Έχουμε διαβάσει σχεδόν όλα τα
ντοκουμέντα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Το παρακάτω, αξίζει
να διαβαστεί από όλους. Δείχνει μία ακόμα «εφεύρεση αφαίρεσης ανθρώπινων
ζωών» από τους τούρκους. Το αίμα που χύθηκε στον Πόντο, ζητά μέχρι και
σήμερα δικαίωση! Και η δικαίωση θα έρθει για όλη την ανθρωπότητα, όταν
δε θα επιτρέψουμε να ξανασυμβούν τέτοιες φρικτές καταστάσεις… Η ιστορική
μνήμη, δεν πρέπει να μεταβληθεί σε ανάμνηση!
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πάτλαμα, μία εικόνα κολάσεως
αντιγραφή από το βιβλίο του Γεωργίου Λαμψίδη Τοπάλ Οσμάν
ΜΕΡΟΣ 1ον
Ελάτε τώρα να παρακολουθήσουμε την ιστορία μιας μεγάλη εκκλησίας που το όνομά της έγινε συνώνυμο με την κόλαση.
Είναι μια πολίχνη το Πάτλαμα, που απέχει ένα τέταρτο της ώρας από την Κερασούντα. Δε θα είχε καμία αξία για την ιστορία μας αν εκεί δεν υπήρχε μία εκκλησία : Ο Άγιος Γεώργιος.
Όταν σήμερα αναφέρετε σε έναν ηλικιωμένο Πόντιο την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πάτλαμα, σας κοιτάζει αρκετά δευτερόλεπτα, έκπληκτος, ύστερα ξαναρωτάει:
Αλλά ας επανέλθουμε στη σειρά της αφηγήσεώς μας. Όπως γράψαμε ήδη, οι εκτοπισμοί και οι απελάσεις Ελήνων με τις οικογένειές τους δήθεν “ λόγω πολεμικών αναγκών” βρίσκονταν στην έντασή τους.
Πολλοί δραπέτευον από τις συνοδείες και διασκορπίζονταν σε διάφορες πόλεις, ιδίως στην Κερασούντα.
Εκεί όμως η κατάσταση μεβλήθηκε επικίνδυνα, όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος. Οοι συνεχείς επιτάξεις και εκβιασμοί του Τοπάλ Οσμάν έσβησαν το εμπόριο της πόλεως. Εργασίες πλέον δεν υπήρχαν. Οι τιμές των τροφίμων εικοσαπλασιάστηκαν και η ζωή για τους καταφυγόντας εκεί εξόριστους έγινε πολύ δύσκολη.
Για να ζήσουν οι “λάθρα βιούντες” πρόσφυγες αναγκάσθηκαν να μεταφέρουν πάνω στους ώμους τους, στρατιωτικά τρόφιμα και πολεμοφόδια από την Κερασούντα στο Κουλάκ-Καγιάν, απόσταση που κανονικά ένας πεζός χωρίς φορτίο την διένυε σε εννέα ώρες. Οι φορτωμένοι όμως τα ανθρώπινα αυτά υποζύγια, άνδρες και γυναίκες, που έφερναν στους ώμους τους 25 οκάδες φορτίου, διένυαν αυτήν την απόσταση σε δύο μέρες. Για τις 25 αυτές οκάδες επληρώνοντο 50 γρόσια ενώ η οκά του καλαμποκίσιου ήταν 70 γρόσια. Δηλαδή το ημερομίσθιο δύο ημερών εξαντλητικής εργασίας αντιπροσώπευε λιγότερο από οκά καλαμποκίσιο ψωμί.
Δεν ήταν όμως μόνο η δυσκολία της διατροφής. Κάθε μέρα οι τσετέδες του Τοπάλ Οσμάν διέτρεχαν στην πόλη και ξεκαθάριζαν πρόσφυγες που ήσαν εγκαταλειμμένοι στις αχυρώνες, στους σταύλους και στα καμπαναριά. Και ήδη αναφέραμε τις τραγικές νύχτες που μάζευαν οι ορδές του Τοπάλ Οσμάν παιδιά και τα έπνιγαν στο λιμάνι της Κερασούντος.
Όσες απ’ αυτές τις οικογένειες των προσφύγων κατόρθωνε να συλλάβει ο στρατός και η χωροφυλακή, τις μετέφερε αμέσως στον Άγιο Γεώργιο τον Πάτλαμα
Όμως ας αφήσωμε τον άλλοτε μητροπολίτη Νευροκοπίου και Ζιχνών Αγαθάγγελο να ανοίξει την αυλαία της τρομερής αυτής κολάσεως του Ποντιακού Ελληνισμού.
Δώδεκα οικογένειες από το χωριό Χόψα, που βρίσκονταν ανάμεσα στους χιλιάδες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Κερασούντα αποφάσισαν να φύγουν κρυφά για το Καράχισαρ κι από κει για τις ρώσικες γραμμές. Η απόφασή τους φυσικά ήταν εξαιρετικά παράτολμη γιατί και η απόσταση ήταν μεγάλη και οι κίνδυνοι στο δρόμο πολλοί.
Όμως ο άνθρωπος προτιμά το παράτολμο καμμία φορά όταν δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από το θάνατο. Μήπως προ δύο μηνών η Δέσποινα Παχατουρίδου και η αδελφή της, Σουμέλα Καλαιτζίδου δεν έκαμαν το ίδιο και κατόρθωσαν να διαφύγουν στο ρώσικο έδαφος; Μήπως και άλλες οικογένειες δεν έκαμα το ίδιο και σώθηκαν; Τι σημαίνει αν μερικοί συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν επί τόπου; Ο καθένας με την τύχη του.
Και ένα πρωινό βροχερό και παγωμένο του Απριλίου του 1917 ξεκίνησαν οι 12 οικογένειες για τη σωτηρία ή τον θάνατο, χωρίς κανένα εφόδιο. Μάζευαν στο δρόμο χόρτα και σαλιγκάρια και με αυτά συντηρούνταν. Όταν βράδιασε, φθάσανε στο Τας-Χαν, όπου κατέλυσαν. Εκεί άναψαν φωτιά και για να ζεσταθούν και για να στεγνώσουν τα ρούχα τους, που ήταν μουσκεμένα από την ολοήμερη βροχή.
Τη στιγμή που γύρω από τη φωτιά ζεσταίνονταν τα μέλη των δώδεκα αυτών οικογενειών, άνοιξε η πόρτα απότομα και μπήκε μέσα ένα νέο παιδί 16 χρονών καταβρεγμένο, παγωμένο και τρομαγμένο. Από την παγωνιά και τον φόβο δεν μπορύσε να μιλήσει, είχαν ακινητοποιηθεί τα σαγόνια του.
Επί ένα τέταρτο της ώρας τον έτριβαν και τον ζέσταιναν ώσπου συνήλθε κάπως. Του έδωσαν τότε λίγα χόρτα και μερικά σαλιγκάρια ψημένα στη φωτιά να φάει γιατί ήταν θεονήστικος. Ανυπόμονοι οι άλλοι να μάθουν ποιος είναι και από που ήρθε τον είχαν κυκλώσει και περίμεναν να μιλήσει.
-Είμαι από το Κεπεκκλήσε της Τριπόλεως… άρχισε ο νέος με δυσκολία. Αφήστε με, δεν μπορώ να πω τι είδαν τα μάτια μου… αφήστε με. Είμαι τόσο ζαλισμένος! Κι έπεσε ξανά ανάσκελα.
Οι γύρω του κατατρόμαξαν και περίμεναν τη συνέχιση της διηγήσεως. Τους κοίταξε όλους, έτριψε λίγο τα χέρια για να ζεσταθεί και σε λίγο πήρε θάρρος.
-Είχαμε σκοπό να φύγουμε για τη Ρωσία, συνέχισε ο νέος με δυσκολία, όμως ήρθαν και μας ειδοποίησαν ότι θα εκτοπισθούμε… Έτσι πολλοί από το Κεπεκκλησε και το Τζαλ, για να γλυτώσουν τον εκτοπισμό, βγήκαν στα βουνά με τις οικογένειές τους. Εκεί περίμεναν δέκα μέρες την προέλαση των Ρώσων. Όμως η προέλαση δεν έγινε ποτέ.
Τα μάτια όλωνς ήσαν στραμμένα προς το παλληκάρι εκείνο που ανάσαινε βαρειά και προσπαθούσε να ανασηκωθεί . Δύο – τρεις έτρεξαν κοντά του και τον ξανακάθισαν στη θέση του.
Είναι μια πολίχνη το Πάτλαμα, που απέχει ένα τέταρτο της ώρας από την Κερασούντα. Δε θα είχε καμία αξία για την ιστορία μας αν εκεί δεν υπήρχε μία εκκλησία : Ο Άγιος Γεώργιος.
Όταν σήμερα αναφέρετε σε έναν ηλικιωμένο Πόντιο την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πάτλαμα, σας κοιτάζει αρκετά δευτερόλεπτα, έκπληκτος, ύστερα ξαναρωτάει:
- Toν Άγιο Γεώργιο τον Πάτλαμα;
- Που τον θυμήθηκες! Λέγαμε να τα ξεχάσομε όλα…
Αλλά ας επανέλθουμε στη σειρά της αφηγήσεώς μας. Όπως γράψαμε ήδη, οι εκτοπισμοί και οι απελάσεις Ελήνων με τις οικογένειές τους δήθεν “ λόγω πολεμικών αναγκών” βρίσκονταν στην έντασή τους.
Πολλοί δραπέτευον από τις συνοδείες και διασκορπίζονταν σε διάφορες πόλεις, ιδίως στην Κερασούντα.
Εκεί όμως η κατάσταση μεβλήθηκε επικίνδυνα, όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος. Οοι συνεχείς επιτάξεις και εκβιασμοί του Τοπάλ Οσμάν έσβησαν το εμπόριο της πόλεως. Εργασίες πλέον δεν υπήρχαν. Οι τιμές των τροφίμων εικοσαπλασιάστηκαν και η ζωή για τους καταφυγόντας εκεί εξόριστους έγινε πολύ δύσκολη.
Για να ζήσουν οι “λάθρα βιούντες” πρόσφυγες αναγκάσθηκαν να μεταφέρουν πάνω στους ώμους τους, στρατιωτικά τρόφιμα και πολεμοφόδια από την Κερασούντα στο Κουλάκ-Καγιάν, απόσταση που κανονικά ένας πεζός χωρίς φορτίο την διένυε σε εννέα ώρες. Οι φορτωμένοι όμως τα ανθρώπινα αυτά υποζύγια, άνδρες και γυναίκες, που έφερναν στους ώμους τους 25 οκάδες φορτίου, διένυαν αυτήν την απόσταση σε δύο μέρες. Για τις 25 αυτές οκάδες επληρώνοντο 50 γρόσια ενώ η οκά του καλαμποκίσιου ήταν 70 γρόσια. Δηλαδή το ημερομίσθιο δύο ημερών εξαντλητικής εργασίας αντιπροσώπευε λιγότερο από οκά καλαμποκίσιο ψωμί.
Δεν ήταν όμως μόνο η δυσκολία της διατροφής. Κάθε μέρα οι τσετέδες του Τοπάλ Οσμάν διέτρεχαν στην πόλη και ξεκαθάριζαν πρόσφυγες που ήσαν εγκαταλειμμένοι στις αχυρώνες, στους σταύλους και στα καμπαναριά. Και ήδη αναφέραμε τις τραγικές νύχτες που μάζευαν οι ορδές του Τοπάλ Οσμάν παιδιά και τα έπνιγαν στο λιμάνι της Κερασούντος.
Όσες απ’ αυτές τις οικογένειες των προσφύγων κατόρθωνε να συλλάβει ο στρατός και η χωροφυλακή, τις μετέφερε αμέσως στον Άγιο Γεώργιο τον Πάτλαμα
Όμως ας αφήσωμε τον άλλοτε μητροπολίτη Νευροκοπίου και Ζιχνών Αγαθάγγελο να ανοίξει την αυλαία της τρομερής αυτής κολάσεως του Ποντιακού Ελληνισμού.
Δώδεκα οικογένειες από το χωριό Χόψα, που βρίσκονταν ανάμεσα στους χιλιάδες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Κερασούντα αποφάσισαν να φύγουν κρυφά για το Καράχισαρ κι από κει για τις ρώσικες γραμμές. Η απόφασή τους φυσικά ήταν εξαιρετικά παράτολμη γιατί και η απόσταση ήταν μεγάλη και οι κίνδυνοι στο δρόμο πολλοί.
Όμως ο άνθρωπος προτιμά το παράτολμο καμμία φορά όταν δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από το θάνατο. Μήπως προ δύο μηνών η Δέσποινα Παχατουρίδου και η αδελφή της, Σουμέλα Καλαιτζίδου δεν έκαμαν το ίδιο και κατόρθωσαν να διαφύγουν στο ρώσικο έδαφος; Μήπως και άλλες οικογένειες δεν έκαμα το ίδιο και σώθηκαν; Τι σημαίνει αν μερικοί συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν επί τόπου; Ο καθένας με την τύχη του.
Και ένα πρωινό βροχερό και παγωμένο του Απριλίου του 1917 ξεκίνησαν οι 12 οικογένειες για τη σωτηρία ή τον θάνατο, χωρίς κανένα εφόδιο. Μάζευαν στο δρόμο χόρτα και σαλιγκάρια και με αυτά συντηρούνταν. Όταν βράδιασε, φθάσανε στο Τας-Χαν, όπου κατέλυσαν. Εκεί άναψαν φωτιά και για να ζεσταθούν και για να στεγνώσουν τα ρούχα τους, που ήταν μουσκεμένα από την ολοήμερη βροχή.
Τη στιγμή που γύρω από τη φωτιά ζεσταίνονταν τα μέλη των δώδεκα αυτών οικογενειών, άνοιξε η πόρτα απότομα και μπήκε μέσα ένα νέο παιδί 16 χρονών καταβρεγμένο, παγωμένο και τρομαγμένο. Από την παγωνιά και τον φόβο δεν μπορύσε να μιλήσει, είχαν ακινητοποιηθεί τα σαγόνια του.
Επί ένα τέταρτο της ώρας τον έτριβαν και τον ζέσταιναν ώσπου συνήλθε κάπως. Του έδωσαν τότε λίγα χόρτα και μερικά σαλιγκάρια ψημένα στη φωτιά να φάει γιατί ήταν θεονήστικος. Ανυπόμονοι οι άλλοι να μάθουν ποιος είναι και από που ήρθε τον είχαν κυκλώσει και περίμεναν να μιλήσει.
-Είμαι από το Κεπεκκλήσε της Τριπόλεως… άρχισε ο νέος με δυσκολία. Αφήστε με, δεν μπορώ να πω τι είδαν τα μάτια μου… αφήστε με. Είμαι τόσο ζαλισμένος! Κι έπεσε ξανά ανάσκελα.
Οι γύρω του κατατρόμαξαν και περίμεναν τη συνέχιση της διηγήσεως. Τους κοίταξε όλους, έτριψε λίγο τα χέρια για να ζεσταθεί και σε λίγο πήρε θάρρος.
-Είχαμε σκοπό να φύγουμε για τη Ρωσία, συνέχισε ο νέος με δυσκολία, όμως ήρθαν και μας ειδοποίησαν ότι θα εκτοπισθούμε… Έτσι πολλοί από το Κεπεκκλησε και το Τζαλ, για να γλυτώσουν τον εκτοπισμό, βγήκαν στα βουνά με τις οικογένειές τους. Εκεί περίμεναν δέκα μέρες την προέλαση των Ρώσων. Όμως η προέλαση δεν έγινε ποτέ.
Τα μάτια όλωνς ήσαν στραμμένα προς το παλληκάρι εκείνο που ανάσαινε βαρειά και προσπαθούσε να ανασηκωθεί . Δύο – τρεις έτρεξαν κοντά του και τον ξανακάθισαν στη θέση του.
- Πες μας, πες μας, παλληκάρι μου και μη μας βασανίζεις, παρακάλεσε ένας γέρος.
- Όταν είδαν κι απόειδαν οι φευγάτοι στα βουνά πατριώτες μου πως δε θα έλθουν οι Ρώσοι κατέβηκαν και παραδόθηκαν στους τούρκους. Οι τροφές τους είχαν τελειώσει και τα γυναικόπαιδα δεν άντεχαν πια… όμως τι να σας πω, τι είδαν τα μάτια μου… Ήταν τόσο φοβερό. Μερικούς σκότωσαν αμέσως ή τους σφάξανε μπροστά στα μάτια μας και τους άλλους τους άρχισαν με χοντρά ραβδιά στο ξύλο.
Εγύμνωσαν άνδρες και γυναίκες
Όταν
πια τέλειωσαν αυτά, μας ανάγκασαν όλους να γδυθούμε, άνδρες και
γυναίκες και να βαδίσουμε… Βαδίσαμε έτσι, σε αυτά τα χάλια, δυο μέρες
μέσα στα βουνά. Ο ένας ντρεπόταν τον άλλον και οι κακόμοιρες οι γυναίκες
μας… προσπαθούσαν να κσεπασθούν με τα κουρέλια και τα τσουβάλια που
βρήκαν σε ένα έρημο ελληνικό χωριό.
Ο νέος σκούπισε με το χέρι του τα δάκρυα που κύλησαν στα
μάγουλά του. Εκλαιγε. Έκλαιγαν όλοι. Έκλαιγαν για αυτούς που τα
υπέστησαν και έκλαιγαν για την ίδια τους την τύχη.
-
Μας πήγαιναν για το Καραχισάρ, συνέχισε το παλληκάρι αφού κάπως ησύχασαν όλοι. Για να πάμε στο Καράχισαρ, έπρεπε να περάσωμε το βουνόΕίριπελ που ήταν χιονισμένο… Κρύος παγωμένος αέρας τρυπούσε τα γυμνά κορμιά μας… Εκεί ήταν το τέλος… Κάπου 450 ψυχές πάγωσαν εκεί στο Είριπελ… Το πρωί το χιόνι τους είχε σκεπάσει όλους….
Ο νέος έκλαιγε με αναφυλλητά, όπως έκλαιγαν κι όλοι…
-
Μάνα μου, μάνα μου, φώναζε ο νέος στα αναφυλλητά του. Την κρατούσα ως την τελευταία στιγμή. Και τον Ισακ, τον μικρό μου αδελφό, τον έσερνα από το χέρι, ώσπου τον άφησα κάτω… Δεν μπορούσε πια να περπατήσει… Νικόλα, μου είπε, κρύωνω… παγώνω… και έκλεισε το στόμα του. Επάγωσε… Τρεις σωθήκαμε… Εγώ έφυγα και πήγα στο Τζαλ, βρήκα ρούχα και έπεσα μέσα στα βουνά να βρω σωτηρία….
Το βράδυ εκείνο, στο χάνι του Τας-Χαν ήταν κλαυθός και
οδυρμός. Έκλαιγαν και ολοφύρονταν. Τι τους περίμενε πλέον; ο θάνατος,
ένας θάνατος βασανιστικός και αργός.
-
Φθάνει πια, φώναξε ένας ηλικιωμένος. Κλαίμε τους άλλους και δεν κοιτάμε τι θα κάνομε εμείς. Και εκεί θάνατος και εδώ θάνατος… Όπου κι άν είναι θα παλαίψωμε να σωθούμε…
Οι φωνές αυτές έφεραν κάποια ησυχία στο χάνι και πολλοί κούρνισαν να κοιμηθούν τον ανήσυχο ύπνο τους.
Το πρωί έβρεχε δυνατά και όμως έπρεπε να ξεκινήσουν. Δεν
μπορούσαν να μείνουν στο χάνι αυτό. Θα τραβούσαν για το Καράχισαρ κι
ότι βρέξει…
Τη στιγμή που ήσαν έτοιμοι να ξεκινήσουν, παρουσιάσθηκαν
μπροστά τους δύο τζανταρμάδες (χωροφυλακες) και ζήτησαν την άδεια
μετακινήσεώς τους. Όμως τέτοια άδεια δεν υπήρχε. Οι 12 αυτές οικογένειες
έφευγαν κρυφά.
Οι χωροφύλακες εμπόδισαν τότε την αναχώρησή τους και
ζήτησαν τληεφωνικώς οδηγίες απ’ την Κερασούντα. Και οι στρατιωτικές
αρχές Κερασούντος έδωσαν εντολή να επιστρέψουν οι οικογένειες αυτές
συνοδεία χωροφυλάκων.
Μέσα στη δυνατή βροχή και το κρύο η θλιβερή συνοδεία των
12 οικογενειών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και ο δυστυχής νέος, ο
Νικόλας, που γλύτωσε από την παγωνιά του βουνού Είριπελ, πήγαινε πίσω
προς την Κερασούντα. Βάδιζαν όλη τη μέρα και προς το βράδυ έφθασαν στα
πρώτα σπίτια της μαρτυρικής πόλεως, όπου ωδηγήθησαν κατευθείαν στην αυλή
των φυλακών και εκεί κούρνιασαν τρέμοντας για να ησυχάσουν λίγο.
Ύστερα από δύο ώρες παρουσιάστηκε μπροστά τους ένας
αξιωματικός. Οι Έλληνες βρεγμένοι και νηστικοί, χάρηκαν όταν είδαν
αξιωματικό. Έτρεξαν κοντά του για να τον παρακαλέσουν να τους βάλει στη
φλυακή για να σωθούν!!! Όμως οι τεμενάδες και οι θερμές παρακλήσεις που
του κάνανε δεν ωφέλησαν σε τίποτα.
Ο τούρκος αξιωματικός μόλις τους αντίκρυσε, χωρίς να
περιμένει να τελειώσουν τα παρακάλια τους, τους ρώτησε από που είναι.
Όταν πληροφορήθηκε ότι προέρχονται από τα χωριά της Αργυρουπόλεως έγινε
έξω φρενών και άρχισε να τους βρίζει και να τους απειλεί με τουφεκισμούς
και με σφαγές. “Την πατρίδα σας δε θα την ξαναδείτε”, τους είπε με
οργή. “Θα σας πετσοκόψει όλους ο Τοπάλ Οσμάν…” Τους έβρισε χυδαία
απώθησε τις γυναίκες που τον παρακαλούσαν και έδειρε δυο-τρεις άντρες
που τόλμησαν να του ζητήσουν μια στέγη να στεγνώσουν και να ζεσταθούν.”
Θα σας στείλω, τους είπε, σε μια καλή στέγη για να ησυχάσετε για καλά…”
Έγραψε ένα σημείωμα που το έδωσε στους χωροφύλακες και τους διέταξε να μεταφέρουν τους βρωμορωμηούς στο Πάτλαμα.
Οι χωροφύλακες με τους υποκοπάνους άρχισαν να τους
χτυπούν και να τους σπρώχνουν να βγουν έξω από το προαύλιο των φυλακών.
Παρά τη συνεχιζόμενη βροχή και το σκοτάδι, που τύλιξε τα πάντα, οι
δυστυχισμένες οικογένειες, σε άθλια κατάσταση, ξεκίνησαν για το Πάτλαμα.
Κάπως τότε πήραν θάρρος. Πίστεψαν πως στο Πάτλαμα θα
έβρισκαν στέγη, τροφή και λίγη φωτιά να ζεσταθούν. Και βιάζοταν στο
σκοτάδι, σέρνοντας τα πόδια τους και τα παιδιά τους, να φτάσουν το
γρηγορότερο.
Όμως, η διάψευση των ελπίδων τους ήρθε πολύ σύντομα. Μόλις φθάσανε στο Πάτλαμα οδηγήθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Η εκκλησία δεν ήταν πολύ μεγάλη, μόλις χωρούσε 200
ανθρώπους ορθίους και μάλιστα, κάπως ασφυκτικά. Αυτό όμως δεν τους
πείραζε, θα βολεύονταν μέσα στην εκκλησία – ήταν δεν ήταν 60 άτομα – και
θα ξάπλωναν τουλάχιστον να ζεσταθούν και να στεγνώσουν.
Όταν μπήκαν στον αυλόγυρο της εκκλησίας αντίκρυσαν έναν
τζανταρμά να στέκεται φρουρός στην πόρτα και να κρατάει με ένα μαντήλι
τη μύτη του.
Μερικοί κάτι υποσιάστηκαν, αλλά δεν έδωσαν μεγάλη
σημασία. Μπορούσαν όλα να τα φναταστούν, όχι όμως και αυτό που
αντίκρυσαν μόλις άνοιξε η πόρτα και τους έπρωξαν με τον υποκόπανο οι
τζανταρμάδες να μπουν γρήγορα μέσα.
[Συνεχίζεται]
[Πηγή]https://antexoume.wordpress.com/2016/05/19/%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%B9%CE%BF-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BD%CF%84%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5/#more-20096
Καὶ ἕνα μικρὸ μουσικὸ ἀφιέρωμα ἀπὸ ἐμένα!
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!