Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Θεοῦ γινώσκειν ὀρθοδόξως οὐσίαν,
Χριστιανοῖς λεγάτον ἐκ Γρηγορίου.
Εἰκάδι Γρηγόριος Θεορρήμων ἔκθανε πέμπτῃ.
Χριστιανοῖς λεγάτον ἐκ Γρηγορίου.
Εἰκάδι Γρηγόριος Θεορρήμων ἔκθανε πέμπτῃ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, ποὺ λεγόταν Ἀριανζός, τὸ 330 μ.Χ.
Ναζιανζηνὸς ὀνομάσθηκε, ἐπειδὴ ἔζησε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴ Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καὶ τὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολὺ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στὸν δημόσιο βίο καὶ ἀνῆκε σὲ μία ἰουδαῖο-ἐθνικὴ αἵρεση ποὺ λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων». Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τὸν σύζυγό της καὶ τὸν ἔκαναν νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καὶ Νόννα, δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει σὲ αὐτοὺς τὴν χαρὰ τῆς τεκνοποιΐας. Καὶ πράγματι, ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καὶ ἡ Νόννα γέννησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο πρὶν ἀκόμα αὐτὸς γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἂν τὸν ἀφιερώσει στὸν Θεό. Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τοὺς γονεῖς του μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴ Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σὲ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τὸν Ἰσαάκ.
Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νὰ μορφώσουν καὶ νὰ ἐμφυσήσουν στὸν πρωτότοκο υἱό τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐνέπνευσαν σὲ αὐτὸν ἔντονη καὶ βαθιὰ θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ ζήσει μὲ ἁγνεία καὶ παρθενία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στὴν δυνατότητα ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρὲς σπουδές. Σπούδασε σὲ ὅλα τὰ τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τὴ Ναζιανζό, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καὶ ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Στὶς πόλεις αὐτὲς μελέτησε τὶς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καὶ ἄκουσε τοὺς σοφότερους διδασκάλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Δίδυμο τὸν Τυφλό, ποὺ τότε διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς φιλόσοφους Θεσπέσιο στὴν Καισάρεια καὶ Ἰμέριο καὶ Προαιρέσιο στὴν Ἀθήνα.
Γιὰ τὸν Προαιρέσιο γίνεται δεκτὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Οἱ σπουδὲς δὲν ἔκαναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστὰ στὴν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Σαοὺλ ποὺ ἔτρεχε χωρὶς νὰ ξέρει. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ βρῆκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς τῆς φιλίας του μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καὶ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.
Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μὴν πεθάνει, πρὶν ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολὺ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ βοηθήσει νὰ μὴν πνιγεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τὸ βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τὸ ἐπακολούθησε συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὴ θέωση. Μαζὶ μὲ τὸν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καὶ ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στὸν Πόντο καὶ παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ γινόμαστε βιαστὲς τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καὶ οἱ δυὸ μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτὲς πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε μὲ αὐτὰ τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τὸν Κύριο τῆς Δόξας καὶ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε τὰ ἄρρητα ρήματα, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Γρηγόριο στὴν διακονία Του. Τὰ τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ βοηθὸ καὶ συνεργάτη στὴ «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τὴν ἱεροσύνη, θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδὴ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του ὄχι μόνο τὸν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζηλωτὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τὴν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τὸ βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατὰ σάρκα καὶ πνευματικὸς πατέρας), ποὺ ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νὰ εὐλαβεῖται. Ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καὶ χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν στὸ ἐρημητήριό του, στὴ γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ βρῆκε τὴ γαλήνη καὶ τὴν πορεία του. Καὶ ἐπέστρεψε μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ πνευματικό του ἔργο, ποὺ τὸ ἄρχισε μὲ τὸν περίφημο θεολογικὸ λόγο περὶ τοῦ Πάσχα καὶ τὴ δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.
Διακονοῦσε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο της μικρῆς πόλεως Σάσιμα. Σκοπὸς του ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς διεκδικήσεις ἐνὸς νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔθλιψε ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τὴν πικρία του. Τελικὰ ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ Σάσιμα. Ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔμεινε στὴ Ναζιανζό, ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στὴν παράκλησή του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τὸ 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νὰ ποιμαίνει τὴν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρὶς νὰ παύσει νὰ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν τὸν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία στὴν προσευχὴ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε σχεδὸν ἔτη μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καὶ ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τὰ περίφημα θεολογικὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καὶ ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ φανατικοί, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Τὸν ἔβρισαν. Τὸν κακολόγησαν. Τὸν κτύπησαν. Τὸν γρονθοκόπησαν. Τὸν λιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καὶ κάποιον νὰ τὸν φονεύσει. Καὶ θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ νικημένος ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν σφάξει.
Μὲ ὅπλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως σὰν τὸν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀρειανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τὸν κατέστησε τὸ ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καὶ τὸν ἐνθρόνισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ὀρθὴ κρίση. Μερικοὶ μεθυσμένοι ἀπὸ φθόνο κάκιζαν τὸν Ἅγιο, διότι δὲν πίεζε τὸν βασιλέα νὰ ἀφαιρέσει τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ τελοῦν τὴν λατρεία τους. Σὲ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς λόγχες τοῦ Καίσαρος καὶ ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετὴ σὰν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.
Τὸ ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Πνευματομάχους – Εὐνομιανοὺς καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸ διαμόρφωσε στὴν σημερινή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλιναρισμό, ποὺ διαιροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ τρία μέρη (σῶμα, ψυχὴ καὶ νοῦ) καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ ἀτελὴ καὶ ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετὶ ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καὶ ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὸν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Λούθηρος καὶ ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τὸν τίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρὸ ἐπικήδειο, λόγο ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων». Διάδοχός του στὴν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μὲ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Μακεδόνες Ἐπισκόπους. Αὐτοὶ ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρικὴ ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δὲν τὸν ἀναγνώριζαν σὰν κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδὴ τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὰ Σάσιμα. Καὶ εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικό, ποὺ ἦταν μὲν Ὀρθόδοξος ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνα αἰνιγματικὸ πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς κανονικότητας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τὴν δύναμη νὰ συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καὶ παραιτήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Δὲν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στὴν Ἐκκλησία, ρίχνω τὸν ἑαυτό μου στὴ θάλασσα». Εὐθὺς μετὰ τὴν παραίτησή του λειτούργησε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τὸ ποίμνιό του. Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ περιμένει νὰ λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στὴ Ναζιανζὸ καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιὰ νὰ γαληνεύσει.
Ὁ Ἅγιος, σὲ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νὰ ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνότητας στοὺς κοσμικοὺς ὀργανισμούς, στὶς πόλεις, στοὺς οἴκους, στὸ στράτευμα καὶ ὅμως νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν κήρυκα καὶ θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστούς της.
Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δὲν σήμαινε ὅτι θὰ ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνότητας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ὑπέρτατα ἀγαθά.
Τὸ ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρὸ κλονισμό. Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καὶ ἀποσύρθηκε ὁριστικὰ στὴν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στὴν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ μαρτυρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας ποὺ ὀνομάζεται Δομνίνου, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα. Δὲν ἔχουν τὴν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρὰ ταῦτα ἔχουν βάθος καὶ δύναμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου. Τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγὴ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς θεολογίας σου, τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς
ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τὰς συμπλοκὰς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν ἐξυφανθέντα τὴν Ἐκκλησίαν, ἐστόλισας, ὃν καὶ φοροῦσα σὺν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ
ἀκρότατος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ οὐράνιος θεῖος νοῦς, στόμα τὸ πυρίπνουν, ὁ τῆς χάριτος ὀφθαλμός, σάλπιγξ εὐσεβείας, πηγὴ θεολογίας, ὑπερκοσμίων μύστης, σοφὲ Γρηγόριε.
Ναζιανζηνὸς ὀνομάσθηκε, ἐπειδὴ ἔζησε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴ Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καὶ τὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολὺ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στὸν δημόσιο βίο καὶ ἀνῆκε σὲ μία ἰουδαῖο-ἐθνικὴ αἵρεση ποὺ λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων». Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τὸν σύζυγό της καὶ τὸν ἔκαναν νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καὶ Νόννα, δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει σὲ αὐτοὺς τὴν χαρὰ τῆς τεκνοποιΐας. Καὶ πράγματι, ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καὶ ἡ Νόννα γέννησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο πρὶν ἀκόμα αὐτὸς γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἂν τὸν ἀφιερώσει στὸν Θεό. Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τοὺς γονεῖς του μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴ Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σὲ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τὸν Ἰσαάκ.
Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νὰ μορφώσουν καὶ νὰ ἐμφυσήσουν στὸν πρωτότοκο υἱό τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐνέπνευσαν σὲ αὐτὸν ἔντονη καὶ βαθιὰ θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ ζήσει μὲ ἁγνεία καὶ παρθενία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στὴν δυνατότητα ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρὲς σπουδές. Σπούδασε σὲ ὅλα τὰ τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τὴ Ναζιανζό, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καὶ ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Στὶς πόλεις αὐτὲς μελέτησε τὶς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καὶ ἄκουσε τοὺς σοφότερους διδασκάλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Δίδυμο τὸν Τυφλό, ποὺ τότε διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς φιλόσοφους Θεσπέσιο στὴν Καισάρεια καὶ Ἰμέριο καὶ Προαιρέσιο στὴν Ἀθήνα.
Γιὰ τὸν Προαιρέσιο γίνεται δεκτὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Οἱ σπουδὲς δὲν ἔκαναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστὰ στὴν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Σαοὺλ ποὺ ἔτρεχε χωρὶς νὰ ξέρει. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ βρῆκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς τῆς φιλίας του μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καὶ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.
Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μὴν πεθάνει, πρὶν ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολὺ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ βοηθήσει νὰ μὴν πνιγεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τὸ βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τὸ ἐπακολούθησε συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὴ θέωση. Μαζὶ μὲ τὸν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καὶ ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στὸν Πόντο καὶ παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ γινόμαστε βιαστὲς τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καὶ οἱ δυὸ μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτὲς πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε μὲ αὐτὰ τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τὸν Κύριο τῆς Δόξας καὶ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε τὰ ἄρρητα ρήματα, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Γρηγόριο στὴν διακονία Του. Τὰ τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ βοηθὸ καὶ συνεργάτη στὴ «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τὴν ἱεροσύνη, θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδὴ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του ὄχι μόνο τὸν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζηλωτὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τὴν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τὸ βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατὰ σάρκα καὶ πνευματικὸς πατέρας), ποὺ ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νὰ εὐλαβεῖται. Ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καὶ χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν στὸ ἐρημητήριό του, στὴ γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ βρῆκε τὴ γαλήνη καὶ τὴν πορεία του. Καὶ ἐπέστρεψε μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ πνευματικό του ἔργο, ποὺ τὸ ἄρχισε μὲ τὸν περίφημο θεολογικὸ λόγο περὶ τοῦ Πάσχα καὶ τὴ δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.
Διακονοῦσε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο της μικρῆς πόλεως Σάσιμα. Σκοπὸς του ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς διεκδικήσεις ἐνὸς νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔθλιψε ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τὴν πικρία του. Τελικὰ ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ Σάσιμα. Ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔμεινε στὴ Ναζιανζό, ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στὴν παράκλησή του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τὸ 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νὰ ποιμαίνει τὴν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρὶς νὰ παύσει νὰ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν τὸν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία στὴν προσευχὴ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε σχεδὸν ἔτη μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καὶ ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τὰ περίφημα θεολογικὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καὶ ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ φανατικοί, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Τὸν ἔβρισαν. Τὸν κακολόγησαν. Τὸν κτύπησαν. Τὸν γρονθοκόπησαν. Τὸν λιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καὶ κάποιον νὰ τὸν φονεύσει. Καὶ θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ νικημένος ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν σφάξει.
Μὲ ὅπλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως σὰν τὸν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀρειανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τὸν κατέστησε τὸ ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καὶ τὸν ἐνθρόνισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ὀρθὴ κρίση. Μερικοὶ μεθυσμένοι ἀπὸ φθόνο κάκιζαν τὸν Ἅγιο, διότι δὲν πίεζε τὸν βασιλέα νὰ ἀφαιρέσει τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ τελοῦν τὴν λατρεία τους. Σὲ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς λόγχες τοῦ Καίσαρος καὶ ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετὴ σὰν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.
Τὸ ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Πνευματομάχους – Εὐνομιανοὺς καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸ διαμόρφωσε στὴν σημερινή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλιναρισμό, ποὺ διαιροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ τρία μέρη (σῶμα, ψυχὴ καὶ νοῦ) καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ ἀτελὴ καὶ ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετὶ ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καὶ ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὸν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Λούθηρος καὶ ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τὸν τίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρὸ ἐπικήδειο, λόγο ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων». Διάδοχός του στὴν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μὲ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Μακεδόνες Ἐπισκόπους. Αὐτοὶ ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρικὴ ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δὲν τὸν ἀναγνώριζαν σὰν κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδὴ τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὰ Σάσιμα. Καὶ εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικό, ποὺ ἦταν μὲν Ὀρθόδοξος ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνα αἰνιγματικὸ πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς κανονικότητας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τὴν δύναμη νὰ συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καὶ παραιτήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Δὲν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στὴν Ἐκκλησία, ρίχνω τὸν ἑαυτό μου στὴ θάλασσα». Εὐθὺς μετὰ τὴν παραίτησή του λειτούργησε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τὸ ποίμνιό του. Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ περιμένει νὰ λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στὴ Ναζιανζὸ καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιὰ νὰ γαληνεύσει.
Ὁ Ἅγιος, σὲ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νὰ ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνότητας στοὺς κοσμικοὺς ὀργανισμούς, στὶς πόλεις, στοὺς οἴκους, στὸ στράτευμα καὶ ὅμως νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν κήρυκα καὶ θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστούς της.
Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δὲν σήμαινε ὅτι θὰ ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνότητας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ὑπέρτατα ἀγαθά.
Τὸ ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρὸ κλονισμό. Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καὶ ἀποσύρθηκε ὁριστικὰ στὴν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στὴν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ μαρτυρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας ποὺ ὀνομάζεται Δομνίνου, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα. Δὲν ἔχουν τὴν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρὰ ταῦτα ἔχουν βάθος καὶ δύναμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου. Τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγὴ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς θεολογίας σου, τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γὰρ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τὰς
ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τὰς συμπλοκὰς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν ἐξυφανθέντα τὴν Ἐκκλησίαν, ἐστόλισας, ὃν καὶ φοροῦσα σὺν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ
ἀκρότατος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ οὐράνιος θεῖος νοῦς, στόμα τὸ πυρίπνουν, ὁ τῆς χάριτος ὀφθαλμός, σάλπιγξ εὐσεβείας, πηγὴ θεολογίας, ὑπερκοσμίων μύστης, σοφὲ Γρηγόριε.
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος
Ζωὴν ἔνυλον Πούπλιος καταστρέφει
Καὶ τὴν ἄϋλον καὶ νοητὴν λαμβάνει.
Καὶ τὴν ἄϋλον καὶ νοητὴν λαμβάνει.
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος καταγόταν ἀπὸ βουλευτικὸ τάγμα. Πατρίδα του ἦταν ἡ πόλη Ζεῦγμα, ποὺ ἦταν κτισμένη κοντὰ στὴν ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε σὲ ἕνα ψηλὸ ὄρος, τὸ ὁποῖο δὲν ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν παραπάνω πόλη περισσότερο ἀπὸ τριάντα στάδια καὶ ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρὸ κελί. Ὅλη του τὴν περιουσία, ποὺ εἶχε ἀπὸ πατρικὴ κληρονομιά, τὴν μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ζοῦσε βίο ἀσκήσεως, προσευχῆς καὶ ἀρετῆς. Ἐπειδὴ ἡ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ἔσπευσαν πολλοὶ κοντὰ του νὰ ἀγωνισθοῦν μαζί του καὶ νὰ γίνουν μαθητές του. Σὲ αὐτοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κτίσουν μικρὰ κελιὰ καὶ τοὺς ἐπισκεπτόταν συχνά, γιὰ νὰ διαπιστώνει μήπως ὑπάρχει στὰ κελιά τους κάτι πέρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἀπόλυτα ἀνάγκη.
Καὶ πραγματικά, ζύγιζε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἄρτο καί, στὴν περίπτωση ποὺ ἔβρισκε σὲ κάποιον ἀσκητὴ ὅτι ὁ ἄρτος ἦταν περισσότερος ἀπὸ τὸν ἀπαραίτητο, τὸν ἀποκαλοῦσε γαστρίμαργο καὶ ὑπερβολικὰ φιλόσαρκο. Καὶ ἄν, ἀκόμη, ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἀσκητὴς εἶχε χωρίσει τὸ ἀλεύρι ἀπὸ τὰ πίτουρα, τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀπολαμβάνει τὴν τροφή. Ἀλλὰ καὶ τὴν νύκτα πήγαινε ξαφνικὰ στὴν πόρτα καθενὸς ἀσκητὴ καί, ἂν τοὺς εὕρισκε νὰ προσεύχονται, ἔφευγε πάλι σιωπηλά. Ἂν ὅμως εὕρισκε κάποιον νὰ κοιμᾶται, τοῦ κτυποῦσε τὴν πόρτα καὶ τὸν ἐπέπληττε.
Ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Πουπλίου, ἦταν ὁ Θεότεκνος καὶ ὁ Ἀφθόνιος, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀνέλαβαν τὴν προστασία καὶ ἐπιμέλεια τῶν ἀδελφῶν, ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος Πούπλιος ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς κατὰ Χριστὸν ἀσκήσεως, παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε σὲ ἕνα ψηλὸ ὄρος, τὸ ὁποῖο δὲν ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν παραπάνω πόλη περισσότερο ἀπὸ τριάντα στάδια καὶ ἔκτισε ἐκεῖ ἕνα μικρὸ κελί. Ὅλη του τὴν περιουσία, ποὺ εἶχε ἀπὸ πατρικὴ κληρονομιά, τὴν μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ζοῦσε βίο ἀσκήσεως, προσευχῆς καὶ ἀρετῆς. Ἐπειδὴ ἡ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ἔσπευσαν πολλοὶ κοντὰ του νὰ ἀγωνισθοῦν μαζί του καὶ νὰ γίνουν μαθητές του. Σὲ αὐτοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κτίσουν μικρὰ κελιὰ καὶ τοὺς ἐπισκεπτόταν συχνά, γιὰ νὰ διαπιστώνει μήπως ὑπάρχει στὰ κελιά τους κάτι πέρα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἀπόλυτα ἀνάγκη.
Καὶ πραγματικά, ζύγιζε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἄρτο καί, στὴν περίπτωση ποὺ ἔβρισκε σὲ κάποιον ἀσκητὴ ὅτι ὁ ἄρτος ἦταν περισσότερος ἀπὸ τὸν ἀπαραίτητο, τὸν ἀποκαλοῦσε γαστρίμαργο καὶ ὑπερβολικὰ φιλόσαρκο. Καὶ ἄν, ἀκόμη, ἔβλεπε ὅτι κάποιος ἀσκητὴς εἶχε χωρίσει τὸ ἀλεύρι ἀπὸ τὰ πίτουρα, τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀπολαμβάνει τὴν τροφή. Ἀλλὰ καὶ τὴν νύκτα πήγαινε ξαφνικὰ στὴν πόρτα καθενὸς ἀσκητὴ καί, ἂν τοὺς εὕρισκε νὰ προσεύχονται, ἔφευγε πάλι σιωπηλά. Ἂν ὅμως εὕρισκε κάποιον νὰ κοιμᾶται, τοῦ κτυποῦσε τὴν πόρτα καὶ τὸν ἐπέπληττε.
Ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Πουπλίου, ἦταν ὁ Θεότεκνος καὶ ὁ Ἀφθόνιος, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀνέλαβαν τὴν προστασία καὶ ἐπιμέλεια τῶν ἀδελφῶν, ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου. Ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος Πούπλιος ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγώνα τῆς κατὰ Χριστὸν ἀσκήσεως, παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ Νεομάρτυρας
Aυξεντίω στέφανος ηυξήθη μέγας,
Eις ουράνια διά του μαρτυρίου.
Eις ουράνια διά του μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Αὐξέντιος, γεννήθηκε τὸ 1690 στὴν ἐπαρχία Βελλᾶς ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δούλευε τὴν τέχνη τῶν γουναράδων, στὸ χάνι τὸ λεγόμενο Μαχμοὺτ – Πασᾶ. Ἐπιθυμήσας τέρψεις καὶ ἡδονὲς ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη του καὶ προσλήφθηκε στὰ βασιλικὰ καράβια.
Ἐκεῖ ξεφαντώνοντας μὲ τοὺς συντρόφους του τοὺς ἀλλόφυλους, συκοφαντήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς πὼς ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Μουσουλμάνος. Φοβηθεῖς ἐγκατέλειψε τὰ καράβια καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε βάρκα ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ βαρκάρη. Ὅμως μεταμελήθηκε γιὰ τὰ πρότερα σφάλματά του καὶ καταλήφθηκε ζωηρὰ ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Σὲ τυχαῖα συνάντηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σύγκελλο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, Γρηγόριο Ξηροποταμηνό, τοῦ ἐξομολογήθηκε τὸν πόθο του αὐτό.
Λίγο ἀργότερα ὁ Αὐξέντιος ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιους ναυτικοὺς τοῦ τουρκικοῦ στόλου, οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο. Ἐκεῖ, παρὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι εἶναι Χριστιανός. Στὴν φυλακὴ τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Σύγκελλος Γρηγόριος καὶ τὸν ἐνθάρρυνε νὰ σταθεῖ μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα, γιὰ νὰ λάβει λαμπρὸ τὸ στεφάνι τῆς νίκης ἀπὸ τὸν ἀθλοθέτη Θεό.
Ἀνακρινόμενος καὶ πάλι ὁ Αὐξέντιος εἶπε: «Ἐγὼ Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω». Μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν ὁ κριτὴς ἐξέδωσε ἀπόφαση νὰ ἐκτελεσθεῖ διὰ ξίφους.
Ἔτσι ὁ Μάρτυς Αὐξέντιος ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο, ἀποκεφαλισθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 1720. Ἡ τιμία κάρα αὐτοῦ, σώζεται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἔτσι ὁ Μάρτυς Αὐξέντιος ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο, ἀποκεφαλισθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 1720. Ἡ τιμία κάρα αὐτοῦ, σώζεται στὴ Μονὴ Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ Ὅσιος Μάρης
Πάσης ἀποστὰς ἀγάπης κόσμου Μάρης
Εἰς θεῖον ὕψος ἧκε θείας ἀγάπης.
Εἰς θεῖον ὕψος ἧκε θείας ἀγάπης.
Ὁ Ἅγιος Μάρης, ὄντας νέος καὶ ζώντας στὸν κόσμο, ἦταν πολὺ ὡραῖος καὶ καλλίφωνος. Μὲ τὴν ὡραία του φωνὴ στόλιζε τὶς πανηγύρεις τῶν Ἁγίων, ὡς καλλιφωνότατος ψάλτης καὶ μύστης τῆς μουσικῆς. Ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ καὶ τηροῦσε μὲ προθυμία τὶς ἐντολές Του, χωρὶς ποτὲ νὰ παραβιάζει καμιὰ ἀπὸ αὐτές. Διατηροῦσε τὸ σῶμά του καθαρὸ καὶ ἀκηλίδωτο, τὸν ἴδιο καὶ τὴν ψυχή του, ἂν καὶ ἐμπορευόταν μέσα σὲ παγίδες καὶ συναναστρεφόταν κοσμικοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ Ὅσιος, ὅμως, θέλησε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν κόσμο καὶ πῆγε σὲ μία κωμόπολη, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Ὁμήρου. Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελὶ καὶ κλείσθηκε μέσα ἐπὶ τριάντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ ὑπέφερε πολὺ στὴν ὑγεία του ἀπὸ τὴ μεγάλη ὑγρασία ποὺ δεχόταν ἀπὸ τὸ παρακείμενο ὄρος. Παρὰ ταῦτα ὅμως, δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει αὐτὸ τὸ κελί, ἀλλὰ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του.
Ὁ Ὅσιος Μάρης ἀγαποῦσε τὴν ἁπλότητα καὶ ἀπεχθανόταν παντελῶς τὶς διάφορες πανουργίες. Ἀγαποῦσε ἐπίσης, τὴν πενία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔτσι, στὰ ἐννενήντα χρόνια ποὺ ἔζησε, χρησιμοποιοῦσε ἐνδύματα κατασκευασμένα ἀπὸ γιδίσιο μαλλὶ καὶ τὴν ἀνάγκη του γιὰ τροφὴ τὴν ἱκανοποιοῦσε μὲ ψωμὶ καὶ λίγο ἁλάτι. Ἐπειδὴ δὲ ἐπὶ πολλὰ χρόνια βρισκόταν στὸν ἔρημο τόπο, αἰσθάνθηκε τὸν πόθο νὰ δεῖ νὰ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Καὶ ἡ ἐπιθυμία του ἱκανοποιήθηκε. Συνέβη, τότε ποὺ τοῦ δημιουργήθηκε αὐτὸς ὁ πόθος, νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος καὶ τέλεσε τὴν Θεία Ἱερουργία, ἀφοῦ χρησιμοποίησε ἀντὶ γιὰ Ἁγία Τράπεζα τὰ χέρια διακόνων. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ὁσίου πληρώθηκε ἀπὸ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ ἔνιωθε ὅτι ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν οὐράνιο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Μάρης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος, ὅμως, θέλησε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν κόσμο καὶ πῆγε σὲ μία κωμόπολη, ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Ὁμήρου. Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρὸ κελὶ καὶ κλείσθηκε μέσα ἐπὶ τριάντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ ὑπέφερε πολὺ στὴν ὑγεία του ἀπὸ τὴ μεγάλη ὑγρασία ποὺ δεχόταν ἀπὸ τὸ παρακείμενο ὄρος. Παρὰ ταῦτα ὅμως, δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει αὐτὸ τὸ κελί, ἀλλὰ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του.
Ὁ Ὅσιος Μάρης ἀγαποῦσε τὴν ἁπλότητα καὶ ἀπεχθανόταν παντελῶς τὶς διάφορες πανουργίες. Ἀγαποῦσε ἐπίσης, τὴν πενία καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Ἔτσι, στὰ ἐννενήντα χρόνια ποὺ ἔζησε, χρησιμοποιοῦσε ἐνδύματα κατασκευασμένα ἀπὸ γιδίσιο μαλλὶ καὶ τὴν ἀνάγκη του γιὰ τροφὴ τὴν ἱκανοποιοῦσε μὲ ψωμὶ καὶ λίγο ἁλάτι. Ἐπειδὴ δὲ ἐπὶ πολλὰ χρόνια βρισκόταν στὸν ἔρημο τόπο, αἰσθάνθηκε τὸν πόθο νὰ δεῖ νὰ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Καὶ ἡ ἐπιθυμία του ἱκανοποιήθηκε. Συνέβη, τότε ποὺ τοῦ δημιουργήθηκε αὐτὸς ὁ πόθος, νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος καὶ τέλεσε τὴν Θεία Ἱερουργία, ἀφοῦ χρησιμοποίησε ἀντὶ γιὰ Ἁγία Τράπεζα τὰ χέρια διακόνων. Ἡ καρδιὰ τοῦ Ὁσίου πληρώθηκε ἀπὸ ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ ἔνιωθε ὅτι ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν οὐράνιο θρόνο τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ὁ Ὅσιος Μάρης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώ
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἀπολλὼ ἐγράφη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο στὴν περιοχὴ τῆς Αἰγύπτου. Ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ φθάσει σὲ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, χαρίζοντάς του τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ αὐτὸ τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλὼ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλὼ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἁγία Μεδούλη καὶ ἡ συνοδεία της
Σεπτὴ Μεδούλη, τοῦ Θεοῦ Λόγου δούλη,
Δούλοις Θεοῦ σύναθλος εἰς πῦρ ὡράθη.
Δούλοις Θεοῦ σύναθλος εἰς πῦρ ὡράθη.
Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησαν διὰ πυρός, ἡ Ἁγία Μάρτυς Μεδούλη καὶ ἡ συνοδεία της.
Ὁ Ὅσιος Καστίνος
Τον πάντα χρηστόν και δίκαιον Καστίνον,
Έδειξε Χριστός εξ απίστου και θύτην.
Έδειξε Χριστός εξ απίστου και θύτην.
Ὁ Ἅγιος Καστίνος (ἢ Κηστίνος ἢ Κωνσταντίνος) καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη, εἶχε ἀξίωμα συγκλητικοῦ καὶ ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρης. Στὴν Ὀρθόδοξη πίστη τὸν προσέλκυσε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως Κυριλλιανός, πρὸς τὸν
ὁποῖο ὁ Ἅγιος κατέφυγε, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει. Τότε ὁ Ἅγιος πούλησε ἀμέσως τὰ ὑπάρχοντά του, μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Χρημάτισε Ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἀπὸ τὸ 230 μέχρι τὸ 237 μ.Χ. Μέχρι τὴν ἐποχὴ του ὁ καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Βυζαντίου ἦταν στὴν παραθαλάσσια περιοχὴ τοῦ Γαλατᾶ. Ὁ Ἅγιος ὅμως
ἔκτισε νέο ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας.
Ὁ Ἅγιος Καστίνος, ἀφοῦ χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν εὐλεβέστατο Τίτο, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
ὁποῖο ὁ Ἅγιος κατέφυγε, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει. Τότε ὁ Ἅγιος πούλησε ἀμέσως τὰ ὑπάρχοντά του, μοίρασε τὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Χρημάτισε Ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως καὶ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια Ἐπίσκοπος Βυζαντίου ἀπὸ τὸ 230 μέχρι τὸ 237 μ.Χ. Μέχρι τὴν ἐποχὴ του ὁ καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Βυζαντίου ἦταν στὴν παραθαλάσσια περιοχὴ τοῦ Γαλατᾶ. Ὁ Ἅγιος ὅμως
ἔκτισε νέο ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας.
Ὁ Ἅγιος Καστίνος, ἀφοῦ χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν εὐλεβέστατο Τίτο, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ὁ Σκευοφύλαξ
Των γηΐνων ουκ ην τι τω Δημητρίω,
Ήδη βλέποντι προς μόνην αϋλίαν.
Ήδη βλέποντι προς μόνην αϋλίαν.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος
Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἀκολούθησε ἀπὸ θεῖο ζῆλο καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, τὸν μοναχικὸ βίο. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου λέγει, ὅτι ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου Πουπλίου. Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βρετάννιος ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ἅγιος Βρετάννιος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Τομισοῦ, τῆς σημερινῆς πόλεως Κωστάντζας τῆς Ρουμανίας. Ὑπῆρξε Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ αὐτοκράτορα καὶ ὀπαδὸ τῶν Ἀρειανῶν, Οὐάλη (364 – 378 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ
Ὁ Ὅσιος Μωϋσῆς, κατὰ κόσμο Μητροφάνης, ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὸ Νοβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἐγκατέλειψε κρυφὰ τὴν πατρική του οἰκία καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ Ὀτρὸχ τῆς πόλεως Τβέρ, ὅπου ἔγινε μοναχός. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ.
Ὅταν τὸν βρῆκαν, τὸν παρακάλεσαν νὰ ἔρθει κοντά τους καὶ νὰ μονάσει σὲ κάποια μονὴ τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἔπραξε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν γονέων του καὶ συνέχισε τὸν ἀσκητικό του βίο στὴ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Νόβγκοροντ. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀπεστάλη ὡς Ἀρχιμανδρίτης στὴ μονὴ Γιοῦρεφ.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυΐδ († 21 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξελέγη, τὸ ἔτος 1325, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετὰ τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τὴν παράκληση νὰ ἀποσυρθεῖ καὶ νὰ ζήσει ἀσκητικά, μέσα στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Τὸ 1330 ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Κολμώφ, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰ πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στὴν περιοχὴ Ντερεβγιανίτσα, ὅπου κατέφυγε καὶ ἀνήγειρε ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Τὸ 1354 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376), ἀπὸ βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Μωϋσέως, τοῦ ἔδωσε τὸ προνόμιο νὰ φορεῖ πολυσταύριο.
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξακολούθησε τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1362. Τὸ ἱερὸ λείψανό του διατηρήθηκε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Δαυΐδ († 21 Δεκεμβρίου), ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξελέγη, τὸ ἔτος 1325, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ. Μετὰ τέσσερα χρόνια ὑπέβαλε τὴν παράκληση νὰ ἀποσυρθεῖ καὶ νὰ ζήσει ἀσκητικά, μέσα στὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Τὸ 1330 ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Κολμώφ, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε γιὰ πολύ. Βρῆκε ἕνα ἔρημο τόπο στὴν περιοχὴ Ντερεβγιανίτσα, ὅπου κατέφυγε καὶ ἀνήγειρε ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Τὸ 1354 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος (1354 – 1355, 1364 – 1376), ἀπὸ βαθὺ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Μωϋσέως, τοῦ ἔδωσε τὸ προνόμιο νὰ φορεῖ πολυσταύριο.
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς ἐξακολούθησε τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ἀνήγειρε πολλὲς ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτά, στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸ Σκοβορόντσκ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1362. Τὸ ἱερὸ λείψανό του διατηρήθηκε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἄφθαρτο.
Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ροστὼβ Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Βασιανὸς ἔζησε στὴν Ρωσία μεταξὺ τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Πανφουτίου Βορόφκ. Τὸ 1506 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστώβ.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1516.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1516.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παραμυθίας ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος τῆς Παραμυθίας μεταφέρθηκε στὴ Μόσχα τὸ ἔτος 1640 ἀπὸ τοὺς Κοζάκους. Ὑπάρχει γραπτὴ μαρτυρία, ὅτι σὲ πυρκαγιὰ ποὺ ξέσπασε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ζαμοσκβόρετς, στὸν ὁποῖο αὐτὴ φυλασσόταν, ἡ εἰκόνα δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἡ Παναγία ἀποκαλύφθηκε σὲ ὅραμα μιᾶς ἄρρωστης γυναίκας κατὰ τὸ ἔτος 1760 καὶ ὅταν ἐκείνη πῆγε νὰ προσκυνήσει, θεραπεύθηκε. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα φυλάσσεται σήμερα στὴ Μόσχα.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος, κατὰ κόσμο Ἀλέξιος Μοϊσέεβιτς Κοπέβ, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μπόμπυλι τῆς ἐπαρχίας Καλούγκα τῆς Ρωσίας. Τὸ 1832 παρακολούθησε τὰ μαθήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου τοῦ Μπορὸφκ καὶ τὸ 1836
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα. Τὸ 1853 ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ μονάσει στὴν ἡσυχία καὶ στὴν σιωπή, στὴν ἔρημο τῆς Ὄπτινα.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1894.
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Καλούγκα. Τὸ 1853 ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ μονάσει στὴν ἡσυχία καὶ στὴν σιωπή, στὴν ἔρημο τῆς Ὄπτινα.
Ὁ Ὅσιος Ἀνατόλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1894.
Άγιος Γαβριήλ εκ Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, κατὰ κόσμο Γεράσιμος, γεννήθηκε στὶς 25 Νοεμβρίου 1825 στὸ χωριὸ Βάκχβι τῆς Γεωργίας. Σπούδασε στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τῆς Τυφλίδος καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Συνέχισε τὶς σπουδές του στὴν Ψυχολογία, τὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλοσοφία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὴν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1896.
Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ὁ Ἱερομάρτυρας Μητροπολίτης Κιέβου
Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος γεννήθηκε τὴν 1η Ἰανουαρίου 1848 στὸ χωριὸ Μάλιε Μορόσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπὼφ τῆς Ρωσίας. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σχολεῖο καὶ ἔπειτα σπούδασε στὴ θεολογικὴ σχολὴ τοῦ Κιέβου. Ὅταν τὸ 1874 ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, διορίσθηκε ὡς καθηγητὴς στὴν ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ τοῦ Ταμπώφ, ὅπου καὶ νυμφεύθηκε.
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε κλήση πρὸς τὴν ἱεροσύνη. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1882, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ τοποθετεῖται στὸ ναὸ τοῦ Κοζλώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Στὴν ἀρχὴ τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, μαζὶ μὲ τὸν σταυρὸ τῆς ἱεροσύνης, σηκώνει καὶ τὸν σταυρὸ τῆς χηρείας. Τὸ 1886 ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καὶ λίγο ἀργότερα τὸ μονάκριβο παιδί του.
Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ πολύπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀκολουθεῖ τὴ μοναχικὴ ὁδό. Ἐγκαταβιώνει σὲ μονὴ τοῦ Κοζλὼφ καὶ στὶς 6 Φεβρουαρίου 1886 κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βλαδίμηρος. Τὸ ἔτος 1888 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπός της πόλεως Σταρορούσκϊυ καὶ καλεῖται νὰ διακονήσει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώνεται ὁλόψυχα στὸ πολύπαθο καὶ ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀναγνώριζαν στὸ πρόσωπό του τὸν ἀληθινὸ ποιμένα καὶ πατέρα καὶ τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τὸν γνησιότατο μιμητή.
Στὶς 19 Ἰανουαρίου 1891 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τὸ 1892 Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καὶ Καχεζίας καὶ στὶς 21 Φεβρουαρίου 1898 Μητροπολίτης Μόσχας. Τὸ ποιμαντικό, φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὅμως καὶ πάλι, ὅταν ἐκλέγεται, στὶς 23 Νοεμβρίου 1912, Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τὸ 1915 ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τὰ καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου.
Σὲ κάθε τόπο ποὺ διακονοῦσε ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ἄφηνε τὰ ἴχνη τῆς ἁγιότητάς του. Κυριολεκτικὰ δαπανοῦσε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τὰ χρόνια ἦταν δύσκολα. Τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα ἄρχισε νὰ φουντώνει. Ὁ Ἅγιος προβλέποντας τὰ μέλλοντα, μιλώντας πρὸς τοὺς σπουδαστὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Μόσχας, ἔλεγε: «Ἴσως νὰ πιστεύετε ὅτι ὁ Πνευματικὸς ἄρτος ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο ἔχει γίνει πολὺ σκληρός, γιὰ νὰ φαγωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὸ ποιοὶ ἐμεῖς εἴμαστε καὶ τί κάνουμε γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς μας. Οἱ ἀδελφοί μας πεινᾶνε. Εἶναι στὸ σκοτάδι. Καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἐργασθοῦμε, γιὰ νὰ φωτίσουμε τὴν ζωή τους μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα».
Τὰ γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) ἀποτέλεσαν, γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐπιχειρήσουν τὴν ἀνεξαρτησία τους. Τὸ Οὐκρανικὸ συμβούλιο πίεσε τὸν Ἅγιο νὰ προβεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ αὐτονομία. Ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔπραξε καὶ τὸν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Δὲν θέλησε νὰ ὑποχωρήσει παρὰ τὶς ἀπειλές.
Τὰ γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δὲν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο τὸ Κίεβο, τὸ ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν ἐπαναστατικὸ στρατό. Στὶς 23 Ἰανουαρίου 1918 οἱ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἐκτέλεσαν. Τὸ μόνο ποὺ ζήτησε, πρὶν τὸν ἐκτελέσουν, ἦταν νὰ τοῦ χαρίσουν λίγη ὥρα, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε κλήση πρὸς τὴν ἱεροσύνη. Ἔτσι, τὸ ἔτος 1882, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ τοποθετεῖται στὸ ναὸ τοῦ Κοζλώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Στὴν ἀρχὴ τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, μαζὶ μὲ τὸν σταυρὸ τῆς ἱεροσύνης, σηκώνει καὶ τὸν σταυρὸ τῆς χηρείας. Τὸ 1886 ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καὶ λίγο ἀργότερα τὸ μονάκριβο παιδί του.
Ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ πολύπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀκολουθεῖ τὴ μοναχικὴ ὁδό. Ἐγκαταβιώνει σὲ μονὴ τοῦ Κοζλὼφ καὶ στὶς 6 Φεβρουαρίου 1886 κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βλαδίμηρος. Τὸ ἔτος 1888 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπός της πόλεως Σταρορούσκϊυ καὶ καλεῖται νὰ διακονήσει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώνεται ὁλόψυχα στὸ πολύπαθο καὶ ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀναγνώριζαν στὸ πρόσωπό του τὸν ἀληθινὸ ποιμένα καὶ πατέρα καὶ τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τὸν γνησιότατο μιμητή.
Στὶς 19 Ἰανουαρίου 1891 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τὸ 1892 Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καὶ Καχεζίας καὶ στὶς 21 Φεβρουαρίου 1898 Μητροπολίτης Μόσχας. Τὸ ποιμαντικό, φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὅμως καὶ πάλι, ὅταν ἐκλέγεται, στὶς 23 Νοεμβρίου 1912, Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Τὸ 1915 ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναθέτει τὰ καθήκοντα τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου.
Σὲ κάθε τόπο ποὺ διακονοῦσε ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ἄφηνε τὰ ἴχνη τῆς ἁγιότητάς του. Κυριολεκτικὰ δαπανοῦσε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τὰ χρόνια ἦταν δύσκολα. Τὸ ἐπαναστατικὸ κίνημα ἄρχισε νὰ φουντώνει. Ὁ Ἅγιος προβλέποντας τὰ μέλλοντα, μιλώντας πρὸς τοὺς σπουδαστὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σεμιναρίου τῆς Μόσχας, ἔλεγε: «Ἴσως νὰ πιστεύετε ὅτι ὁ Πνευματικὸς ἄρτος ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο ἔχει γίνει πολὺ σκληρός, γιὰ νὰ φαγωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὸ ποιοὶ ἐμεῖς εἴμαστε καὶ τί κάνουμε γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς μας. Οἱ ἀδελφοί μας πεινᾶνε. Εἶναι στὸ σκοτάδι. Καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἐργασθοῦμε, γιὰ νὰ φωτίσουμε τὴν ζωή τους μὲ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα».
Τὰ γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) ἀποτέλεσαν, γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐπιχειρήσουν τὴν ἀνεξαρτησία τους. Τὸ Οὐκρανικὸ συμβούλιο πίεσε τὸν Ἅγιο νὰ προβεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ αὐτονομία. Ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔπραξε καὶ τὸν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Δὲν θέλησε νὰ ὑποχωρήσει παρὰ τὶς ἀπειλές.
Τὰ γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δὲν ἄφησαν ἀνεπηρέαστο τὸ Κίεβο, τὸ ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν ἐπαναστατικὸ στρατό. Στὶς 23 Ἰανουαρίου 1918 οἱ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἐκτέλεσαν. Τὸ μόνο ποὺ ζήτησε, πρὶν τὸν ἐκτελέσουν, ἦταν νὰ τοῦ χαρίσουν λίγη ὥρα, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Ἡ Ἁγία Μαργαρίτα ἡ Ὁσιομάρτυς
H μητέρα Μαργαρίτα (κατά κόσμον Μαρία) Μιχαήλοβνα ήταν ηγουμένη της μονής του Προφήτου Ηλιού στο Μενζελίνσκ, της επισκοπής της Ούφας. Προτού γίνει μοναχή, η Μαρία Μιχαήλοβνα, ζούσε στο Κίεβο. Εξομολόγος της ήταν ο Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι, προϊστάμενος του ναού της Γεωργιέβσκαγια στο Κίεβο, στην ενορία όπου έμενε η Μαρία.
Στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Ν. Ζεβαχώφ, πού τη γνώριζε πολύ προτού γίνει μοναχή, έγραφε:
«Στο πρόσωπο της Μαρίας έβλεπα την ενσάρκωση της ένθερμης πίστης και της αγάπης της για το Θεό. Ήταν κοντή και αδύνατη, μια γυναίκα πού έκαιγε πάντα σαν κερί μπροστά στο Θεό.
Όλοι όσοι την ήξεραν, γνώριζαν πως γεννήθηκε μόνο και μόνο για να θερμαίνει τους άλλους με την αγάπη της.»
Ό Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι έβλεπε στη διάθεση της Μαρίας, ότι υπόφερε και μελαγχολούσε ζώντας στον κόσμο. Ή συνείδησή της δεν συμβιβαζόταν, δεν είχε «μισή» καρδιά. Σε κάθε της πρόβλημα συμβουλευόταν τον Πνευματικό της. Η αμέτρητη αγάπη πού είχε για τους συνανθρώπους της, την ωθούσε να αναζητά ευκαιρίες για να βοηθήσει. Η απέραντη συγκαταβατικότητα στην ανθρώπινη αδυναμία όμως δεν την οδηγούσε σε συμβιβασμούς με τη συνείδηση της. Δεν ήταν δίψυχη, δεν είχε τίποτα που να κρύβεται δήθεν από ευσέβεια, ενώ στην πραγματικότητα εκφράζει μόνο αδιαφορία στο χριστιανικό καθήκον... Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνουν τα πάντα στους άλλους χωρίς να ζητάνε τίποτα, μοιάζουν να είναι μόνοι... Κανένας δεν θα τους ρωτήσει αν χρειάζονται και αυτοί κάτι, κάποια υποστήριξη ή φροντίδα. Πηγαίνουν κοντά τους μόνο όταν έχουν την ανάγκη τους και τους αγνοούν όταν δεν τους χρειάζονται. Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν νιώθουν μοναξιά.
Μετά την μοναχική κουρά της η μοναχή Μαργαρίτα έζησε αρχικά σε ένα γυναικείο κοινόβιο, όπου υπήρχε και η εικόνα της Παναγίας «Χαρά και Παρηγοριά», στην περιοχή Σέρπουχωφ της επαρχίας της Μόσχας. Ηγουμένη εκεί ήταν μια ηλικιωμένη κοντέσα, η Ορλόβα – Νταβίντοβα. Αυτή η περίοδος ήταν μια πολύ σκληρή δοκιμασία για τη Μαργαρίτα, πού απαιτούσε μεγάλη ανδρεία, υπομονή και ταπείνωση.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1917, με διάταγμα της Ιεράς Συνόδου, η μοναχή Μαργαρίτα διορίστηκε ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία, στο Μενζελίνσκ της επισκοπής Ούφας. Η τελετή ενθρόνισης έγινε στη Μόσχα και παραστάθηκε επίσης η Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ Φιοντόροβνα, που αγαπούσε πολύ την ηγουμένη Μαργαρίτα. Το 1917 στο μοναστήρι ζούσαν 50 μοναχές και 248 δόκιμες.
Όπως γράφει ο π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Νεομάρτυρες της Ρωσίας», «η ηγουμένη Μαργαρίτα διακρινόταν για την εξαίρετη μόρφωσή της, την σύνεση, αλλά και την αυστηρή ασκητική ζωή της. Οργάνωσε το μοναστήρι της κατά τα πρότυπα των παλαιών μοναστηριών της Ελλάδος. Μία από τις μοναχές που επέζησε ως τις μέρες μας, η μοναχή Αλεφτίνα, τυφλή στα τελευταία της χρόνια, διέσωσε τις πληροφορίες που καταγράφουμε. Οι μοναχές, με την έμπνευση και καθοδήγηση της ηγουμένης Μαργαρίτας, ζούσαν αυστηρή μοναχική ζωή, τελώντας ανελλιπώς τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. Όλες εργάζονταν με πνεύμα θυσίας και πολύ φιλότιμο στα διακονήματά τους. Το μοναστήρι είχε πολλούς κήπους με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπους, χωράφια, μελίσσια κλπ. Διέθετε ακόμα και εργαστήριο καλλιτεχνικών φωτογραφιών, κάτι σπάνιο και πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή».
Προς το τέλος του 1918 ό Λευκός Στρατός εγκατέλειψε το Μενζελίνσκ και τις γειτονικές πόλεις και η μητέρα Μαργαρίτα αποφάσισε να μη μείνει στην κυριαρχία των Μπολσεβίκων. Βρισκόταν στην αποβάθρα, έτοιμη να φύγει, όταν της παρουσιάστηκε σε όραμα ο Άγιος Νικόλαος και της είπε:
- Γιατί αποφεύγεις και αρνείσαι το στεφάνι σου;
Ξαφνιασμένη από το όραμα η ηγουμένη Μαργαρίτα γύρισε στο μοναστήρι και διηγήθηκε στον ιερέα αυτό που είδε.
Με την αίσθηση ότι σύντομα θα έπρεπε να δοκιμαστεί για την πίστη της, ζήτησε να της ετοιμάσουν ένα φέρετρο και έδωσε εντολή να την ενταφιάσουν την ίδια μέρα του θανάτου της, αμέσως μετά την κηδεία.
Την άλλη ημέρα την ηγουμένη Μαργαρίτα την συνέλαβαν ως «αντεπαναστάτρια». Την τράβηξαν βίαια από την εκκλησία στην αυλή του μοναστηριού την ώρα της ακολουθίας. Ζήτησε να την αφήσουν να κοινωνήσει, μα εκείνοι αρνήθηκαν. Την πυροβόλησαν αμέσως εκεί, στον αυλόγυρο. Μετά οι αδελφές του μοναστηριού της έψαλαν την κηδεία και έπειτα την ενταφίασαν πίσω από το Ιερό της Εκκλησίας, εκεί ακριβώς που την πυροβόλησαν.
Ο ιερέας είχε παραξενευτεί πολύ με την απαίτηση της ηγουμένης να ενταφιαστεί την ίδια ημέρα του θανάτου της. Μόνο την επόμενη ημέρα έγινε κατανοητό το αίτημα της. Τότε οι ίδιοι τσεκάδες που είχαν θανατώσει την ηγουμένη Μαργαρίτα έφεραν στο μοναστήρι έναν μουσουλμάνο μουλά για να τον θανατώσουν και ζήτησαν να ταφεί σε έναν τάφο, μαζί με την ηγουμένη Μαργαρίτα. Η ηγουμένη όμως είχε ήδη ενταφιαστεί και έτσι οι τσεκάδες δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν το σκοπό τους. Έτσι πήραν τον μουλά και έφυγαν.
Ένας μεγάλος Ρώσος γέροντας, μάλλον ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα θα πρέπει να ήταν, είχε προφητεύσει πως στη διάρκεια διοίκησης μιας ηγουμένης στο μοναστήρι θα οικοδομηθεί μία εκκλησία, στη διάρκεια διοίκησης της δεύτερης, η ίδια η ηγουμένη θα γίνει μάρτυρας και στη διάρκεια ηγουμενίας της τρίτης, θα πέσουν οι καμπάνες. Η προφητεία εκπληρώθηκε. Η ηγουμένη Μαργαρίτα έγινε μάρτυρας. Στην ηγουμενία της επόμενης μοναχής, της τρίτης, οι μπολσεβίκοι πήραν τις καμπάνες της εκκλησίας και έκλεισαν το μοναστήρι.
Την δεκαετία του 1970, που το μοναστήρι ήταν ακόμα κλειστό, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν να σκάψουν ένα λάκκο πίσω από το ιερό του ναού. Ξαφνικά έπεσαν πάνω σε ένα φέρετρο. Μέσα στο φέρετρο βρήκαν το άφθαρτο λείψανο της ηγουμένης Μαργαρίτας, με έναν σταυρό στο στήθος. Από σεβασμό δεν πείραξαν το φέρετρο, αλλά βρήκαν άλλον τόπο για να σκάψουν το λάκκο.
Στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Ν. Ζεβαχώφ, πού τη γνώριζε πολύ προτού γίνει μοναχή, έγραφε:
«Στο πρόσωπο της Μαρίας έβλεπα την ενσάρκωση της ένθερμης πίστης και της αγάπης της για το Θεό. Ήταν κοντή και αδύνατη, μια γυναίκα πού έκαιγε πάντα σαν κερί μπροστά στο Θεό.
Όλοι όσοι την ήξεραν, γνώριζαν πως γεννήθηκε μόνο και μόνο για να θερμαίνει τους άλλους με την αγάπη της.»
Ό Πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Κορσακόβσκι έβλεπε στη διάθεση της Μαρίας, ότι υπόφερε και μελαγχολούσε ζώντας στον κόσμο. Ή συνείδησή της δεν συμβιβαζόταν, δεν είχε «μισή» καρδιά. Σε κάθε της πρόβλημα συμβουλευόταν τον Πνευματικό της. Η αμέτρητη αγάπη πού είχε για τους συνανθρώπους της, την ωθούσε να αναζητά ευκαιρίες για να βοηθήσει. Η απέραντη συγκαταβατικότητα στην ανθρώπινη αδυναμία όμως δεν την οδηγούσε σε συμβιβασμούς με τη συνείδηση της. Δεν ήταν δίψυχη, δεν είχε τίποτα που να κρύβεται δήθεν από ευσέβεια, ενώ στην πραγματικότητα εκφράζει μόνο αδιαφορία στο χριστιανικό καθήκον... Τέτοιοι άνθρωποι πού δίνουν τα πάντα στους άλλους χωρίς να ζητάνε τίποτα, μοιάζουν να είναι μόνοι... Κανένας δεν θα τους ρωτήσει αν χρειάζονται και αυτοί κάτι, κάποια υποστήριξη ή φροντίδα. Πηγαίνουν κοντά τους μόνο όταν έχουν την ανάγκη τους και τους αγνοούν όταν δεν τους χρειάζονται. Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν νιώθουν μοναξιά.
Μετά την μοναχική κουρά της η μοναχή Μαργαρίτα έζησε αρχικά σε ένα γυναικείο κοινόβιο, όπου υπήρχε και η εικόνα της Παναγίας «Χαρά και Παρηγοριά», στην περιοχή Σέρπουχωφ της επαρχίας της Μόσχας. Ηγουμένη εκεί ήταν μια ηλικιωμένη κοντέσα, η Ορλόβα – Νταβίντοβα. Αυτή η περίοδος ήταν μια πολύ σκληρή δοκιμασία για τη Μαργαρίτα, πού απαιτούσε μεγάλη ανδρεία, υπομονή και ταπείνωση.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1917, με διάταγμα της Ιεράς Συνόδου, η μοναχή Μαργαρίτα διορίστηκε ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία, στο Μενζελίνσκ της επισκοπής Ούφας. Η τελετή ενθρόνισης έγινε στη Μόσχα και παραστάθηκε επίσης η Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ Φιοντόροβνα, που αγαπούσε πολύ την ηγουμένη Μαργαρίτα. Το 1917 στο μοναστήρι ζούσαν 50 μοναχές και 248 δόκιμες.
Όπως γράφει ο π. Νεκτάριος Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Νεομάρτυρες της Ρωσίας», «η ηγουμένη Μαργαρίτα διακρινόταν για την εξαίρετη μόρφωσή της, την σύνεση, αλλά και την αυστηρή ασκητική ζωή της. Οργάνωσε το μοναστήρι της κατά τα πρότυπα των παλαιών μοναστηριών της Ελλάδος. Μία από τις μοναχές που επέζησε ως τις μέρες μας, η μοναχή Αλεφτίνα, τυφλή στα τελευταία της χρόνια, διέσωσε τις πληροφορίες που καταγράφουμε. Οι μοναχές, με την έμπνευση και καθοδήγηση της ηγουμένης Μαργαρίτας, ζούσαν αυστηρή μοναχική ζωή, τελώντας ανελλιπώς τις ακολουθίες και το μοναχικό τους κανόνα. Όλες εργάζονταν με πνεύμα θυσίας και πολύ φιλότιμο στα διακονήματά τους. Το μοναστήρι είχε πολλούς κήπους με οπωροφόρα δέντρα, λαχανόκηπους, χωράφια, μελίσσια κλπ. Διέθετε ακόμα και εργαστήριο καλλιτεχνικών φωτογραφιών, κάτι σπάνιο και πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή».
Προς το τέλος του 1918 ό Λευκός Στρατός εγκατέλειψε το Μενζελίνσκ και τις γειτονικές πόλεις και η μητέρα Μαργαρίτα αποφάσισε να μη μείνει στην κυριαρχία των Μπολσεβίκων. Βρισκόταν στην αποβάθρα, έτοιμη να φύγει, όταν της παρουσιάστηκε σε όραμα ο Άγιος Νικόλαος και της είπε:
- Γιατί αποφεύγεις και αρνείσαι το στεφάνι σου;
Ξαφνιασμένη από το όραμα η ηγουμένη Μαργαρίτα γύρισε στο μοναστήρι και διηγήθηκε στον ιερέα αυτό που είδε.
Με την αίσθηση ότι σύντομα θα έπρεπε να δοκιμαστεί για την πίστη της, ζήτησε να της ετοιμάσουν ένα φέρετρο και έδωσε εντολή να την ενταφιάσουν την ίδια μέρα του θανάτου της, αμέσως μετά την κηδεία.
Την άλλη ημέρα την ηγουμένη Μαργαρίτα την συνέλαβαν ως «αντεπαναστάτρια». Την τράβηξαν βίαια από την εκκλησία στην αυλή του μοναστηριού την ώρα της ακολουθίας. Ζήτησε να την αφήσουν να κοινωνήσει, μα εκείνοι αρνήθηκαν. Την πυροβόλησαν αμέσως εκεί, στον αυλόγυρο. Μετά οι αδελφές του μοναστηριού της έψαλαν την κηδεία και έπειτα την ενταφίασαν πίσω από το Ιερό της Εκκλησίας, εκεί ακριβώς που την πυροβόλησαν.
Ο ιερέας είχε παραξενευτεί πολύ με την απαίτηση της ηγουμένης να ενταφιαστεί την ίδια ημέρα του θανάτου της. Μόνο την επόμενη ημέρα έγινε κατανοητό το αίτημα της. Τότε οι ίδιοι τσεκάδες που είχαν θανατώσει την ηγουμένη Μαργαρίτα έφεραν στο μοναστήρι έναν μουσουλμάνο μουλά για να τον θανατώσουν και ζήτησαν να ταφεί σε έναν τάφο, μαζί με την ηγουμένη Μαργαρίτα. Η ηγουμένη όμως είχε ήδη ενταφιαστεί και έτσι οι τσεκάδες δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν το σκοπό τους. Έτσι πήραν τον μουλά και έφυγαν.
Ένας μεγάλος Ρώσος γέροντας, μάλλον ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα θα πρέπει να ήταν, είχε προφητεύσει πως στη διάρκεια διοίκησης μιας ηγουμένης στο μοναστήρι θα οικοδομηθεί μία εκκλησία, στη διάρκεια διοίκησης της δεύτερης, η ίδια η ηγουμένη θα γίνει μάρτυρας και στη διάρκεια ηγουμενίας της τρίτης, θα πέσουν οι καμπάνες. Η προφητεία εκπληρώθηκε. Η ηγουμένη Μαργαρίτα έγινε μάρτυρας. Στην ηγουμενία της επόμενης μοναχής, της τρίτης, οι μπολσεβίκοι πήραν τις καμπάνες της εκκλησίας και έκλεισαν το μοναστήρι.
Την δεκαετία του 1970, που το μοναστήρι ήταν ακόμα κλειστό, κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν να σκάψουν ένα λάκκο πίσω από το ιερό του ναού. Ξαφνικά έπεσαν πάνω σε ένα φέρετρο. Μέσα στο φέρετρο βρήκαν το άφθαρτο λείψανο της ηγουμένης Μαργαρίτας, με έναν σταυρό στο στήθος. Από σεβασμό δεν πείραξαν το φέρετρο, αλλά βρήκαν άλλον τόπο για να σκάψουν το λάκκο.
Ἡ Ἁγία Ἐλισάβετ ἡ Ὁσιομάρτυς
Ἡ Ἁγία Ἐλισάβετ γεννήθηκε στὴ Δαρμστάτη τῆς Γερμανίας τὴν 1η Νοεμβρίου 1864. Ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου δούκα τῆς Ἔσσης, Λουδοβίκου Δ’ καὶ νυμφεύθηκε τὸν μεγάλο δούκα τῆς Ρωσίας, Σέργιο Ἀλεξάνδροβιτς, υἱὸ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, στὴν Πετρούπολη στὶς 15 Ἰουνίου 1884. Κατὰ τὸ 1901 ὁ σύζυγός της διορίστηκε στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Μόσχας, ὅπου καὶ δολοφονήθηκε στὶς 4 Φεβρουαρίου 1905.
Ἡ μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ, μετὰ τὸν φόνο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχή. Ἀφιέρωσε τὴν ζωή της ἐξολοκλήρου στὴ φιλανθρωπία καὶ ἐμφανιζόταν σπάνια στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, γιὰ νὰ συναντᾶ τὴν νεότερη ἀδελφή της, αὐτοκράτειρα Ἀλεξάνδρα. Κατὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση νοσοκομείου τραυματιῶν καὶ τὴν περίθαλψη αὐτῶν. Κατὰ τὴν ἐπακολουθήσασα ἐπανάσταση τοῦ 1917 συνελήφθει καὶ μεταφέρθηκε στὸ Αἰκατερινμπούρκ, ὅπου καὶ φονεύθηκε στὶς 21 Ἰουλίου 1918, τρεῖς μέρες μετὰ τὴν δολοφονία τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας.
Ἡ μεγάλη δούκισσα Ἐλισάβετ, μετὰ τὸν φόνο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχή. Ἀφιέρωσε τὴν ζωή της ἐξολοκλήρου στὴ φιλανθρωπία καὶ ἐμφανιζόταν σπάνια στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, γιὰ νὰ συναντᾶ τὴν νεότερη ἀδελφή της, αὐτοκράτειρα Ἀλεξάνδρα. Κατὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση νοσοκομείου τραυματιῶν καὶ τὴν περίθαλψη αὐτῶν. Κατὰ τὴν ἐπακολουθήσασα ἐπανάσταση τοῦ 1917 συνελήφθει καὶ μεταφέρθηκε στὸ Αἰκατερινμπούρκ, ὅπου καὶ φονεύθηκε στὶς 21 Ἰουλίου 1918, τρεῖς μέρες μετὰ τὴν δολοφονία τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας.
[Πηγὴ]http://www.saint.gr/01/25/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/25/sxsaintlist.aspx
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!