Χαράλαμπος Αλεξάνδρου.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1957, το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε στις ανά τον κόσμο διπλωματικές του αποστολές, υπόμνημα με τίτλο «Ελλάδα και Κύπρος: Η πολιτική πίσω από την τρομοκρατία».
Στο υποκεφάλαιο που έφερε τίτλο «Υποκίνηση» αναγραφόταν:
«Από το επίσημο ελληνικό Ραδιόφωνο, διαχέεται προς το νησί, μια συνεχής ροή προφανούς υποκίνησης στη βία». Στην ίδια λογική το Λονδίνο είχε εκδώσει και κυκλοφορήσει προπαγανδιστικό ολιγοσέλιδο έντυπο με τίτλο «Mischief in the air» στο οποίο μέσω της παράθεσης αποσπασμάτων από το αθηναϊκό Ραδιόφωνο, αποδιδόταν στην Αθήνα η υποκίνηση των Κυπρίων στην «τρομοκρατία».
Οι εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) για την Κύπρο, που ενοχλούσαν αφόρητα τους Βρετανούς, ήταν η «Φωνή της Πατρίδος», «Η Κύπρος μας» και «Η ψυχή της Κύπρου» από τα Μεσαία κύματα, η «Φωνή της Πατρίδος» από τα βραχέα κύματα με αναμεταδόσεις αυτών από τον Ραδιοσταθμό Ρόδου, Τρίπολης, Ιωαννίνων και Καβάλας.
Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι Κύπριοι φοιτητές στην Αθήνα διέθεταν δική τους εκπομπή η οποία ακουγόταν και στην Κύπρο.
Μάλιστα, μια από τις πρώτες αντιδράσεις των Άγγλων μετά τις εκρήξεις της 1ης Απριλίου ήταν να διαμαρτυρηθούν στην Αθήνα για τις εκπομπές του αθηναϊκού Ραδιοφώνου.
Η Αθήνα, για να κερδίσει χρόνο, προέβη σε αντικατάσταση του υπευθύνου του Ε.Ι.Ρ. για τις κυπριακές εκπομπές.
Η σημασία των εκπομπών του αθηναϊκού Ραδιόφωνου έγκειτο στο ότι ερμηνευόταν ότι αποτελούσε τη φωνή της ελληνικής κυβέρνησης.
Με την παροχή ενθάρρυνσης στους Κύπριους να συνεχίσουν όχι μόνο τον πολιτικό αγώνα αλλά και τον ένοπλο, ηρωοποιώντας τον Διγενή και τα μέλη της ΕΟΚΑ, διαβάζοντας ακόμα και προκηρύξεις της ΕΟΚΑ, το μήνυμα που στελλόταν στους Κύπριους ήταν σαφές:
Ότι όχι μόνο ο ελληνικός λαός, αλλά και η ίδια η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζαν την ένοπλη επανάσταση.
Από τη στιγμή λοιπόν που η μητρόπολη υποστήριζε την ένοπλη μορφή δράσης, δεν έμενε πλέον καμιά αμφιβολία για το αν η ΕΟΚΑ έπρεπε να τύγχανε υποστήριξης από τους Έλληνες της Κύπρου.
Αφού οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν ότι τα διαβήματα στην Αθήνα ήταν αναποτελεσματικά, έκριναν σωστό να υιοθετήσουν άλλη τεχνική. Την παρεμβολή παρασίτων.
Ο πρώτος που πρότεινε το συγκεκριμένο μέτρο ήταν ο κυβερνήτης Άρμιτεϊτζ, στις 15 Απριλίου του 1955 ο οποίος την ίδια ημέρα είχε ήδη διενεργήσει δοκιμαστική επιτυχημένη παρεμβολή παρασίτων «για ένα ή δύο λεπτά».
Ο ακριβής χρόνος έναρξης της επιχείρησης συστηματικής παρεμβολής παρασίτων από τους Βρετανούς δεν είναι γνωστός. Ξεκίνησε κατά πάσα πιθανότητα εντός της πρώτης εβδομάδας του Μαρτίου 1956 μετά την κατάρρευση των συνομιλιών Μακαρίου – Χάρντιγκ.
Η Ελλάδα δεν έμεινε με δεμένα τα χέρια. Έλαβε συγκεκριμένα αντίμετρα.
Όταν ξεκινούσε η εκπομπή και ταυτόχρονα και η παρεμβολή παρασίτων, η Αθήνα, είτε αύξανε την ένταση του σήματος, είτε άλλαζε ελαφρώς τη συχνότητα της εκπομπής ώστε με ένα μικρό γύρισμα του κουμπιού της συχνότητας, ο ακροατής να μπορούσε να εντοπίσει τη νέα συχνότητα.
Η συγκεκριμένη τεχνική δημιουργούσε προβλήματα στους Βρετανούς οι οποίοι έπρεπε να εντοπίζουν κάθε φορά τις νέες συχνότητες αλλά και να αυξάνουν την ένταση των παρασίτων.
Ένα ευτράπελο του «πολέμου των παρασίτων» ήταν το εξής.
Οι Έλληνες όταν αντιλήφθηκαν ότι στις εκπομπές όλων των πομπών προς την Κύπρο παρεμβάλλονταν παράσιτα, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τις συχνότητες του αμερικανικού σταθμού «Η φωνή της Αμερικής» που εξέπεμπε από τη Θεσσαλονίκη.
Το κανονικό πρόγραμμα του συγκεκριμένου σταθμού στα αγγλικά δεχόταν παράσιτα από τη Σοβιετική Ένωση ενώ οι αναμεταδόσεις του αθηναϊκού Ραδιοφώνου από τις συχνότητές του δεχόταν παράσιτα από τους Βρετανούς.
Το γεγονός έκανε τους Βρετανούς να διαπιστώσουν ότι στον «πόλεμο των ραδιοσυχνοτήτων», τους βοηθούσαν ακουσίως οι Σοβιετικοί!
Η βρετανική στάση απέναντι στο αθηναϊκό Ραδιόφωνο άλλαξε εμφανώς μετά την αντικατάσταση του Χάρντιγκ από τον Φουτ.
Ο νέος κυβερνήτης πρότεινε στις 12 Αυγούστου 1958 στο Υπουργείο Αποικιών την πλήρη κατάργηση των παρεμβολών θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη απόφαση θα συνέβαλλε στη δημιουργία θετικού κλίματος κατά τις επαφές επί του σχεδίου Μακμίλαν.
Η όλη επιχείρηση των παρεμβολών φαίνεται να έληξε στις 26 Φεβρουαρίου 1959, μετά τις υπογραφές των συμφωνιών.
Το γεγονός ότι οι Κύπριοι συνέχισαν να ζητούν αυτοδιάθεση και η ΕΟΚΑ εξακολουθούσε να δρα και μετά τον Μάρτιο του 1956, όταν ξεκίνησαν οι συστηματικές παρεμβολές παρασίτων, αποκαλύπτει ότι το αθηναϊκό Ραδιόφωνο δεν ήταν η αιτία αλλά ένα από τα πολλά συμπτώματα της κρίσης.
Τους ισχυρισμούς ότι οι Κύπριοι είχαν πέσει θύματα «εξτρεμιστών» σχολίασε ο Γρίβας Διγενής σε ένα από τα πρώτα του φυλλάδια πριν συμπληρωθεί ο πρώτος μήνας δράσης της ΕΟΚΑ.
Χαρακτήρισε βλακώδεις τους ισχυρισμούς ότι είναι οι εκπομπές του αθηναϊκού Ραδιοφώνου που ώθησαν τους Κύπριους να επαναστατήσουν. Όπως το πάθος για Ελευθερία στις καρδιές των Ελλήνων του 1821 και του 1940, έγραφε η προκήρυξη, δεν άναψε εξ αιτίας κάποιου ραδιοφωνικού σταθμού, έτσι και η επιθυμία για ελευθερία δεν άναψε στην Ελλάδα και μεταφέρθηκε στην Κύπρο.
Αποτελούσε πηγαία έκφραση των Κυπρίων οι οποίοι επιθυμούσαν την πλήρη αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσής τους.
Αποτυχία των Βρετανών
Οι αντιδράσεις απέναντι στην παρεμβολή παρασίτων δεν προέρχονταν μόνο από την Κύπρο και την Ελλάδα.
Ακόμα και ο αρχισυντάκτης της βρετανικής εφημερίδας Manchester Guardian παρατήρησε ότι οι παρεμβολές έκαναν το αθηναϊκό Ραδιόφωνο πιο ελκυστικό στους Κύπριους.
Επιπλέον, θεωρούσε ότι η συγκεκριμένη πράξη των Βρετανών αποτελούσε έμμεση παραδοχή αποτυχίας της αποικιακής προπαγανδιστικής μηχανής στην Κύπρο, η οποία μη μπορώντας να καταπολεμήσει την προπαγάνδα του αθηναϊκού Ραδιοφώνου, αποφάσισε να παρεμβάλλει παράσιτα ώστε να μην ακούγεται.
Μόντης: Κρατούσαμε την αναπνοή μας
Δεν είναι δύσκολο να προσμετρηθεί η απήχηση που είχε το αθηναϊκό Ραδιόφωνο στους Έλληνες της Κύπρου. Εάν το αθηναϊκό Ραδιόφωνο ήταν αδιάφορο στους Έλληνες της Κύπρου, θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να έμπαινε το Λονδίνο στη διαδικασία παρεμβολής παρασίτων, η οποία εκτός από το οικονομικό είχε και πολιτικό κόστος.
Όμως, με τον πλέον εύγλωττο τρόπο και το δικό του, ιδιαίτερο, ύφος μιλά για την απήχηση του αθηναϊκού Ραδιοφώνου και τις βρετανικές παρεμβολές ο Κώστας Μόντης, στο έργο του «Κλειστές Πόρτες»: « Όταν ακουγόταν η αγαπημένη φωνή (‘’Αδελφοί Κύπριοι’’) κρατούσαμε την αναπνοή μας. […]
Το ραδιόφωνο έφευγε απ’ το τραπεζάκι του, ήταν πια κάπου απάνω μας, νοιώθαμε σα να το κρατούσαμε σφικτά στην αγκαλιά μας, να μας μιλά όσο γινόταν από πιο κοντά, να μας χαϊδεύη ζεστή η ανάσα του, ν’ ακούμε την καρδιά του (ν’ ακούη η καρδιά την καρδιά του)».
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο: « Όμως γρήγορα οι Εγγλέζοι έβαναν παράσιτα στην εκπομπή και μείναμε πια ολομόναχοι.
Θυμάμαι πώς κολλούσαμε τ’ αυτί στο μεγάφωνο, πώς αγωνιζόμαστε ν’ αρπάξουμε μια λεξούλα-μερικές σπασμένες σποραδικές συλλαβές που προσπαθούσαμε έπειτα να τις συναρμολογήσουμε και να βγάνουμε συμπεράσματα. […]
Κάποια αγαπημένη φωνή μας μιλούσε. Τι σημασία είχε αν δεν ακούγαμε; Καμιά φορά τα καταφέρναμε λιγάκι περισσότερο. – Πατέρα, άκουσα Αθήνα! (Με την ίδια χαρά της
πρώτης βόμβας, σχεδόν την ίδια – Πατέρα, άκουσα Αθήνα!)».
*Ειδικός Επιστήμονας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Βύρωνας Σταματόπουλος, Η Μάχη της Κύπρου, Ραδιοφωνικά Σχόλια και άρθρα του Βύρωνος Σταματόπουλου (Αθήναι: χ.ε., 1956)
The National Archives, FO 371/117643, Broadcasting Developments.
Φιλελεύθερος
"ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!