Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες
Ὁμοῦ δίκαιον τρεῖς σέβειν Ἑωσφόρους,
Φῶς τρισσολαμπὲς πηγάσαντες ἐν βίῳ.
Κοινὸν τὸν ὕμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
Τοῖς ἐκχέασι πᾶσι κοινὴν τὴν χάριν.
Φῶς τρισσολαμπὲς πηγάσαντες ἐν βίῳ.
Κοινὸν τὸν ὕμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
Τοῖς ἐκχέασι πᾶσι κοινὴν τὴν χάριν.
Ἔαρ χελιδὼν οὐ καθίστησι μία·
Αἱ τρεῖς ἀηδόνες δὲ τῶν ψυχῶν ἔαρ.
Τὴν μὲν νοητὴν ἡ Τριὰς λάμπει κτίσιν,
Τριάς γε μὴν αὕτη δὲ τὴν ὁρωμένην.
Ἀπώλεσαν μὲν οἱ πάλαι Θεοῦ σέβας,
Ἐξ Ἡλίου τε καὶ Σελήνης ἀφρόνως·
Κὰλλoς γὰρ αὐτῶν θαυμάσαντες καὶ τάχος,
Ὥσπερ θεοῖς προσῆγον οὐκ ὀρθῶς σέβας.
Ἐκ τῶν τριῶν τούτων δὲ φωστήρων πάλιν,
Ἡμεῖς ἀνηνέχθημεν εἰς Θεοῦ σέβας,
Κάλλει βίου γάρ, τῇ τε πειθοῖ τῶν λόγων,
Πείθουσι πάντας τὸν μόνον Κτίστην σέβειν.
Κτίσιν συνιστᾷ τὴν δὲ τὴν ὁρωμένην,
Τὸ Πῦρ, Ἀήρ, Ὕδωρ τε, καὶ Γῆς ἡ φύσις.
Οἱ δ᾿ αὖ συνιστῶντές τε κόσμον τὸν μέγαν,
Τὴν πρὸς Θεόν τε Πίστιν, ὡς ἄλλην κτίσιν
Στοιχειακῆς φέρουσι Τριάδος τύπον.
Μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδενὸς τῶν γηΐνων,
Καὶ γήϊνον νοῦν ἔσχον οὐδὲν ἐν λόγοις.
Ὁ Γρηγόριος γὰρ πῦρ πνέει νοῦς τὸν λόγον,
Πρὸς ὕψος αὖ πείθοντα πάντα ἐκτρέχειν.
Τοῖς λιποθυμήσασι δ᾿ ἐκ παθῶν πάλιν,
Ἀναπνοὴ τις οἱ Βασιλείου λόγοι.
Μιμούμενος δὲ τὴν ῥοὴν τῶν ὑδάτων,
Ὁ καρδίαν τε καὶ στόμα χρυσοῦς μόνος,
Τοὺς ἐκτακέντας ἐκ παθῶν ἀναψύχει.
Οὕτω πρὸς ὕψος τὴν βροτῶν πᾶσαν φύσιν,
Ἐκ τῆς χθονὸς φέρουσι τοῖς τούτων λόγοις.
Λάμψεν ἑνὶ τριακοστῇ χρυσοτρισήλιος αἴγλη.
Ἡ αἰτία γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός:
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118), ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε στὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸν Νικηφόρο Γ’ τὸν Βοτενειάτη (1078 – 1081), ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σὲ λόγιους καὶ ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τὸν Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καὶ ὑπέροχη φυσιογνωμία. Ἄλλοι τοποθετοῦσαν ψηλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο καί, τέλος, ἄλλοι, προσκείμενοι στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, θεωροῦσαν αὐτὸν ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Χρυσόστομο. Ἡ φιλονικία αὐτὴ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ διαιρεθοῦν τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ ἄλλοι ὀνομάζονταν «Ἰωαννίτες», ἄλλοι «Βασιλεῖτες» καὶ ἄλλοι «Γρηγορίτες».
Στὴν ἔριδα αὐτὴ ἔθεσε τέλος ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων, Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς μέγιστους αὐτοὺς Ἱεράρχες, πρῶτα καθένα χωριστὰ καὶ στὴ συνέχεια καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζει ἢ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀντιδικοῦμε. Ὅμως, κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες χρονικὲς συγκυρίες καὶ περιστάσεις ποὺ βρέθηκε ὁ καθένας μας, κινούμενοι καὶ καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σὲ συγγράμματα καὶ μὲ τὸν τρόπο του ὁ καθένας, διδασκαλίες ποὺ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, τὶς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στὶς ὁποῖες μπορέσαμε νὰ διεισδύσουμε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς συμπεριλάβαμε σὲ συγγράμματα ποὺ ἐκδώσαμε. Καὶ ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος, οὔτε δεύτερος, ἀλλά, ἂν πεῖς τὸν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καὶ οἱ δυὸ ἄλλοι. Σήκω, λοιπόν, καὶ δῶσε ἐντολὴ στοὺς φιλονικοῦντες νὰ σταματήσουν τὶς ἔριδες καὶ νὰ πάψουν νὰ χωρίζονται γιὰ ἐμᾶς. Γιατί ἐμεῖς, καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ ποὺ εἴμασταν καὶ στὴν οὐράνια ποὺ μεταβήκαμε, φροντίζαμε καὶ φροντίζουμε νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ὁδηγοῦμε σὲ ὁμόνοια τὸν κόσμο. Καὶ ὅρισε μία ἡμέρα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ ἡ μνήμη μας καὶ καθὼς εἶναι χρέος σου, νὰ ἐνεργήσεις νὰ εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ συνταχθεῖ ἡ ἱερὴ ἀκολουθία. Ἀκόμη ἕνα χρέος σου, νὰ παραδόσεις στὶς μελλοντικὲς γενιὲς ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιὰ τὸν Θεό. Βεβαίως καὶ ἐμεῖς θὰ συμπράξουμε γιὰ τὴ σωτηρία ἐκείνων ποὺ θὰ ἑορτάζουν τὴν μνήμη μας, γιατί ἔχουμε καὶ ἐμεῖς παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων Ἰωάννης ἀνέλαβε τὴ συμφιλίωση τῶν διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου καὶ συνέγραψε καὶ κοινὴ Ἀκολουθία, ἀντάξια τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων.
Ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς Συνάξεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν Μεγάλων Διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο τοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξ’ αἰτίας τῆς ταπεινώσεώς τους μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα νὰ ἐκφράζουν τὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅ,τι διδάσκουν δὲν εἶναι ἁπλῶς δική τους σκέψη ἢ προσωπική τους πεποίθηση, ἀλλὰ εἶναι ἐπιπλέον ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μιλοῦν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καθολικῆς της πληρότητας.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα μ.Χ. ἀνεγέρθη ναὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα σχεδὸν στὴ μονὴ τῆς Παναχράντου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τοὺς τρεῖς μέγιστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν, θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τὸν Μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἱερούς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν κάματον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.
Μεγαλυνάριον.
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε Πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118), ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε στὴ βασιλικὴ ἐξουσία τὸν Νικηφόρο Γ’ τὸν Βοτενειάτη (1078 – 1081), ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σὲ λόγιους καὶ ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τὸν Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καὶ ὑπέροχη φυσιογνωμία. Ἄλλοι τοποθετοῦσαν ψηλὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο καὶ τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Γρηγόριο καί, τέλος, ἄλλοι, προσκείμενοι στὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, θεωροῦσαν αὐτὸν ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν Χρυσόστομο. Ἡ φιλονικία αὐτὴ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ διαιρεθοῦν τὰ πλήθη τῶν Χριστιανῶν καὶ ἄλλοι ὀνομάζονταν «Ἰωαννίτες», ἄλλοι «Βασιλεῖτες» καὶ ἄλλοι «Γρηγορίτες».
Στὴν ἔριδα αὐτὴ ἔθεσε τέλος ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων, Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς μέγιστους αὐτοὺς Ἱεράρχες, πρῶτα καθένα χωριστὰ καὶ στὴ συνέχεια καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν: «Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζει ἢ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀντιδικοῦμε. Ὅμως, κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιαίτερες χρονικὲς συγκυρίες καὶ περιστάσεις ποὺ βρέθηκε ὁ καθένας μας, κινούμενοι καὶ καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σὲ συγγράμματα καὶ μὲ τὸν τρόπο του ὁ καθένας, διδασκαλίες ποὺ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, τὶς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στὶς ὁποῖες μπορέσαμε νὰ διεισδύσουμε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὶς συμπεριλάβαμε σὲ συγγράμματα ποὺ ἐκδώσαμε. Καὶ ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος, οὔτε δεύτερος, ἀλλά, ἂν πεῖς τὸν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καὶ οἱ δυὸ ἄλλοι. Σήκω, λοιπόν, καὶ δῶσε ἐντολὴ στοὺς φιλονικοῦντες νὰ σταματήσουν τὶς ἔριδες καὶ νὰ πάψουν νὰ χωρίζονται γιὰ ἐμᾶς. Γιατί ἐμεῖς, καὶ στὴν ἐπίγεια ζωὴ ποὺ εἴμασταν καὶ στὴν οὐράνια ποὺ μεταβήκαμε, φροντίζαμε καὶ φροντίζουμε νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ὁδηγοῦμε σὲ ὁμόνοια τὸν κόσμο. Καὶ ὅρισε μία ἡμέρα νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ ἡ μνήμη μας καὶ καθὼς εἶναι χρέος σου, νὰ ἐνεργήσεις νὰ εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ συνταχθεῖ ἡ ἱερὴ ἀκολουθία. Ἀκόμη ἕνα χρέος σου, νὰ παραδόσεις στὶς μελλοντικὲς γενιὲς ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιὰ τὸν Θεό. Βεβαίως καὶ ἐμεῖς θὰ συμπράξουμε γιὰ τὴ σωτηρία ἐκείνων ποὺ θὰ ἑορτάζουν τὴν μνήμη μας, γιατί ἔχουμε καὶ ἐμεῖς παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι ὁ Ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων Ἰωάννης ἀνέλαβε τὴ συμφιλίωση τῶν διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου καὶ συνέγραψε καὶ κοινὴ Ἀκολουθία, ἀντάξια τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων.
Ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς Συνάξεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν Μεγάλων Διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι δίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο τοὺς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐξ’ αἰτίας τῆς ταπεινώσεώς τους μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, ἔχουν λάβει τὸ χάρισμα νὰ ἐκφράζουν τὴν καθολικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅ,τι διδάσκουν δὲν εἶναι ἁπλῶς δική τους σκέψη ἢ προσωπική τους πεποίθηση, ἀλλὰ εἶναι ἐπιπλέον ἡ ἴδια ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας, γιατί μιλοῦν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καθολικῆς της πληρότητας.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰώνα μ.Χ. ἀνεγέρθη ναὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα σχεδὸν στὴ μονὴ τῆς Παναχράντου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τοὺς τρεῖς μέγιστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι, δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν, θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τὸν Μέγαν, καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἱερούς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν κάματον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τοὺς Ἁγίους σου.
Μεγαλυνάριον.
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε Πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.
Αγία Χρυσή
Χρυσῆ βυθῷ βληθεῖσα, παστῷ τοῦ πόλου,
Νύμφη πρόσεισι προσφάτως λελουμένη.
Νύμφη πρόσεισι προσφάτως λελουμένη.
Η Αγία Μάρτυς Χρυσή καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, και μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου (περί το 269 μ.Χ.).
Όταν συνελήφθη απ' τους ειδωλολάτρες, στην αρχή άνοιξαν τις πλευρές της και έκαψαν τις πληγές της με αναμμένες λαμπάδες. Έπειτα έσπασαν με πέτρες τα σαγόνια της, και με μολύβδινα σφαιρίδια τη ράχη της. Αλλά αυτή, αν και κατατραυματισμένη και ενώ πέθαινε, ομολογούσε την πίστη της. Η δε θηριωδία των φονέων της ήταν τέτοια, που αφού έθεσαν στο λαιμό της μεγάλη πέτρα, την έριξαν στον βυθό της θάλασσας. Αλλά τί κι αν το σώμα της εξαφανίστηκε απ' τα νερά, η μνήμη της παρέμεινε αιώνια και αθάνατη, περισσότερο χρυσή από το λαμπρότατο όνομα της.
Όταν συνελήφθη απ' τους ειδωλολάτρες, στην αρχή άνοιξαν τις πλευρές της και έκαψαν τις πληγές της με αναμμένες λαμπάδες. Έπειτα έσπασαν με πέτρες τα σαγόνια της, και με μολύβδινα σφαιρίδια τη ράχη της. Αλλά αυτή, αν και κατατραυματισμένη και ενώ πέθαινε, ομολογούσε την πίστη της. Η δε θηριωδία των φονέων της ήταν τέτοια, που αφού έθεσαν στο λαιμό της μεγάλη πέτρα, την έριξαν στον βυθό της θάλασσας. Αλλά τί κι αν το σώμα της εξαφανίστηκε απ' τα νερά, η μνήμη της παρέμεινε αιώνια και αθάνατη, περισσότερο χρυσή από το λαμπρότατο όνομα της.
Ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες
Τόλμῃ θάλασσαν Ἱππόλυτος εἰσδύνει,
Οἷα κροαίνων ἵππος ἐν λείῳ πέδῳ.
Ἱππόλυτον πόντου τριακοστῇ ἔκτανε ῥεῦμα.
Οἷα κροαίνων ἵππος ἐν λείῳ πέδῳ.
Ἱππόλυτον πόντου τριακοστῇ ἔκτανε ῥεῦμα.
Κενσουρίνος, Σαβαΐνος, Χρυσή, Φήλιξ, Μάξιμος, Ἐρκούλιος, Βενέριος, Στυράκιος, Μηνᾶς, Κόμοδος, Ἑρμῆς, Μαῦρος, Εὐσέβιος, Ρουστίκιος, Μονάγριος, Ἀμάνδινος, Ὀλύμπινος, Κύπριος, Θεόδωρος ὁ Τριβούνιος, Μάξιμος
Πρεσβύτερος, Ἀρχέλαος Διάκονος, Κυριάκος Ἐπίσκοπος καὶ Μάξιμος ἕτερος Πρεσύτερος
Πρεσβύτερος, Ἀρχέλαος Διάκονος, Κυριάκος Ἐπίσκοπος καὶ Μάξιμος ἕτερος Πρεσύτερος
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἄθλησαν ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Κλαυδίου Β’ (268 – 269 μ.Χ.) καὶ ἡγεμονίας Βικαρίου τοῦ Οὐλπίου Ρωμύλου.
Ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ μαγίστρου καὶ τοῦ πρώτου τῆς συγκλήτου. Μετὰ ἀπὸ διαβολές, συνελήφθη καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Παρὰ τὰ βασανιστήρια ἐκεῖνος ὁμολογοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος στὴ φυλακή, εἴκοσι στρατιῶτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο.
Ἡ Ἁγία Χρυσὴ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Τὸν ὑπηρέτη τῆς Μάρτυρος Χρυσῆς, Ἅγιο Σαβαΐνο, τὸν κτύπησαν μὲ βαριὲς σφαῖρες στὸν αὐχένα, τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ σπλάγχνα. Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ γενόμενα ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, παρουσιάσθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ διαμαρτυρόμενος τὸν ἔλεγξε. Ἐκεῖνος ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ καὶ συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ἱππόλυτο μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία του.
Μετὰ ἀπὸ τὰ ραπίσματα καὶ τὶς κακώσεις, τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἔτσι τελειώθησαν οἱ Ἅγιοι καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς τῶν ψυχῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ μαγίστρου καὶ τοῦ πρώτου τῆς συγκλήτου. Μετὰ ἀπὸ διαβολές, συνελήφθη καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Παρὰ τὰ βασανιστήρια ἐκεῖνος ὁμολογοῦσε μὲ ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Κενσουρίνος στὴ φυλακή, εἴκοσι στρατιῶτες πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο.
Ἡ Ἁγία Χρυσὴ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Τὸν ὑπηρέτη τῆς Μάρτυρος Χρυσῆς, Ἅγιο Σαβαΐνο, τὸν κτύπησαν μὲ βαριὲς σφαῖρες στὸν αὐχένα, τὸν κρέμασαν σὲ ξύλο καὶ τοῦ κατέκαψαν τὰ σπλάγχνα. Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ γενόμενα ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, παρουσιάσθηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ διαμαρτυρόμενος τὸν ἔλεγξε. Ἐκεῖνος ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ καὶ συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ἱππόλυτο μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία του.
Μετὰ ἀπὸ τὰ ραπίσματα καὶ τὶς κακώσεις, τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἔτσι τελειώθησαν οἱ Ἅγιοι καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων ὁμότροποι, καὶ τῆς οἰκουμένης Διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς τῶν ψυχῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Άγιος Κενσουρίνος
Τείνων τράχηλον τῷ ξίφει Κενσουρῖνος,
Ἣν οἷα ξυρῶ τοῖς συνάθλοις ἀκόνη.
Ἣν οἷα ξυρῶ τοῖς συνάθλοις ἀκόνη.
Ο Άγιος Κενσουρίνος μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Κλαυδίου του Β' (268 - 9 μ.Χ.).
Κατείχε το αξίωμα του μαγίστρου και του πρώτου της συγκλήτου. Μετά από διαβολές, συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή. Παρά τα βασανιστήρια εκείνος ομολογούσε με επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Από τα θαύματα που επιτέλεσε ο Άγιος Κενσουρίνος στη φυλακή, είκοσι στρατιώτες πίστεψαν στον Χριστό και αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Άγιο.
Κατείχε το αξίωμα του μαγίστρου και του πρώτου της συγκλήτου. Μετά από διαβολές, συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή. Παρά τα βασανιστήρια εκείνος ομολογούσε με επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Από τα θαύματα που επιτέλεσε ο Άγιος Κενσουρίνος στη φυλακή, είκοσι στρατιώτες πίστεψαν στον Χριστό και αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Άγιο.
Άγιος Σαβαΐνος
Σπλάγχνα φλέγουσι Σαβαΐνου λαμπάσι,
Τὰ παμπόνηρα τέκνα τῆς ἀσπλαγχνίας.
Τὰ παμπόνηρα τέκνα τῆς ἀσπλαγχνίας.
Ο Άγιος Μάρτυς Σαβαΐνος ήταν υπηρέτης της Μάρτυρος Χρυσής (βλέπε ίδια ημέρα). Αφού οι ειδωλολάτρες τον κτύπησαν με βαριές σφαίρες στον αυχένα, τον κρέμασαν σε ξύλο και του κατέκαψαν τα σπλάγχνα. Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Νέος
Ὁ Θεόφιλος τὴν φίλην τμᾶται κάραν,
Θεοὺς φιλῆσαι μὴ θελήσας βαρβάρων.
Θεοὺς φιλῆσαι μὴ θελήσας βαρβάρων.
Πολλὰ παραδείγματα ἀδελφικῶν σχέσεων, στενὴς συνεργασίας καὶ ὑπέροχης αὐτοθυσίας συναντᾶμε στὴν ἱστορία καὶ ζωὴ διαφόρων λαῶν.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ βρίσκουμε στὴν πορεία τοῦ λαοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου ξεπερνοῦν κάθε δυνατὴ φαντασία καὶ περιγραφή.
Ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ἡ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλεγγύη τῶν κατοίκων τῶν δυὸ αὐτῶν τμημάτων τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε ἑνιαία καὶ ζηλευτή.
Κοινὴ παρουσιάζεται ἡ τύχη τους. Κοινὴ καὶ ἡ ἱστορία καὶ ὁ πολιτισμός τους. Καὶ δικαιολογημένα.
Ὁ ἴδιος λαὸς εἶναι ποὺ κατοικεῖ καὶ στὰ δύο αὐτὰ μέρη. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μαρτυρεῖ καὶ διακηρύττει τόσον ἡ γλώσσα καὶ Θρησκεία, καὶ ζωὴ τῶν κατοίκων τους, ὅσον καὶ οἱ περιπέτειές τους.
Ἕνα περιστατικό, ἐξαιρετικὰ συγκινητικὸ μεταξὺ τόσων ἄλλων εἶναι καὶ τοῦτο, ποὺ συνέβη στὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια (642 – 1071 μ.Χ.) μὲ ἥρωα, μάρτυρα καὶ ὁμολογητὴ τὸν Ἅγιο Θεόφιλο τὸν Νέο. Γι’ αὐτὸν καὶ οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ὁ ὁμολογητὴς Θεόφιλος γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν πάλαι ποτὲ βασιλίδα τῶν πόλεων καὶ πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι χριστιανοὶ φρόντισαν νὰ δώσουν στὸ παιδί τους ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ μόρφωση καὶ ἀνατροφή. Ὁδηγό τους καὶ σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ἔβαλαν οἱ πιστοὶ γονεῖς τοῦ θείου ἀποστόλου τὰ θεόπνευστα λόγια. «Οἱ πατέρες ἐκτρέφετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου’. (Ἐφεσ. στ’ 4).
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν τους Θαυμαστό. Μεγαλωμένος ὁ Θεόφιλος μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια καὶ μὲ πρότυπο τὴν ὅλη ζωὴ τῶν γονιῶν του ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς συνομήλικές του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Αὐτὸ γίνεται συχνά. Τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντα βασικὸ ρόλο στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Τί εὐλογία θὰ ἦταν, ἂν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ εἶχαν συνέχεια μπροστὰ στὰ μάτια τους οἱ γονεῖς. Εἰδικὰ σήμερα ποὺ οἱ ποικίλοι πειρασμοὶ ἔχουν αὐξηθεῖ ὑπερβολικά, ἡ προσεκτικὴ ζωὴ τῶν γονιῶν πολλὰ κακὰ θὰ εἶχε προλάβει.
Πολλοὶ φυσικὰ καὶ τότε οἱ πειρασμοὶ καὶ τοῦ πονηροῦ οἱ παγίδες. Μὲ τὰ ὄπλα ὅμως τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὸ παιδὶ μεγάλωνε ἀνάλογα, ὥστε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ἀνέλθει καὶ στὸ ἀξίωμα τοῦ μέλους τῆς συγκλήτου καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλους πρόσωπο σεβαστό. Αὐτὸ ἔγινε τὴν ἐποχὴ ποὺ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων βρισκόντουσαν οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καὶ Εἰρήνη, ἡ δὲ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἦταν διηρημένη διοικητικὰ σὲ ἐπαρχίες ποὺ ὀνομαζόντουσαν Θέματα. Μιὰ τέτοια Ἐπαρχία – Θέμα, ἦταν καὶ ἡ Ἐπαρχία τῶν Κιβυρραιωτῶν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Καρίας, τὰ Κίβυρρα. Οἱ κάτοικοι τοῦ θέματος αὐτοῦ ἦταν περίφημοι ναυτικοὶ κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς καὶ τὴν καθοδήγηση τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Γι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὸν στόλο τῶν Κιθυρραιωτῶν εἶχε ἀνατεθεῖ τότε ἡ ἐπιτήρηση καὶ φύλαξη τῶν θαλασσῶν τῆς Μεσογείου καὶ ἰδιαίτερα τῆς θαλάσσιας ὁδοῦ ποὺ διέρχεται μεταξὺ Κιλικίας καὶ Κύπρου. Οἱ Ἄραβες – Σαρακηνοὶ καὶ τὸ Ἰσλὰμ τοῦτο τὸν καιρὸ ἁλώνιζαν κυριολεκτικὰ αὐτὰ τὰ μέρη. Ὡς στρατηγὸς τῶν Κιβυρραιωτῶν εἶχε ὁρισθεῖ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Θεόφιλος ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὴν γενναιότητά του.
Τὸ ἔτος 800 μ.Χ. ὅπως ἀναφέρει στὴ χρονογραφία του ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ποὺ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ – ἡ μονὴ βρισκόταν στὴν περιοχὴ Κωνσταντινουπόλεως – ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη στὸν Θεόφιλο εἶχε ἀναθέσει τὴν εὐθύνη νὰ παρακολουθεῖ τὸν ἀραβικὸ στόλο ποὺ ἔγινε ὁ κακὸς δαίμων τῆς Κύπρου. Ὁ Θεόφιλος εἶχε μαζί του ἀκόμη δύο στρατηγοὺς γιὰ νὰ τὸν βοηθοῦν. Καὶ αὐτοὶ εἶχαν δώσει τὸν λόγο τους, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἐγκατέλειπαν τὸν ἀρχηγό, ἀλλὰ μαζί του θὰ ἦταν ἕτοιμοι καὶ νὰ συναποθάνουν. Πόσο εὔκολα μερικὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι δίνουμε ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ καί, πόσο εὐκολότερα τὶς ξεχνοῦμε.
Ἕνα πράγμα ἀξίζει ἐδῶ πολὺ νὰ προσεχθεῖ. Ἡ χειρονομία τῆς Αὐτοκράτειρας Εἰρήνης. Σὰν ὑπεύθυνη ἀρχόντισσα τῆς μητέρας αὐτοκρατορίας φροντίζει μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς θυγατρὸς Κύπρου, ἑνὸς πολύτιμου τμήματος τῆς Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας ποὺ κινδύνευε κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων Σαρακηνῶν.
Ὅταν τὸ Βυζαντινὸ ναυτικὸ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Θεόφιλο ἔφθασε στὰ Μύρα τῆς Λυκίας, ὅλοι οἱ στρατηγοὶ παρέκαμψαν τὸ ἀκρωτήριο τῶν Χελιδονιῶν καὶ προχώρησαν νὰ εἰσέλθουν στὸν κόλπο τῆς Ἀττάλειας. Οἱ Ἄραβες, ἀφοῦ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν καλὸ καιρὸ καὶ τὴν ὑπάρχουσα γαλήνη περιφέρονταν ἥσυχοι στὸ πέλαγος μεταξὺ Κύπρου καὶ Μ. Ἀσίας. Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ στρατηγοὶ τῶν Βυζαντινῶν τοὺς εἶδαν νὰ κινοῦνται ἥσυχοι καὶ ἀνενόχλητοι παρετάχθησαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν. Ὁ ἀρχηγὸς μάλιστα τῶν Κιβυρραιωτῶν Θεόφιλος, ἄνδρας ρωμαλέος καὶ πολὺ ἱκανός, στὸ ἀντίκρισμα τῶν Σαρακηνῶν, ἔλαβε τὸ θάρρος καὶ προχώρησε μὲ τὸ πλοῖο του μπροστὰ ἀπὸ τὸν στόλο καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη κτύπησε τὸν ἐχθρό. Ἡ ἐπίθεση στὴν ἀρχὴ εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία. Οἱ ἐχθροὶ κτυπημένοι ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὰ ἔχασαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ παραδοθοῦν.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ βρίσκουμε στὴν πορεία τοῦ λαοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου ξεπερνοῦν κάθε δυνατὴ φαντασία καὶ περιγραφή.
Ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ἡ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλεγγύη τῶν κατοίκων τῶν δυὸ αὐτῶν τμημάτων τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε ἑνιαία καὶ ζηλευτή.
Κοινὴ παρουσιάζεται ἡ τύχη τους. Κοινὴ καὶ ἡ ἱστορία καὶ ὁ πολιτισμός τους. Καὶ δικαιολογημένα.
Ὁ ἴδιος λαὸς εἶναι ποὺ κατοικεῖ καὶ στὰ δύο αὐτὰ μέρη. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια μαρτυρεῖ καὶ διακηρύττει τόσον ἡ γλώσσα καὶ Θρησκεία, καὶ ζωὴ τῶν κατοίκων τους, ὅσον καὶ οἱ περιπέτειές τους.
Ἕνα περιστατικό, ἐξαιρετικὰ συγκινητικὸ μεταξὺ τόσων ἄλλων εἶναι καὶ τοῦτο, ποὺ συνέβη στὰ μεσοβυζαντινὰ χρόνια (642 – 1071 μ.Χ.) μὲ ἥρωα, μάρτυρα καὶ ὁμολογητὴ τὸν Ἅγιο Θεόφιλο τὸν Νέο. Γι’ αὐτὸν καὶ οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ὁ ὁμολογητὴς Θεόφιλος γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν πάλαι ποτὲ βασιλίδα τῶν πόλεων καὶ πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ γονεῖς του πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι χριστιανοὶ φρόντισαν νὰ δώσουν στὸ παιδί τους ἀπὸ τὴν βρεφική του ἡλικία τὴν ἀνάλογη χριστιανικὴ μόρφωση καὶ ἀνατροφή. Ὁδηγό τους καὶ σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο ἔβαλαν οἱ πιστοὶ γονεῖς τοῦ θείου ἀποστόλου τὰ θεόπνευστα λόγια. «Οἱ πατέρες ἐκτρέφετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου’. (Ἐφεσ. στ’ 4).
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν τους Θαυμαστό. Μεγαλωμένος ὁ Θεόφιλος μὲ τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια καὶ μὲ πρότυπο τὴν ὅλη ζωὴ τῶν γονιῶν του ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς συνομήλικές του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Αὐτὸ γίνεται συχνά. Τὸ παράδειγμα τῶν γονιῶν παίζει πάντα βασικὸ ρόλο στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Τί εὐλογία θὰ ἦταν, ἂν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ εἶχαν συνέχεια μπροστὰ στὰ μάτια τους οἱ γονεῖς. Εἰδικὰ σήμερα ποὺ οἱ ποικίλοι πειρασμοὶ ἔχουν αὐξηθεῖ ὑπερβολικά, ἡ προσεκτικὴ ζωὴ τῶν γονιῶν πολλὰ κακὰ θὰ εἶχε προλάβει.
Πολλοὶ φυσικὰ καὶ τότε οἱ πειρασμοὶ καὶ τοῦ πονηροῦ οἱ παγίδες. Μὲ τὰ ὄπλα ὅμως τῆς προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὸ παιδὶ μεγάλωνε ἀνάλογα, ὥστε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀξιωθεῖ νὰ ἀνέλθει καὶ στὸ ἀξίωμα τοῦ μέλους τῆς συγκλήτου καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλους πρόσωπο σεβαστό. Αὐτὸ ἔγινε τὴν ἐποχὴ ποὺ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων βρισκόντουσαν οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καὶ Εἰρήνη, ἡ δὲ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἦταν διηρημένη διοικητικὰ σὲ ἐπαρχίες ποὺ ὀνομαζόντουσαν Θέματα. Μιὰ τέτοια Ἐπαρχία – Θέμα, ἦταν καὶ ἡ Ἐπαρχία τῶν Κιβυρραιωτῶν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Καρίας, τὰ Κίβυρρα. Οἱ κάτοικοι τοῦ θέματος αὐτοῦ ἦταν περίφημοι ναυτικοὶ κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς καὶ τὴν καθοδήγηση τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Γι’ αὐτὸ καὶ εἰς τὸν στόλο τῶν Κιθυρραιωτῶν εἶχε ἀνατεθεῖ τότε ἡ ἐπιτήρηση καὶ φύλαξη τῶν θαλασσῶν τῆς Μεσογείου καὶ ἰδιαίτερα τῆς θαλάσσιας ὁδοῦ ποὺ διέρχεται μεταξὺ Κιλικίας καὶ Κύπρου. Οἱ Ἄραβες – Σαρακηνοὶ καὶ τὸ Ἰσλὰμ τοῦτο τὸν καιρὸ ἁλώνιζαν κυριολεκτικὰ αὐτὰ τὰ μέρη. Ὡς στρατηγὸς τῶν Κιβυρραιωτῶν εἶχε ὁρισθεῖ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Θεόφιλος ποὺ διακρινόταν γιὰ τὸν πατριωτισμὸ καὶ τὴν γενναιότητά του.
Τὸ ἔτος 800 μ.Χ. ὅπως ἀναφέρει στὴ χρονογραφία του ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ποὺ ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ – ἡ μονὴ βρισκόταν στὴν περιοχὴ Κωνσταντινουπόλεως – ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη στὸν Θεόφιλο εἶχε ἀναθέσει τὴν εὐθύνη νὰ παρακολουθεῖ τὸν ἀραβικὸ στόλο ποὺ ἔγινε ὁ κακὸς δαίμων τῆς Κύπρου. Ὁ Θεόφιλος εἶχε μαζί του ἀκόμη δύο στρατηγοὺς γιὰ νὰ τὸν βοηθοῦν. Καὶ αὐτοὶ εἶχαν δώσει τὸν λόγο τους, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ἐγκατέλειπαν τὸν ἀρχηγό, ἀλλὰ μαζί του θὰ ἦταν ἕτοιμοι καὶ νὰ συναποθάνουν. Πόσο εὔκολα μερικὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι δίνουμε ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ καί, πόσο εὐκολότερα τὶς ξεχνοῦμε.
Ἕνα πράγμα ἀξίζει ἐδῶ πολὺ νὰ προσεχθεῖ. Ἡ χειρονομία τῆς Αὐτοκράτειρας Εἰρήνης. Σὰν ὑπεύθυνη ἀρχόντισσα τῆς μητέρας αὐτοκρατορίας φροντίζει μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς θυγατρὸς Κύπρου, ἑνὸς πολύτιμου τμήματος τῆς Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας ποὺ κινδύνευε κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων Σαρακηνῶν.
Ὅταν τὸ Βυζαντινὸ ναυτικὸ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Θεόφιλο ἔφθασε στὰ Μύρα τῆς Λυκίας, ὅλοι οἱ στρατηγοὶ παρέκαμψαν τὸ ἀκρωτήριο τῶν Χελιδονιῶν καὶ προχώρησαν νὰ εἰσέλθουν στὸν κόλπο τῆς Ἀττάλειας. Οἱ Ἄραβες, ἀφοῦ ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν καλὸ καιρὸ καὶ τὴν ὑπάρχουσα γαλήνη περιφέρονταν ἥσυχοι στὸ πέλαγος μεταξὺ Κύπρου καὶ Μ. Ἀσίας. Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ στρατηγοὶ τῶν Βυζαντινῶν τοὺς εἶδαν νὰ κινοῦνται ἥσυχοι καὶ ἀνενόχλητοι παρετάχθησαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν. Ὁ ἀρχηγὸς μάλιστα τῶν Κιβυρραιωτῶν Θεόφιλος, ἄνδρας ρωμαλέος καὶ πολὺ ἱκανός, στὸ ἀντίκρισμα τῶν Σαρακηνῶν, ἔλαβε τὸ θάρρος καὶ προχώρησε μὲ τὸ πλοῖο του μπροστὰ ἀπὸ τὸν στόλο καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη κτύπησε τὸν ἐχθρό. Ἡ ἐπίθεση στὴν ἀρχὴ εἶχε μεγάλη ἐπιτυχία. Οἱ ἐχθροὶ κτυπημένοι ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τὰ ἔχασαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ παραδοθοῦν.
Ὅταν ὅμως οἱ στρατηγοὶ εἶδαν τὴν ἀνδρεία τοῦ Θεόφιλου καὶ ἀντιλήφθησαν τὶς διαθέσεις τῶν Ἀράβων, ζήλευσαν τὴ δόξα του καὶ ἀφοῦ τὸν ἐγκατέλειψαν ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ναυμαχία. Ὁ Θεόφιλος ὅμως ἀλύγιστος συνέχισε τὸν ἀγώνα γιὰ πολὺ χρόνο καὶ ὅταν ἀκόμη ἔμεινε μόνος μὲ τοὺς ναῦτες ποὺ ἦταν στὸν δρόμωνά του. Δυστυχῶς ἐπειδὴ τὰ πλοῖα τῶν Σαρακηνῶν ἦταν πολὺ περισσότερα, περικυκλώθηκε ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὸ τέλος συνελήφθηκε αἰχμάλωτος.
Τί μεγάλο κακὸ ἀλήθεια ἡ ζήλια! «Φθόνος οὐκ εἶδε προτιμᾶν τὸ συμφέρον» λέγει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ γενναῖος Θεόφιλος μετὰ τὴ σύλληψή του μὲ τὰ χέρια δεμένα πισθάγκωνα ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἀρχηγὸ τῶν Σαρακηνῶν, τὸν τρομερὸ Χαλίφη τῆς Βαγδάτης Ἀροῦν ἀλ Ρασίντ. Ὁ τρομερὸς χαλίφης στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παλικαριοῦ θαύμασε τὴ λεβεντιὰ ποὺ ἔβλεπε στὴν προσωπικότητά του καὶ ἀμέσως σκέφθηκε πώς, ἂν μὲ τὸν τρόπο του κατόρθωνε νὰ πείσει τὸ παλικάρι νὰ τὸν ἀκολουθήσει θὰ πετύχαινε τὴν πιὸ μεγάλη νίκη. Μὲ προσποιητὴ λοιπὸν εὐγένεια, ὅταν ὁ Θεόφιλος πλησίασε ἄρχισε νὰ τοῦ κάνει διάφορες προτάσεις, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ χαρίσει διάφορες δωρεές. Σ' ὅλες αὐτὲς τὶς προτάσεις τοῦ Βάρβαρου χαλίφη ὁ πιστὸς καὶ ἄκαμπτος χριστιανὸς ἐπέδειξε ὅλο τὸ μεγαλεῖο τοῦ χαρακτήρα του.
Στὴν πρόταση ἐξαναγκασμοῦ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ θρησκεία του καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μωαμεθανισμὸ ὁ πιστὸς Θεόφιλος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε ἀλλὰ καὶ ἔφτυσε στὸ πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ρασὶντ λέγοντας: «Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν ὁποία ὁ κάθε πιστὸς ἐπιτυγχάνει ὄχι μόνο τὴν εὐτυχία ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία του». Στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀροῦν ἀλ Ρασίντ, ὅτι ὁ μωαμεθανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ προφήτου του Μωάμεθ, ὁ Θεόφιλος δὲν δυσκολεύθηκε νὰ χλευάσει τὴν ἄθεη πίστη καὶ νὰ εἰρωνευτεῖ τοὺς κρατοῦντες καὶ ὑβριστές του.
Τὴν ἄρνησή του ὁ ὁμολογητὴς πλήρωσε μὲ ἕνα σωρὸ ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ παραμονὴ σὲ σκοτεινὴ καὶ πολὺ ἀνθυγιεινὴ φυλακὴ ἐπὶ τετραετία ὁλόκληρο. Κατὰ τὸ μακρὺ αὐτὸ διάστημα παρὰ τὰ συχνὰ καὶ ἀνείπωτα βασανιστήρια τῶν κρατούντων ὁ πιστὸς χριστιανὸς καὶ ἀλύγιστος ὁμολογητὴς ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἄκαμπτος. Μπροστὰ στὰ μάτια του ἔχει πάντα τὰ λόγια Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου μας. «Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴ μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. γ’ 28). Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι, εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η’ 18). Δηλαδὴ μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα, δὲν ἔχουν ὅμως τὴ δύναμη νὰ θανατώσουν τὴν ψυχή. Αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουμε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἂν τὰ συγκρίνουμε πρὸς τὴ δόξα ποὺ μέλλει νὰ μᾶς φανερωθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ κάποια μέρα σὲ μᾶς.
Τί μεγάλο κακὸ ἀλήθεια ἡ ζήλια! «Φθόνος οὐκ εἶδε προτιμᾶν τὸ συμφέρον» λέγει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ γενναῖος Θεόφιλος μετὰ τὴ σύλληψή του μὲ τὰ χέρια δεμένα πισθάγκωνα ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἀρχηγὸ τῶν Σαρακηνῶν, τὸν τρομερὸ Χαλίφη τῆς Βαγδάτης Ἀροῦν ἀλ Ρασίντ. Ὁ τρομερὸς χαλίφης στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παλικαριοῦ θαύμασε τὴ λεβεντιὰ ποὺ ἔβλεπε στὴν προσωπικότητά του καὶ ἀμέσως σκέφθηκε πώς, ἂν μὲ τὸν τρόπο του κατόρθωνε νὰ πείσει τὸ παλικάρι νὰ τὸν ἀκολουθήσει θὰ πετύχαινε τὴν πιὸ μεγάλη νίκη. Μὲ προσποιητὴ λοιπὸν εὐγένεια, ὅταν ὁ Θεόφιλος πλησίασε ἄρχισε νὰ τοῦ κάνει διάφορες προτάσεις, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ χαρίσει διάφορες δωρεές. Σ' ὅλες αὐτὲς τὶς προτάσεις τοῦ Βάρβαρου χαλίφη ὁ πιστὸς καὶ ἄκαμπτος χριστιανὸς ἐπέδειξε ὅλο τὸ μεγαλεῖο τοῦ χαρακτήρα του.
Στὴν πρόταση ἐξαναγκασμοῦ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ θρησκεία του καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μωαμεθανισμὸ ὁ πιστὸς Θεόφιλος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε ἀλλὰ καὶ ἔφτυσε στὸ πρόσωπο τῶν ἀνθρώπων τοῦ Ρασὶντ λέγοντας: «Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴν ὁποία ὁ κάθε πιστὸς ἐπιτυγχάνει ὄχι μόνο τὴν εὐτυχία ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία του». Στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀροῦν ἀλ Ρασίντ, ὅτι ὁ μωαμεθανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο διὰ τοῦ προφήτου του Μωάμεθ, ὁ Θεόφιλος δὲν δυσκολεύθηκε νὰ χλευάσει τὴν ἄθεη πίστη καὶ νὰ εἰρωνευτεῖ τοὺς κρατοῦντες καὶ ὑβριστές του.
Τὴν ἄρνησή του ὁ ὁμολογητὴς πλήρωσε μὲ ἕνα σωρὸ ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμοὺς καὶ παραμονὴ σὲ σκοτεινὴ καὶ πολὺ ἀνθυγιεινὴ φυλακὴ ἐπὶ τετραετία ὁλόκληρο. Κατὰ τὸ μακρὺ αὐτὸ διάστημα παρὰ τὰ συχνὰ καὶ ἀνείπωτα βασανιστήρια τῶν κρατούντων ὁ πιστὸς χριστιανὸς καὶ ἀλύγιστος ὁμολογητὴς ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἄκαμπτος. Μπροστὰ στὰ μάτια του ἔχει πάντα τὰ λόγια Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου μας. «Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴ μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. γ’ 28). Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι, εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η’ 18). Δηλαδὴ μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα, δὲν ἔχουν ὅμως τὴ δύναμη νὰ θανατώσουν τὴν ψυχή. Αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουμε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἂν τὰ συγκρίνουμε πρὸς τὴ δόξα ποὺ μέλλει νὰ μᾶς φανερωθεῖ καὶ νὰ δοθεῖ κάποια μέρα σὲ μᾶς.
Μὲ ὁδηγὸ τοῦτα τὰ λόγια καὶ συντροφιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ βαθιά του πίστη περνάει τὶς ἡμέρες καὶ τὶς ὦρες του στὴ φυλακὴ μὲ τὸ μυαλό του δοσμένο στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ ποὺ ὑπόσχεται καὶ λέγει: «Τέκνον οὗ μὴ σὲ ἄνω οὗ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω». Παιδί μου, δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, ποτὲ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω. Μεῖνε μόνο κοντά μου. Κοντά μου καὶ «πιστὸς μέχρι θανάτου». Πιστὸς μέχρι θανάτου περνάει καὶ ὁ Θεόφιλος τὶς ἡμέρες του στὴ βρώμικη φυλακὴ τοῦ βάρβαρου Σαρακηνοῦ.
Τέσσερα χρόνια μαρτυρικῆς ζωῆς πέρασε ὁ ἀλύγιστος χριστιανὸς ἀγωνιστής. Μιὰ μέρα ποὺ οἱ βάρβαροι εἶχαν τὸ μπαϊράμι τους ἔφεραν στὴ γιορτή τους καὶ τὸν πιστὸ Θεόφιλο κι ἄρχισαν ἕνας – ἕνας νὰ τὸν προτρέπουν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη του, νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ γιορτάσει μαζί τους. Ὁ Θεόφιλος σὲ ὅλες τὶς προτάσεις τους αὐτὲς ἔδινε μία ἀπάντηση.
- Γεννήθηκα χριστιανός. Μεγάλωσα χριστιανός. Θὰ πεθάνω χριστιανός.
Στὴν ἀπάντησή του αὐτὴ ὕβρεις καὶ κτυπήματα δεχόταν ἀπὸ τῶν βαρβάρων τὰ πλήθη. Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βαρβάρων ἄρχισαν νὰ ὑβρίζουν καὶ νὰ βλασφημοῦν τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Λυτρωτή μας, ὁ Θεόφιλος δὲν κρατήθηκε ἀλλὰ ἀνταπέδωσε τὴν ὕβρη γιὰ τὴ θρησκεία τους καὶ τὰ πιστεύω τους. Ἡ θαρραλέα τοῦ Θεόφιλου στάση καὶ ἀπάντηση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθεῖ αὐτὸς στὴ μέση τοῦ διασκεδάζοντος πλήθους καὶ νὰ δεχθεῖ τὸν διὰ ξίφους θάνατο. Ἔτσι ἔκλεισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀδούλωτου χριστιανοῦ. Τοῦτο σημειώνει ὁ Ἅγιος Θεοφάνης: «Τὴν διὰ ξίφους τιμωρίαν ὑπομείνας, μάρτυς ἄριστος ἀνεδείχθη».
Τὸ λείψανο τοῦ γενναίου ὁμολογητοῦ καὶ νέου μάρτυρος Θεοφίλου οἱ κατοικοῦντες ἐκεῖ χριστιανοὶ τὸ παρέλαβαν μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὸ κήδεψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ εὐλάβεια. Ἡ μνήμη τοῦ ἀκλόνητου χριστιανοῦ τιμᾶται ἀπὸ μὲν τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὴν 30η Ἰανουαρίου, ἀπὸ δὲ τὴ Δυτικὴ τὴν 22α Ἰουλίου.
Μὲ μία ἄρνηση τῆς πίστης ὁ Θεόφιλος θὰ μποροῦσε νὰ γλυτώσει τὴν ζωή του. Ὁ ἀλύγιστος ὅμως ἀγωνιστὴς προτίμησε νὰ ἐφαρμόσει τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ λόγια ποὺ σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τῆς Ἀποκαλύψεως. «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». (Ἀποκάλυψη β’ 10). Κι ἔμεινε πιστὸς μέχρι θανάτου.
Τί εὐλογία τὰ λόγια αὐτὰ νὰ γινόντουσαν καὶ γιὰ μᾶς καὶ τὴ σημερινὴ νεολαία σύνθημα ζωῆς!
Ἅγιε Θεόφιλε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίω φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ τὴν θεότητα· ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ Κυρίου σου.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Θαλάσσης νοητής, διαπλεύσας τὸ κύτος, λιμένα οὐρανοῦ, εἰς κατάπαυσιν εὖρες, Θεόφιλε ἔνδοξε, ὡς πὲρ ναῦς χριστοσφράγιστος, πλάνην Ἄγαρ δέ, ἐκμυκτηρίσας ἐμφρόνως, ὠμολόγησας, τὴν τοῦ Δεσπότου σου πίστιν, μαρτύρων ἀγλάϊσμα.
Τέσσερα χρόνια μαρτυρικῆς ζωῆς πέρασε ὁ ἀλύγιστος χριστιανὸς ἀγωνιστής. Μιὰ μέρα ποὺ οἱ βάρβαροι εἶχαν τὸ μπαϊράμι τους ἔφεραν στὴ γιορτή τους καὶ τὸν πιστὸ Θεόφιλο κι ἄρχισαν ἕνας – ἕνας νὰ τὸν προτρέπουν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη του, νὰ ἀσπασθεῖ τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ γιορτάσει μαζί τους. Ὁ Θεόφιλος σὲ ὅλες τὶς προτάσεις τους αὐτὲς ἔδινε μία ἀπάντηση.
- Γεννήθηκα χριστιανός. Μεγάλωσα χριστιανός. Θὰ πεθάνω χριστιανός.
Στὴν ἀπάντησή του αὐτὴ ὕβρεις καὶ κτυπήματα δεχόταν ἀπὸ τῶν βαρβάρων τὰ πλήθη. Κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βαρβάρων ἄρχισαν νὰ ὑβρίζουν καὶ νὰ βλασφημοῦν τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Λυτρωτή μας, ὁ Θεόφιλος δὲν κρατήθηκε ἀλλὰ ἀνταπέδωσε τὴν ὕβρη γιὰ τὴ θρησκεία τους καὶ τὰ πιστεύω τους. Ἡ θαρραλέα τοῦ Θεόφιλου στάση καὶ ἀπάντηση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθεῖ αὐτὸς στὴ μέση τοῦ διασκεδάζοντος πλήθους καὶ νὰ δεχθεῖ τὸν διὰ ξίφους θάνατο. Ἔτσι ἔκλεισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀδούλωτου χριστιανοῦ. Τοῦτο σημειώνει ὁ Ἅγιος Θεοφάνης: «Τὴν διὰ ξίφους τιμωρίαν ὑπομείνας, μάρτυς ἄριστος ἀνεδείχθη».
Τὸ λείψανο τοῦ γενναίου ὁμολογητοῦ καὶ νέου μάρτυρος Θεοφίλου οἱ κατοικοῦντες ἐκεῖ χριστιανοὶ τὸ παρέλαβαν μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὸ κήδεψαν μὲ κάθε τιμὴ καὶ εὐλάβεια. Ἡ μνήμη τοῦ ἀκλόνητου χριστιανοῦ τιμᾶται ἀπὸ μὲν τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὴν 30η Ἰανουαρίου, ἀπὸ δὲ τὴ Δυτικὴ τὴν 22α Ἰουλίου.
Μὲ μία ἄρνηση τῆς πίστης ὁ Θεόφιλος θὰ μποροῦσε νὰ γλυτώσει τὴν ζωή του. Ὁ ἀλύγιστος ὅμως ἀγωνιστὴς προτίμησε νὰ ἐφαρμόσει τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ λόγια ποὺ σημειώνει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τῆς Ἀποκαλύψεως. «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». (Ἀποκάλυψη β’ 10). Κι ἔμεινε πιστὸς μέχρι θανάτου.
Τί εὐλογία τὰ λόγια αὐτὰ νὰ γινόντουσαν καὶ γιὰ μᾶς καὶ τὴ σημερινὴ νεολαία σύνθημα ζωῆς!
Ἅγιε Θεόφιλε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Τὴν φιλότητα πρὸς τὸν Δεσπότην, καθυπέγραψας, τῷ αἵματί σου, καὶ τὴν πλάνην ἐναπέπνιξας, ἅγιε, ἡμισελήνου γενναίω φρονήματι, ἀνακηρύξας Χριστοῦ τὴν θεότητα· ὅθεν εἴληφας, Θεόφιλε παμμακάριστε, τὸ στέφος τῶν μαρτύρων ἐκ Κυρίου σου.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Θαλάσσης νοητής, διαπλεύσας τὸ κύτος, λιμένα οὐρανοῦ, εἰς κατάπαυσιν εὖρες, Θεόφιλε ἔνδοξε, ὡς πὲρ ναῦς χριστοσφράγιστος, πλάνην Ἄγαρ δέ, ἐκμυκτηρίσας ἐμφρόνως, ὠμολόγησας, τὴν τοῦ Δεσπότου σου πίστιν, μαρτύρων ἀγλάϊσμα.
Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής ο Μυτιληναίος
O Θεόδωρος μαρτυρήσας προφρόνως,
Και προφρόνως δέδεκται άφθαρτον στέφος.
Και προφρόνως δέδεκται άφθαρτον στέφος.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Χατζής, γεννήθηκε στους Πύργους Θερμής της Λέσβου. Έζησε τον 18ο αιώνα μ.Χ., κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.
Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.
Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.
Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.
Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ' άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.
Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ' οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.
Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (βλέπε 14 Ιουλίου) και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ Πύργων ἐβλάστησας και ἐν Μυτιλήνη σαφῶς ἀθλήσας Θεόδωρε, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀξίως δεδόξασαι. Ὄθεν τά λείψανά σου, Νεομάρτυς εὐρόντες χάριν ἐκ τούτων θείαν κομιζόμεθα πίστει, δοξάζοντες τόν Κύριον, τόν Σέ στεφανώσαντα.
Στον οικισμό των «Κάτω Πύργων», δίπλα στον επαρχιακό δρόμο, πίσω από μία πολύχρονη πέτρινη βρύση, υπάρχουν σήμερα γκρεμισμένα τα τείχη ενός πυργόσπιτου, που οι πέτρες του μεταφέρθηκαν επί γερμανικής κατοχής στον Καρά-τεπέ της Μυτιλήνης για να χτιστούν σπίτια. Σ’ αυτό το παλαιό πυργόσπιτο γεννήθηκε ο Άγιος Θεόδωρος. Εκ προγόνων Χριστιανός, όταν ανδρώθηκε, παντρεύτηκε ευσεβή γυναίκα, αποκτώντας δύο παιδιά.
Ο μεγάλος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κατέθεσε στον βιογράφο του Ιταλό Μάριο Βίττι την πληροφορία ότι η οικογένειά του κατάγεται απ’ τον Άγιο Θεόδωρο τον οποίο μάλιστα τοποθετεί και ως αρχή του γενεαλογικού του δέντρου.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση των Παμφίλων (γειτονικού χωριού των Πύργων Θερμής) ο Άγιος Θεόδωρος διέμενε κάποιο διάστημα σε πυργόσπιτο στην περιοχή «Βουναράκι», στη θέση του οποίου υπάρχει σήμερα η κατοικία του Θεοδώρου Πετρέλλη. Ενδέχεται αυτό να ήταν το σπίτι που κρυβόταν ο Άγιος πριν συλληφθεί απ’ τους Τούρκους, δηλαδή το σπίτι του εκ Παμφίλων Μητροπολίτη Δράμας, γι’ αυτό και σήμερα υπάρχει μεγάλο εξωκλήσι του Αγίου Θεοδώρου στην Δράμα. Ο μεγάλος αριθμός των ανδρών με το όνομα Θεόδωρος στην γύρω περιοχή των Παμφίλων οφείλετε σύμφωνα με την παράδοση στον Νεομάρτυρα Θεόδωρο.
Ο Άγιος εργαζόταν ως υποδηματοποιός διατηρώντας εργαστήρι επί της κεντρικής αγοράς της Μυτιλήνης, στο Μπας-φανάρι (σήμερα το πρώην μαγαζί του Αγίου Θεοδώρου είναι στη γωνία των οδών Αιγαίου και Ερμού 110). Κάποτε βρέθηκε σε κατάσταση οργής και έγινε Μωαμεθανός. Συνήλθε όμως, συναισθάνθηκε το αμάρτημα του και πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί έζησε για αρκετό χρονικό διάστημα, κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων και προετοιμάστηκε για το μαρτύριο.
Επανήλθε λοιπόν στη Μυτιλήνη, παρουσιάστηκε στον κριτή, με τόλμη ομολόγησε τον Χριστό και δήλωσε ότι η μουσουλμανική θρησκεία είναι ψεύτικη. Ο κριτής αμέσως εξέδωσε απόφαση, να θανατωθεί ο μάρτυρας με αγχόνη και κατόπιν τον παρέδωσε σ' άλλον άρχοντα, τον Ναζίρ Ομέρ αγά, που προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Ο Άγιος όμως πρόβαλλε ακατάβλητο φρόνημα και μετά από φρικτά βασανιστήρια, οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης, όπου αφού πρώτα φίλησε το σχοινί της αγχόνης, προσευχήθηκε στον Θεό και έτσι δέχτηκε το στεφάνι της νίκης στις 30 Ιανουαρίου 1785 μ.Χ.
Το τίμιο λείψανο του ρίχτηκε στη θάλασσα, αλλά κατ' οικονομία Θεού εκβράσθηκε στα νότια της πόλης της Μυτιλήνης. Οι Χριστιανοί, περισυνέλλεξαν το σκήνωμα του Αγίου και το ενταφίασαν χωρίς να αφήσουν ίχνη τάφου, επί σκοπό διαφυλάξεώς του, κάτω από το δάπεδο του παρακείμενου εξωκλησιού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στην τοποθεσία Μόθωνας, αποκρύπτοντας το ιερό λείψανο από τα βέβηλα μάτια των τούρκων.
Εκεί έμεινε ενταφιασμένος 183 έτη, μέχρι την ευλογημένη ημέρα της 4ης Σεπτεμβρίου 1967 μ.Χ., που βρέθηκαν τα Άγια λείψανά του, βάσει μαρτυριών του διαπρεπούς Εκκλησιαστικού συγγραφέως Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη (βλέπε 14 Ιουλίου) και άλλων συγγραφέων. Τα λείψανά του φυλάσσονται στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Βαρειάς.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1985 μ.Χ., ο εφημέριος Πύργων Θερμής π. Μιχαήλ Βουλγαρέλλης παραλαμβάνει τμήμα των αγίων λειψάνων του Αγίου Θεοδώρου και τελείται η μετακομιδή του στην γενέτειρα του Αγίου. Δωρείται έτσι, η ευλογία για να τιμάται από τούς Χριστιανούς στο εξωκκλήσι του Αγίου πού είχε χτιστεί το 1980 μ.Χ. στους Πύργους Θερμής, μερίμνει του Ιερομονάχου π. Παχωμίου Σούγιουλτζη και συνδρομές πιστών.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ Πύργων ἐβλάστησας και ἐν Μυτιλήνη σαφῶς ἀθλήσας Θεόδωρε, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἀξίως δεδόξασαι. Ὄθεν τά λείψανά σου, Νεομάρτυς εὐρόντες χάριν ἐκ τούτων θείαν κομιζόμεθα πίστει, δοξάζοντες τόν Κύριον, τόν Σέ στεφανώσαντα.
Μνήμη εὑρέσεως τῆς ἐν Τήνῳ Ἱερᾶς εἰκόνος Εὐαγγελιστρίας
Ὁ Μιχαὴλ Πολυζωΐδης, εἶχε ἕνα ὄνειρο τὸ 1821, στὸ ὁποῖο ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν μὲ λαμπερὰ ἄσπρα ἐνδύματα. Τὸν καθοδήγησε γιὰ νὰ σκάψει στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου θὰ ἔβρισκε τὴν εἰκόνα της. Εἶπε ἐπίσης σ’ αὐτὸν νὰ χτίσει μία ἐκκλησία στὴν περιοχή. Ἡ βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ ὑποσχέθηκε ἐπίσης νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ὁλοκληρώσει αὐτοὺς τοὺς στόχους.
Ὅταν ξύπνησε, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ προσπάθησε νὰ ξανακοιμηθεῖ, θεωρώντας ὅτι τὸ ὄνειρό του ἦταν ἕνας πειρασμὸς ἀπὸ τὸ διάβολο. Πρὶν τὸν πάρει ὁ ὕπνος, ὁ Μιχαὴλ εἶδε τὴν Θεοτόκο ἄλλη μιὰ φορά, καὶ παρατήρησε ὅτι τὸ δωμάτιο πλημμύρισε ἀπὸ ἕνα εὐχάριστο δυνατὸ φῶς. Τὸ κεφάλι της περιβλήθηκε ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ τὸ πρόσωπό της ἔδειχνε μία γλυκύτητα. Μιλώντας στὸν Μιχαὴλ εἶπε, «γιατί εἶσε φοβισμένος; Μὴν χάνεις τὴν πίστη σου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σὲ θέλω γιὰ νὰ σκάψεις στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά, ὅπου εἶναι θαμμένη ἡ εἰκόνα μου. Θὰ χτίσεις μία ἐκκλησία ἐκεῖ καὶ θὰ σὲ βοηθήσω καὶ ἐγώ». Κατόπιν ἐξαφανίστηκε.
Τὸ ἑπόμενο πρωί, ὁ Μιχαὴλ πῆγε στὸ χωριὸ καὶ εἶπε στὸν ἱερέα τί εἶχε συμβεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας. Ὁ ἱερέας σκέφτηκε ἐπίσης ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἕνας πειρασμός, καὶ ἔτσι εἶπε στὸν Μιχαὴλ νὰ ἔρθει γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει. Ὁ Μιχαήλ, ἐντούτοις, δὲν πείστηκε ὅτι τὰ ὁράματά του ἦταν μόνο ὄνειρα ἢ δαιμονικοὶ πειρασμοί. Εἶπε στοὺς συγχωριανούς του τὴν ἐμπειρία του. Μερικοὶ γέλασαν, ἀλλὰ μόνο δύο τὸν πίστεψαν.
Τὰ δυὸ ἄτομα πῆγαν μὲ τὸν Μιχαὴλ στὴν περιοχὴ ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Παναγία, μιὰ νύχτα καὶ ἔσκαψαν σὲ μεγάλο βάθος, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τίποτα. Κατόπιν ἔσκαψαν παραδίπλα καὶ βρῆκαν τὰ ὑπολείμματα ἐνὸς παλαιοῦ τοίχου.
Μὴν βρίσκοντας παρὰ μόνο τὰ τοῦβλα, ἔπρεπε νὰ σταματήσουν τὴν ἀναζήτησή τους τὸ πρωί. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἀνακάλυπταν τί ἔκαναν.
Ὁ Ἀντώνιος Δοξαράς, ὁ ἰδιοκτήτης τῆς περιοχῆς, βρῆκε τὰ τοῦβλα καὶ προσπάθησε νὰ τὰ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ χτίσει ἕναν φοῦρνο. Τὸ κονίαμα ὅμως δὲν ἔμενε στὰ τοῦβλα καὶ ἔτσι ὅποτε προσπάθησαν νὰ χτίσουν ἕνα τμῆμα τοῦ φούρνου, αὐτὸ κατέρρεε. Οἱ ἐργαζόμενοι πείστηκαν ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἐμπόδιζε νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὰ τὰ τοῦβλα γιὰ τὸν τοῖχο τοῦ φούρνου.
Ἡ Ἁγία Πελαγία († 23 Ἰουλίου), μία καλόγρια ὀγδόντα ἐτῶν, εἶχε διάφορα ὄνειρα τὸν Ἰούνιο 1822. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε σ’αὐτήν. Ἡ Ἁγία Πελαγία ζοῦσε στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Δορμιτίου στὸ ὄρος Κεχροβούνιο, ποὺ ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπὸ τὸ χωριό. Ζοῦσε στὸ μοναστήρι αὐτὸ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, καὶ ἦταν γνωστὴ γιὰ τὴ μεγαλειώδη ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβειά της.
Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε στὸ ὄνειρό της καὶ τὴν διέταξε γιὰ νὰ πάει στὸν Σταματέλο Κανγάδη (ἕνα προεξέχον ἄτομο τοῦ χωριοῦ), καὶ νὰ τοῦ πεῖ νὰ σκάψει καὶ νὰ βρεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά.
Τρομαγμένη ἀπὸ τὸ ὅραμα, ἡ Πελαγία ἀπέδωσε τὸ ὄνειρό της στὴ φαντασία της, καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Φοβόταν νὰ πεῖ σὲ κάποιον γιὰ τὸ ὄνειρό της, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα, ἡ Θεοτόκος τῆς ἐμφανίστηκε πάλι, γιὰ νὰ τῆς ὑπενθυμίσει τὶς ὁδηγίες της. Καὶ πάλι, ἡ καλόγρια παρέμεινε σιωπηλὴ καὶ δὲν εἶπε σὲ κανέναν, γιὰ τὸ ὅραμά της. Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε καὶ τρίτη φορὰ στὸ ὄνειρό της, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ ἕναν αὐστηρὸ τρόπο. Ἐπέπληξε τὴν Πελαγία γιὰ τὴν πίστη της, καὶ τῆς εἶπε: «Πήγαινε καὶ κάνε ὅτι σου εἶπα. Ὑπάκουσε!».
Ἡ Ἁγία Πελαγία ξύπνησε ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἔνταση. Καθὼς ἄνοιξε τὰ μάτια της, εἶδε τὴν ἴδια γυναίκα ποὺ εἶχε δεῖ ἐνῶ κοιμόταν.
Ἡ Ἁγία Πελαγία, κατάλαβε ἐπιτέλους, ὅτι τῆς παρουσιάσθηκε ἡ Θεοτόκος καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τῆς εἶπε.
Ἀμέσως, ἐνημέρωσε τὴν ἡγουμένη γιὰ τὰ ὁράματά της, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Σταματέλο Κανγάδη. Ὁ κ. Κανγάδης, ποὺ εἶχε ὑποδείξει ἡ Θεοτόκος γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀνασκαφὴ τῆς ἐκκλησίας, ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο Γαβριὴλ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα. Ὁ ἐπίσκοπος ἤδη εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸ ὄνειρο τοῦ Μιχαὴλ Πολυζώη καὶ εἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ ὄνειρο τῆς καλόγριας Πελαγίας συμφωνοῦσε μὲ τὸ ὅραμά του. Ὁ Ἐπίσκοπος Γαβριὴλ ἔγραψε σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, στὴν Τῆνο, ζητώντας βοήθεια γιὰ τὴν εὕρεση τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς εἰκόνος.
Οἱ ἀνασκαφὲς ἄρχισαν τὸ Σεπτέμβριο 1822 κάτω ἀπὸ τὴ ἐπίβλεψη τοῦ κ. Κανγάδη. Τὰ θεμέλια τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ποὺ καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ 1200, ἀποκαλύφθηκαν. Δυστυχῶς ὅμως δὲν βρέθηκε ἡ εἰκόνα. Τὰ χρήματα ἐξαντλήθηκαν καὶ ἔτσι ἐγκαταλείφθηκε ἡ προσπάθεια.
Γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε στὴν Ἁγία Πελαγία, καὶ τῆς ζητάει νὰ συνεχιστοῦν οἱ ἀνασκαφές. Ὁ ἐπίσκοπος Γαβριὴλ ἔστειλε μία ἔκκληση γιὰ δωρεές, γιὰ νὰ χτιστεῖ μία νέα ἐκκλησία στὰ θεμέλια της παλαιᾶς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἡ νέα ἐκκλησία χτίστηκε, καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη καὶ στὴ Ζωοδόχο Πηγή.
Στὶς 30 Ἰανουαρίου 1823 οἱ ἐργαζόμενοι ἰσοπέδωναν τὸ ἔδαφος μέσα στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν προετοιμασία τοποθετήσεως ἐνὸς νέου πατώματος πετρῶν. Περίπου τὸ μεσημέρι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐργαζομένους, ὁ Ἐμμανουὴλ Μάτσος, χτύπησε ἕνα κομμάτι τοῦ ξύλου μὲ τὴν ἀξίνα του. Ἦταν δυὸ κομμάτια ξύλου, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνει γιατί ἦταν σκεπασμένα μὲ χῶμα. Καθὼς σκούπισε τὸ χῶμα μὲ τὸ χέρι του, εἶδε ὅτι ἦταν μία εἰκόνα. Ἐνώνοντας τὰ δυὸ κομμάτια τοῦ ξύλου μαζί, ἐμφανίσθηκε πλήρης ἡ εἰκόνα.
Κάλεσε τοὺς ἄλλους ἐργαζομένους, γιὰ νὰ δοῦν καὶ αὐτοὶ τὴν εἰκόνα. Ὅταν τὴν καθάρισαν καλά, εἶδαν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Τὴν ἴδια ἡμέρα, ἡ εἰκόνα δόθηκε στὸν ἐπίσκοπο Γαβριήλ, ποὺ τὸ ἀσπάσθηκε μὲ δάκρυα.
Μετὰ ἀπὸ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνος, οἱ κάτοικοι τῆς Τήνου, γέμισαν ἀπὸ ζῆλο γιὰ νὰ χτίσουν μία θαυμάσια ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἄνθρωποι πρόσφεραν τὰ χρήματά τους καὶ τὴν ἐργασία τους γιὰ νὰ βοηθήσουν νὰ χτιστεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ἡ νέα ἐκκλησία ὁλοκληρώθηκε τὸ 1823, ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Γαβριήλ. Ἡ Ἁγία Πελαγία κοιμήθηκε στὶς 28 Ἀπριλίου 1834. Ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 23 Ἰουλίου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν Τῆνο, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἱεροὺς θησαυροὺς τῆς Ἑλλάδας. Τὰ ἀναρίθμητα θαύματα καὶ θεραπεῖες δὲν ἔχουν πάψει ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ βρέθηκε ἡ εἰκόνα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἐφανέρωσας, δι’ ἐμφανείας τῆς σῆς, Παρθένε Πανύμνητε· ὅθεν ἡ νῆσος Τῆνος, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, χαίρει χαρὰν μεγάλην, καὶ πιστῶς σοι κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ
Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παναγίας σου Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν
Εὐαγγελίστρια φαιδρῶς πανηγυρίζοντες
Τὰς ἀπείρους σου ὑμνοῦμεν εὐεργεσίας.
Ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις χάριν ἄφθονον
Καὶ παρέχεις καθ’ ἑκάστην τὰ ἰάματα
Τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὴν θαυμαστήν σου καὶ ἁγίαν Εἰκόνα, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν πολλοῖς χρόνοις, δι’ ἐμφανείας θείας σου Πανύμνητε, ἡμῖν ἐφανέρωσας, ὡς θησαύρισμα θεῖον· ἧς τὴν θείαν εὕρεσιν, ἑορτάζοντες πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες εὐλαβῶς·
χαῖρε Παρθένε, ἡμῶν ἡ βοήθεια.
Μεγαλυνάριον.
Ἔχουσα ὡς πλοῦτον πνευματικόν, ἡ Τῆνος Παρθένε, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ταύτης ἑορτάζει, τὴν εὕρεσιν ἐν ὕμνοις, κηρύττουσα εὐσήμως, τὴν προστασίαν σου.
Ὅταν ξύπνησε, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ προσπάθησε νὰ ξανακοιμηθεῖ, θεωρώντας ὅτι τὸ ὄνειρό του ἦταν ἕνας πειρασμὸς ἀπὸ τὸ διάβολο. Πρὶν τὸν πάρει ὁ ὕπνος, ὁ Μιχαὴλ εἶδε τὴν Θεοτόκο ἄλλη μιὰ φορά, καὶ παρατήρησε ὅτι τὸ δωμάτιο πλημμύρισε ἀπὸ ἕνα εὐχάριστο δυνατὸ φῶς. Τὸ κεφάλι της περιβλήθηκε ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ τὸ πρόσωπό της ἔδειχνε μία γλυκύτητα. Μιλώντας στὸν Μιχαὴλ εἶπε, «γιατί εἶσε φοβισμένος; Μὴν χάνεις τὴν πίστη σου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σὲ θέλω γιὰ νὰ σκάψεις στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά, ὅπου εἶναι θαμμένη ἡ εἰκόνα μου. Θὰ χτίσεις μία ἐκκλησία ἐκεῖ καὶ θὰ σὲ βοηθήσω καὶ ἐγώ». Κατόπιν ἐξαφανίστηκε.
Τὸ ἑπόμενο πρωί, ὁ Μιχαὴλ πῆγε στὸ χωριὸ καὶ εἶπε στὸν ἱερέα τί εἶχε συμβεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας. Ὁ ἱερέας σκέφτηκε ἐπίσης ὅτι τὸ ὄνειρο ἦταν ἕνας πειρασμός, καὶ ἔτσι εἶπε στὸν Μιχαὴλ νὰ ἔρθει γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ κοινωνήσει. Ὁ Μιχαήλ, ἐντούτοις, δὲν πείστηκε ὅτι τὰ ὁράματά του ἦταν μόνο ὄνειρα ἢ δαιμονικοὶ πειρασμοί. Εἶπε στοὺς συγχωριανούς του τὴν ἐμπειρία του. Μερικοὶ γέλασαν, ἀλλὰ μόνο δύο τὸν πίστεψαν.
Τὰ δυὸ ἄτομα πῆγαν μὲ τὸν Μιχαὴλ στὴν περιοχὴ ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Παναγία, μιὰ νύχτα καὶ ἔσκαψαν σὲ μεγάλο βάθος, ἀλλὰ δὲν βρῆκαν τίποτα. Κατόπιν ἔσκαψαν παραδίπλα καὶ βρῆκαν τὰ ὑπολείμματα ἐνὸς παλαιοῦ τοίχου.
Μὴν βρίσκοντας παρὰ μόνο τὰ τοῦβλα, ἔπρεπε νὰ σταματήσουν τὴν ἀναζήτησή τους τὸ πρωί. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἀνακάλυπταν τί ἔκαναν.
Ὁ Ἀντώνιος Δοξαράς, ὁ ἰδιοκτήτης τῆς περιοχῆς, βρῆκε τὰ τοῦβλα καὶ προσπάθησε νὰ τὰ χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ χτίσει ἕναν φοῦρνο. Τὸ κονίαμα ὅμως δὲν ἔμενε στὰ τοῦβλα καὶ ἔτσι ὅποτε προσπάθησαν νὰ χτίσουν ἕνα τμῆμα τοῦ φούρνου, αὐτὸ κατέρρεε. Οἱ ἐργαζόμενοι πείστηκαν ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἐμπόδιζε νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὰ τὰ τοῦβλα γιὰ τὸν τοῖχο τοῦ φούρνου.
Ἡ Ἁγία Πελαγία († 23 Ἰουλίου), μία καλόγρια ὀγδόντα ἐτῶν, εἶχε διάφορα ὄνειρα τὸν Ἰούνιο 1822. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε σ’αὐτήν. Ἡ Ἁγία Πελαγία ζοῦσε στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Δορμιτίου στὸ ὄρος Κεχροβούνιο, ποὺ ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπὸ τὸ χωριό. Ζοῦσε στὸ μοναστήρι αὐτὸ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, καὶ ἦταν γνωστὴ γιὰ τὴ μεγαλειώδη ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβειά της.
Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε στὸ ὄνειρό της καὶ τὴν διέταξε γιὰ νὰ πάει στὸν Σταματέλο Κανγάδη (ἕνα προεξέχον ἄτομο τοῦ χωριοῦ), καὶ νὰ τοῦ πεῖ νὰ σκάψει καὶ νὰ βρεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀντωνίου Δοξαρά.
Τρομαγμένη ἀπὸ τὸ ὅραμα, ἡ Πελαγία ἀπέδωσε τὸ ὄνειρό της στὴ φαντασία της, καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Φοβόταν νὰ πεῖ σὲ κάποιον γιὰ τὸ ὄνειρό της, ἀλλὰ τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα, ἡ Θεοτόκος τῆς ἐμφανίστηκε πάλι, γιὰ νὰ τῆς ὑπενθυμίσει τὶς ὁδηγίες της. Καὶ πάλι, ἡ καλόγρια παρέμεινε σιωπηλὴ καὶ δὲν εἶπε σὲ κανέναν, γιὰ τὸ ὅραμά της. Ἡ Θεοτόκος ἐμφανίστηκε καὶ τρίτη φορὰ στὸ ὄνειρό της, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ ἕναν αὐστηρὸ τρόπο. Ἐπέπληξε τὴν Πελαγία γιὰ τὴν πίστη της, καὶ τῆς εἶπε: «Πήγαινε καὶ κάνε ὅτι σου εἶπα. Ὑπάκουσε!».
Ἡ Ἁγία Πελαγία ξύπνησε ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἔνταση. Καθὼς ἄνοιξε τὰ μάτια της, εἶδε τὴν ἴδια γυναίκα ποὺ εἶχε δεῖ ἐνῶ κοιμόταν.
Ἡ Ἁγία Πελαγία, κατάλαβε ἐπιτέλους, ὅτι τῆς παρουσιάσθηκε ἡ Θεοτόκος καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ τῆς εἶπε.
Ἀμέσως, ἐνημέρωσε τὴν ἡγουμένη γιὰ τὰ ὁράματά της, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν Σταματέλο Κανγάδη. Ὁ κ. Κανγάδης, ποὺ εἶχε ὑποδείξει ἡ Θεοτόκος γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀνασκαφὴ τῆς ἐκκλησίας, ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο Γαβριὴλ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα. Ὁ ἐπίσκοπος ἤδη εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸ ὄνειρο τοῦ Μιχαὴλ Πολυζώη καὶ εἶχε συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ ὄνειρο τῆς καλόγριας Πελαγίας συμφωνοῦσε μὲ τὸ ὅραμά του. Ὁ Ἐπίσκοπος Γαβριὴλ ἔγραψε σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, στὴν Τῆνο, ζητώντας βοήθεια γιὰ τὴν εὕρεση τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς εἰκόνος.
Οἱ ἀνασκαφὲς ἄρχισαν τὸ Σεπτέμβριο 1822 κάτω ἀπὸ τὴ ἐπίβλεψη τοῦ κ. Κανγάδη. Τὰ θεμέλια τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ποὺ καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τὸ 1200, ἀποκαλύφθηκαν. Δυστυχῶς ὅμως δὲν βρέθηκε ἡ εἰκόνα. Τὰ χρήματα ἐξαντλήθηκαν καὶ ἔτσι ἐγκαταλείφθηκε ἡ προσπάθεια.
Γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίστηκε στὴν Ἁγία Πελαγία, καὶ τῆς ζητάει νὰ συνεχιστοῦν οἱ ἀνασκαφές. Ὁ ἐπίσκοπος Γαβριὴλ ἔστειλε μία ἔκκληση γιὰ δωρεές, γιὰ νὰ χτιστεῖ μία νέα ἐκκλησία στὰ θεμέλια της παλαιᾶς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἡ νέα ἐκκλησία χτίστηκε, καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη καὶ στὴ Ζωοδόχο Πηγή.
Στὶς 30 Ἰανουαρίου 1823 οἱ ἐργαζόμενοι ἰσοπέδωναν τὸ ἔδαφος μέσα στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν προετοιμασία τοποθετήσεως ἐνὸς νέου πατώματος πετρῶν. Περίπου τὸ μεσημέρι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐργαζομένους, ὁ Ἐμμανουὴλ Μάτσος, χτύπησε ἕνα κομμάτι τοῦ ξύλου μὲ τὴν ἀξίνα του. Ἦταν δυὸ κομμάτια ξύλου, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνει γιατί ἦταν σκεπασμένα μὲ χῶμα. Καθὼς σκούπισε τὸ χῶμα μὲ τὸ χέρι του, εἶδε ὅτι ἦταν μία εἰκόνα. Ἐνώνοντας τὰ δυὸ κομμάτια τοῦ ξύλου μαζί, ἐμφανίσθηκε πλήρης ἡ εἰκόνα.
Κάλεσε τοὺς ἄλλους ἐργαζομένους, γιὰ νὰ δοῦν καὶ αὐτοὶ τὴν εἰκόνα. Ὅταν τὴν καθάρισαν καλά, εἶδαν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Τὴν ἴδια ἡμέρα, ἡ εἰκόνα δόθηκε στὸν ἐπίσκοπο Γαβριήλ, ποὺ τὸ ἀσπάσθηκε μὲ δάκρυα.
Μετὰ ἀπὸ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνος, οἱ κάτοικοι τῆς Τήνου, γέμισαν ἀπὸ ζῆλο γιὰ νὰ χτίσουν μία θαυμάσια ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἄνθρωποι πρόσφεραν τὰ χρήματά τους καὶ τὴν ἐργασία τους γιὰ νὰ βοηθήσουν νὰ χτιστεῖ ἡ ἐκκλησία τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
Ἡ νέα ἐκκλησία ὁλοκληρώθηκε τὸ 1823, ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Γαβριήλ. Ἡ Ἁγία Πελαγία κοιμήθηκε στὶς 28 Ἀπριλίου 1834. Ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 23 Ἰουλίου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν Τῆνο, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἱεροὺς θησαυροὺς τῆς Ἑλλάδας. Τὰ ἀναρίθμητα θαύματα καὶ θεραπεῖες δὲν ἔχουν πάψει ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ βρέθηκε ἡ εἰκόνα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἐφανέρωσας, δι’ ἐμφανείας τῆς σῆς, Παρθένε Πανύμνητε· ὅθεν ἡ νῆσος Τῆνος, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, χαίρει χαρὰν μεγάλην, καὶ πιστῶς σοι κραυγάζει· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ
Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς παναγίας σου Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν
Εὐαγγελίστρια φαιδρῶς πανηγυρίζοντες
Τὰς ἀπείρους σου ὑμνοῦμεν εὐεργεσίας.
Ἐξ αὐτῆς γὰρ ἀναβλύζεις χάριν ἄφθονον
Καὶ παρέχεις καθ’ ἑκάστην τὰ ἰάματα
Τοῖς βοῶσί σοι, χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὴν θαυμαστήν σου καὶ ἁγίαν Εἰκόνα, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν πολλοῖς χρόνοις, δι’ ἐμφανείας θείας σου Πανύμνητε, ἡμῖν ἐφανέρωσας, ὡς θησαύρισμα θεῖον· ἧς τὴν θείαν εὕρεσιν, ἑορτάζοντες πόθῳ, ἀναβοῶμεν πάντες εὐλαβῶς·
χαῖρε Παρθένε, ἡμῶν ἡ βοήθεια.
Μεγαλυνάριον.
Ἔχουσα ὡς πλοῦτον πνευματικόν, ἡ Τῆνος Παρθένε, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ταύτης ἑορτάζει, τὴν εὕρεσιν ἐν ὕμνοις, κηρύττουσα εὐσήμως, τὴν προστασίαν σου.
Μνήμη θαύματος Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὴ Ζάκυνθο
Ὁ Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος τιμᾶται ἰδιαίτερα τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὴ Ζάκυνθο, διότι συνδέθηκε μὲ τὴ σωτηρία τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὴν πανούκλα τοῦ ἔτους 1688.
Τὸ ἔτος 1669 πρόσφυγες Κρῆτες ποὺ ἦλθαν στὸ νησὶ τῆς Ζακύνθου, ἔφεραν μαζί τους ἀρχαία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὴν ὁποία κατέθεσαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Κόλα. Ἱερόσυλοι ὅμως, ἀπογύμνωσαν αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀργυρὴ ἐπένδυσή της. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες ὅλη ἡ ἐκεῖ συνοικία προσβλήθηκε ἀπὸ λοιμό, ποὺ θεωρήθηκε ὡς θεία τιμωρία γιὰ τὴν γενόμενη ἱεροσυλία. Γιὰ τὸν ἐξιλασμό του ὁ λαὸς κατέφυγε σὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ἀποφάσισε τὴν ἀνέγερση ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὁ ἀναθηματικὸς αὐτὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Κομούτων ἢ Καμαριώτης, φέρει τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα: «Γεώργιον τὲ οἴα ναὸν σοὶ πόλις, ἀνατίθησι τῆς ξένης σωτηρίας».
Τὸ ἔτος 1669 πρόσφυγες Κρῆτες ποὺ ἦλθαν στὸ νησὶ τῆς Ζακύνθου, ἔφεραν μαζί τους ἀρχαία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τὴν ὁποία κατέθεσαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Κόλα. Ἱερόσυλοι ὅμως, ἀπογύμνωσαν αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀργυρὴ ἐπένδυσή της. Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες ὅλη ἡ ἐκεῖ συνοικία προσβλήθηκε ἀπὸ λοιμό, ποὺ θεωρήθηκε ὡς θεία τιμωρία γιὰ τὴν γενόμενη ἱεροσυλία. Γιὰ τὸν ἐξιλασμό του ὁ λαὸς κατέφυγε σὲ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ ἀποφάσισε τὴν ἀνέγερση ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὁ ἀναθηματικὸς αὐτὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Κομούτων ἢ Καμαριώτης, φέρει τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα: «Γεώργιον τὲ οἴα ναὸν σοὶ πόλις, ἀνατίθησι τῆς ξένης σωτηρίας».
Οσία Πελαγία του Ντιβέεβο
Η Πελαγία Ιβάνοβνα Σερεμπρενίκοβα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1809 μ.Χ. στο Αρζαμά της Ρωσίας. Οι γονείς της, Ιβάν Ιβάνοβιτς Σουρίν, έμπορος στο επάγγελμα και η μητέρα της Παρασκευή Ιβάνοβνα Μπεμπέσεβα, απόκτησαν αλλά δυο παιδιά, τον Ανδρέα και τον Ιωάννη. Ο Ιβάν έφυγε γρήγορα από το μάταιο τούτο κόσμο, αφήνοντας την Παρασκευή σε νεαρή σχετικά ηλικία μόνη με τα τρία της παιδιά.
Η τελευταία ξαναπαντρεύτηκε με τον Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ, άνθρωπο αυστηρό και ανάλγητο - μια συμπεριφορά που ακολουθήθηκε και από τα παιδιά της πρώτης του γυναίκας, κάνοντας τη διαβίωση μέσα στο σπίτι για την Πελαγία και τ' αδέλφια της σωστό μαρτύριο. Μικρή ακόμα η όσια αρρώστησε βαριά, για να μείνει στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν επιτέλους σηκώθηκε ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενώ προηγουμένως ήταν εξαιρετικά έξυπνη με πλήρη διαύγεια πνεύματος, τώρα άρχισε να κάνει διάφορες ανοησίες.
Έβγαινε χειμωνιάτικα στον κήπο, σήκωνε τη φούστα της, στεκόταν στο ένα πόδι και στροβιλιζόταν γύρω-γύρω σαν μπαλαρίνα, βγάζοντας ταυτόχρονα ακατανόητες κραυγές. Τη μάλωναν και την έδερναν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όπως η ίδια ή μητέρα της αφηγήθηκε χρόνια μετά, είχε υποπτευθεί ότι από τότε ή Πελαγία πήρε την κλίση για τη σαλότητά της, παρόλο που τότε αυτό ήταν ότι χειρότερο για την ήδη ταλαιπωρημένη οικογένεια.
Μεγαλώνοντας η Πελαγία έγινε μια πολύ ωραία κοπέλα με ξεχωριστή κορμοστασιά. Ήταν ψηλή, στητή, με φυσικά όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Πολλοί γαμπροί αψηφούσαν την παράξενη συμπεριφορά της και τη ζητούσαν σε γάμο. Από τη μεριά της μητέρας της αυτό ήταν καλοδεχούμενο για μια φτωχή ορφανή και σαλή συνάμα. Η Πελαγία όμως άκουγε μέσα της μυστική φωνή, που την καλούσε στον ερημικό δρόμο των πραγματικών εραστών του θείου πόθου.
Μεγαλώνοντας η Πελαγία έγινε μια πολύ ωραία κοπέλα με ξεχωριστή κορμοστασιά. Ήταν ψηλή, στητή, με φυσικά όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Πολλοί γαμπροί αψηφούσαν την παράξενη συμπεριφορά της και τη ζητούσαν σε γάμο. Από τη μεριά της μητέρας της αυτό ήταν καλοδεχούμενο για μια φτωχή ορφανή και σαλή συνάμα. Η Πελαγία όμως άκουγε μέσα της μυστική φωνή, που την καλούσε στον ερημικό δρόμο των πραγματικών εραστών του θείου πόθου.
Η εποχή όμως δεν προσφερόταν για ανταρσία. Έτσι στα 19 της χρόνια παντρεύτηκε το Σεργκέι Βασίλιεβιτς Σερεμπρένικωφ. Ο γάμος έγινε στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Αρζαμά, στις 23 Μαΐου 1828 μ.Χ. Ο νεαρός σύζυγος της θέλοντας να την βοηθήσει με την αλλόκοτη συμπεριφορά της, την πήρε μαζί με τη μητέρα της στον Άγιο Σεραφείμ (βλέπε 2 Ιανουαρίου) στο ερημητήριό του στο Σαρώφ. Ο Άγιος, αφού τους καλωσόρισε, τους έστειλε στο αρχονταρίκι κρατώντας την Πελαγία κοντά του για συνομιλία.
Αργότερα όταν ο Σεργκέι με την πεθερά του πήγαν ξανά στο κελί να δουν γιατί αργοπορεί η Πελαγία, βρήκαν τον Άγιο Σεραφείμ να κάνει μια εδαφιαία μετάνοια στην Οσία και να της δίνει ένα κομποσχοίνι, αποκαλώντας την Ματιούσκα. Ο Ιβάν Ταμπάρτσεφ, συγκελιώτης του Αγίου Σεραφείμ, που ήταν παρών, ανέφερε ότι όταν η Πελαγία έφυγε, τον πλησίασε ο Άγιος και του είπε ότι η γυναίκα αυτή θα γινόταν ένα αστέρι που θα φώτιζε όλη τη Ρωσία.
Η αλλόκοτη συμπεριφορά της εξόργιζε τον άντρα της. Έκανε ολονύχτιες αγρυπνίες, κοιμόνταν σε φέρετρα, ζητιάνευε, μοίραζε τα χρήματα που της έδινε ο σύζυγός της στους φτωχούς, γυρνούσε ημίγυμνη στους δρόμους. Τελικά ο άνδρας της την έδιωξε από το σπίτι. Έτσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου την περίμεναν νέες θλίψεις.
Η αλλόκοτη συμπεριφορά της εξόργιζε τον άντρα της. Έκανε ολονύχτιες αγρυπνίες, κοιμόνταν σε φέρετρα, ζητιάνευε, μοίραζε τα χρήματα που της έδινε ο σύζυγός της στους φτωχούς, γυρνούσε ημίγυμνη στους δρόμους. Τελικά ο άνδρας της την έδιωξε από το σπίτι. Έτσι επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της όπου την περίμεναν νέες θλίψεις.
Τα παιδιά του πατριού της τη μισούσαν και ο ίδιος ο Αλεξέι Νικήτιτς Κορόλεφ την έδερνε. Η μικρότερη του κόρη τη φθονούσε ιδιαίτερα και έβαλε κάποιο καλό σκοπευτή να τη σκοτώσει την ώρα που η όσια γυρνώντας στην πόλη έκανε τις «παλαβομάρες» της. Αστοχώντας όμως άκουσε την Πελαγία να του λέει ότι αντί αυτήν πυροβόλησε τον εαυτό του. Η προφητεία αύτη επαληθεύτηκε μετά από λίγο καιρό. Ο σκοπευτής αυτοκτόνησε με πυροβολισμό.
Μετά από όλα αυτά η μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφείμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ο γέροντας αφού άκουσε προσεχτικά όσα η πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της.
Μετά από όλα αυτά η μητέρα της αποφάσισε να ξαναεπισκεφτεί τον όσιο Σεραφείμ στο Σαρώφ. Εκεί του ανάφερε τα γεγονότα από την τελευταία τους επίσκεψη μέχρι τη μέρα εκείνη και ζήτησε τη συμβουλή του. Ο γέροντας αφού άκουσε προσεχτικά όσα η πονεμένη μάνα του είπε, τη συμβούλεψε να μην δένουν την Πελαγία, αλλά να την αφήσουν ελεύθερη ν' ακολουθήσει το θεάρεστο δρόμο της.
Από τη μέρα εκείνη δεν την εμπόδιζαν να κάνει ό,τι αύτη ήθελε. Όλες σχεδόν τις νύχτες τις περνούσε στο προαύλιο του ναού, οπού στο ύπαιθρο προσευχόταν ολονυκτίς με κατανυκτικότατα δάκρυα. Τις μέρες ντυμένη με κουρέλια γυρνούσε στους δρόμους όπου ουρλιάζοντας καλούσε τους πάντες στην αγάπη του Θεού. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια. Το 1837 μ.Χ., όταν κοιμήθηκε ο όσιος Σεραφείμ, τη συνάντησε στο δρόμο η γερόντισσα Ιουλιανή Γρηγορίεβα, μοναχή στο μοναστήρι του Ντιβέγεβο, που διακρινόταν για το προορατικό της χάρισμα και ζήτησε από τη μητέρα της Πελαγίας να της δώσει άδεια να την πάρει μαζί της. Έτσι και έγινε.
Πριν φύγουν από το σπίτι η Πελαγία έκανε εδαφιαία μετάνοια στους συγγενείς της και τους είπε: «Συγχωρήστε με, για την αγάπη του Χρίστου. Δεν θα ξαναγυρίσω κοντά σας ώσπου να πεθάνω».
Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν, άλλες τη φοβούνταν, άλλες την κορόιδευαν, μερικές μάλιστα την χτυπούσαν.
Απ' όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα. Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ. Π. Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει. Έσβησε από μακριά μια φωτιά, ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε. Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β’ για τον οποίον έκλαιγε και προσεύχονταν ασταμάτητα.
Στο Ντιβέεβο συνέχισε την αλλόκοτη συμπεριφορά της. Άλλες αδελφές τη σεβόνταν και την εκτιμούσαν, άλλες τη φοβούνταν, άλλες την κορόιδευαν, μερικές μάλιστα την χτυπούσαν.
Απ' όταν ακόμα ήταν στη ζωή έκανε πολλά θαύματα. Έτσι θεράπευσε τον καλλιτέχνη Μ. Π. Πετρώφ του οποίου το χέρι είχε παραλύσει. Έσβησε από μακριά μια φωτιά, ενώ πολλοί την έβλεπαν στον ύπνο τους και κατόπιν τους θεράπευε. Τέσσερα χρόνια πριν από την κοίμησή της προφήτεψε ότι ο ιακωβινισμός και η τρομοκρατία θα εξαπλωθούν στη Ρωσία και ότι θα σκοτώσουν τον τσάρο Αλέξανδρο τον Β’ για τον οποίον έκλαιγε και προσεύχονταν ασταμάτητα.
Μετά από 20 χρόνια σκληρής ζωής εμφανίστηκε στον ύπνο της ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ και την προέτρεψε να αποτραβηχθεί στο κελί της, αποφεύγοντας τους ανθρώπους. Εκεί ζούσε κλαίγοντας και προσευχόμενη.
Τρέφονταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο έφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.
Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σάββατο 28 Ιανουαρίου 1884 μ.Χ. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, η Πελαγία Ιβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και η πολύταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου.
Τρέφονταν κυρίως με μαύρο ψωμί από το οποίο έφτιαχνε μικρές μπαλίτσες τις οποίες χρησιμοποιούσε ως κομποσχοίνι λέγοντας την ευχή του Ιησού.
Νιώθοντας το θάνατο της λίγες μέρες πριν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, έβαλε μετάνοια σ' όλες τις αδελφές της μονής. Αυτό έγινε το Σάββατο 28 Ιανουαρίου 1884 μ.Χ. Στις 1.45 το πρωί της Δευτέρας 30 Ιανουαρίου, η Πελαγία Ιβάνοβνα, άφησε την τελευταία της πνοή και η πολύταλαιπωρημένη της ψυχή πέταξε στον ουρανό, στα χέρια του Νυμφίου της Χρίστου.
Την έντυσαν με τα ρούχα που η ίδια αρεσκόταν να φορά. Μια άσπρη μπλούζα, ένα σαραφάν, ένα μάλλινο σάλι και το κεφάλι της το τύλιξαν μ' ένα άσπρο μεταξωτό μαντήλι. Την έβαλαν σ' ένα φέρετρο κυπαρισσένιο και έμεινε έτσι στο κελί της για εννιά μέρες, διάστημα κατά το όποιο έκαναν τριάντα έως σαράντα τρισάγια ημερησίως και έψαλλαν συνεχώς από το ψαλτήρι.
Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ. Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.
Την έθαψαν πίσω από το ιερό του ναού της Αγ. Τριάδος όπως είχε η ίδια προφητέψει επτά χρόνια πριν.
Ὁ Ὅσιος Ζήνων ὁ Νηστευτὴς ἐκ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Ζήνων ἔζησε τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὰ σπήλαια τῆς Μεγάλης Λαύρας τοῦ Κιέβου τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος Βασιλέας τῶν Βουλγάρων
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἦταν τσάρος τῆς Βουλγαρίας (927 – 967 μ.Χ.) καὶ υἱὸς τοῦ βασιλέως Συμεών. Εἶχε νυμφευθεῖ τὴν ἐγγονὴ τοῦ βασιλέως Ρωμανοῦ Λεκαπηνοῦ (920 – 944 μ.Χ.), Μαρία, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σὲ Εἰρήνη, λόγω τῆς εἰρήνης ποὺ ἐπικράτησε μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Βουλγάρων.
Ὁ Ἅγιος ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν Βογομίλων ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Ρίλας. Μετὰ ἀπὸ ἕναν ἀνεπιτυχὴ πόλεμο μὲ τὴν Οὐγγαρία καὶ τὴ Ρωσία, κοιμήθηκε τὸ ἔτος 967 μ.Χ.
Σύναξη της Παναγίας Θεοτόκου πέραν της Γωργίας
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Ἰππόλυτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἰππόλυτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν Πρεσβύτερος. Μαρτύρησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ σχίσματος τῶν αἱρετικῶν Νοβατιανῶν.
Οἱ Ἅγιοι Φελισιανός, Φιλιππιανὸς οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φελισιανὸς καὶ Φιλιππιανὸς μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους στὴν Ἀφρική.
Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὁ ἐν τῇ μονῇ Ἁγίου Σάββα Ἀσκήσαντας
Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε περὶ τὸν 7ο – 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
[Πηγὴ]http://www.saint.gr/01/30/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/30/sxsaintlist.aspx
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!