλύτερη δόξα πού γνώρισε ποτέ.[71]

Το 1910, ο Κωστής Παλαμάς συνέταξε ένα ποίημα στο οποίο αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β’ στην Αθήνα. 

Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορος στον Παρθενώνα. 

Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, της Αρχαίας Ελλάδος, της Ρωμανίας και της Νεότερης Ελλάδος. 

Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για τη Ρωμανία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.[72]

Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

[…] Καί μίαν αὐγή ἀνοιξιάτικη, χυτή στήν ὤρια πλάση,

στούς Κόρφους καί στούς Βόσπορους καί σ’ ὅλα τά ἀκρογιάλια

σά σέ ξωθιᾶς ἀερόκορμο πορφύρα μιᾶς αὐγούστας,

κι ἦρθε, δέν ξέρω κι ἀπό ποιά βουλή καί ἀπό ποιά μοίρα,

κι ἀποκοιμήθηκε ἀλαφρά τῶν πολεμάρχων ἡ ἔγνοια

καί ἀποκαρώθη τοῦ κλεισμοῦ γιά μιά στιγμή τό πεῖσμα,

τοῦ Λογοθέτη σύντροφοι, τοῦ βασιλιά νομάτοι,

σπαθάρηδες, δομέστικοι, σεργέντες, ἀσικρίτες,

βρεθήκανε ξεφαντωτές καί πῆγαν πεζοδρόμοι

καί σταματῆσαν ἴσα ἐκεῖ στό χάλασμα• καί ὁ τόπος

γέμισε ἀπό μιλήματα καί βρόντους χαροκόπων,

κυκλογυρίσματα ἔβλεπες, ἄκουες τραγούδια,

καί ἦταν ξανάσασμα καί γιόρτασμα. Κι ἔξαφνα μέσα σέ ὅλα,

σέ μιά ὥρα μυστηριακή, τοῦ ἀπίστευτου γεννήτρα,

σπαθάρης νιός τριγυριστῆς ἀνοιχτομάτης ἦρθε

καί βρέθηκε σέ ξαφνική, σέ ἀλλότριαν ὄψη ἀγνάντια,

κι ἔβγαλε μιά στριγκιά φωνή, καί τρέξαν ὅλοι. Βλέπουν.

Κατά τόν τοῖχο στριμωμένο, σάμπως καρφωμένο,

στό πλάι μνημάτου ξέσκεπου, διαγουμισμένου, κάτι

ποῦ ξέγινε κι ἀπό ἄνθρωπος, τραβώντας γιά νά γίνει

σκέλεθρο, καί μαυρόδειχνε στά κόκαλά του ἀπάνου

σκουληκιασμένο τό πετσί, κορμιοῦ στερνή κατάντια.

Ἀκέριος. Μαῦρος καί γυμνός καί ἀσύγκριτος καί μέγας.

Τίποτε δέν τ’ ἀπόμενε, καί μοναχά βαστοῦσε

στήν τρύπα πού ἦταν ἄλλοτε τό στόμα, μιά φλογέρα.

Κι ἔλεες, ὁλόρθος ἔστεκε, πρόθυμος γιά ν’ ἀνοίξει

στό πιό παράξενο ὅραμα τήν πύλη τοῦ ἄλλου κόσμου,

καί νά τό κάμει, φέρνοντάς το ἐδῶ, βραχνά της πλάσης

καί τῆς φλογέρας λαλητής νά γίνει, γιά νά σύρουν

ἀγνάντια του καί γύρω του σπαθάρηδες, στρατιῶτες,

ἀσικρίτες, δομέστικοι, πρωτοστρατόροι, ἀρχόντοι,

τοῦ Λογοθέτη οἱ σύντροφοι, τοῦ βασιλιά οἱ νομάτοι

γοργά τα πόδια σέ χορό συρμένο ἀπό δαιμόνους.

Καί τό ξεφάντωμα ἄλλαξε, γίνηκε ἀγκούσα• τρόμος

θρησκευτικός τό ξέγνοιαστο πετρώνει πανηγύρι,

κι ὅλοι, στό φάντασμα μπροστά, κοπάδι πού τό δένει

μέσ’ ἄπ’ τῶν ἴσκιων τό λαό τοῦ ἀξήγητου ἡ καδένα.

[…]

Κι ἕνα σάλεμα σάλεψε στά ὁλοβαθα τοῦ νοῦ τους

καί στήν καρδιά τούς μιά φωνή• κι ἔτσ’ ἡ φωνή μιλοῦσε:

«Στρατιῶτες καί σπαθάρηδες, τουρμάρχες καί σεργέντες,

τοῦ Λογοθέτη οἱ σύντροφοι, τοῦ βασιλιά οἱ νομάτοι,

χαρά σ’ ἐσάς κι ἀλίμονο σ’ ἐσάς, τοῦ ξένου διῶχτες!

Ἄγριο κι ἄν εἶναι τό ὅραμα, καλό εἶναι τό σημάδι.»

[…]

Καί σίμωσε κι ὁ Λογοθέτης κι ἔκαμε πώς θέλει

ν’ ἁπλώσει πρός τό σκέλεθρο τό χέρι γιά νά βγάλει

τήν περιπαίχτρα τή φλογέρα ἀπό τό στόμα του• ὅμως

δέν πρόφτασε τό χέρι του νά γγίξει τή φλογέρα•

τούς συνεπαίρνει ἀπίστευτο γρίκημα, πιό μεγάλο

θάμα• ἡ φλογέρα, καί μιλᾶ καί λέει καί τήν ἀκοῦνε.

Καί χύθηκ’ ἕνα ἀπέραντο κελάηδισμα, σά νά ’χᾶν

ὅλα σωπάσει γύρω τους, κι ἅς εἶχαν ὅλα ἀλλάξει,

καί στόμα γίναν καί φωνή κι ἕνα τραγούδι πλέξαν.

Κι ἔτσι ἀχολόγαε κι ἡ φωνή καί μίλαε τό σουραύλι:

—Είμαι ἡ φλογέρα ἐγώ, ἐπική, προφητικό καλάμι.

Ἐγώ εἶμαι ἀλλαδερφή τῆς Κλειῶς καί γλώσσα τῆς Καλλιόπης.

Μέ μάτιασε τῆς Σίβυλλας ἐμέ ἡ ματιά κι ἀκόμα

μοῦ σκούζει μές στά σωθικά τό σκούσμα τῆς Κασσάντρας.

Σάν τήν Ἑκάβη θρήνησα κι ἄκουσά της Γοργόνας

τῆς μυθικῆς το ρώτημα τό ἁψύ πρός τά καράβια:

«Ζεῖ ὁ βασιλιάς Ἀλέξαντρος;» Κι ἐγώ εἰμ’ ἡ ἀπόκριση• εἶπα:

«Δέσποινα, ζεῖ καί ζώνεται, δικός μας εἶναι πάντα!»

Ἔπαιξα ἐγώ τῆς Μαξιμῶς καί χόρεψε• τοῦ Ἀκρίτα

ξεσκέπασα τή λεβεντιά καί τόν παραδωκα ἴσα

πρός τούς καιρούς ἀθάνατο• καί οἱ Μοῖρες μέ μοιράναν

ὅλες• πρωτοφανέρωτη στή δόξα τῆς Ἀθήνας,

ἀπό τή Ρώμη πέρασα καί ρίζωσα στήν Πόλη.

Σάν κύκνο, Εὐρώτα, μ’ ἔλουσες, καί οἱ ροδοδάφνες σου

ἄξια κανοναρχοῦσαν, κι ἔψελνα. Καί μ’ ἔβρεξε καί ὁ Κύδνος

ποῦ ἀκόμα ἀπό τ’ ἀντιφεγγο τῆς Κλεοπάτρας φέγγει.

Γεννῆτρες μου εἴν’ οἱ μυστικές καί οἱ φοβερές Μητέρες.

Φλογέρα ἡ γλώσσα κι ἡ ὄψη μου• μά χίλιες ὄψες παίρνω,

καί τό τραγούδι μου χρησμός καί ἡ μουσική μου νόμος.

Μέ τά φτερούγια τοῦ ὄνειρου κι ἀβάσταγα πετώντας

περνῶ ἀποπάνου ἀπό καιρούς καί ἀπό τούς τόπους πέρα

μέ πᾶς, καράβι, δαίμονα τοῦ πέλαου, Φαντασία.

Γίνομαι σάλπιγγα, σαλπίζω ἀπάνου ἀπό τούς τάφους,

τούς πεθαμένους ξαγρυπνῶ, τό δρόμο τούς ρυθμίζω,

καί τό κορμί τοῦ τωρινοῦ στό περασμένο δίνω,

καί φέρνω σας καί τ’ αὐριανά μέ πρώιμη γέννα ὀμπρός σας.

Τόν ἄλλο κόσμο ἐγώ ’χω ἀρχή, τέλος τόν κόσμον ὅλο,

γιομίζω τόν ἀέρα ἀχός, μ’ ἀκοῦν, τ’ ἀφτιά γητεύω,

κι ἀπ’ τόν ἀχό περνῶ στό φῶς καί πουθενά δέ στέκω,

καί ζωγραφιά τή μουσική, τόν ἦχο στίχο κάνω,

καί τό πουλί εἶμαι πού λαλᾶ μ’ ἀνθρώπινη λαλίτσα

καί μέ λαλιά ὑπεράνθρωπη• κι ἀκοῦστε μέ, κι ἀκοῦστε.

Μήν τρέμετε• εἶμαι ἡ ταπεινή, κι ἐγώ εἶμαι ὅλου του κόσμου,

κι ἐγώ εἶμαι ἡ Βλάχα ἡ ὄμορφη, κι ἡ Βλάχα ἡ παινεμένη.

[…]

Κωστής Παλαμάς, «’Η Φλογέρα τοῦ βασιλιά», 1910

Πηγές

  1. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος.
  2. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Πάπυρος.
  3. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, Τέταρτη Έκδοση.
  4. Ο πραγματικός Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος | https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/.
  5. Παγουλάτου Μενελάου, Η ιστορία του Βυζαντινού Ελληνισμού, Η Δυναστεία των Ισαύρων έως την Δυναστεία των Κομνηνών (Μέρος Α΄), Εκδόσεις ΤΑΛΩΣ Φ.
  6. Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Βυζάντιο, τα χίλια χρόνια που θέλουν να ξεχάσουμε, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2015.
  7. Σταυρίδη Φωτίου Χρ., Ο Χρυσός Αιώνας της Ρωμιοσύνης (960 – 1060), Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2021.
  8. Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022.
  9. Ψελλού Μιχαήλ, Χρονογραφία.

_____________________
  

  1. Ο Ρωμανός ο Β΄ ήταν γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ρωμανίας το 959. Ξόδευε τις ώρες του σε γλέντια και κραιπάλες, χωρίς να ασχολείται με τα θέματα του κράτους και σύμφωνα με τον Ζωναρά, λόγω της συμπεριφοράς του αυτής, αν και ήταν ενήλικας, τον χαρακτήριζαν «παιδαρέλι». Επίσης, φαινόταν ότι παραμελούσε την σύζυγο του, γεγονός που φαινόταν να την δυσαρεστούσε έντονα. (Πηγές: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022 και Λινάρδου Κωνσταντίνου – Νικηφόρος Φωκάς (919-969 μ. Χ.): ο ασκητής Αυτοκράτωρ  | https://www.istorikathemata.com/2017/02/919-969.html) ↩︎
  2. Το πραγματικό της όνομα ήταν Αναστασώ και ήταν κόρη του Κρατερού, ενός φτωχού ταβερνιάρη από τη Λακωνία. Το όνομα Θεοφανώ το πήρε όταν έγινε αυτοκράτειρα. (Πηγές: Νικηφόρος Φωκάς [919-969 μ.Χ.]: Ο ασκητής Αυτοκράτωρ | http://www.istorikathemata.com/2017/02/919-969.html, Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022 και https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/ | Ο πραγματικός Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος) ↩︎
  3. Ο Άγιος Νικηφόρος Φωκάς γεννήθηκε στην Καππαδοκία, ως γιός του Βάρδα Φωκά το 919. Το 955, διορίσθηκε Δομέστικος της Ανατολής από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο. Επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Β΄ ο Νικηφόρος Φωκάς ανέλαβε την προσπάθεια για την απελευθέρωση της Κρήτης, η οποία βρισκόταν υπό την κατοχή των Σαρακηνών από το 827. Τον Ιούλιο του 960, το μεγάλο στράτευμά του αποβιβάσθηκε και απέκλεισε το νησί, με σκοπό να επιτύχει την δυσχέρεια της έξωθεν ενίσχυσης των Σαρακηνών. Στη συνέχεια, επιχειρήθηκε η εκπόρθηση των πόλεων της νήσου, ιδιαίτερα του Χάνδακα (Ηρακλείου), του οποίου τελικά, η απελευθέρωση επετεύχθη την άνοιξη του 961. Στις αρχές του 962, ο Νικηφόρος Φωκάς, ως αρχιστράτηγος της Ανατολής, απελευθέρωσε από τους Άραβες τις πόλεις της Μικράς Ασίας, Ανάζορβο, Ταρσό, Δολίχη, Ιεράπολη, Μοψουεστία και Γερμανίκεια Καισαρείας (Μαράς). Το 963, μετά τον θάνατο του Ρωμανού Β΄ τα πιστά στον Νικηφόρο Φωκά στρατεύματα επαναστάτησαν και τον ανακήρυξαν Αυτοκράτορα. Στις 16 Αυγούστου 963 έγινε η στέψη του στην Αγία Σοφία, από τον Πατριάρχη Πολύευκτο. Αμέσως άρχισε αλλεπάλληλες εκστρατείες κατά των Αράβων ενώ διεξήγαγε συνοριακές επιχειρήσεις στον βορρά και κατέλαβε βουλγαρικά φρούρια της μεθορίου το 967. Στις 11 Δεκεμβρίου 969, όμως, δολοφονήθηκε. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022.) ↩︎
  4. Ο Ιωάννης Κουρκούας, ο λεγόμενος Τσιμισκής, ήταν ανιψιός του Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος τον όρισε Δομέστικο των Σχολών της Ανατολής. Οι διαφωνίες του με τον Φωκά τον οδήγησαν σε συνωμοσία με άλλους στρατιωτικούς, που δολοφόνησαν στις 11 Δεκεμβρίου 969 τον Νικηφόρο και ο Ιωάννης Τσιμισκής έγινε Αυτοκράτωρ. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, συνέχισε τις εκστρατείες στην ανατολή στα βήματα του Φωκά και πέθανε από ασθένεια ή δηλητηρίαση λίγο μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Ιανουαρίου 976. Το παρωνύμιό του «Τσιμισκής» σημαίνει στα αρμενικά «κοντούλης». (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022) ↩︎
  5. Ο Βασίλειος Λακαπηνός ήταν νόθος γιος του Αυτοκράτορος Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού από μια δούλη και ευνουχίστηκε από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο για να μην διεκδικήσει το θρόνο. Απέκτησε μεγάλη επιρροή επί Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννου Τσιμισκή και για ένα διάστημα κηδεμόνευσε τους ανήλικους διαδόχους του θρόνου Βασίλειο και Κωνσταντίνο. Πέθανε παράλυτος και εξόριστος από τον Βασίλειο Β΄ στην Κριμαία το 996. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022) ↩︎
  6. Ψελλού Μιχαήλ, Χρονογραφία, σελ. 69. ↩︎
  7. Ο Βάρδας Σκληρός κατήγετο από την οικογένεια των Σκληρών, η οποία ήλκε την καταγωγή της από το Θέμα Σεβαστείας και ανήκε στην στρατιωτική αριστοκρατία της Ρωμανίας. ↩︎
  8. Τα Θέματα (διοικ. περιφέρειες) είχαν δημιουργηθεί τον 7ο αιώνα από τον Κώνστα Β΄ (641-668). O αριθμός των Θεμάτων άλλαζε συχνά. Στο τέλος του 9ου αιώνα υπήρχαν 26 Θέματα εκ των οποίων 25 ήταν στρατηγεσίες διοικούμενες από στρατηγό, ενώ το Θέμα Οψικίου είχε κυβερνήτη τον Κόμη Οψικίου. Θεματικός στρατηγός θεωρείτο (αν και δεν ήταν ακριβώς) και ο “από εκ προσώπου”. (Πηγή:  Βυζαντινά Αξιώματα στο Κλητορολόγιον του Φιλοθέου (9ος αιών) | https://byzantium.gr/axiomkletor.php) ↩︎
  9. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Δεύτερος τόμος, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 181. ↩︎
  10. ο. π. ↩︎
  11. Ο Βάρδας Φωκάς ο νεότερος καταγόταν από την επιφανή Ελληνική οικογένεια των Φωκάδων και ήταν ανιψιός του Αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά. Το 970, εξεγέρθηκε κατά του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή, αλλά η εξέγερση κατεστάλη από τον Βάρδα Σκληρό. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022) ↩︎
  12. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Δεύτερος τόμος, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 181. ↩︎
  13. ο. π., σελ. 182. ↩︎
  14. Οι Βούλγαροι, λαός μογγολικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκε αρχικώς στον Βόλγα ποταμό, που διασχίζει την Ρωσία. Στα τέλη του 7ου αιώνα, μετακινήθηκαν στην Χερσόνησο του Αίμου, όπου και εκσλαβίσθηκαν. Η ακριβής προέλευση του ονόματός τους, είναι αμφίβολη. Κατά μία εκδοχή, συνδέεται με τον Βόλγα ποταμό, ενώ σύμφωνα με τον Κεραμόπουλο, το όνομά τους βγαίνει από την λέξη «βουργάροι» που σημαίνει οροφύλακες. (Πηγή: Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικού του «Ηλίου», τόμος 4, σελ. 752) Ως αντίδραση στην προσπάθεια εκχριστιανισμού τους από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, είχαν ασπασθεί τον Βογομιλισμό, αίρεση με μανιχαϊστικές και δυϊστικές απόψεις (Πηγή: Βούρτση Ροζάννας, Καθαροί, οι «αιρετικοί» της Γνώσης και της Αγνότητας στο Μυστικές Εταιρείες, Εκδόσεις Αρχέτυπο, 7η έκδοση, σελ. 26. Βλ. Γεωργαλά Γεωργίου, Εις Βυζάντιον οδηγός, Σειρά: Βυζάντιον Ε΄, Εκδόσεις Ερωδιός, σελ. 104, 110 – 111). Επίσης, έχοντας δημιουργήσει ένα δικό τους υποτελές έθνος-κράτος, εξεγείρονταν εναντίον της Ρωμανίας, πράγμα που δείχνει εξίσου την αντίδραση τους στον εξελληνισμό τους (Πηγή: Ο πραγματικός Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος | https://cognoscoteam.gr/ο-πραγματικός-βασίλειος-β΄-ο-βουλγαρο/). ↩︎
  15. Ο Σαμουήλ ήταν νεότερος γιος κάποιου Βούλγαρου Νικολάου, που ήταν κόμης του Σρέντετς (Σόφιας), γι’ αυτό και απεκλήθη «κομητόπουλος». Πιθανολογείται ότι μητέρα του ήταν η Ριψίμια κόρη του Βασιλέως της Αρμενίας Ασώτ Β΄. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 429 και Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, σελ. 164) ↩︎
  16. Ο Δαυίδ, σκοτώθηκε από τους Βαλάχους. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 429) ↩︎
  17. Ο Ααρών θανατώθηκε αργότερα από τον ίδιο τον Σαμουήλ, πιθανόν γιατί είχε έλθει σε συνεννόηση με την Κωανταντινούπολη. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 429) ↩︎
  18. Τον είχε ευνουχίσει ο Ιωάννης Τσιμισκής για να μην αποκτήσει Βουλγάρους απογόνους. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 429) ↩︎
  19. Εκεί σκοτώθηκε και ο αδελφός του Σαμουήλ, Μωυσής. (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 429) ↩︎
  20. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Δεύτερος τόμος, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 182. ↩︎
  21. ο. π., σελ. 183. ↩︎
  22. ο. π., σελ. 185. ↩︎
  23. Πρόκειται για την σημερινή Σόφια, η οποία ελέγετο και Σερδική και Σρέντετς. ↩︎
  24. Προφανώς, ήθελε ο Κοντοστέφανος να σκοτωθεί μέσα στην πανωλεθρία ή να αιχμαλωτισθεί ο Αυτοκράτωρ, για να μπορέσουν οι διεκδικητές του θρόνου να πετύχουν το σκοπό τους. ↩︎
  25. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 187. ↩︎
  26. ο. π. ↩︎
  27. H Χρυσούπολη, το σημερινό Üsküdar ή Σκούταρι είναι μεγάλος και πυκνοκατοικημένος δήμος της Κωνσταντινούπολης στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου. (Πηγή: Μάχη της Χρυσουπόλεως | https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=b4_06) ↩︎
  28. Άβυδος Βρίσκεται στο δεύτερο στενότερο σημείο των Δαρδανελλίων, στην Βόρεια Μικρά Ασία. (Πηγή: Μάχη της Αβύδου | https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c10_20) ↩︎
  29. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 165. ↩︎
  30. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμος δεύτερος, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 187. ↩︎
  31. ο. π., σελ. 186 – 187. ↩︎
  32. Ο τίτλος του Κουροπαλάτου ήταν ένα από τα υψηλότερα τιμητικά αξιώματα της Ρωμανίας από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα. Προέρχεται από το λατινικό cura palatii (διαχείριση του Παλατίου). Το 552, όμως, ο Ιουστινιανός Α΄ έδωσε το αξίωμα αυτό στον ανεψιό και διάδοχό του, Ιουστίνο. Έκτοτε το αξίωμα μετετράπη σε τιμητικό τίτλο, τον υψηλότερο μετά από αυτούς του Καίσαρος και του Νωβελισσίμου (Ευγενεστάτου). (Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 324) ↩︎
  33. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 181. ↩︎
  34. Ψελλού Μιχαήλ, Χρονογραφία, σελ. 69. ↩︎
  35. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 187. ↩︎
  36. Κατά την στρατηγική σκέψη του Θουκυδίδη, στην Στρατηγική Εξουθένωσης (Exhaustion) η καταστροφή των αντιπάλων προθέσεων επιτυγχάνεται μέσω μίας σταδιακής, και συχνά έμμεσης φθοράς, η οποία απορρέει από την παράταση της διάρκειας της δράσης. Μία παράταση, που σύμφωνα με τον Karl von Klausewitz στο βιβλίο του «Περί του Πολέμου», έχει ως αντικειμενικό στόχο, την εξάντληση του αντιπάλου και την επιδίωξη της νίκης, είτε μέσω της ηθικής και οικονομικής του καταρρεύσεώς του, είτε της ικανότητάς του για εφοδιαστική υποστήριξη των δυνάμεών του. Όπως επιγραμματικά το θέτει ο Sun Tzu «η μεγαλύτερη ικανότητα είναι το να συντρίβεις την αντίσταση του εχθρού χωρίς μάχη.» Η συγκεκριμένη στρατηγική αποτέλεσε έναν από τους πυλώνες της υψηλής στρατηγικής των Αθηνών κατά τη διάρκεια εκείνη του Πελοποννησιακού πολέμου που διατέλεσαν υπό την ηγεσία του Περικλή. (Πηγή: Σμαγά Δημητρίου Φ., Η στρατηγική σκέψη του Θουκυδίδη, Διπλωματική Εργασία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2014). ↩︎
  37. Αραβική Δυναστεία του Χαλιφάτου. ↩︎
  38. Πρόκειται για την ελληνιστική Βέροια της Συρίας. Η πόλη ήταν από τον Οκτώβριο του 944 ἡ έδρα ξεχωριστού Εμιράτου υπό τον Saif ad Dawla. ↩︎
  39. Εμέσα: σημερινή Χομς της Συρίας. ↩︎
  40. Νεαρά: Νομική διάταξη που εξέδιδε ο εκάστοτε Αυτοκράτωρ της Ρωμανίας, είτε για να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει τον νομοθετικό κώδικα είτε για να ρυθμίσει μια νέα σχέση. (Πηγή: Πύλη για την Ελληνική γλώσσα – https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=νεαρά) ↩︎
  41. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 166. ↩︎
  42. ο. π. ↩︎
  43. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 165. ↩︎
  44. ο. π., σελ. 167. ↩︎
  45. Δομέστικος των Σχολών: Οι Σχολές ήταν 7 μονάδες σωματοφυλακής του αυτοκράτορα (εκ του Scholae Palatinae που αντικατέστησαν τους Πραιτοριανούς) επί Μεγ. Κωνσταντίνου. Τον 5ο αιώνα οι σχολάριοι υποβαθμίστηκαν σε διακοσμητικό ρόλο, αλλά τον 8ο αι. επανιδρύθηκαν ως ένα από τα 4 τάγματα τακτικού στρατού που στάθμευαν κοντά στην Πόλη. Διοικητής του τάγματος ήταν ο εν λόγω αξιωματούχος που από τον 9ο αιώνα εξελίχτηκε σε αρχηγό όλου του στρατού και αργότερα o τίτλος του έγινε Μέγας Δομέστικος. (Πηγή: Βυζαντινά Αξιώματα και Ιεραρχία κατά τον 9ο και 10ο αιώνα | https://byzantium.gr/axiombyz910.php) ↩︎
  46. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 165. ↩︎
  47. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμος δεύτερος, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 191. ↩︎
  48. Ο νόμος «Αλληλέγγυον» είχε θεσπισθεί επί Αυτοκράτορος Νικηφόρου Α΄ (802 – 811) και όριζε την στρατολόγηση των αγροτών, με συνεισφορά της κοινότητος. Ο νόμος υποχρέωνε κυρίως τους πλουσίους να συμβάλουν στην πληρωμή του φόρου και των εξόδων του εξοπλισμού των πενέστερων αγροτών. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 319) ↩︎
  49. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 167. ↩︎
  50. Ήταν εγγονή του Ρωμανού Β΄ και καταγράφεται ως κόρη του ευγενούς Αργυρόπουλου. Το 1007, απεβίωσε από επιδημία πανώλης. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 444) ↩︎
  51. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμος δεύτερος, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 192. ↩︎
  52. Ο Νικηφόρος Ξιφίας ήταν γιος του Αλεξίου Ξιφία, που υπηρέτησε ως Κατεπάνω της Ιταλίας την περίοδο 1006 – 1008 και κατήγετο πιθανώς από αριστοκρατική μικρασιατική οικογένεια. (Πηγή: Χατζηδάκη Μάνου Ν., Αυτοκρατορικός Ελληνισμός, 324 – 1081 μ.Χ., Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2022, σελ. 446) ↩︎
  53. Ορεινό πέρασμα βορείως του όρους Κερκίνη (Μπέλες), σε μια κοιλάδα ενός παραπόταμου του Στρύμονα, που ονομαζόταν Στρώμνιτσα. Οι λατινόφωνοι Έλληνες (Βλάχοι) της περιοχής το ονόμαζαν Κίμβα Λόγγα ενώ οι ελληνόφωνοι Κλειδίον. Σήμερα, κατέχεται από την Βουλγαρία και βρίσκεται κοντά στα σύνορα Ελλάδος – Σκοπίων. (Πηγή: Φώτιος Χρ. Σταυρίδης, Ο Χρυσός Αιώνας της Ρωμιοσύνης (960 – 1060), Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2021) ↩︎
  54. Πρόκειται για την αρχαία Ελληνική πόλη Στύβερρα. ↩︎
  55. Ostrogorski Georg, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμος δεύτερος, Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 193. ↩︎
  56. ο. π. ↩︎
  57. Η πόλη Μοναστήρι ιδρύθηκε ως Ηράκλεια Λυγκηστίς από τον Φίλιππο τον Β΄ της Μακεδονίας, κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Διεκρίνετο για τον ακμαίο Ελληνικό πληθυσμό της μέχρι τον 20ο αιώνα. ↩︎
  58. Το Μελένικο ήταν πόλη με ακμαίο Ελληνικό πληθυσμό μέχρι τον 20ο αιώνα. ↩︎
  59. Πρωτεύουσα του αρχαίου Ελληνικού φύλου των Παιόνων και κατόπιν της επικρατείας του Κράτους του Φιλίππου Β΄. ↩︎
  60. Μογλενά: Τμήμα της αρχαίας Ελληνικής Αλμωπίας. ↩︎
  61. Έχει υποστηριχθεί ότι οι συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων υπήρξε «εμφύλιος πόλεμος» με το αιτιολογικό ότι οι Βούλγαροι ήταν εγκατεστημένοι στα εδάφη της Ρωμανίας. Κατ΄ αρχήν, εμφύλιος πόλεμος σημαίνει «ο μεταξύ ατόμων της αυτής φυλής γινόμενος, διεξαγόμενος πόλεμος» (Λεξικό Δημητράκου, τόμος Ε, σελ. 2499), δηλαδή πόλεμος ανάμεσα στους κόλπους ενός Έθνους. Οι Βούλγαροι αποτελούσαν ξεχωριστό έθνος από τους Έλληνες και, παρά την εγκατάστασή τους στα εδάφη της Ρωμανίας, ουδέποτε αφομοιώθηκαν με αυτούς. Αντιθέτως, εξηγείρονταν συχνά εναντίον του Αυτοκράτορος, επιδιώκοντας να ανεξαρτητοποιηθούν. Ως εκ τούτου, ο όρος «εμφύλιος πόλεμος» είναι αδόκιμος. ↩︎
  62. Ιβηρία: σημερινή Γεωργία. Μέχρι την εποχή του Βασιλείου Β΄, η Ιβηρία είχε αυτόνομο Βασιλέα αλλά υποτελή στην Ρωμανία. Το 991, απεβίωσε ο βασιλεύς της Δαυίδ, ο οποίος, επειδή δεν είχε διάδοχο, κληροδότησε την χώρα του δια διαθήκης στον Βασίλειο Β΄. Παγουλάτου Μενελάου, Η ιστορία του Βυζαντινού Ελληνισμού, Η Δυναστεία των Ισαύρων έως την Δυναστεία των Κομνηνών (Μέρος Α΄), Εκδόσεις ΤΑΛΩΣ Φ., σελ. 129) ↩︎
  63. Ασβαγία: Πρόκειται για την σημερινή Αμπχαζία. ↩︎
  64. Vasiliev Α.Α., Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 395. ↩︎
  65. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 169. ↩︎
  66. Το Έβδομον ήταν μοναστήρι 7 μίλια από το κέντρο της Πόλης, το Μίλιον. Ήταν τόπος συγκέντρωσης των στρατευμάτων και παρελάσεων, πολυσύχναστος. (Πηγή: Ἀντί εἰσαγωγῆς | https://ellinikihistoria.wordpress.com/2019/04/18/ἀντί-εἰσαγωγῆς/ ) ↩︎
  67. ο. π. ↩︎
  68. Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Το Βυζαντινό Κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, τέταρτη έκδοση, σελ. 171. ↩︎
  69. ο. π., σελ. 172. ↩︎
  70. ο. π., σελ. 171. ↩︎
  71. Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025)…ο ένδοξος αυτοκράτωρhttps://chilonas.com/2013/04/22/httpwp-mep1op6y-tf/ ↩︎
  72. O τάφος του Αυτοκράτορος Βασιλείου Β’, τοῦ Βουλγαροκτόνου και η «Φλογέρα του Βασιλιά» https://averoph.wordpress.com/2013/12/15/o-taφοσ-του-αυτοκρατοροσ-βασιλειου-βτοῦ/ ↩︎


https://evaggelialappa.gr/romania/basil-ii-bulgarokdonos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!