Τότε κατόρθωσα να επισκεφθώ δύο πολύ σημαντικούς για μένα Έλληνες αγίους. Είχα την αίσθηση ότι με είχαν πάρει από το χέρι και με καθοδηγούσαν σε όλη τη διαδρομή από την Αθήνα στο Άγιο Όρος, με βοηθούσαν να φτάσω στους προορισμούς που ήθελα και μου έστελναν τους σωστούς ανθρώπους σε όλη την διαδρομή.
Το οδοιπορικό μου, που ξεκίνησε με την επίσκεψή μου στον Άγιο Νεκτάριο της Αίγινας, περιβαλλόταν από κάποια μικρά αόρατα θαύματα και εκδηλώσεις χαρισματικής συνδρομής.
Έφτασα στο νησί αρκετά αργά, σε ώρα που δεν κυκλοφορούσαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Όταν έφτασα στο μοναστήρι, εν μέρει με τα πόδια και εν μέρει με ωτοστόπ, αυτό ήταν ήδη κλειστό.
Κατάφερα να βρω μια ξεκλείδωτη καγκελόπορτα στο πίσω μέρος και μπήκα στην αυλή, όπου ένας εργαζόμενος του μοναστηριού με είδε πίσω από τον φράχτη.
Αφού του είπα ότι ήμουν προσκυνητής από τη Ρωσσία, κάλεσε μια μοναχή, η οποία με τακτοποίησε στον όμορφο άδειο ξενώνα του μοναστηριού και μου έφερε λίγο φαγητό.
Το πρωί πήγα στη λειτουργία και προσκύνησα τον Άγιο Νεκτάριο, ευχαριστώντας τον που δεν με εγκατέλειψε μέσα τη νύχτα σε ξένο μέρος.
Μετά τη λειτουργία καθίσαμε να πιούμε καφέ με ντόπιους Έλληνες στο αρχονταρίκι του μοναστηριού και όλα ήταν πολύ συγκινητικά και οικογενειακά. Αναπολούσαν τον Άγιο Νεκτάριο, δίπλα στον οποίο είχαν περάσει όλη τους τη ζωή.
Κανείς, βεβαίως, δεν τον είχε προλάβει όσο ζούσε, αλλά όλοι τους είχαν κάποιον συγγενή που γνώριζε τον άγιο προσωπικά, οπότε αναπολούσαν τους δικούς τους που είχαν φύγει από τη ζωή: πατέρα, θείο, ή άλλο συγγενή. Κάποιοι από αυτούς που ζούσαν εκείνη την εποχή εργάζονταν στο μοναστήρι, ενώ άλλοι έρχονταν για να δουν τον άγιο.
Ανάμεσα στα μέλη αυτών των οικογενειών το όνομα του Αγίου Νεκταρίου αναφερόταν σαν να ήταν ένας από αυτούς, όμως, ένας ιδιαίτερα σημαντικός και αγαπητός που είχε συνδράμει στη ζωή όλων τους με τις προσευχές, την ευλογία και την προστασία του.
Τα ονόματα αυτών των προ πολλού αναχωρησάντων, αλλά τόσο κοντινών πατέρων και μητέρων, θείων και ξαδέλφων, όπως και τα ονόματα αυτών που ήταν ακόμη εν ζωή, τα έγραψαν σε σημειώματα και μου τα έδωσαν, όταν έμαθαν ότι θα πήγαινα στο Άγιο Όρος, και μου ζήτησαν να τους μνημονεύσω εκεί.
Ήταν σαν να κουβαλούσα στις τσέπες μου κομμάτια της ζωής πολλών γενεών που είχαν ζήσει στην Αίγινα δίπλα στον Άγιο Νεκτάριο. Λες και ήταν καρπός των προσευχών του, τον οποίο έπρεπε να πάρω μαζί μου και να το μοιραστώ με τον Άθωνα.
Επιθυμούσα να επισκεφθώ στην Εύβοια τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσσο και να συνεχίσω κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Ελλάδας, με κατεύθυνση βόρεια, προς τη Μακεδονία. Αλλά, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, τόσο ο χρόνος όσο και τα χρήματα ήταν ελάχιστα. Τα χρήματα που είχα στην καλύτερη περίπτωση ήταν εκατό ευρώ.
Ωστόσο, στο Όρος έπρεπε να φτάσω το πρωί του Σαββάτου, ώστε την Κυριακή να προλάβουμε να τελέσουμε τη Θεία λειτουργία σε ένα κελί όπου με περίμεναν. Οπότε, αναγκάστηκα να στραφώ σε ένα από τη νεότητά μου δοκιμασμένο μέσο, το ωτοστόπ. Το να περιμένω όλα αυτά τα αργόσυρτα λεωφορεία, που σέρνονταν νωχελικά από τους σταθμούς λεωφορείων μια φορά στις τόσες, σήμαινε ότι σίγουρα δεν θα έφτανα στην ώρα μου.
Έτσι, όταν έφτασα στη Χαλκίδα, βγήκα στα περίχωρά της και σήκωσα τον αντίχειρα, προσευχόμενος στον Ιωάννη τον Ρώσσο να μου στείλει κάποιον να με βοηθήσει. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και το όλο εγχείρημά μου άρχισε να φαίνεται όλο και πιο επικίνδυνο. Και τότε, μετά από λίγο, από ένα κοντινό στενό βγήκε ένα παλαιό σκουροπράσινο αγροτικό με μια πτυσσόμενη σκάλα στην ανοιχτή καρότσα. Έκοψε ταχύτητα και οι άνδρες που ήταν μέσα με κάλεσαν στην καμπίνα.
Ήταν ο Γιώργος και ο Γιάννης, πατέρας και γιος, οι οποίοι έκαναν οικοδομικές εργασίες κάπου κοντά και τώρα επέστρεφαν στο σπίτι τους. Όταν έμαθαν ότι θα πήγαινα στον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο, μου είπαν ότι μπορούσαν να με μεταφέρουν μόνο μέχρι το σπίτι τους και ότι θα έπρεπε να συνεχίσω μόνος μου.
Ήταν Δεκέμβριος, σκοτείνιαζε νωρίς, και όταν φτάσαμε στο σπίτι τους είχε ήδη νυχτώσει. Αφού συζήτησαν κάτι μεταξύ τους, μπήκαν και οι δύο στο σπίτι και εμένα μου είπαν να περιμένω στο αυτοκίνητο. Επέστρεψαν πολύ γρήγορα για να μου πουν ότι είχαν ειδοποιήσει τους δικούς τους και ήταν έτοιμοι να με πάνε στον Άγιο Ιωάννη.
Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά, ο ελικοειδής δρόμος περνούσε μέσα από βουνά καλυμμένα με πυκνά δάση κωνοφόρων, και μέχρι το Προκόπιο έπρεπε να διανύσουμε αρκετά μεγάλη έκταση κατά μήκος των ακτών απέναντι από τη Στερεά Ελλάδα.
Στο δρόμο μου είπαν ότι οι πρόγονοί τους ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν έρθει εδώ από το τουρκικό Προκόπι, με τη συνθήκη του 1920, κουβαλώντας μαζί τους ως πολυτιμότερο θησαυρό τα ιερά λείψανα του προστάτη τους, του Αγίου Ιωάννη του Ρώσσου. Προς τιμήν του είχε βαπτιστεί ο Γιάννης που είχε γεννηθεί από θαύμα χάρη στις προσευχές του αγίου. Ως εκ τούτου, η εκκλησία στο Προκόπι ήταν το σπίτι τους, όπου έρχονταν όποτε μπορούσαν και εκεί ένοιωθαν σαν να επισκέπτονταν ένα αγαπημένο και στενό μέλος της οικογένειας.
Όταν προσκυνούσαν τα λείψανα, το έκαναν με τέτοια ευλάβεια και ταυτόχρονα τόσο απλά, λες και αγκάλιαζαν ζωντανό άνθρωπο. Ήταν λες και ο Γιάννης ήθελε απλώς να δει τον νονό του και έτσι συναντήθηκαν μετά από σύντομο χωρισμό.
Ο Γιώργος και ο Γιάννης έφυγαν, αλλά εγώ δεν μπορούσα να αφήσω τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη, παρ' όλο που είχα διαβάσει τους Χαιρετισμούς του Αγίου και είχα προσκυνήσει περισσότερες από μία φορές. Για δύο ώρες ή και περισσότερο στεκόμουν απλώς κοντά του και ένοιωθα τόση ζέστη μέσα μου που δεν ήθελα να είμαι πουθενά αλλού παρεκτός εδώ.
Παρακολουθούσα τους ανθρώπους που έρχονταν εδώ, προσεύχονταν στον άγιο, προσκυνούσαν, του ζητούσαν κάτι. Ανάμεσά τους ήταν ηλικιωμένοι, μεσήλικες και παιδιά. Ολόκληρες τάξεις μαθητών που ξεκινούσαν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές τους γέμιζαν την εκκλησία. Και το επόμενο πρωί τελούσαν ξεχωριστή λειτουργία γι' αυτούς, στην οποία σχεδόν όλοι τους μεταλάμβαναν των Αγίων Δώρων.
Εμφανίστηκαν και μερικοί ντόπιοι πανκ που δεν είχαν ίχνος αμηχανίας για την εμφάνισή τους, όπως και κανένας άλλος στο ναό. Δεν τους εμπόδισε κανένας να προσκυνήσουν το ίδιο απλά και ευλαβικά τη λάρνακα του αγίου όπως και οι υπόλοιποι.
Ήταν ένα εκπληκτικά συγκινητικό θέαμα, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν για τον άγιο, κατά κάποιον τρόπο, η οικογένειά του, οι οικείοι του.
Ο Άγιος γνώριζε τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους όταν ήταν νέοι, και πολλούς ακόμη από τους πιο μακρινούς προγόνους τους, οι οποίοι είχαν μεγαλώσει μπροστά στα μάτια του και με τις προσευχές του.
Μια τέτοια κοινωνία ανθρώπων με τον άγιο με έκανε να χαίρομαι για αυτούς που είχαν την ευτυχία να ζουν κάτω από την χαρισματική του σκέπη.
Κάποια στιγμή ήρθε ιερέας και με τακτοποίησε για τη νύχτα σε ένα όμορφο ξενώνα της εκκλησίας, ακριβώς απέναντι από το ναό. Ήταν αργά, είχα πεινάσει και πήγα να ψάξω για φαγητό. Σε τέτοιες μικρές και έξω από κεντρικές δρόμους ελληνικές πόλεις, αυτό είναι ένα πρόβλημα. Υπάρχουν πολλά καφενεία, όπου οι ντόπιοι κάτοικοι περνούν ολόκληρα βράδια, πίνοντας μικρά φλιτζάνια καφέ και θολό ουζάκι με γλυκάνισο δικής τους παραγωγής αραιωμένο με νερό, τσιμπολογώντας μικροσκοπικούς μεζέδες και ανατολίτικα γλυκά.
Συζητούν νωχελικά κάτι, μοιράζονται ειδήσεις και κουτσομπολιά, παρακολουθούν ποδόσφαιρο στην παλιά τηλεόραση ή ακούνε παραδοσιακή μουσική. Είναι οικογενειακά μαγαζιά, όπου οι ίδιοι άνθρωποι συχνάζουν για πολλά χρόνια. Αλλά αν θέλετε να φάτε και είναι Σαρακοστή των Χριστουγέννων, δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα άλλο εκτός από καφέ, ούζο, ποδόσφαιρο και γλυκά. Αναγκάστηκα να μπω σε ένα από τα ανοιχτά ακόμα «αρτοποιεία», σε φούρνο δηλαδή.
Η ιδιοκτήτρια, μια ηλικιωμένη Ελληνίδα, χάρηκε πολύ που είχε έρθει ένας Ρώσσος «πατέρας» και φώναξε τη Ρωσσίδα νύφη της. Η πανέμορφη Κάτια από τη Σιβηρία, που είχε παντρευτεί Έλληνα και που του γέννησε τέσσερεις γιους, ήταν επίσης πολύ χαρούμενη που είδε έναν συμπατριώτη της και μου ζήτησε να τους επισκεφθώ το πρωί πριν φύγω. Το έκανα και μου έδωσε ολόκληρες σακούλες με ψωμιά και μπισκότα δικής τους παραγωγής, καθώς και σημειώματα και χρήματα για να μνημονευτεί η οικογένειά της στο Άγιο Όρος. Οπότε συνέχισα, φορτωμένος με σακούλες σαν τον έμπορο από την κακής μνήμης δεκαετία του 1990.
Εδώ ο αναγνώστης θα έχει ένα εύλογο ερώτημα: Για ποιο πράγμα μιλάτε; Πού είναι εκείνος ο Γερμανός, που αναφέρεται στον τίτλο της διήγησης, μαζί με τη θαυμάσια ιστορία του;
Όμως, το ότι αναπολώ τόση ώρα όλους αυτούς τους καλούς Έλληνες, τους οποίους ο Κύριος μου έστειλε στο δρόμο μου με τις προσευχές των αγίων, και οι οποίοι ήταν στενά συνδεδεμένοι μαζί τους σε όλη τους τη ζωή, δεν το κάνω άσκοπα ούτε τυχαία.
Οι άγιοι συνέχισαν να με οδηγούν από το χέρι σαν παιδί στο δρόμο μου προς το Άγιο Όρος και κάθε φορά μου έστελναν κάποιον που με χαρά και χωρίς να πάρει αντάλλαγμα έπαιρνε έναν άγνωστο προσκυνητή με σηκωμένο τον αντίχειρα στην άκρη του δρόμου για να τον πάει με το αυτοκίνητό του παρακάτω.
Έτσι βρέθηκα στη Λάρισα, και μόλις είχα εμφανιστεί στην παράκαμψη της πόλης πριν σηκώσω το χέρι μου, ένα αυτοκίνητο που με είχε ήδη περάσει σταμάτησε, έκανε όπισθεν και μου άνοιξαν την πόρτα.
Μέσα καθόταν ένα ζευγάρι, ο Γιώργος και η Ιωάννα, και τα παιδιά τους, η Σιλουάνα, η οποία πήρε το όνομά της προς τιμήν του δικού μας Οσίου, και ο Μιχαήλ. Ήταν καθ' οδόν προς τη Θεσσαλονίκη για να περάσουν μαζί τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Ο Γιώργος μου είπε με έκπληξη: «Παράξενο! Συνήθως παίρνουμε πάντα έναν διαφορετικό δρόμο, πιο σύντομο, αλλά σήμερα για κάποιο λόγο αποφασίσαμε να στρίψουμε σε αυτόν. Μάλλον, για να σας συναντήσουμε!»
Αυτοί οι καλοπροαίρετοι και βαθιά θρησκευόμενοι άνθρωποι με πήγαν μέχρι το σταθμό λεωφορείων στη Θεσσαλονίκη, όπου πρόλαβα το τελευταίο λεωφορείο για την Ουρανούπολη. Έτσι κατάφερα να μπω εγκαίρως στο Όρος με όλες τις τσάντες και να τελέσω την κυριακάτικη λειτουργία στο κελί όπου με περίμεναν.
Στο δρόμο από τη Λάρισα προς τη Θεσσαλονίκη μιλούσαμε με τους φιλικούς μου συνταξιδιώτες για διάφορα πράγματα. Ανάμεσα στα άλλα, έμαθα ότι ο Γιώργος και η Ιωάννα ζουν στο Λονδίνο. Εκείνος εργάζεται στον τραπεζικό τομέα. Είχαν έρθει τώρα να επισκεφθούν τους γονείς τους και τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο.
Μου είπε ότι είναι Γερμανός από πατέρα, αλλά ότι πάντα αισθανόταν περισσότερο Έλληνας και ότι η γλώσσα και η πίστη της μητέρας του τού ήταν πιο οικείες, παρόλο που η γερμανική ήταν και αυτή μητρική του γλώσσα.
Ο πατέρας του, ένας πολύ καλός άνθρωπος, είχε επίσης αγαπήσει την Ελλάδα και την επισκεπτόταν ευχάριστα, αλλά προτιμούσε να ζει στη Γερμανία.
Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια, εμφάνισε ξαφνικά μια σοβαρότατη ασθένεια: οι γιατροί εντόπισαν μεγάλο όγκο στον εγκέφαλο. Πραγματοποιήθηκαν πολύπλοκες επεμβάσεις, έγινε η απαραίτητη θεραπεία και στη συνέχεια άρχισε μια μακρά περίοδος ανάρρωσης.
Αποδείχθηκε ότι μετά από όλες τις επεμβάσεις στην περιοχή του εγκεφάλου υπήρξε σχεδόν πλήρης απώλεια της προσωπικότητας και ο πατέρας του Γιώργου από πολλές απόψεις έγινε σχεδόν παιδί. Θυμόταν την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τον γιο του, αλλά έπρεπε να μάθει να είναι ξανά ο εαυτός του.
Έπρεπε ακόμη και να μάθει εκ νέου να μιλάει, να εξοικειωθεί ξανά με τον πολιτισμό και την κοινωνία και να αποκτήσει μια νέα προσωπικότητα.
Η οικογένειά του, για αυτό το χρονικό διάστημα, τον είχε μεταφέρει στην Ελλάδα για να τον φροντίζει πιο εύκολα και έτσι τον βοήθησε να ανακάμψει. Αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες, επανήλθε στην συνειδητή ζωή ως Έλληνας και όχι ως Γερμανός, επειδή οι δικοί του δεν μπορούσαν να τον κάνουν αυτό που δεν ήταν οι ίδιοι. Έτσι, ήδη σε μια τόσο ώριμη ηλικία, ο πατέρας του Γιώργου κατάφερε με εκπληκτικό τρόπο να ξαναγεννηθεί ως ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, ξεκινώντας μια νέα ζωή σχεδόν από το μηδέν.
Παρ' όλες τις κακουχίες και τα βάσανα που έπρεπε να υπομένει ο ίδιος και η οικογένειά του, νομίζω πως ο Κύριος τον αξίωσε με το μεγαλύτερο και πολυτιμότερο δώρο.
Ναι, ίσως από ορισμένες απόψεις, η Ελλάδα υστερεί μπροστά στη Γερμανία. Δεν την ακούμπησε το «οικονομικό θαύμα». Δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη χώρα από άποψη βιομηχανίας και βιοτικού επιπέδου. Δεν μπορεί να καυχηθεί για τις παγκοσμίου φήμης «Mercedes», «BMW» ή έστω «Volkswagen». Αλλά, με όλο το σεβασμό προς τους Γερμανούς και τα άλλα έθνη, οι Έλληνες έχουν κάτι πολύ πιο πολύτιμο που πολλοί άλλοι δεν έχουν εδώ και πολύ καιρό.
Όπως πολύ σωστά λένε οι ίδιοι: «Δεν πιστεύουμε στους αγίους, αλλά ζούμε μαζί τους». Οι άγιοι είναι το πολυτιμότερο πράγμα που έχουν οι Έλληνες. Είναι καρποί δύο χιλιετιών χριστιανικής ιστορίας. Είναι το πνευματικό τους κεφάλαιο, από τα χαρισματικά κέρδη του οποίου εξακολουθεί να ζει η χώρα τους. Είναι η ευωδία που διαχέεται στον αέρα και μεταμορφώνει καρδιές και πρόσωπα.
Μπορεί να μην είναι όλα στην Ελλάδα και στους Έλληνες τέλεια και ωραία, και υπάρχουν πολλά πράγματα που χρειάζεται να αλλάξουν και να διορθώσουν. Όλα αυτά, όμως, θα ανήκουν τελικά κάποτε στο παρελθόν, αλλά η ζωή με τους αγίους θα είναι αιώνια. Και αυτό είναι το ανεκτίμητο δώρο που έλαβε ο Γερμανός όταν έγινε Έλληνας.
Αναρωτιέμαι, μήπως το ίδιο συμβαίνει σε όλους μας, χωρίς βέβαια την επώδυνη λοβοτομή και την ασφυξία των δηλητηριωδών χημειοθεραπειών. Αφού και σε μας τελείται αυτή η σταδιακή αντικατάσταση της μιας προσωπικότητας με μια άλλη. Και με αυτή την αλλαγή γινόμαστε μέρος ενός νέου λαού, για τον οποίο δεν υπάρχουν ούτε ξένες γλώσσες ούτε σύνορα.
Με την χειρουργική Του, που ξεπερνά κάθε νου, ο Κύριος αφαιρεί σταδιακά από εμάς όγκους βρωμιάς και μεταστάσεις ακαθαρσίας, θεραπεύει το γλαύκωμα άγνοιας και την αδιαπέραστη βλακεία, κάνοντάς μας αυτό που πρέπει και μπορούμε να γίνουμε – πολίτες εκείνης της Ουράνιας Πόλης, όπου το μόνο διαβατήριο θα είναι η προσχώρηση στην αγιότητα.
Στην πραγματικότητα, αυτή θα είναι η κοινή μας ιθαγένεια εκεί, όπου δεν θα έχει πλέον σημασία αν γεννήθηκες σε αυτόν τον κόσμο ως Έλληνας ή Σκύθης.
Σημασία έχει μόνο το να γίνεις καινή κτίση εν Χριστώ.
10/12/2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!