Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Η αλήθεια για την περιουσία, τη φορολόγηση της Εκκλησίας και τη μισθοδοσία των κληρικών της (Μέρος 2ον)

ΜΕΡΟΣ 2ον

3. Πώς αποκτήθηκε;

Η Εκκλησία,  ως θεανθρώπινος οργανισμός,  υπάρχει ήδη επί 20 αιώνες. Κανένα Κράτος ή άλλος θεσμός στον κόσμο δεν αριθμεί τόσο μακρό βίο. Θα κάνουμε στο σημείο τούτο μία εντελώς απλή ερώτηση, που εμπεριέχει και την απάντηση: 

Σε κάθε εποχή, ακόμα και στις ημέρες μας –πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση– αν σε μια οικογένεια εργάζονταν οι δύο σύζυγοι επί 30 ή 35 χρόνια και είχαν συνετή διαχείριση των χρημάτων με τα οποία αμείβονταν,  το αποτέλεσμα δεν θα ήταν να έχουν αποκτήσει το σπίτι τους (έστω διαμέρισμα), να διαθέτουν ένα η δύο αυτοκίνητα,  εξοχικό,  να έχουν κάποια κατάθεση σε Τράπεζα και παράλληλα τα παιδιά τους να είχαν αποκτήσει καλή μόρφωση ή να έχουν αποκατασταθεί ικανοποιητικά;


Αν λοιπόν δύο εργαζόμενοι σύζυγοι μπορούν να αποκτήσουν σε 3  η 4  δεκαετίες αξιόλογη περιουσία,  γιατί «απορούν» οι καλοθελητές και ρωτούν πως η Εκκλησία σε 20 αιώνες απέκτησε την περιουσία αυτή; Ας πληροφορηθούν λοιπόν: Κατά τις απαρχές της χριστιανικής πίστεως,  όλοι όσοι πίστεψαν είχαν μία καρδιά και μία ψυχή… Όλα τα είχαν κοινά… Όσοι είχαν χωράφια ή σπίτια τα πουλούσαν, κι έφερναν το αντίτιμο αυτών που πουλούσαν, και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων (Πράξ. 4, 32. 34-35).

Αργότερα, οι μοναχοί στις ερημιές ή σε απόμερα μέρη, όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι, καλλιέργησαν τις γύρω περιοχές ή τις χρησιμοποίησαν για τη βόσκηση οικόσιτων ζώων ώστε να εξασφαλίζουν τα προς το ζην,  και τα δικαιώματα που απέκτησαν στις περιοχές αυτές κατοχυρώθηκαν στους χρόνους της βυζαντινής περιόδου,  διατηρήθηκαν από τους οθωμανούς και αναγνωρίστηκαν νομοθετικά από το νεοελληνικό Κράτος. 

Ιδιαίτερα βέβαια στο ελληνικό Βυζάντιο, οπότε άνθησε ο μοναχισμός, λόγω και της συναλληλίας στη σχέση Εκκλησίας-Πολιτείας,  ευνοήθηκε η απόκτηση εκ μέρους των Μοναστηριών σημαντικής ακίνητης περιουσίας,  κυρίως από δωρεές αυτοκρατόρων,  αυλικών, στρατηγών κ.λπ.,  αρκετοί από τους οποίους υπήρξαν και κτήτορες ή ευεργέτες, ακόμα και ηγούμενοι μεγάλων Μονών,  αφού πρώτα παραιτήθηκαν από τις ανώτατες θέσεις τους.


Αυτή η περιουσία –που καταλάμβανε εκτάσεις ακατοίκητες κατά κανόνα,  αφού τότε ο πληθυσμός ήταν αραιός–  διατηρήθηκε ή και αυξήθηκε στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (15ος-19ος αιώνες),  λόγω των προνομίων που δόθηκαν από τον Μωάμεθ τον κατακτητή στον Πατριάρχη. 

Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Φραντζής  (στον Χρονικόν Μέγα, 3,11), ο Πατριάρχης ήταν «αναίτητος και αφορολόγητος και αδιάσειστος από παντός εναντίου, και τέλους και δόσεως, … αυτός τε και οι μετ’ αυτόν Πατριάρχαι…, ομοίως και πάντες οι υποτεταγμένοι αυτώ Αρχιερείς». Και όχι μόνον! Διότι ακόμα και σουλτάνοι και άλλοι οθωμανοί αξιωματούχοι, παραχωρούσαν μεγάλες εκτάσεις προς διάφορα Μοναστήρια,  ενώ και άτεκνοι χριστιανοί άφηναν, σε αρκετές περιπτώσεις, τα κτήματά τους σε ναούς ή μονές, με τον όρο να μνημονεύεται το όνομά τους «εις τον αιώνα».

Με την περιουσία αυτή τα Μοναστήρια είχαν και αξιοποίησαν τη δυνατότητα να ιδρύσουν  –σε περιόδους χαλάρωσης της σουλτανικής εξουσίας–  σχολεία με περίφημους Δασκάλους του Γένους,  να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα και τα γράμματα, να  προετοιμάσουν και να στηρίξουν την Εθνεγερσία του 1821. 

Μόνο τυχαίο,  λοιπόν,  δεν ήταν το ότι η Εκκλησία,  και κυρίως τα πολλά Μοναστήρια που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο, μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου (1828),  κατείχε νόμιμα το 25% περίπου της γης (βλέπε Πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρία 2.4.1987, σελ. 5076). 

Και να πώς η τότε όντως αμύθητη περιουσία,  που ανήκε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στην Εκκλησία και τα Μοναστήρια της, σταδιακά και με διάφορες κρατικές πιέσεις, απειλές, μεθοδεύσεις, απαλλοτριώσεις και αρπαγές, αφαιρέθηκε:
 
4. Πως συντελέστηκε η διαρπαγή της;
 
α.  Διάλυση 416  Μοναστηριών και διαρπαγή της περιουσίας τους.

Η αλλοεθνής και προτεσταντική Αντιβασιλεία του Όθωνος, πρεσβεύοντας την άποψη ότι η εκκλησιαστική περιουσία αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους … προγόνους στο ελληνικό έθνος (!)  και διαγράφοντας την ανεκτίμητη προσφορά των Μοναστηριών στους παλαιότερους και τους νωπούς τότε αγώνες, με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 διέλυσε 416  Μοναστήρια και διέθεσε την κινητή και ακίνητη περιουσία τους για την ίδρυση του «Εκκλησιαστικού Ταμείου». 

Αλλά το Ταμείο που ίδρυσε λειτούργησε με τρόπο τόσο αδιαφανή και επιπόλαιο, ώστε τελικά σημειώθηκε διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας, ενώ οι επιτήδειοι της εποχής πωλούσαν στα παζάρια, για λογαριασμό τους, τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τα λείψανα αγίων (βλέπε Δικ. Βαγιακάκου,  Συμβολή εις την εκκλησιασικήν ιστορίαν της Μάνης, 1956, σ. 4 εξ.). 

Το αμαρτωλό αυτό Ταμείο, το 1843 (δηλαδή δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του) περιήλθε στη διοίκηση και διαχείριση της επί των Οικονομικών Γραμματείας του Κράτους και οι πόροι του διατέθηκαν για την τακτοποίηση δικών του αναγκών… Ακόμα και «άπαντα του Πανεπιστημίου [Αθηνών], τα αναλώματα» (δαπάνες)  καλύπτονταν από το Ταμείο τούτο, δηλαδή από το αντίτιμο πώλησης μοναστηριακών κτημάτων.
 
β. Αναγκαστική απαλλοτρίωση του 1836.

Με το Βασιλικό Διάταγμα της 20.5/1.6.1836 «περί εκκλησιαστικών κτημάτων» έγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση  (χωρίς καταβολή αντιτίμου)  και άλλων τεραστίων σε έκταση κτημάτων και των σε λειτουργία Μονών, δήθεν «χάριν θεαρέστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων» (βλέπε Κων.  Μ.  Ράλλη,  Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησ. περιουσίας, 1903,  σσ. 28-30, 51-52). Στην περιουσία που απέμεινε επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία, που όταν αυτή δεν ήταν δυνατόν να καταβληθεί, οδηγούσε σε δημόσιους πλειστηριασμούς!
 
γ. Ο  «αγροτικός»  και άλλοι νόμοι της β΄ και γ΄ δεκαετίας του 20ού αιώνα.

Η απαλλοτριωτική επιβολή του νεοελληνικού Κράτους σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας συνέχισε να δείχνει το ανάλγητο πρόσωπό της και κατά τα νεότερα χρόνια, ιδιαίτερα δε μετά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-13.

Έτσι, με τους Νόμους 1072/1917 και 2050/1920 (γνωστόν ως  «αγροτικό νόμο»),  αλλά και άλλους που ακολούθησαν  (π.χ. 2189),  επιβλήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση μοναστηριακών κτημάτων,  άλλοτε για την αποκατάσταση προσφύγων ή ακτημόνων και άλλοτε  –αόριστα–  για λόγους  «προφανούς ανάγκης και δημοσίας ωφελείας». Και επειδή κατά κανόνα οι αριθμοί είναι πιο εύγλωττοι, σημειώνουμε όσα αποκαλυπτικά αναφέρονται στο υπ’  αρ.  976/780/18.4.1947 έγγραφο του Ο.Δ.Ε.Π. προς τη Γεν.  Διεύθυνση Δημόσιου Λογιστικού του υπουργείου Οικονομικών, για το μέγεθος της απαλλοτριωτικής επιβολής του Κράτους: 

Από το 1917 ως το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του 1.000.000.000  προπολεμικών δραχμών. Το Κράτος καθόρισε αυτό το αντίτιμο,  κατέβαλε στο Γενικό Εκκλ. Ταμείο τα 40  εκατομμύρια και οφείλει ακόμα τα 960! Αν τολμά το υπουργείο Οικονομικών ας υπολογίσει την ανεξόφλητη αυτή οφειλή του, ανάγοντάς την σε σημερινές τιμές με τις ανάλογες προσαυξήσεις τόκων κ.λπ.
 
δ. «Ρευστοποίηση» με το Νόμο 4684/1931 και καταποντισμός.

Με το Νόμο αυτό το Κράτος επέβαλε ουσιαστικά την εκποίηση («ρευστοποίηση»)  ενός ακόμα μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας.  Ό,τι εισπράχθηκε, τοποθετήθηκε σε «εθνικά χρεώγραφα και χρηματόγραφα» (μας θυμίζουν μήπως τα σύγχρονα ομόλογα;), αλλά η αξία τους εξανεμίστηκε, σχεδόν στο σύνολό της,  όταν η εθνική μας οικονομία καταποντίστηκε στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου,  της ξενικής Κατοχής και του εμφυλίου που ακολούθησε.
 
ε. Νέα πλήγματα και η Σύμβαση του 1952.

Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή (1946-50) και η ειδική Επιτροπή για τη σύνταξη Σχεδίου Συντάγματος,  στο άρθρο 143 προέβλεπε την πλήρη απαλλοτρίωση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας,  χωρίς αντάλλαγμα!  Πρόσχημα;  Η αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και γεωργοκτηνοτρόφων. Η Ιεραρχία αντέδρασε,  η απόπειρα ματαιώθηκε,  αλλά το Κράτος με το Ν.Δ. 327/1947 και αυτό της 29.10.1949 επέφερε νέα πλήγματα. 

Η κυβέρνηση Πλαστήρα, ενώ το Σύνταγμα και του 1952 όριζε ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η Ανατολική Ορθόδοξος», προέβαλε την απαίτηση να παραχωρηθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο Κράτος, με την απειλή μάλιστα διακοπής της μισθοδοσίας των εφημερίων (περί της οποίας βλ. στη σελ. 22 εξ. του παρόντος). (* Το Σύνταγμα αυτό,  όπως και τα μεταγενέστερα, αναγνωρίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «επικρατούσα» θρησκεία, όχι με ποσοτική «αλλά και με ποιοτική έννοια, αναφερομένη στην πρόνοια αυτού να παραμείνει επικρατούσα» (Κων. Ραμιώτης).)

Οι αφόρητες πιέσεις του Κράτους είχαν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την υπογραφή της από 18.9.1952 «Συμβάσεως περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). 

Η Σύμβαση αυτή ήταν επαχθής για την Εκκλησία, αφού υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Το αντάλλαγμα; Μόλις το 1/3 της πραγματικής αξίας και κάποια αστικά ακίνητα/οικόπεδα. Το σημαντικό στοιχείο στη Σύμβαση αυτή, που σκόπιμα παρασιωπάται για ευνόητους λόγους, από τους καλοθελητές είναι ότι σ’ αυτήν περιέχεται η διακήρυξη του Κράτους ότι η εν λόγω απαλλοτρίωση είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ δεσμεύεται να παρέχει και κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε να μπορέσει η Εκκλησία να αξιοποιήσει την ελάχιστη εναπομείνασα περιουσία της.

Αλλά,  δυστυχώς,  το Κράτος αποδείχθηκε και στη δέσμευσή του αυτή αναξιόπιστο. Διότι με νέα διοικητικά μέτρα όχι μόνο δεν υποστήριξε,  αλλά δεν επέτρεψε στην Εκκλησία να αξιοποιήσει ό,τι της απέμεινε. Οι κρατικές Υπηρεσίες, άλλοτε αμφισβητώντας την κυριότητα, με το να ζητούν τίτλους κυριότητας από εποχές που το Κράτος μας δεν υπήρχε, άλλοτε μη δεχόμενο την εγκυρότητα ή την ισχύ αυτοκρατορικών εγγράφων ή πατριαρχικών σιγιλίων και σουλτανικών φιρμανίων, ή χαρακτηρίζοντας ως δασικές ή  «διακατεχόμενες»  τις μοναστηριακές εκτάσεις, στην πράξη εμπόδισαν και εμποδίζουν την Εκκλησία να αξιοποιήσει την λίγη περιουσία της. 

Και το πρόβλημα επιτείνεται με τη συστηματική καλλιέργεια της εντύπωσης ότι η Εκκλησία κατέχει… αμύθητη περιουσία, την οποία δήθεν δεν διαθέτει ή δεν αξιοποιεί για το καλό του λαού!

Και όχι μόνον αναξιόπιστο αποδείχθηκε, αλλά συνέχισε τις απόπειρες για διαρπαγή και της εναπομείνασας περιουσίας:
 
στ.  Κατά την τελευταία 35ετία.

Από το 1975  και μετά εντείνονται οι πιέσεις για τον λεγόμενο  «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», ενώ το 1976  ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων  (Γεώργ.  Ράλλης)  κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του ναυάγησε. 

Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο  (Ιωάν.  Βαρβιτσιώτης)  πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο: Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%)  και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε. Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα  «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός  (Αντ. Τρίτσης)  εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100  χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς,  που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος. 

Ευτυχώς που και το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε,  αν ληφθεί υπόψη ο βίος και η πολιτεία του συνόλου σχεδόν των καταχρεωμένων Συνεταιρισμών (εκτός εξαιρέσεων…).

Συνεχίζεται
(Παρακάτω ὁ σύνδεσμος τῆς προηγούμενης ἀνάρτησης)

Η αλήθεια για την περιουσία, τη φορολόγηση της Εκκλησίας και τη μισθοδοσία των κληρικών της (Μέρος 1ον)

 https://odysseiatv.blogspot.gr/2018/01/1_31.html


 [Πηγὴ]http://www.antibaro.gr/article/8756

«Τριβέλι Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!