Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ὁ Ἀπόστολος
Ὁ χεῖρα πλευρᾷ σῇ βαλεῖν ζητῶν πάλαι,
Πλευρὰν ὑπὲρ σοῦ νύττεται Θωμᾶς Λόγε.
Δούρασιν οὐτάσθη Θωμᾶς μακροῖσιν ἐν ἕκτῃ.
Πλευρὰν ὑπὲρ σοῦ νύττεται Θωμᾶς Λόγε.
Δούρασιν οὐτάσθη Θωμᾶς μακροῖσιν ἐν ἕκτῃ.
Ἦταν μεταξὺ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου καὶ ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια ἁλιέων.
Ὁ Θωμᾶς, λοιπόν, μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πρώτη ἐμφάνισή Του στοὺς μαθητές, δυσπιστοῦσε σ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγαν αὐτοί.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἐπανεμφανίστηκε στοὺς μαθητὲς μέσα στὸ ὑπερῷον, ὅταν μεταξὺ τους βρισκόταν καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε ὁ Κύριος προέτρεψε τὸν Θωμᾶ νὰ ψηλαφήσει τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ καρφιὰ ποὺ Τὸν σταύρωσαν, καὶ νὰ μὴ γίνεται ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.
Ἐκθαμβωμένος ὁ Θωμᾶς, προσκύνησε καὶ ἀνεβόησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἡ δὲ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν τέτοια, ποὺ θὰ διδάσκει ὅλους ὅσους θέλουν νὰ δυσπιστοῦν στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος: «ὅτι ἐώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος στὸν Θωμᾶ, πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακαριότεροι καὶ περισσότερο καλότυχοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἂν καὶ δὲν μὲ εἶδαν, πίστεψαν.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πῆγε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πέρσες, Μήδους καὶ Ἰνδούς. Στὴν χώρα δὲ τῶν τελευταίων, μαρτύρησε μὲ θάνατο διὰ λογχισμού. Ἔτσι, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ὄχι μόνο νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιό Του, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή του γι’ Αὐτόν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσεβείας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμᾶ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα.
Κοvτάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὁ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένος, τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης ἀληθής, ἐν μετανοῖᾳ ἐκραύγαζε· Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὐπερμάχῳ.
Ὡς κοινωνὸς τοῦ ἐκ πλευρᾶς ἄφεσιν βλύσαντος
Τοῦ ζωηφόρου ὁμοιώματος ἐτρύφησας
Λογχευθεὶς Θωμᾶ πανεύφημε τὴν πλευράν σου.
Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ Ἀπόστολος θεόληπτος
Σωσωσμένους τῷ Δεσπότῃ σου προσάγαγε
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις μάκαρ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ χειρὶ ἁψάμενος τῆς πλευρᾶς, τοῦ βλύσαντος κόσμῳ, ἀθανάτου ζωῆς κρουνούς, ἐξ αὐτῆς ἐδέξω, δογμάτων θεῖα ῥεῖθρα, δι’ ὧν ψυχὰς ἀρδεύεις, Θωμᾶ Ἀπόστολε.
Ἐκθαμβωμένος ὁ Θωμᾶς, προσκύνησε καὶ ἀνεβόησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἡ δὲ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν τέτοια, ποὺ θὰ διδάσκει ὅλους ὅσους θέλουν νὰ δυσπιστοῦν στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος: «ὅτι ἐώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος στὸν Θωμᾶ, πίστεψες ἐπειδὴ μὲ εἶδες. Μακαριότεροι καὶ περισσότερο καλότυχοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἂν καὶ δὲν μὲ εἶδαν, πίστεψαν.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Θωμᾶς μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πῆγε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πέρσες, Μήδους καὶ Ἰνδούς. Στὴν χώρα δὲ τῶν τελευταίων, μαρτύρησε μὲ θάνατο διὰ λογχισμού. Ἔτσι, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ὄχι μόνο νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιό Του, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή του γι’ Αὐτόν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσεβείας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμᾶ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάϊσμα.
Κοvτάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὁ τῆς θείας χάριτος πεπληρωμένος, τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος, καὶ ὑπηρέτης ἀληθής, ἐν μετανοῖᾳ ἐκραύγαζε· Σύ μου ὑπάρχεις, Θεός τε καὶ Κύριος.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὐπερμάχῳ.
Ὡς κοινωνὸς τοῦ ἐκ πλευρᾶς ἄφεσιν βλύσαντος
Τοῦ ζωηφόρου ὁμοιώματος ἐτρύφησας
Λογχευθεὶς Θωμᾶ πανεύφημε τὴν πλευράν σου.
Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ Ἀπόστολος θεόληπτος
Σωσωσμένους τῷ Δεσπότῃ σου προσάγαγε
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις μάκαρ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον.
Τῇ χειρὶ ἁψάμενος τῆς πλευρᾶς, τοῦ βλύσαντος κόσμῳ, ἀθανάτου ζωῆς κρουνούς, ἐξ αὐτῆς ἐδέξω, δογμάτων θεῖα ῥεῖθρα, δι’ ὧν ψυχὰς ἀρδεύεις, Θωμᾶ Ἀπόστολε.
Ἡ Ἁγία Ἐρωτηΐς ἡ Μάρτυς
Ἐρωτηΐδα πυρπολοῦσι παρθένον,
Ἔρωτι Χριστοῦ τὴν προπυρπολουμένην.
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ἐρωτηΐδα πυρπολοῦσι παρθένον,
Ἔρωτι Χριστοῦ τὴν προπυρπολουμένην.
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας
Mακάριος πριν, ων κατά κλήσιν μάκαρ,
Nυν κατά πείραν ανεδείχθης εκ ξίφους.
Γεννήθηκε στὴν Κίο τῆς Βιθυνίας καὶ ὀνομαζόταν Μανουήλ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πέτρος καὶ ἡ μητέρα του Ἀνθοῦσα. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν σὲ κάποιο εὐσεβὴ ράφτη, γιὰ νὰ μάθει κοντὰ του τὴν τέχνη.
Ἀπροσδόκητα ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν Προῦσα.
Ὅταν κάποτε ὁ Μανουὴλ πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Προῦσα, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν κριτὴ μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία, ὅτι δῆθεν ὁ Μανουὴλ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Μανουήλ, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν, τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴ βία. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Μανουὴλ κατάφερε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος.
Ὕστερα ἀπὸ 12 χρόνια παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τὴν εὐλογία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη. Ἔτσι μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως ἔφτασε στὴν Προῦσα, ὅπου τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο.
Ἀπολογούμενος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἤλεγξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία λέγοντας: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὴν πίστη μου τὴν ἀληθινὴ καὶ νὰ πιστέψω τὴν δική σας ψεύτικη δὲν τὸ κάμνω ποτέ, διότι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ φῶς γιὰ νὰ ἔλθω στὸ σκοτάδι».
Τότε ὁ Ἅγιος βασανίστηκε φρικτά. Τελικὰ ἀφοῦ τὸν λιθοβόλησαν ἄγρια, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1590.
Ἀργότερα ἡ κάρα του μεταφέρθηκε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπροσδόκητα ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν Προῦσα.
Ὅταν κάποτε ὁ Μανουὴλ πῆγε καὶ αὐτὸς στὴν Προῦσα, συνελήφθη ἀπὸ τὸν πατέρα του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν κριτὴ μὲ τὴν ψευδὴ κατηγορία, ὅτι δῆθεν ὁ Μανουὴλ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Μανουήλ, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν, τοῦ ἔκαναν περιτομὴ μὲ τὴ βία. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Μανουὴλ κατάφερε καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακάριος.
Ὕστερα ἀπὸ 12 χρόνια παραμονῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος, πῆρε τὴν εὐλογία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν πίστη. Ἔτσι μέσῳ Κωνσταντινουπόλεως ἔφτασε στὴν Προῦσα, ὅπου τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ κριτήριο.
Ἀπολογούμενος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἤλεγξε τὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία λέγοντας: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ ἐγὼ τὴν πίστη μου τὴν ἀληθινὴ καὶ νὰ πιστέψω τὴν δική σας ψεύτικη δὲν τὸ κάμνω ποτέ, διότι δὲν θὰ ἀφήσω τὸ φῶς γιὰ νὰ ἔλθω στὸ σκοτάδι».
Τότε ὁ Ἅγιος βασανίστηκε φρικτά. Τελικὰ ἀφοῦ τὸν λιθοβόλησαν ἄγρια, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1590.
Ἀργότερα ἡ κάρα του μεταφέρθηκε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ Ὅσιος Κενδέας
Τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ψαλμῳδοῦ βρίσκουν πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους στὸν Ὅσιο Κενδέα τὸν θαυματουργό, ποὺ τὴν μνήμη του γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 6 τοῦ Ὀκτώβρη.
Μὲ ἀνυπολόγιστες τιμὲς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν στεφάνωσε ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσε. Μιὰ σύντομη ματιὰ στὴν ζωή του μᾶς τὸ βεβαιώνει.
Ὁ Ὅσιος Κενδέας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη.
Ὅταν ἔφυγε ἀπ’ τὴν Ἀλαμανία γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν μόλις δεκαοκτὼ χρόνων.
Ἐκεῖ ἀσπάστηκε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.
Στὸ μέρος αὐτὸ σὲ μία ἀπόκρημνη πλαγιὰ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπήλαιο καὶ μὲ χαρὰ ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτὸ καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες, ὅπως ἄλλοτε κι ὁ μέγας πολιστὴς τῆς ἐρήμου, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης.
Στὴν ἴδια ἐρημικὴ περιοχὴ ζοῦσε τότε κι ἕνας ἄλλος ἀσκητὴς μὲ μεγάλη φήμη, ποὺ εἶχε τ’ ὄνομα Ἀνανίας.
Σὲ τοῦτον τὸν ἀσκητὴ κάποια ἡμέρα ἔστειλε τὸ δαιμονιζόμενο παιδί του ἕνας εὐγενὴς ἄρχοντας, γιὰ νὰ τοῦ τὸ θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας ὅμως ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἀρνήθηκε καὶ νὰ συναντήσει τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ τὸ ἔστειλε παρακάτω πρὸς τὸν Κενδέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ περιπλάνηση στὰ ἔρημα ἐκεῖνα μέρη οἱ συνοδῖτες τοῦ δύστυχου παιδιοῦ βρῆκαν τὸν Κενδέα, καὶ μὲ παρακλήσεις τοῦ ζήτησαν νὰ κάμει καλὰ τὸν ἄρρωστό τους. Ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς στὴν ἀρχὴ δὲν θέλησε οὔτε καὶ ν’ ἀκούσει τὴν αἴτησή τους. Ἀργότερα ὅμως μπροστὰ στὶς παρακλήσεις τους ὑποχώρησε, καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ μὲ φωνὴ ἐπιβλητικὴ εἶπε:
— Πνεῦμα πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο! Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Κενδέας σὲ διατάζει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις ἥσυχο.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ὑπάκουσε τὴν ἴδια στιγμή. Καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ παιδί, χωρὶς νὰ τὸ βλάψει καθόλου.
Μετὰ τὴν θαυματουργικὴ τούτη θεραπεία ὁ Κενδέας χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μπῆκε σ’ ἕνα μοναστῆρι. Ἡ ζωὴ ὅμως στὸ μοναστῆρι, δὲν ἦταν ὅπως τὴν περίμενε καὶ ἔτσι πολὺ γρήγορα ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἔφυγε καὶ γύρισε πάλι στὴν ἔρημο.
Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ τὸν ξύπνησαν τὰ κλάματα κάποιου παιδιοῦ, ποὺ ἦταν πεταμένο μπροστὰ στὴν σπηλιά του. Ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε νὰ δεῖ τί συμβαίνει, ἀντιλήφθηκε, πὼς τὸ παιδὶ βασανιζόταν ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα. Τὸ σπλαγχνίστηκε, καὶ τὸ θεράπευσε. Τὸ δαιμονόπληκτο παιδὶ ἦταν τοῦ ἀσκητὴ Ἀνανία.
Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ φθονερὸ μάτι παρακολουθοῦσαν τὴν πρόοδο τῶν ἀσκητῶν στὴν ἔρημο ἐκείνη περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου, ἄρχισαν νὰ τοὺς παρενοχλοῦν. ΚῚ αὐτοί, γιὰ νὰ γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μία μέρα ὅλοι στὴν παραλία καὶ μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι ποὺ τοὺς ἔφερε στὸ πολύπαθο νησί. Βγῆκαν στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου, γιατί τὸ πλοῖο τους τσακίσθηκε πάνω στοὺς βράχους. Μὲ πολὺ κόπο σώθηκαν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη, γιὰ νὰ μονάσουν ὁ καθένας, ὅπου θὰ ἔβρισκε τὸν κατάλληλο χῶρο.
Ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ἀρχὴ τακτοποιήθηκε σὲ μία καλύβα ποὺ ἔστησε σ’ ἕναν ἀπόκρημνο βράχο κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ γλυκύτητα τῆς μορφῆς του τράβηξαν ἀμέσως τὴν προσοχὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινά, γιὰ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγια παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδας. Οἱ ἐπισκέπτες ἔπαιρναν μαζί τους καὶ ἄρρωστους, ποὺ τοὺς θεράπευε ὁ Ἅγιος μὲ τὶς προσευχές του. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δοκίμασε καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ μέρους τοῦ μισόκαλου δαίμονα.
Ἀναφέρουμε μερικούς:
Κάποιο πρωινό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβα του, ὁ διάβολος πῆρε μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας εὐλογία. Ὁ Ἅγιος τρόμαξε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία καὶ ἔπεσε στὸν γκρεμὸ μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μὰ δὲν ἔπαθε τίποτα. Τὸν ἔσωσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ ἄλλη φορὰ ὁ Σατανᾶς, παρουσίασε μπροστὰ στὸν Ἅγιο μία ὄμορφη γυναῖκα πού, ἀφοῦ ἔπεσε στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ πάει στὸ σπίτι της καὶ νὰ τὸ εὐλογήσει. Ὁ Ὅσιος στὴ φαινομενικὴ συντριβή της μὲ συγκίνηση δέχτηκε νὰ πάει. Μόλις ὅμως ἔφτασε καὶ μπῆκε στὸ σπίτι ἡ διεφθαρμένη ἐκείνη γυναῖκα σὰν μία «ἄλλη Πετεφρή» πέταξε ἀπὸ πάνω της τὰ ἐνδύματά της, γιὰ νὰ σκανδαλίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ προσβάλει τὴν ἁγνότητά του. Τρομερή, ἀλήθεια, ἡ δοκιμασία. Μὰ ὁ Ὅσιος σώθηκε καὶ τούτη τὴν φορὰ μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς.
Κάποια μέρα πάλι ὁ διάβολος παρέδωσε τὸν Ἅγιο στὰ χέρια ἐνὸς σκληροῦ κι ἄγριου λῃστή, ποὺ καθημερινὰ τὸν βασάνιζε μὲ διάφορους τρόπους. Πότε τὸν κτυποῦσε, πότε τοῦ ἔκαιε τὴν καλύβα, πότε τοῦ ἔσχιζε τὰ ροῦχα, πότε τὸν πετοῦσε χαμαί. Ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου ποὺ σεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο, ἔστειλε καὶ ἔπιασαν τὸν λῃστὴ καὶ τὸν θανάτωσαν.
Τὰ δείγματα αὐτὰ τῶν πειρασμῶν μας παρέχουν μία εἰκόνα τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετώπιζαν καθημερινὰ οἱ οὐρανοπολίτες αὐτοὶ ἀθλητὲς ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ Σκότους. Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας καὶ μία πορεία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς τελειότητας.
Ἕνας ἀγῶνας καὶ μία ἐπίμονη πορεία εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Μιὰ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.
Στοὺς ἀγῶνες τους αὐτοὺς οἱ ἅγιοι μὲ τὸν διάβολο, ποὺ κατὰ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπῖη» (Α’ Πέτρ. ε’ 8) βγαίνανε πάντα νικητές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὅπλου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς προσευχῆς οἱ ἔμπειροι τοῦτοι ἀγωνιστὲς περνοῦσαν πάνω ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ νικοῦσαν. Μὲ τὸ ὅπλο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν θερμὴ προσευχὴ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ ἀγωνιστὲς καὶ μαχητὲς νὰ νικήσουμε. Ναί! Μποροῦμε νὰ νικήσουμε, ἀρκεῖ μονάχα νὰ τὸ θελήσουμε, καὶ ν’ ἀγωνισθοῦμε μὲ συνέπεια, ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ πάθος γιὰ μία ἀνώτερη ζωή, ποὺ θὰ ἔχει σὰν σκοπό της τὴν ἀσταμάτητη ἀνάβαση στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐνάρετης ζωῆς.
Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔβαλε κι ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ζωή του. Γ’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐλέησε καὶ τὸν χαρίτωσε, τὸν ἐξύψωσε καὶ τὸν ἀξίωσε, ὥστε καὶ τὰ ἀδύνατα νὰ μπορεῖ νὰ τὰ κάμει δυνατά. Ἕνα τέτοιο θάμα εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ ἔκαμε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸν εὐγενικό του πόθο.
Σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου ἔμαθε ὁ Κενδέας πὼς διέμενε ὁ συνασκητὴς τοῦ Ἰωνάς. Θερμὸς ὁ πόθος ἄναψε στὴν ψυχή του νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν φίλο του καὶ ν’ ἀνταλλάξει μαζί του λόγια πνευματικῆς οἰκοδομῇς. Ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν καλύβα του καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν προσευχή του, σταυροκοπήθηκε καὶ ξεκίνησε. Ἀπ’ τὰ χωριὰ ποὺ περνοῦσε οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὸ μάθαιναν ἔτρεχαν κοντά του νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Πολλοὶ τοῦ ἔφερναν καὶ ἀρρώστους. Καὶ ὁ καλοκάγαθος ἀσκητὴς, τοὺς θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του. Ὅταν ἔφτασε σ’ ἕναν τόπο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τ’ ὄνομα Μάνδρες τῆς Τραχιᾶς, κοντὰ στὸ Αὐγόρου, ὁ μακάριος ἀθλητὴς βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ κουρασμένος, ὅπως ἦταν, μπῆκε μέσα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἡ φλογερὴ ἐπιθυμία ὅμως νὰ συναντήσει τὸν φίλο του, τὸν βασάνιζε πολύ. Καὶ νά!
Μιὰ ἡμέρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔκαμνε τὴν προσευχή του, ἕνας Ἄγγελος σήκωσε στὰ χέρια τὸν Ὅσιο Ἰωνὰ καὶ τὸν ἔφερε μπροστὰ στὴ σπηλιά του. Οἱ δυὸ φίλοι ἅγιοι, ἀφοῦ μὲ βαθιὰ συγκίνηση ἀσπασθήκανε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «φιλήματι ἁγίῳ», δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θαυμαστὴ συνάντηση, καὶ ἄρχισαν νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες Του.
— Δόξα νὰ ἔχει ὁ Κύριος, ἔλεγε ὁ Κενδέας, ποὺ μὲ ἀξίωσε, ἀδελφέ μου, νὰ σὲ ἰδῶ. Εὐλογημένο νὰ εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του.
Σὰν τοῦ μιλοῦσε, καὶ προτοῦ ἀκόμη προφθάσει νὰ ἀποτελειώσει τὸν λόγο του, ὁ φίλος του Ἰωνὰς χάθηκε ἀπὸ κοντά του. Ἕνας ἄγγελος τὸν πῆρε καὶ τὸν ξανάφερε στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτευε.
Ἡ παράδοξη αὐτὴ περιπέτεια ἔβαλε σὲ πολλὲς σκέψεις τὸν Ἅγιό μας.
- Μήπως ἔπεσα θῦμα φαντασιοπληξίας, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μόνος του.
Γι’ αὐτό, παρὰ τὸν ὅρκο ποὺ ἔκαμε νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὴν σπηλιά του, ἕνα πρωὶ σηκώθηκε καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ κελὶ τοῦ φίλου του. Ποθοῦσε νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια. Κάποιο δειλινὸ ἔφτασε. Ὁ φίλος του Ἰωνὰς σὰν τὸν εἶδε, μὲ ἐνθουσιασμὸ τοῦ διηγήθηκε τὸν θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄγγελος τὸν εἶχε μεταφέρει κοντά του. Οἱ ἅγιοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἀσπασθήκανε καὶ πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «ἀσπασμὸν ἅγιον» ἀποχωριστήκανε. Ὁ Κενδέας ξεκίνησε πάλι γιὰ τὴν σπηλιά του. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ὁδοιπορία ἔφτασε καὶ ἔμεινε πιὰ ἐκεῖ, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γηρατειά.
Ν’ ἀναφερθοῦμε σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου δὲν μᾶς εἶναι δυνατό. Ὡστόσο λέμε, πὼς ὅλα τὰ θαύματά του εἶναι πράξεις καὶ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦσε μέσον του, ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς προσευχὲς καὶ δεήσεις. Πολλοὶ ἄρρωστοι βρῆκαν τὴν θεραπεία τους ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλε ἀπὸ πάσχοντες ἀνθρώπους. Κάποτε ποὺ ἡ ἀνομβρία εἶχε ἀπειλήσει ἐπικίνδυνα τὸν τόπο ὁ Ὅσιος Κενδέας προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεό, ποὺ ἄνοιξε τοὺς κρουνοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔβρεξε πολύ. Ἡ διψασμένη γῆ χόρτασε, καὶ οἱ ἄνθρωποι εὐφράνθηκαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη του ὁ ἱερὸς αὐτὸς ἀθλητὴς στάθηκε γενικὰ προστάτης καὶ πατέρας κάθε πονεμένου καὶ πάσχοντα.
Πόσα δὲν πρέπει νὰ μᾶς πεῖ τὸ παράδειγμά του. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑλοφροσύνη ἔκλεισαν τὶς καρδιὲς καὶ ὁ καθένας τόσο ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς μικροὺς κοιτοῦν μονάχα τὸ δικό τους τὸ συμφέρον καὶ τὴν δική τους ἱκανοποίηση, τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ καὶ ἡ φιλανθρωπία του πρέπει νὰ στέκεται πάντα μπροστά μας. Γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει. Νὰ μᾶς ἐνισχύει. Νὰ μᾶς δείχνει καὶ τὸν δικό μας δρόμο. Καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει. Νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς καὶ σήμερα μιὰ θερμὴ προσευχὴ καὶ λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ ἅγιασμά του εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὴν θεραπεία σὲ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ δερματικὲς ἐνοχλήσεις καὶ ρευματισμοὺς καὶ νευραλγίες (τζιεγκές), ἀλλὰ καὶ ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του.
Μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη ἂς πᾶμε καὶ ἐμεῖς νὰ προσκυνήσουμε στοὺς μεγαλόπρεπους ναοὺς ποὺ φέρουν τ’ ὄνομά του, καὶ βρίσκονται ὁ ἕνας στὸ Αὐγόρου καὶ ὁ ἄλλος στὴν πόλη τῆς Πάφου. Εἶναι καὶ οἱ δύο τὰ μεγάλα προσκυνήματα, ποὺ ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας ἀνήγειρε γιὰ τὸν Ἅγιο. Μὰ καὶ ποὺ θυμίζουν σὲ ὅλους τὸ μεγάλο καὶ ἱερὸ καθῆκον μας νὰ τιμοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς μορφές.
Ναί! Νὰ τὶς τιμοῦμε. Καὶ μὲ πίστη στὴν ψυχὴ καὶ εὐλάβεια στὴν καρδιὰ νὰ γονατίζουμε νοερὰ κάθε φορὰ μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα τους καὶ νὰ ζητοῦμε τὶς ἱκεσίες τους. Τὶς θεοπειθεῖς πρὸς Κύριον ἱκεσίες τους.
Γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας.
Τὴν εἰρήνευση τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας.
Τὴν ἐπικράτηση σὲ αὐτὴ τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος ποὺ εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι περισσότερο.
Γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν μετάνοια ὅλων μας. Τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια γιὰ νὰ ἔλθει καὶ πάλι σὰν ἐπιστέγασμα καὶ ἡ λύτρωση καὶ ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ δεινά. Τῆς σκλαβιᾶς τὰ δεινὰ καὶ τὸ μίασμα τοῦ βάρβαρου κατακτητή.
Μὲ κραυγὴ ἰσχυρὰ καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς παρακαλοῦμε κι ἂς λέμε στὴν προσευχή μας:
Τέκνα τῆς Κύπρου, εὐλογημένα. Ἀπόστολοι εὐκλεεῖς καὶ μάρτυρες ἱερεῖς καὶ θεῖοι ἱεράρχες. Ὅσιοι καὶ δίκαιοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων. Τὸ νησὶ ποὺ ἀγαπήσατε καὶ ποὺ σ’ αὐτὸ ζήσατε τὴν ἐπίγεια ζωή σας, στενάζει τοῦτο τὸν καιρὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μας. Ἐχθροὶ φοβεροὶ τὸ πάτησαν. Ἁρπάζουν καὶ σκοτώνουν χωρὶς οἶκτο. Γκρεμίζουν σπίτια καὶ ἐκκλησίες. Μολύνουν τὰ ἱερά. Ξαπλώνουν παντοῦ τὴ συμφορά.
Μὲ ἀνυπολόγιστες τιμὲς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν στεφάνωσε ἀπ’ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσε. Μιὰ σύντομη ματιὰ στὴν ζωή του μᾶς τὸ βεβαιώνει.
Ὁ Ὅσιος Κενδέας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους ἁγίους, ποὺ ᾖρθαν στὸ νησί μας ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη.
Ὅταν ἔφυγε ἀπ’ τὴν Ἀλαμανία γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν μόλις δεκαοκτὼ χρόνων.
Ἐκεῖ ἀσπάστηκε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.
Στὸ μέρος αὐτὸ σὲ μία ἀπόκρημνη πλαγιὰ βρῆκε ἕνα μικρὸ σπήλαιο καὶ μὲ χαρὰ ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτὸ καὶ τρεφόταν μὲ ἀκρίδες, ὅπως ἄλλοτε κι ὁ μέγας πολιστὴς τῆς ἐρήμου, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης.
Στὴν ἴδια ἐρημικὴ περιοχὴ ζοῦσε τότε κι ἕνας ἄλλος ἀσκητὴς μὲ μεγάλη φήμη, ποὺ εἶχε τ’ ὄνομα Ἀνανίας.
Σὲ τοῦτον τὸν ἀσκητὴ κάποια ἡμέρα ἔστειλε τὸ δαιμονιζόμενο παιδί του ἕνας εὐγενὴς ἄρχοντας, γιὰ νὰ τοῦ τὸ θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας ὅμως ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἀρνήθηκε καὶ νὰ συναντήσει τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ τὸ ἔστειλε παρακάτω πρὸς τὸν Κενδέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ περιπλάνηση στὰ ἔρημα ἐκεῖνα μέρη οἱ συνοδῖτες τοῦ δύστυχου παιδιοῦ βρῆκαν τὸν Κενδέα, καὶ μὲ παρακλήσεις τοῦ ζήτησαν νὰ κάμει καλὰ τὸν ἄρρωστό τους. Ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς στὴν ἀρχὴ δὲν θέλησε οὔτε καὶ ν’ ἀκούσει τὴν αἴτησή τους. Ἀργότερα ὅμως μπροστὰ στὶς παρακλήσεις τους ὑποχώρησε, καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμά, στράφηκε στὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ μὲ φωνὴ ἐπιβλητικὴ εἶπε:
— Πνεῦμα πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο! Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Κενδέας σὲ διατάζει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ ἄρρωστο παιδὶ καὶ νὰ τὸ ἀφήσεις ἥσυχο.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ὑπάκουσε τὴν ἴδια στιγμή. Καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ παιδί, χωρὶς νὰ τὸ βλάψει καθόλου.
Μετὰ τὴν θαυματουργικὴ τούτη θεραπεία ὁ Κενδέας χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ μπῆκε σ’ ἕνα μοναστῆρι. Ἡ ζωὴ ὅμως στὸ μοναστῆρι, δὲν ἦταν ὅπως τὴν περίμενε καὶ ἔτσι πολὺ γρήγορα ὁ μακάριος ἀσκητὴς ἔφυγε καὶ γύρισε πάλι στὴν ἔρημο.
Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ τὸν ξύπνησαν τὰ κλάματα κάποιου παιδιοῦ, ποὺ ἦταν πεταμένο μπροστὰ στὴν σπηλιά του. Ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε νὰ δεῖ τί συμβαίνει, ἀντιλήφθηκε, πὼς τὸ παιδὶ βασανιζόταν ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα. Τὸ σπλαγχνίστηκε, καὶ τὸ θεράπευσε. Τὸ δαιμονόπληκτο παιδὶ ἦταν τοῦ ἀσκητὴ Ἀνανία.
Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ φθονερὸ μάτι παρακολουθοῦσαν τὴν πρόοδο τῶν ἀσκητῶν στὴν ἔρημο ἐκείνη περιοχὴ τοῦ Ἰορδάνου, ἄρχισαν νὰ τοὺς παρενοχλοῦν. ΚῚ αὐτοί, γιὰ νὰ γλιτώσουν, μαζεύτηκαν μία μέρα ὅλοι στὴν παραλία καὶ μπῆκαν σ’ ἕνα καράβι ποὺ τοὺς ἔφερε στὸ πολύπαθο νησί. Βγῆκαν στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου, γιατί τὸ πλοῖο τους τσακίσθηκε πάνω στοὺς βράχους. Μὲ πολὺ κόπο σώθηκαν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη, γιὰ νὰ μονάσουν ὁ καθένας, ὅπου θὰ ἔβρισκε τὸν κατάλληλο χῶρο.
Ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ἀρχὴ τακτοποιήθηκε σὲ μία καλύβα ποὺ ἔστησε σ’ ἕναν ἀπόκρημνο βράχο κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Πάφου. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ γλυκύτητα τῆς μορφῆς του τράβηξαν ἀμέσως τὴν προσοχὴ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν καθημερινά, γιὰ ν’ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγια παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδας. Οἱ ἐπισκέπτες ἔπαιρναν μαζί τους καὶ ἄρρωστους, ποὺ τοὺς θεράπευε ὁ Ἅγιος μὲ τὶς προσευχές του. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δοκίμασε καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς πειρασμοὺς ἀπὸ μέρους τοῦ μισόκαλου δαίμονα.
Ἀναφέρουμε μερικούς:
Κάποιο πρωινό, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβα του, ὁ διάβολος πῆρε μορφὴ ἀνθρώπινη καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας εὐλογία. Ὁ Ἅγιος τρόμαξε τόσο, ποὺ ἔχασε τὴν ἰσορροπία καὶ ἔπεσε στὸν γκρεμὸ μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Κτύπησε δυνατά, μὰ δὲν ἔπαθε τίποτα. Τὸν ἔσωσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ ἄλλη φορὰ ὁ Σατανᾶς, παρουσίασε μπροστὰ στὸν Ἅγιο μία ὄμορφη γυναῖκα πού, ἀφοῦ ἔπεσε στὰ πόδια του, τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ πάει στὸ σπίτι της καὶ νὰ τὸ εὐλογήσει. Ὁ Ὅσιος στὴ φαινομενικὴ συντριβή της μὲ συγκίνηση δέχτηκε νὰ πάει. Μόλις ὅμως ἔφτασε καὶ μπῆκε στὸ σπίτι ἡ διεφθαρμένη ἐκείνη γυναῖκα σὰν μία «ἄλλη Πετεφρή» πέταξε ἀπὸ πάνω της τὰ ἐνδύματά της, γιὰ νὰ σκανδαλίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ προσβάλει τὴν ἁγνότητά του. Τρομερή, ἀλήθεια, ἡ δοκιμασία. Μὰ ὁ Ὅσιος σώθηκε καὶ τούτη τὴν φορὰ μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς.
Κάποια μέρα πάλι ὁ διάβολος παρέδωσε τὸν Ἅγιο στὰ χέρια ἐνὸς σκληροῦ κι ἄγριου λῃστή, ποὺ καθημερινὰ τὸν βασάνιζε μὲ διάφορους τρόπους. Πότε τὸν κτυποῦσε, πότε τοῦ ἔκαιε τὴν καλύβα, πότε τοῦ ἔσχιζε τὰ ροῦχα, πότε τὸν πετοῦσε χαμαί. Ὁ ἄρχοντας τοῦ τόπου ποὺ σεβόταν πολὺ τὸν Ἅγιο, ἔστειλε καὶ ἔπιασαν τὸν λῃστὴ καὶ τὸν θανάτωσαν.
Τὰ δείγματα αὐτὰ τῶν πειρασμῶν μας παρέχουν μία εἰκόνα τῶν δυσκολιῶν ποὺ ἀντιμετώπιζαν καθημερινὰ οἱ οὐρανοπολίτες αὐτοὶ ἀθλητὲς ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ Σκότους. Ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας καὶ μία πορεία γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς τελειότητας.
Ἕνας ἀγῶνας καὶ μία ἐπίμονη πορεία εἶναι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Μιὰ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι.
Στοὺς ἀγῶνες τους αὐτοὺς οἱ ἅγιοι μὲ τὸν διάβολο, ποὺ κατὰ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπῖη» (Α’ Πέτρ. ε’ 8) βγαίνανε πάντα νικητές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ὅπλου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς προσευχῆς οἱ ἔμπειροι τοῦτοι ἀγωνιστὲς περνοῦσαν πάνω ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ νικοῦσαν. Μὲ τὸ ὅπλο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν θερμὴ προσευχὴ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ ἀγωνιστὲς καὶ μαχητὲς νὰ νικήσουμε. Ναί! Μποροῦμε νὰ νικήσουμε, ἀρκεῖ μονάχα νὰ τὸ θελήσουμε, καὶ ν’ ἀγωνισθοῦμε μὲ συνέπεια, ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ καὶ πάθος γιὰ μία ἀνώτερη ζωή, ποὺ θὰ ἔχει σὰν σκοπό της τὴν ἀσταμάτητη ἀνάβαση στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐνάρετης ζωῆς.
Αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔβαλε κι ὁ Ἅγιος Κενδέας στὴν ζωή του. Γ’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἐλέησε καὶ τὸν χαρίτωσε, τὸν ἐξύψωσε καὶ τὸν ἀξίωσε, ὥστε καὶ τὰ ἀδύνατα νὰ μπορεῖ νὰ τὰ κάμει δυνατά. Ἕνα τέτοιο θάμα εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ ἔκαμε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸν εὐγενικό του πόθο.
Σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου ἔμαθε ὁ Κενδέας πὼς διέμενε ὁ συνασκητὴς τοῦ Ἰωνάς. Θερμὸς ὁ πόθος ἄναψε στὴν ψυχή του νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν φίλο του καὶ ν’ ἀνταλλάξει μαζί του λόγια πνευματικῆς οἰκοδομῇς. Ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν καλύβα του καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν προσευχή του, σταυροκοπήθηκε καὶ ξεκίνησε. Ἀπ’ τὰ χωριὰ ποὺ περνοῦσε οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὸ μάθαιναν ἔτρεχαν κοντά του νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Πολλοὶ τοῦ ἔφερναν καὶ ἀρρώστους. Καὶ ὁ καλοκάγαθος ἀσκητὴς, τοὺς θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του. Ὅταν ἔφτασε σ’ ἕναν τόπο, ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τ’ ὄνομα Μάνδρες τῆς Τραχιᾶς, κοντὰ στὸ Αὐγόρου, ὁ μακάριος ἀθλητὴς βρῆκε μία σπηλιὰ καὶ κουρασμένος, ὅπως ἦταν, μπῆκε μέσα μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἡ φλογερὴ ἐπιθυμία ὅμως νὰ συναντήσει τὸν φίλο του, τὸν βασάνιζε πολύ. Καὶ νά!
Μιὰ ἡμέρα ποὺ ὁ Ἅγιος ἔκαμνε τὴν προσευχή του, ἕνας Ἄγγελος σήκωσε στὰ χέρια τὸν Ὅσιο Ἰωνὰ καὶ τὸν ἔφερε μπροστὰ στὴ σπηλιά του. Οἱ δυὸ φίλοι ἅγιοι, ἀφοῦ μὲ βαθιὰ συγκίνηση ἀσπασθήκανε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «φιλήματι ἁγίῳ», δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θαυμαστὴ συνάντηση, καὶ ἄρχισαν νὰ συνομιλοῦν γιὰ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες Του.
— Δόξα νὰ ἔχει ὁ Κύριος, ἔλεγε ὁ Κενδέας, ποὺ μὲ ἀξίωσε, ἀδελφέ μου, νὰ σὲ ἰδῶ. Εὐλογημένο νὰ εἶναι στοὺς αἰῶνες τὸ Πανάγιο Ὄνομά Του.
Σὰν τοῦ μιλοῦσε, καὶ προτοῦ ἀκόμη προφθάσει νὰ ἀποτελειώσει τὸν λόγο του, ὁ φίλος του Ἰωνὰς χάθηκε ἀπὸ κοντά του. Ἕνας ἄγγελος τὸν πῆρε καὶ τὸν ξανάφερε στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτευε.
Ἡ παράδοξη αὐτὴ περιπέτεια ἔβαλε σὲ πολλὲς σκέψεις τὸν Ἅγιό μας.
- Μήπως ἔπεσα θῦμα φαντασιοπληξίας, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε μόνος του.
Γι’ αὐτό, παρὰ τὸν ὅρκο ποὺ ἔκαμε νὰ μὴ ξαναβγεῖ ἀπὸ τὴν σπηλιά του, ἕνα πρωὶ σηκώθηκε καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὸ κελὶ τοῦ φίλου του. Ποθοῦσε νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια. Κάποιο δειλινὸ ἔφτασε. Ὁ φίλος του Ἰωνὰς σὰν τὸν εἶδε, μὲ ἐνθουσιασμὸ τοῦ διηγήθηκε τὸν θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄγγελος τὸν εἶχε μεταφέρει κοντά του. Οἱ ἅγιοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἀσπασθήκανε καὶ πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο «ἀσπασμὸν ἅγιον» ἀποχωριστήκανε. Ὁ Κενδέας ξεκίνησε πάλι γιὰ τὴν σπηλιά του. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ὁδοιπορία ἔφτασε καὶ ἔμεινε πιὰ ἐκεῖ, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γηρατειά.
Ν’ ἀναφερθοῦμε σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου δὲν μᾶς εἶναι δυνατό. Ὡστόσο λέμε, πὼς ὅλα τὰ θαύματά του εἶναι πράξεις καὶ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτελοῦσε μέσον του, ὑστέρα ἀπὸ θερμὲς προσευχὲς καὶ δεήσεις. Πολλοὶ ἄρρωστοι βρῆκαν τὴν θεραπεία τους ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλε ἀπὸ πάσχοντες ἀνθρώπους. Κάποτε ποὺ ἡ ἀνομβρία εἶχε ἀπειλήσει ἐπικίνδυνα τὸν τόπο ὁ Ὅσιος Κενδέας προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεό, ποὺ ἄνοιξε τοὺς κρουνοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔβρεξε πολύ. Ἡ διψασμένη γῆ χόρτασε, καὶ οἱ ἄνθρωποι εὐφράνθηκαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη του ὁ ἱερὸς αὐτὸς ἀθλητὴς στάθηκε γενικὰ προστάτης καὶ πατέρας κάθε πονεμένου καὶ πάσχοντα.
Πόσα δὲν πρέπει νὰ μᾶς πεῖ τὸ παράδειγμά του. Στὴν ἐποχή μας ποὺ ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑλοφροσύνη ἔκλεισαν τὶς καρδιὲς καὶ ὁ καθένας τόσο ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς μικροὺς κοιτοῦν μονάχα τὸ δικό τους τὸ συμφέρον καὶ τὴν δική τους ἱκανοποίηση, τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀσκητὴ καὶ ἡ φιλανθρωπία του πρέπει νὰ στέκεται πάντα μπροστά μας. Γιὰ νὰ μᾶς διδάσκει. Νὰ μᾶς ἐνισχύει. Νὰ μᾶς δείχνει καὶ τὸν δικό μας δρόμο. Καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει. Νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πὼς καὶ σήμερα μιὰ θερμὴ προσευχὴ καὶ λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ ἅγιασμά του εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὴν θεραπεία σὲ ἐκείνους ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ δερματικὲς ἐνοχλήσεις καὶ ρευματισμοὺς καὶ νευραλγίες (τζιεγκές), ἀλλὰ καὶ ποὺ μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του.
Μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη ἂς πᾶμε καὶ ἐμεῖς νὰ προσκυνήσουμε στοὺς μεγαλόπρεπους ναοὺς ποὺ φέρουν τ’ ὄνομά του, καὶ βρίσκονται ὁ ἕνας στὸ Αὐγόρου καὶ ὁ ἄλλος στὴν πόλη τῆς Πάφου. Εἶναι καὶ οἱ δύο τὰ μεγάλα προσκυνήματα, ποὺ ἡ εὐσέβεια τοῦ λαοῦ μας ἀνήγειρε γιὰ τὸν Ἅγιο. Μὰ καὶ ποὺ θυμίζουν σὲ ὅλους τὸ μεγάλο καὶ ἱερὸ καθῆκον μας νὰ τιμοῦμε τὶς ἅγιες αὐτὲς μορφές.
Ναί! Νὰ τὶς τιμοῦμε. Καὶ μὲ πίστη στὴν ψυχὴ καὶ εὐλάβεια στὴν καρδιὰ νὰ γονατίζουμε νοερὰ κάθε φορὰ μπροστὰ στὴν ἅγια εἰκόνα τους καὶ νὰ ζητοῦμε τὶς ἱκεσίες τους. Τὶς θεοπειθεῖς πρὸς Κύριον ἱκεσίες τους.
Γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας.
Τὴν εἰρήνευση τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας.
Τὴν ἐπικράτηση σὲ αὐτὴ τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος ποὺ εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρός μας. Κάτι περισσότερο.
Γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν μετάνοια ὅλων μας. Τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια γιὰ νὰ ἔλθει καὶ πάλι σὰν ἐπιστέγασμα καὶ ἡ λύτρωση καὶ ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ δεινά. Τῆς σκλαβιᾶς τὰ δεινὰ καὶ τὸ μίασμα τοῦ βάρβαρου κατακτητή.
Μὲ κραυγὴ ἰσχυρὰ καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς παρακαλοῦμε κι ἂς λέμε στὴν προσευχή μας:
Τέκνα τῆς Κύπρου, εὐλογημένα. Ἀπόστολοι εὐκλεεῖς καὶ μάρτυρες ἱερεῖς καὶ θεῖοι ἱεράρχες. Ὅσιοι καὶ δίκαιοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων. Τὸ νησὶ ποὺ ἀγαπήσατε καὶ ποὺ σ’ αὐτὸ ζήσατε τὴν ἐπίγεια ζωή σας, στενάζει τοῦτο τὸν καιρὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ μας. Ἐχθροὶ φοβεροὶ τὸ πάτησαν. Ἁρπάζουν καὶ σκοτώνουν χωρὶς οἶκτο. Γκρεμίζουν σπίτια καὶ ἐκκλησίες. Μολύνουν τὰ ἱερά. Ξαπλώνουν παντοῦ τὴ συμφορά.
Λυπηθεῖτέ το... Βοηθῆστέ το... Ἱκετεύσατε σεῖς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας νὰ τὸ σπλαχνιστεῖ. Νὰ μᾶς λυπηθεῖ. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεινά. Νὰ ἀξιώσει τὰ καταδιωγμένα ἀδέλφια μας νὰ γυρίσουν καὶ πάλι στὰ χωριὰ καὶ στὰ σπίτια τους. Νὰ ξαναδοῦν οἱ πονεμένοι τοὺς δικούς τους. Καὶ ἀκόμη νὰ χαροῦμε ὅλοι τὴν ποθητὴ λευτεριά μας. Τὴν λευτεριὰ ποὺ σῴζει. Καὶ λεύτεροι στὸ ἑξῆς, μὲ εὐγνωμοσύνη στὴν ψυχὴ νὰ ὑμνοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Πανάγιο καὶ ὑπερύμνητο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἅγιου Πνεύματος. Ἀμήν
Οἱ Ἅγιοι Ἰλαρίων ὁ Νέος, Ἰωάννης, Ἰωσὴφ ὁ «εἰς τὸν Λυθροδώνταν», Καλάντιος ἐν Ταμασίᾳ, Κασσιανὸς ὁ τῆς Γλυφᾶς, Κασσιανὸς ὁ τῆς Ἀξύλου οἱ ἐξ Ἀλαμανῶν, ἐν Κύπρῳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Οσίος Γρηγορίος του Χαντζτέλι
Ο Οσίος Γρηγορίος του Χαντζτέλι ήταν δάσκαλος του Αγίου Εφραίμ του Μεγάλου (τιμάται 17 Απριλίου). Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του.
Όσιος Ιννοκέντιος Βενιάμινωφ Μητροπολίτης Μόσχας και Ιεραπόστολος Αλάσκας
Για τον Όσιο Ιννοκέντιο βλέπε στις 31 Μαρτίου.
Για τον Όσιο Ιννοκέντιο βλέπε στις 31 Μαρτίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!