ΜΕΡΟΣ Α'
Το Περιμπατζαλάρ και οι κάτοικοι των σπηλαίων
Ήταν αργά το βράδυ όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας στη μικρή πόλη Ουργκιούπ. Την ομορφιά του τοπίου μπορέσαμε να την απολαύσουμε μόνο το πρωί: είδαμε λόφους, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν πολλά μικρά λευκά σπιτάκια, λες και είχαν συγχωνευτεί με τους βράχους, και πάνω από τις μακρινές πλαγιές αιωρούνταν ένα κόκκινο αερόστατο. Ήταν αρχές Μαΐου.
Στην Τουρκία τα πάντα ήταν ήδη ανθισμένα, ο ήλιος έκαιγε λες και ήταν καλοκαίρι. Μπορεί κανείς να φανταστεί την ομορφιά που ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μας μετά την κρύα και συννεφιασμένη Μόσχα.
Μας γοήτευσαν ιδιαίτερα οι βράχοι ασυνήθιστης μορφής, σαν να είναι διάτρητοι από πολλές εισόδους και εξόδους. Μάθαμε ότι επρόκειτο για ηφαιστειακό τόφφο, ένα πέτρωμα που παρουσιάζει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Ο τόφφος εμφανίστηκε εδώ σε παλαιότερες εποχές μετά από ηφαιστειακή έκρηξη. Είναι εύκολος στην επεξεργασία, αλλά όταν σκληραίνει με την επίδραση του αέρα, αποκτάει εξαιρετική ανθεκτικότητα. Γι’αυτό, οι ντόπιοι είχαν αρχίσει προ αμνημονεύτων χρόνων να λαξεύουν σπήλαια και ολόκληρους οικισμούς σε αυτό το πέτρωμα. Σε αυτό δεν αναπτύσσεται μούχλα, δε ζουν έντομα ή παράσιτα, κάτι που καθιστά αυτά τα σπήλαια, ακόμα και σήμερα, ιδανικές αποθήκες τροφίμων. Πολύ συχνά σπίτια ντόπιων κτίζονται λες και εμφυτεύονται μέσα σε τεράστιους όγκους βράχων, και έτσι διευρύνουν το εμβαδόν τους λόγω των σπηλαίων που έχουν λαξευτεί στον τόφφο.
Δωμάτιο σε σπηλαιώδη κατοικία
Σε ένα από τα χωριά μάς έδειξαν τη σπηλαιώδη κατοικία μιας Τουρκάλας γιαγιάς. Το ντουλάπι με τις φωτογραφίες, στολισμένο με αλουμινόχαρτο και λουλούδια, έμοιαζε σαν να είχε μεταφερθεί από ξύλινο σπιτάκι χωριού της βόρειας Ρωσσίας. Οι τακτοποιημένοι επίπεδοι καναπέδες κατά μήκος των τοίχων θύμιζαν πάγκους ρωσικών παραδοσιακών κατοικιών και ήταν καλυμμένοι με χειροποίητα χαλιά. Υπήρχε ένας αργαλειός με χαμηλά μαξιλάρια που απλώνονταν μπροστά του. Στη γωνία υπήρχε η παλαιά γνωστή σιδερένια μασίνα, με γωνιακή καμινάδα που έβγαινε στο δρόμο. Η γιαγιά απάντησε ήρεμα στις ερωτήσεις μας και μάς επέτρεψε να φωτογραφίσουμε την κατοικία της.
Μας έμεινε αξέχαστη η ιδιόμορφη φυσική ομορφιά του τοπίου. Στην επιφάνεια της γης, συνδυασμοί από τόφφο, ψαμμίτη και βασάλτη σχηματίζουν περίεργα ανάγλυφα. Ως αποτέλεσμα της αποσάθρωσης των πετρωμάτων, τμήματα βασάλτη προεξέχουν πάνω από κωνοειδείς βάσεις τόφφου λες και είναι καπέλα. Οι Τούρκοι τα πέτρινα αυτά μανιτάρια ή στήλες, που τα βρίσκει κανείς παντού, τα ονομάζουν «περιμπατζαλάρ» (ή «νεραϊδοκαμινάδες»). Μερικές φορές οι λευκοί και ροζωποί κώνοι τόφφου σχηματίζουν ολόκληρες ομάδες, που μοιάζουν παγωμένα κύματα. Επίπεδες πεδιάδες γειτονεύουν με απόκρημνα φαράγγια. Τους λόφους τους διαδέχονται μικρές ρεματιές, στις οποίες κυλάει νερό.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος
Η κοιλάδα Πασαμπάγκ
Ο πρώτος άγιος, για τον οποίον μας μίλησαν οι οικοδεσπότες ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος. Μας ενημέρωσαν ότι ο τόπος των αγώνων του αγίου βρισκόταν αρκετά κοντά στο ξενοδοχείο. Ο μέγας αυτός άγιος της Οικουμενικής Εκκλησίας έζησε και ετάφη στην πόλη Ουργκιούπ που ονομαζόταν παλαιότερα Προκόπιον (σύμφωνα με άλλες πηγές, Προκόπι). Εδώ σώζεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου αρχικά αναπαύονταν τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη.
Τίποτε δεν έχει απομείνει από τον παλαιό διάκοσμο του ναού. Ωστόσο, διασώθηκε ο ιστορικός τόπος των αγώνων του Αγίου Ιωάννη – ο στάβλος όπου ζούσε μαζί με τα οικόσιτα ζώα. Είναι λαξευμένος μέσα στο βράχο και δεν έχει παράθυρα. Η κλίνη του Αγίου Ιωάννη ήταν μια βαθιά οριζόντια κόγχη στην μέσα γωνία του σπηλαίου. Σύμφωνα με την παράδοση, η κλίνη του ήταν καλυμμένη με ελάχιστο άχυρο. Στο πέτρινο δάπεδο υπήρχαν λαξευμένες οπές για την πρόσδεση των ζώων, όπως και εσοχές στους τοίχους για το νερό και το σανό. Ο φρέσκος αέρας, από ότι καταλάβαμε, μόλις και μετά βίας έφτανε στην κλίνη που αναπαυόταν ο άγιος.
Δίπλα στο σπήλαιο βρίσκεται το ακατοίκητο πια διώροφο σπίτι του πρώην αφέντη του. Τα γύρω σπίτια και σπήλαια σχεδόν δεν κατοικούνται, καθώς το κέντρο ζωής του χωριού έχει μεταφερθεί στους πρόποδες του λόφου, όπου βρισκόταν το παλιό Προκόπιον. Το 1924, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών, οι Έλληνες έφυγαν από το χωριό και στο Προκόπιον, που μετονομάστηκε σε Ουργκιούπ, εγκαταστάθηκαν τουρκικές οικογένειες.
Η κοιλάδα Πασαπάγκ
Αλλά οι ντόπιοι Τούρκοι εξακολουθούν να τιμούν τη μνήμη του Ρώσσου ασκητή. Ίσως, για ορισμένους είναι πιο σημαντική η εμπορική πλευρά του θέματος, καθώς ο τόπος των αγώνων του Ρώσσου αγίου προσελκύει προσκυνητές από τη Ρωσσία. Όμως, οι ντόπιοι που μας συνόδευαν ήταν ειλικρινά και συγκινητικά ενθουσιασμένοι από το γεγονός ότι έχουν έναν τόσο σπουδαίο συμπατριώτη.
Κατά τη διάρκεια του ταξειδιού μας στην Καππαδοκία, πολλές φορές εκπλαγήκαμε από το γεγονός ότι οι Τούρκοι που ζουν εδώ διατηρούν τη μνήμη όσων αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είχαν ασκητεύσει εδώ.
Οι ναοί της Καππαδοκίας
Στην εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήδη από τον 4ο αιώνα, εμφανίστηκαν εδώ ερημητήρια και οι πρώτοι σπηλαιώδεις ναοί. Αρκετά μεγάλα συγκροτήματα ναών και πολλές μεμονωμένες βραχώδεις εκκλησίες και παρεκκλήσια έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, δεν έχουν διασωθεί πληροφορίες σχετικά με την αφιέρωση των ναών, οπότε τις περισσότερες φορές στους οδηγούς αυτοί παρουσιάζονται με ονόματα που προέκυψαν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ναού. Έτσι, π.χ. έχουμε την Κρυφή εκκλησία, την εκκλησία των Μήλων, την εκκλησία των Σταφυλιών, ακόμη και την εκκλησία του Φιδιού, η οποία ονομάστηκε έτσι από το φίδι που απεικονίζεται σε τοιχογραφία.
Πολλές τοιχογραφίες έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές ή δεν έχουν διασωθεί. Η διάβρωση των πετρωμάτων έχει προκαλέσει ρωγμές και καταστροφές στους ναούς, ενώ οι εξωτερικές τοιχογραφίες υπέφεραν από τη βροχή και τον άνεμο. Πέραν αυτού, οι ντόπιοι μερικές φορές χρησιμοποιούσαν τους τοίχους των σπηλαιωδών εκκλησιών ως περιστερώνες. Σκάλιζαν στους τοίχους πολλές εσοχές για τα περιστέρια και τα περιττώματα των περιστεριών τα χρησιμοποιούσαν ως πολύτιμο λίπασμα. Ένας από τους ναούς ονομάστηκε μάλιστα «Ο μεγάλος περιστερώνας», λόγω των πολλών μικρών εσοχών για περιστέρια που κάλυπταν τους τοίχους του.
Υπάρχουν τοιχογραφίες, οι οποίες έχουν καταστραφεί ή έχουν φθαρεί και για θρησκευτικούς λόγους, καθώς, όπως γνωρίζουμε, στο Ισλάμ δεν επιτρέπονται ιερές απεικονίσεις ανθρώπων. Δυστυχώς, έχουμε δει σε τοίχους ναών, ακριβώς πάνω σε τοιχογραφίες, και νεώτερα αυτόγραφα του στυλ «Από εδώ πέρασα…ο τάδε»...
Αλλά σήμερα όλοι οι ναοί της Καππαδοκίας έχουν ανακηρυχθεί ιδιοκτησία του κράτους, οι οποίοι αν και δεν προστατεύονται πάντοτε ιδιαίτερα, σε κάθε περίπτωση, παρακολουθούνται συνεχώς από τις τοπικές αρχές. Σε πολλούς ναούς γίνονται εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης των τοιχογραφιών.
Η εκκλησία με τρούλο
Περίπου τριάντα σπηλαιώδεις ναοί έχουν διατηρηθεί στην περιοχή του χωριού Γκιόρεμε. Οι τοιχογραφίες τους χρονολογούνται από τον 9ο – 12ο αιώνα. Υπάρχουν σπάνια μνημεία από την εποχή της εικονομαχίας, όπως για παράδειγμα ο ναός της Αγίας Βαρβάρας, όπου οι μονόχρωμοι λιτοί Σταυροί και τα μοτίβα θυμίζουν περισσότερο παιδικές ζωγραφιές. Με την αποκατάσταση της εικονολατρίας, οι ναοί της Καππαδοκίας άρχισαν να τοιχογραφούνται ενεργά, συχνά πάνω σε σχέδια που είχαν γίνει κατά την εποχή της εικονομαχίας.
Οι τοιχογραφίες των ναών του Γκιόρεμε είναι μοναδικές και αφήνουν αξέχαστες εντυπώσεις. Η πιο διάσημη για τις τοιχογραφίες της είναι η εκκλησία Τοκαλί, που χτίστηκε στις αρχές του 10ου αιώνα και αποτελούσε παλαιότερα μέρος ενός μεγάλου μοναστηριακού συγκροτήματος που περιλάμβανε την Παλαιά και τη Νέα Εκκλησία, οι τοιχογραφίες των οποίων διαφέρουν κατά πολύ στην εκτέλεση. Σε γενικές γραμμές, η ιδιαιτερότητα των τοιχογραφιών της Καππαδοκίας είναι η περιορισμένη γκάμα χρωμάτων. Θαυμάζει κανείς: πώς, με μόλις τρία ή τέσσερα βασικά χρώματα οι καλλιτέχνες επιτυγχάνουν την εντύπωση μιας πλήρους παλέτας χρωμάτων;
Κοντά στην εκκλησία Τοκαλί βρίσκονται οι εκκλησίες Σακλί, Ελμαλί, Γιουσούφ Κοτς και Ελ-Ναζάρ που είναι και αυτές μνημεία ιδιότυπου καππαδοκικού στυλ: οι τοιχογραφίες τους φέρουν έντονα χαρακτηριστικά της τοπικής παράδοσης. Στην εκκλησία Τσαρικλί, στην τοιχογραφία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος τα βουνά είναι σαν να αντιγράφουν το καππαδοκικό τοπίο, ενώ τα ρούχα των βοσκών στη σκηνή της Γέννησης του Χριστού θυμίζουν ενδύματα ντόπιων αγροτών. Τα πρόσωπα και οι χειρονομίες των αγίων είναι πάντα πολύ εκφραστικά, έτσι ώστε ακόμη και σε κατάσταση φθοράς αφήνουν ισχυρές εντυπώσεις.
Οι πιο καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες του 9ου – 12ου αιώνα βρίσκονται στο ναό της Μονής Γκιουμουσλέρ, κοντά στην πόλη Νίγδη. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση για την Καππαδοκία, όπου τα πρόσωπα και τα μάτια των αγίων διατηρούνται πλήρως στις τοιχογραφίες. Πιθανώς αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι το μοναστήρι αυτό ανακαλύφθηκε μόλις στη δεκαετία του 1960. Έχουν διασωθεί όμορφες τοιχογραφίες που απεικονίζουν τη Μητέρα του Θεού και αγίους, καθώς και ορισμένες σκηνές από Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές.
Υπάρχει μια καταπληκτική και πολύ αγαπητή, ακόμη και από τους Τούρκους, εικόνα της χαμογελαστής Μητέρας του Θεού.
Οι τοιχογραφίες της Καππαδοκίας επίσης χαρακτηρίζονται για τον αέρινο σχεδιασμό και δημιουργική ελευθερία. Εδώ μπορεί κανείς να δει τις πιο απίστευτες τάσεις και σχολές – από το εκφραστικό, σχεδόν κοπτικό στυλ μέχρι την κλασική βυζαντινή τοιχογραφία του 12ου αιώνα. Οι χαμηλές καμάρες είναι συχνά διακοσμημένες με μεγάλους σταυρούς που πλαισιώνονται από διακοσμητικά στοιχεία. Τα καππαδοκικά μοτίβα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ωραίας μελέτης. Τόσο πλούσια και εκφραστική είναι η γλώσσα τους. Χαρακτηριστικό μοτίβο των τοιχογραφιών είναι τα μεγάλα τσαμπιά σταφυλιών, τα οποία είχαν δώσει σε ορισμένες εκκλησίες το όνομα Uzumlu (σταφύλι).
Αλλά αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η μικρή εκκλησία Αλί Ρέις, που βρίσκεται κοντά στο Ορτάχισαρ. Μας πήρε αρκετή ώρα να την βρούμε. Τα στενά δρομάκια με τους παραδοσιακά άδειους τοίχους δεν παρέπεμπαν στην παρουσία ενός ναού. Η έκπληξή μας ήταν μεγάλη, όταν πίσω από μια συνηθισμένη πόρτα είδαμε την αυλή με μια μικρή σπηλαιώδη εκκλησία που έμοιαζε περισσότερο με παρεκκλήσι.
Ο ιδιοκτήτης αυτής της αυλής την χρησιμοποιούσε ως αποθήκη, και έπρεπε να περιφερθούμε ανάμεσα σε στοίβες από καρέκλες για να δούμε καλύτερα τα απομεινάρια των τοιχογραφιών. Λίγες τοιχογραφίες διασώθηκαν, αλλά ήταν όμορφες, παρ' όλες τις απώλειες. Ο τρούλος της εκκλησίας είχε προφανώς καταρρεύσει, και στη θέση του ο θόλος στηριζόταν σε σωρούς από σανίδες. Στην κόγχη της αψίδας στο ιερό διασώθηκε το εκφραστικό πρόσωπο του Σωτήρος που είναι και αυτό σοβαρά κατεστραμμένο. Όμως, τα χαρακτηριστικά της τοιχογραφίας προδίδουν το χέρι μεγάλου μάστορα. Το βλέμμα του Σωτήρα είναι γεμάτο δύναμη, ήρεμο και σοβαρό. Ούτε μια περιττή κίνηση πινέλου. Όλα είναι μέσα στον κανόνα και ταυτόχρονα ανάλαφρα και ελεύθερα.
Διατηρήθηκαν επίσης οι εικόνες των αγίων Αρχαγγέλων, των δικαίων Ιωακείμ και Άννας, του αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου και ενός στυλίτη. Οι εικόνες είχαν μια τέτοια εσωτερική δύναμη, ώστε, παρ' όλο που αυτές είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, σε προδιέθεταν για προσευχητική κοινωνία.
Φεύγοντας από την εκκλησία κοιτάξαμε για τελευταία φορά το πρόσωπο του Σωτήρος που φαινόταν μέσα από ένα μικρό μισοκατεστραμμένο παράθυρο και η καρδιά μας πόνεσε.
Τέτοιες μικρές κατ' οίκον εκκλησίες φιλοξενούσαν μερικές φορές κρυφά σχολεία σε εποχές που οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Έλληνες να μελετούν την ιστορία τους και την ορθόδοξη παράδοση.
25/10/2024
Το θαύμα του Αγίου Αρσενίου
(ΜΕΡΟΣ Β')
Η πόλη Μουσταφά πασά ονομαζόταν παλαιότερα Σίνασος. Πριν από την αναγκαστική «ανταλλαγή πληθυσμών», εδώ ζούσε μια πολυάριθμη ελληνική κοινότητα. Οι ντόπιοι ασχολούνταν με επιτυχία με την αλιεία και διατηρούσαν ιχθυοπωλεία ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη. Η συνύπαρξη με τους Τούρκους δεν τους εμπόδισε να διατηρήσουν την ορθόδοξη πίστη και τα έθιμα των προγόνων τους. Οι Καππαδόκες γενικά χαρακτηρίζονταν για την ευσέβειά τους.
Είναι γνωστό ότι ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (περ. 1840-1924), πριν την αναχώρησή τους για την Ελλάδα, έλεγε ότι εκεί θα βρουν πολλές εκκλησίες, αλλά δεν θα βρουν τέτοια πίστη και ευλάβεια όπως εδώ, στις δύσκολες συνθήκες ενός αλλόδοξου περιβάλλοντος.
Για τους ορθόδοξους προσκυνητές η πόλη Μουσταφά πασά παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον πρόσθετο λόγο ότι εδώ ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης έκανε ένα από τα θαύματά του. Η περίπτωση αυτή αναφέρεται στον βίο του Αγίου Αρσενίου από τον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη. Κάποτε ο Όσιος Αρσένιος, μαζί με τον ψάλτη του Πρόδρομο, θέλησαν να επισκεφθούν τους Έλληνες που ζούσαν στη Σινασό. Όμως οι τοπικοί Τούρκοι παράγοντες δεν τους επέτρεψαν να μπουν στο χωριό και να συναντηθούν με τους χριστιανούς. Τότε, χωρίς να μπει σε διαμάχη, ο Άγιος Αρσένιος αποσύρθηκε και άρχισε να προσεύχεται. Για τα μετέπειτα έχει διασωθεί η μαρτυρία του ψάλτη.
Ο καθαρός ουρανός που υπήρχε προηγουμένως πάνω από το χωριό καλύφθηκε ξαφνικά με σύννεφα, ακούστηκαν βροντές και άρχισε καταιγίδα.
Οι Τούρκοι είδαν σ' αυτό την ξεκάθαρη απόδειξη της τιμωρίας του Θεού και έστειλαν δύο έφιππους αγγελιοφόρους να ζητήσουν από τον Όσιο συγχώρεση εκ μέρους όλου του χωριού.
Ο Όσιος Αρσένιος τους συγχώρεσε και επέστρεψε. Όταν ευλόγησε το χωριό και από τις τέσσερις πλευρές, η καταιγίδα σταμάτησε το ίδιο ξαφνικά όπως και είχε αρχίσει.....
Στην ίδια την πόλη Μουσταφά πασά σώζεται η ευρύχωρη εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και της Ελένης των αρχών του 18ου αιώνα. Δεν έχουν απομείνει σχεδόν καθόλου τοιχογραφίες ή εικόνες σε αυτήν, αλλά τώρα είναι η μόνη εκκλησία στην Καππαδοκία όπου, κατόπιν συμφωνίας με τις αρχές, μπορούν να τελούνται ορθόδοξες ιερές ακολουθίες.
Η πατρίδα αγίων πατέρων
Η πιο διάσημη πόλη της Καππαδοκίας είναι η Καισάρεια, η σημερινή Καϊσερί. Είναι η πόλη που έδωσε στον κόσμο τον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα. Εδώ γεννήθηκε, σπούδασε πριν φύγει για την Αθήνα και χειροτονήθηκε. Στα περίχωρα αυτής της πόλης αποσύρθηκε για αναχωρητική ζωή, μετά το ταξείδι του στην Αίγυπτο και τις ερήμους της Παλαιστίνης. Ως επίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας εργάστηκε σκληρά για την οργάνωση των μοναστηριών.
Αν και βρισκόμασταν στο Καϊσερί, δεν είδαμε τίποτα από το παλιό ιστορικό μεγαλείο της πόλης. Το φρούριο του 3ου αιώνα έχει ανοικοδομηθεί πολλές φορές και τώρα στεγάζει την αγορά της πόλης. Από τα κτίρια των μεταγενέστερων χρόνων υπάρχει ένα τζαμί του 16ου αιώνα, το οποίο ευγενικά μας έδειξαν. Δεν έχουν απομείνει εδώ ναοί ή άλλα ορθόδοξα μνημεία.
Από την Καππαδοκία καταγόταν επίσης και ο φίλος του Αγίου Βασιλείου, ο Άγιος Γρηγόριος, που αργότερα ονομάστηκε Θεολόγος. Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι το σημερινό Γκιουζελγιούρτ είναι η Αριανζός, όπου γεννήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος. Στο Γκιουζελγιούρτ μας έδειξαν τη σωζόμενη εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, η οποία είχε μετατραπεί σε τζαμί.
Μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Καππαδοκίας είναι το Νεβσεχίρ. Υπάρχουν αρκετά μνημεία του ύστερου Μεσαίωνα εδώ, αλλά δεν είδαμε καμμία ορθόδοξη εκκλησία. Και είναι κρίμα, γιατί το Νεβσεχίρ ονομαζόταν κάποτε Νύσσα. Εδώ τον 4ο αιώνα ήταν επίσκοπος ένας από τους Μεγάλους Καππαδόκες, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.
Μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Γρηγορίου κοσμούσε τη σκηνή της αίθουσας εκδηλώσεων στο Νεβσεχίρ. Φοιτητές από το τοπικό πανεπιστήμιο έφτιαξαν για μας, τους Ρώσους προσκυνητές, μικρά πήλινα ανάγλυφα με την εικόνα του Αγίου ως ενθύμιο για το ταξείδι μας – κάτι που μας ήταν εντελώς απροσδόκητο.
Μίμηση Αβραάμ
Μου έμεινε αξέχαστη ιδιαίτερα η φιλοξενία σε μικρό χωριό στο κοιλάδα Σογκανλί. Όταν φτάσαμε εκεί, ήταν ακόμα μέρα. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, η ομάδα μας έσπευσε στα μνημεία για να τα δει πριν δύσει ο ήλιος. Στο μικρό χωριό, όπου μας περίμενε το λεωφορείο, επιστρέψαμε όταν σουρούπωνε.
Δίπλα στο λεωφορείο μάς περίμενε ο πρόεδρος του χωριού (ο τοπικός δήμαρχος, όπως μας τον σύστησαν). Μας ζήτησε να μη φύγουμε χωρίς να επισκεφτούμε το χωριό του. Μας πρότεινε να πιούμε τσάι με κουλουράκια, κάτι για το οποίο ευχαρίστως συμφωνήσαμε. Για πρακτικούς λόγους, είχαν στηθεί τραπέζια κάτω από ένα στέγαστρο, αρκετά κοντά στο λεωφορείο. Βέβαια, δεν περιμέναμε ότι ο ίδιος ο δήμαρχος θα μας πρόσφερε το τσάι. Και το έκανε με μεγάλη αμεσότητα – μόλις έβλεπε ότι κάπου το τσάι είχε τελειώσει, έσπευδε εκεί, έπαιρνε τα άδεια φλιτζάνια και σε λίγο επέστρεφε με τα γεμάτα και στεκόταν χαμογελαστός που μας έβλεπε να απολαμβάνουμε το απλό αυτό κέρασμα.
Ο φιλόξενος δήμαρχος μόλις που μία φορά αξιώθηκε να καθίσει: ήταν η φορά που τον προσκάλεσε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας μας, ο Σεβασμιώτατος Μάρκος, Αρχιεπίσκοπος Γιεγκόριεφσκ, για να φωτογραφηθεί μαζί του. Ορισμένοι σκεπτικιστές ίσως διέβλεπαν εμπορικού χαρακτήρα σκοπιμότητα στη συμπεριφορά του δημάρχου, ότι δηλαδή τουρίστες όλο και κάτι θα αγόραζαν ή θα επισκέπτονταν ξανά την περιοχή. Εμείς, ωστόσο, εντυπωσιαστήκαμε από αυτόν τον ανατολίτικο τρόπο μίμησης της φιλοξενίας του Αβραάμ τόσο πολύ που την αναπολούσαμε για πολύ καιρό.
Υπόγειες πόλεις
Μιλώντας για τις πόλεις και τα χωριά της Καππαδοκίας, δεν μπορεί κανείς να μην αναφερθεί στις περίφημες υπόγειες πόλεις. Είναι, χωρίς υπερβολή, ένα από τα θαύματα της Καππαδοκίας. Είναι δύσκολο ακόμη και να φανταστεί κανείς πόσο βαθιά μέσα στο βράχο έχουν φτιαχτεί αυτές οι τεχνητές σπηλιές.
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, τα πρώτα υπόγεια περάσματα και κατοικίες εμφανίστηκαν στην Καππαδοκία την εποχή των Χετταίων. Ιδιαίτερη όμως σημασία και ανάπτυξη έλαβαν κατά τη βυζαντινή εποχή, όταν στις υπόγειες πόλεις που δημιουργήθηκαν από τα χέρια των Καππαδόκων μπορούσαν να κρυφτούν ταυτόχρονα αρκετές χιλιάδες άνθρωποι.
Με τη βοήθεια των υπόγειων καταφυγίων οι χριστιανοί, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, προστατεύονταν από τις επιδρομές των Τούρκων Σελτζούκων. Οι πόλεις αυτές είχαν δομή που έμοιαζε με μια συνηθισμένη πόλη – είχαν δρόμους, πλατείες, ναούς, σχολεία, ακόμη και στάβλους και λουτρά. Είναι σημαντικό ότι η θερμοκρασία στις σπηλιές δεν πέφτει κάτω από τους 13 βαθμούς Κελσίου, οπότε για θέρμανση αρκούσαν μικρές λάμπες ελαίου.
Σχεδόν όλα τα απαραίτητα για τη ζωή, στη διάρκεια μιας μακράς πολιορκίας, μεταφέρονταν εκ των προτέρων στην πόλη σε μεγάλες ποσότητες.
Επισκεφτήκαμε την υπόγεια πόλη Ντερινκουγιού (της Μαλακοπής) και πειστήκαμε ιδίοις όμμασι για την ικανότητα των υπόγειων τεχνιτών. Η πόλη φτάνει σε βάθος 8 ορόφων (ίσως και περισσότερων) και όλοι τους συνδέονται μεταξύ τους με περάσματα.
Ειδικά για το φωτισμό και τον εξαερισμό είχαν κατασκευαστεί φρεάτια φωτισμού και εξαερισμού, που διαπερνούσαν και τους οκτώ ορόφους.
Ήταν αδύνατο να τους σκεπάσουν με χώμα ή να τους βάλουν φωτιά λόγω του μεγάλου βάθους τους. Ακόμη και τα ίχνη τους στην επιφάνεια δεν ήταν εύκολο να τα βρει κανείς, καθώς οι είσοδοι των υπόγειων πόλεων καμουφλάρονταν επιδέξια.
Αλλά το μεγάλο εμπόδιο περίμενε τους κατακτητές στην είσοδο. Οι είσοδοι κλειδώνονταν από μέσα με μια τεράστια στρογγυλή πέτρα, σαν μυλόπετρα. Την κυλούσαν μέσα σε αυλακώσεις στο βράχο και ήταν αδύνατο να μετακινηθεί από έξω.
Καμμία από τις υπόγειες πόλεις δεν καταλήφθηκε από τους εισβολείς. Οι πολιορκημένοι, ακόμη και αν τους ανακάλυπταν οι εχθροί τους, μπορούσαν να ζήσουν εδώ για πολλούς μήνες, έχοντας ό,τι χρειάζονταν.
Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, οι αρτοποιοί έψηναν ψωμί, οι κτηνοτρόφοι φρόντιζαν τα ζώα. Ο αέρας εδώ, παρά το πλήθος των ανθρώπων και των ζώων, παρέμενε πάντα καθαρός. Το σύστημα εξαερισμού ήταν διαμορφωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε ο καπνός να απομακρύνεται με φυσικό τρόπο ακόμη και από τον κατώτερο όγδοο όροφο. Υπήρχαν και ειδικά υπόγεια πηγάδια για νερό, καθώς και μεγάλα περάσματα και στοές, πολλά από τα οποία εκτείνονται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων και οδηγούν σε γειτονικά υπόγεια φρούρια.
Μυστήριο για τους ιστορικούς παραμένει το ερώτημα: προς τα πού θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί μια τόσο μεγάλη ποσότητα πετρώματος από τα σπήλαια; Σε κάθε περίπτωση, στα περίχωρα της πόλης Ντερινκουγιού δεν έχουν βρεθεί ίχνη του.
Κοντά στην κοιλάδα Σογκανλί μας έδειξαν μια τέτοια υπόγεια πόλη που έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα. Κάποιοι από τους χώρους της ήταν μπαζωμένοι και κάποιοι χρησιμοποιούνταν από τους ντόπιους για τις ανάγκες τους. Τη στιγμή της επίσκεψής μας, είχαν ήδη ανασκαφεί δύο όροφοι και είδαμε τα απομεινάρια ναού, κελαριών, λουτρού και υπόγειου στάβλου. Δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς την εφευρετικότητα των αρχαίων τεχνιτών, γιατί οι έγκλειστοι μπορούσαν να ασχολούνται ακόμη και με οινοποΐα και αγγειοπλαστική!
Το Βυζάντιο. Η πρωτεύουσα και οι περιφέρειες
Με την επίσκεψη στη Νίγδη και το Καϊσερί, το προσκύνημά μας έφτασε στο τέλος του. Δυστυχώς, δεν βρεθήκαμε στα ακριτικά Φάρασα, τον τόπο των ασκητικών αγώνων του Αγίου Αρσενίου και τη γενέτειρα του γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη. Αλλά και εκεί, όπου προλάβαμε να επισκεφθούμε, νοιώσαμε την ανεξήγητη και έντονη ευωδία της ιερής Καππαδοκίας, παρά το γεγονός ότι πολλές εκκλησίες έχουν καταστραφεί και οι τοιχογραφίες έχουν χαθεί. Λες και οι άγιοι συνεχίζουν να φροντίζουν αυτήν την καταπληκτική περιοχή, τους ντόπιους εργάτες και τους τουρίστες που την επισκέπτονται.
Στο τέλος του ταξειδιού είχαμε την τύχη να επισκεφθούμε τον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Είχαμε μόνο μια ώρα για να δούμε τον τεράστιο και μεγαλοπρεπή αυτό ναό και μόλις που προλάβαμε απλώς να περπατήσουμε στους δύο ορόφους του.
Μετά τις σπηλαιώδεις εκκλησίες της Καππαδοκίας, αυτός φαινόταν ένας γίγαντας που υψώθηκε στον ουρανό, και ο διάκοσμός του μαρτυρούσε πραγματικά αυτοκρατορικό μεγαλείο. Αλλά ανάμεσα σε αυτόν και τα σπήλαια της Καππαδοκίας υπήρχε μια αόρατη και ισχυρή σχέση.
Το Βυζάντιο είναι ζωντανό, έχει την πρωτεύουσά του και τις επαρχίες του, και καμμία κατάκτηση δεν μπορεί να αναιρέσει αυτό το απλό γεγονός.
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!