ΕΤΣΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΟΛΕΜΑΜΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΠΩΣ "ΠΟΛΕΜΑΜΕ" ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΣΤΑ ΣΚΕΛΙΑ.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΣ ΤΟΥ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΙΣ ΤΟΥ, ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΧΟΛΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ.
Υπάρχουν προσωπικότητες, στην ιστορία της χώρας μας, που όσα χρόνια και αν περάσουν, παραμένουν ανεξίτηλα ζωντανές. Υπάρχουν ιστορικές στιγμές, που η λάμψη τους προσδίδει μια απίστευτη μεγαλοπρέπεια.
Πρόσωπα και χρονικοί σταθμοί της ιστορίας των Ελλήνων. Ήρωες και γεγονότα, ενδόξου παρελθόντος, γεμάτοι τιμή και πνεύμα θυσίας.
Γι’ αυτούς κι αυτά θα σας μιλήσω: για τη θύμηση μιας ακτινοβόλου στιγμής και ενός ήρωα, που λαμπαδιάζει ακόμη και σήμερα την ψυχή μας.
Μιας δοξασμένης στιγμής, που η λάμψη της είναι ύμνος, παιάνας και ιαχή. Υπερήφανη ανάταση της ψυχής, του πνεύματος, του ηρωισμού και της θυσίας!
Για το ναύαρχο Κουντουριώτη θα σας μιλήσω σήμερα.
Δεν θα σας πω, όμως, για τα ναυτικά του κατορθώματα.
Αυτά στους περισσότερους από σας είναι λίγο ή πολύ γνωστά.
Το με ποιο τρόπο δηλαδή και πως με τις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου εξασφάλισε το νικηφόρο αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων καισυνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της Ελλάδος «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», που σφραγίστηκε με τη συνθήκη των Σεβρώνστις 10 Αυγούστου του 1920.
Εγώ θα σας πω για το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του.
Για την ανιδιοτέλειά του και τη σεμνότητα του χαρακτήρα του, το ήθος, το θάρρος της γνώμης του και την παρρησία των λόγων του καθώς και για την πίστη του στο συμφέρον της πατρίδας, απόρροια του πηγαίου πατριωτισμού του.
Η συνεχής συμμετοχή του σε όλα τα εθνικά προσκλητήρια υπήρξαν τα βασικά κριτήρια, που τον αναγάγουν σε καθοριστικό παράγοντα και κορυφαίο πρωτεργάτη των πολεμικών και πολιτικών εξελίξεων, που σφράγισαν την ιστορία της Ελλάδος κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.
Υπήρξε ριψοκίνδυνος αλλά και συνετός, γενναιόψυχος, σεμνός, πιστός στους θεσμούς και πατριώτης, αφιλοκερδής, εμφορούμενος από έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, ιδεολόγος αλλά και ηγέτης, που θαυμάστηκε ακόμη και από τους αντιπάλους του.
«…Προσέφερεν εις την Ελλάδα, εκτός από τα τρόπαια της Έλλης και της Λήμνου, το σταθερόν παράδειγμα ενός βίου ευγενικού και αψόγου∙ μιας ενεργείας που την ενέπνεε πάντοτε ένας μοναδικός παλμός: ο παλμός της Πατρίδος∙ ενός χαρακτήρος υψηλού, γεμάτου από αρρενωπήν ευθύτητα και αρχοντικήν μετριοφροσύνην∙ μιας επικής ζωής, που θα είχε θέσιν εις το πάνθεον του Πλουτάρχου», όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο ναύαρχος και ακαδημαϊκός Δημήτριος Φωκάς, για το νικητή της Έλλης, σε διάλεξή του στην Αθηναϊκή Λέσχη,το Δεκέμβριο του 1955.
Ο τόπος καταγωγής ως παράγοντας διαμόρφωσης της προσωπικότητας
Οι περισσότεροι ιστορικοί βιογράφοι έχουν την τάση να ερμηνεύουν τις σημαντικές σταδιοδρομίες, τις οποίες μελετούν, ως αποτέλεσμα των γενετικών και κληρονομικών καταβολών.
εικ. 1. Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης
Αναζητούν, δηλαδή, τις βασικές ιδιότητες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εξαιρετικών αυτών ανθρώπων στην καταγωγή και στους προγόνους τους.
Η οικογένεια Κουντουριώτη υπήρξε παλιά ναυτική οικογένεια της Ύδρας, αρβανίτικης καταγωγής από το Κρανίδι της Πελοποννήσου, τα μέλη της οποίας διακρίθηκαν στο εμπόριο, στην ναυτιλία και στην πολιτική.
Η Ύδρα αποικίστηκε κατά το 16ο και 17ο αιώνα από Έλληνες αλβανικής καταγωγής. Αργότερα εκεί εγκαταστάθηκαν και άλλοι Έλληνες, οι οποίοι ενσωματώθηκαν με το αλβανικό στοιχείο και έτσι, οι κάτοικοι της Ύδρας απέκτησαν τα βιολογικά εκείνα χαρακτηριστικά της αλβανικής φυλής, που σχετίζονται με την γλώσσα, τη βαρύτητα και σταθερότητα του χαρακτήρα, τη λιτότητα, την πειθαρχία, το συναίσθημα της ιεραρχίας των αξιών, το λακωνισμό, την πολεμικότητα, αλλά και τα έντονα πάθη και την επιμονή μέχρι επιπέδου πείσματος.
Η εδραίωση της ελληνικής συνείδησης και της βαθειάς ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως στους παλιούς εκείνους εποίκους αναδείχτηκε στη συνέχεια κατά τη διάρκεια του Ιερού Αγώναγια την Ανεξαρτησία,κατά τον οποίο διέπρεψαν οι Κουντουριώτηδες,οι Ζαΐμηδες,οι Τομπάζηδες, ο Κριεζής, ο ένδοξος Μιαούλης, ο Σαχίνης, η θρυλική Μπουμπουλίνα και άλλοι, όλοιαρβανίτικης καταγωγής, που συνέδεσαν το όνομά τους με τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος.
Ο Παύλος Κουντουριώτης υπήρξε γόνος μιας εκ των επιφανέστερων υδραίικων οικογενειών. Γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου του έτους 1855.
Ο παππούς του Γεώργιος, μικρότερος αδελφός του Υδραίου πρόκριτου Λάζαρου Κουντουριώτη, διετέλεσε πρόεδρος του Εκτελεστικού επί κυβερνήσεως Καποδίστρια καθώς και γερουσιαστής, υπουργός των Ναυτικών και πρωθυπουργός επί βασιλείας Όθωνα.
Οι οικογενειακές καταβολές του Παύλου Κουντουριώτη καθώς και το περιβάλλον, στο οποίο μεγάλωσε, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και των ιδεών του.
Ο Κουντουριώτης μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα, όπου οι λέξεις «πατρίδα», «έθνος», «Ελλάδα» έρχονταν συνεχώς στο μυαλό του συνοδευμένες από αγώνες, μάχες και αυτοθυσία.
Από μια άποψη υπήρξε προνομιούχος, γιατί του δόθηκε η ευκαιρία να γεννηθεί κάτω από ιστορικές συνθήκες και σε χρόνο, που ευνοούσε τις μετέπειτα επιλογές του.
Παρά το γεγονός, ότι ο ίδιος υπήρξε συνειδητοποιημένος αριστοκράτης, απόγονος της αρχοντικής αυτής υδραίικης γενιάς, εντούτοις ο ανεπιτήδευτος χαρακτήρας του τον βοηθούσε να προσεγγίζει εύκολα τους απλούς ανθρώπους του λαού και να τους μιλά με την ίδια απλοϊκή και ειλικρινή γλώσσα, που οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν.
Ο Κουντουριώτης, γαλουχημένος με αυτές τις παραδόσεις και τις κληρονομικές καταβολές, διέθετε ήθος, προσήλωση στις οικογενειακές αξίες, άφθαστο πατριωτισμό και ανδρεία, όλα εκείνα δηλαδή τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Έλληνα με την αρβανίτικη καταγωγή.
«Ο πιο άφοβος Έλληνας που έχω γνωρίσει στη ζωή μου είναι ο Κουντουριώτης» είναι τα λόγια, με τα οποία σκιαγράφησε το θάρρος και την τόλμη του ναυάρχου ο πρωτοπόρος της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας Αριστείδης Μωραϊτίνης, με αφορμή τη σοβαρή δυσλειτουργία του κινητήρα του υδροπλάνου, με το οποίο τον μετέφερε κάποτε από το Φάληρο στην Ύδρα.
Ο ναύαρχος, όταν ενημερώθηκε, για τη βλάβη, όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά συνέχισε ατάραχος το ταξίδι του και κάθε φορά, που ήθελε να μετακινηθεί στην Ύδρα, επέλεγε το πρωτόγονο αυτό αεροσκάφος του Στόλου.
Η προγονολατρεία του Κουντουριώτη
Παρά την παροιμιώδη αφοβία του, ο ίδιος ζούσε πάντα με κάποιο ενδόμυχο φόβο, όσο και αν αυτό μοιάζει απίθανο.
«Σ’ όλη του τη ζωή άλλο φόβο δεν είχε γνωρίσει ο Κουντουριώτης, παρ’ αυτόν: Μήπως φανεί κατώτερος από τους προγόνους του, που τους λάτρευε σαν άγιους.
Όταν έγραφε το ιστορικό σήμα του, αυτούς είχε στο νου του…», κατέγραψε με τη γλαφυρή του πένα ο μεγάλος μας δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, στο βιβλίο του “Οι πόλεμοι 1912- 1913”, που συμμετείχε ο ίδιος πολεμώντας στην πρώτη γραμμή ως λοχίας του Πυροβολικού και ταυτόχρονα ως πολεμικός ανταποκριτής.
Οι αισθητικές και ηθικές αξίες στον άνθρωπο αποτελούν το πνευματικό κεφάλαιο, που η μια γενιά το κληρονομεί από την προηγούμενη και το κληροδοτεί στις επόμενες.
Ορισμένοι, οι εκλεκτοί της ζωής και οι δημιουργικοί, θα αυξήσουν το κεφάλαιο αυτό με το δικό τους έργο. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό, αποτελεί η πνευματική, υπαρξιακή και ψυχολογική ωριμότητα του ατόμου, που την πραγματοποιεί.
Ο Κουντουριώτης- κουβαλώντας τη βαριά κληρονομιά των προγόνων του- υπήρξε από εκείνους τους εκλεκτούς του τόπου μας, άξιος απόγονος της ιστορικής οικογένειας των Κουντουριώτηδων, που με τις πράξεις του κατόρθωσε να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές τις έννοιες του σεβασμού, του καθήκοντος και του χρέους τιμής προς την πατρίδα.
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί- και δικαίως- αν ο Κουντουριώτης διακατέχονταν από προγονολατρία εξαιτίας της ταύτισης του «εγώ» του με τις προγονικές καταβολές του.
Νομίζω, ότι δεν θα βρισκόταν κάποιος να διαφωνήσει εύκολα μαζί του.
Ο θαυμασμός και η απόδοση τιμών στους προγόνους του («…τους λάτρευε σαν άγιους») υπήρξαν από τις βασικές συνιστώσες του χαρακτήρα του.
Ο ίδιος, όμως, δεν είχε εμμονές ούτε και ήταν προσκολλημένος σε στρεβλή λατρεία προς αυτούς, ούτε παρασύρθηκε από τη «δόξα» τους, ακριβώς γιατί δεν «έπασχε» από προγονοπληξία ούτε από φυλετικό ελιτισμό και εθνικιστική μανία.
Η απώλεια του πατέρα
Στην ευαίσθητη ηλικία των δέκα πέντε χρόνων, ο Κουντουριώτης ορφάνεψε από πατέρα, που πέθανε ξαφνικά.
Ο πατέρας, ως γνωστόν, αποτελεί το πρότυπο της ταυτοποίησης του ανδρισμού για το γιό.
Το αγόρι έχει ανάγκη την παρουσία του πατέρα ως πρότυπο ταύτισης και ανακάλυψης της ανδρικής του ταυτότητας.
Συνήθως η πατρική αποστέρηση έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.
Η απουσία του πατέρα από τη ζωή του αγοριού παρεμποδίζει τη διαδικασία, η οποία είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της ταυτότητάς του.
Στην περίπτωση, όμως, του μικρού Παύλου η απώλεια του πατέρα του συνέβη όταν ο ίδιος ήταν ήδη έφηβος και είχε ανακαλύψει την ανδρική του ταυτότητα, ταυτισμένος περισσότερο με τον παππού του παρά με το φυσικό του γεννήτορα.
Εκτός τούτου το πένθος του πατέρα του και η ταυτόχρονη μετάθεση και ανάληψη ευθυνών λειτούργησαν θετικά προς την πνευματική και ψυχική ανάπτυξη και συγκρότηση του χαρακτήρα του.
Επιπλέον η αγωγή, την οποία είχε δεχθεί από παιδί σε μικρή ηλικία από την οικογένειά του, αλλά και η παιδεία, την οποία είχε αποκτήσει από τους δασκάλους του στο σχολείο και τα ερεθίσματα που δέχτηκε από το κοινωνικό περιβάλλον λειτούργησαν θετικά στην πνευματική και ψυχολογική του ωρίμανση.
εικ. 2. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης
Η μητέρα του παρέμεινε ο στυλοβάτη της οικογένειας μετά το θάνατο του πατέρα του και τον ανέθρεψε με σεβασμό στις αρχές και ηθικές αξίες της θρησκείας και της πατρίδας.
Κοντά στη μάνα, στήριγμα και κηδεμόνας ο θείος του, ο μεγαλύτερος αδελφός της.
Αυτόν, στον οποίο πρώτο, στα δέκα έξι του χρόνια, ανακοίνωσε την απόφασή του να γίνει «ναυτικός στα πολεμικά», όταν αυτός του πρότεινε να ακολουθήσει, όπως και ο μεγάλος του αδελφός το εμπόριο, την επικερδή και εξασφαλισμένη δουλειά, που τους είχε κληροδοτήσει ο πατέρας τους.
Οι σπουδές και το ελπιδοφόρο ξεκίνημα μιας επίζηλης καρριέρας.
Το 1874 κατετάγη στο Ναυτικό. Μαθήματα ναυτικής τέχνης παρακολούθησε στο «Ναυτικόν Σχολείον» έχοντας δάσκαλο τον υψηλού επιπέδου, για την εποχή εκείνη, αξιωματικό του Ναυτικού Λεωνίδα Παλάσκα, που του καλλιέργησε το αίσθημα της αυστηρής εμμονής στο καθήκον και στην αξιοπρέπεια και εκπαιδευτή, τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό του, αξιωματικό του στρατού Παναγιώτη Δαγκλή, με τον οποίο θα αναπτύξει φιλική σχέση, που θα τους ακολουθήσει σε όλη τη μετέπειτα ζωή τους.
Το 1886 ο Κουντουριώτης συμμετείχε με επιτυχία στις ναυτικές επιχειρήσεις του Αμβρακικού, για την προστασία των ελληνικών δυνάμεων από τους Τούρκους, επικεφαλής των κανονιοφόρων “Α” και“Β”, με τις οποίες διέπλευσε ορμητικά τα στενά της Πρέβεζας, εμποδίζοντας εχθρικό αντιπερισπασμό.
Η επιχείρηση αυτή, που στέφθηκε με επιτυχία, υπήρξε προϊόν αμέτρητου θάρρους και εξαιρετικής ναυτικής ικανότητας.
Ήταν ακόμη η εποχή της «Μεγάλης Ιδέας», που ο νεαρός υποπλοίαρχος Κουντουριώτης τη βίωνε, τότε όχι με το μεταφυσικό και ρομαντικό τρόπο, όπως τη ζούσαν μερικοί από τους συγχρόνους του, αλλά την εκλάμβανε ως πραγματικότητα και καθήκον, γι’ αυτό και αισθανόταν έντονη την επιθυμία να την υπηρετήσει όχι με λόγια, αλλά με έργα.
Την προσπάθεια αυτή, που ο ίδιος ξεκίνησε από τότε, ολοκλήρωσε αργότερα με το νικηφόρο αποτέλεσμα των ναυτικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Ένας ναυτικός «άθλος»
Το 1899 ο Κουντουριώτης, μετά την προαγωγή του σε αντιπλοίαρχο, τοποθετήθηκε κυβερνήτης του ευδρόμου “Ναύαρχος Μιαούλης”, ενός μικρού πολεμικού πλοίου, που χρησιμοποιούνταν ως εκπαιδευτικό της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Στα μέσα τoυ 1900, ύστερα από εισήγησή του στον υπουργό των Ναυτικών, έλαβε άδεια και πραγματοποίησε, για πρώτη φορά, υπερατλαντικό εκπαιδευτικό πλου της Σχολής στην Αμερική.
Όπως όλοι αντιλαμβάνεστε, εκείνη την εποχή ο διάπλους του Ατλαντικού και μάλιστα με ένα επισφαλές πλοίο θεωρούνταν, τουλάχιστον, μια παρακινδυνευμένη επιλογή.
Ο Κουντουριώτης, όχι μόνο το πραγματοποίησε με επιτυχία, αλλά έγινε και δεκτός με ενθουσιασμό από την ελληνική ομογένεια της Φιλαδέλφειας, της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στο υπερπόντιο αυτό ταξίδι, που πραγματοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με πανιά προς εξοικονόμηση καυσίμων, αναδείχθηκαν τα σπάνια ναυτικά του προσόντα.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία, για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του εγχειρήματος του.
Αρκεί μόνο να λάβει υπ΄όψη του τις «πρωτόγονες» συνθήκες, που επικρατούσαν στη ναυσιπλοΐα της εποχής καθώς και το μέσο, που χρησιμοποίησε για να «δαμάσει» τον ωκεανό.
Ο επιτυχής διάπλους του Ατλαντικού επιβεβαίωσε τη ναυτικές αρετές του Κουντουριώτη και ίσως επηρέασε θετικά τις τελικές επιλογές του βασιλιά.
Το 1908 ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄- εκτιμώντας τη σταθερότητα και σοβαρότητα του χαρακτήρα του καθώς και την ένθερμη προσήλωσή του στους θεσμούς, αλλά και τη σύνεση και ψυχραιμία, με την οποία αντιμετώπιζε τα εκάστοτε ανακύπτοντα προβλήματα - θα του αναθέσει καθήκοντα υπασπιστή του.
Στο δρόμο του «πεπρωμένου»
Το 1911 ο Κουντουριώτης, μετά τη βλάβη που υπέστη ο “Αβέρωφ” κατά το «παρθενικό» του ταξίδι, θα αναλάβει κυβερνήτης του θωρηκτού αντικαθιστώντας τον πλοίαρχο Ιωάννη Δαμιανό.
Το τυχαίο αυτό γεγονός του μοιραίου ατυχήματος και η συνεπακόλουθη, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, αντικατάσταση του κυβερνήτη είναι από εκείνες τις περιπτώσεις, που σφραγίζουν τη μοίρα όχι μόνο δύο ανθρώπων, αλλά ενός ολόκληρου λαού.
Ο Κουντουριώτης επί του“Αβέρωφ” και όχι ο Δαμιανός θα οδηγήσει το Στόλο μας στις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, που θα εξασφαλίσουν τη ναυτική κυριαρχία της χώρας μας.
Η φιλοπατρία και η έντονη θρησκευτικότητα.
Η πίστη του προς το Θεό και η αγάπη προς την πατρίδα υπήρξαν οι δύο πόλοι, γύρω από τους οποίους μαγνητίστηκε ο νους και η καρδιά του μεγάλου ναυμάχου.
Για τον Κουντουριώτη η Ελλάδα ήταν πάνω απ’ όλα.
Ο λόγος της θυσίας και της δόξας των προγόνων του στις Θερμοπύλες, στο Μεσολόγγι και στα Ψαρά, ίσως ήταν αυτός που πυροδότησε την ψυχή του μεγάλου μας ναυμάχου, όταν ο ίδιος με προθυμία προσφέρθηκε να θυσιαστεί τη στιγμή, που κινδύνευσε η ελληνική ναυτική υπεροπλία το 1914, λόγω της αγοράς από την Τουρκία του “Ρίου ντε Τζανέιρο”, ενός από τα πιο φοβερά θωρηκτά,η κατασκευή του οποίου είχε ξεκινήσει αρχικά για λογαριασμό της Βραζιλίας στα βρετανικά ναυπηγεία.
Το πνεύμα του Κανάρη, το πνεύμα της ηρωικής αυταπάρνησης μιλούσε με το στόμα του Κουντουριώτη, χωρίς διπλωματίες και χωρίς παχιά λόγια∙ το σχέδιο του ναυάρχου προέβλεπε «πειρατική» καταδρομική ενέργεια ανοιχτά του Γιβραλτάρ με σκοπό τη βύθιση του τουρκικού θωρηκτού από μικρό τορπιλοβόλο, επί του οποίου θα επέβαινε ο ίδιος, όταν αυτό θα επέστρεφε πίσω στα τουρκικά ύδατα∙η «άστοχη» αυτή φαινομενικά ενέργεια θα οδηγούσε στη σύλληψη, δίκη και απόταξη του Κουντουριώτη, ακόμη και στον τουφεκισμό του, προκειμένου η Ελλάδα να αποφύγει τον πόλεμο.
Αυτό, όμως, δεν έγινε ποτέ και ευτυχώς εμποδίστηκε η τουρκική υπεροπλίας, λόγω της έγκαιρης απόφασης της Αγγλίας να αναιρέσει την τουρκική παραγγελία, ενόψει του επερχόμενου Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από πολλούς επιφανείς ερευνητές και ειδικούς μελετητές το θρησκευτικό συναίσθημα θεωρείται το βαθύτερο από όλα τα ανθρώπινα αισθήματα, γιατί έχει βαθιά τις ρίζες του μέσα στην ίδια τη φύση του ανθρώπου.
Το θρησκευτικό συναίσθημα οδηγεί το άτομο προς μια ολική θεώρηση της ύπαρξής του, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ατομικής και κοινωνικής του προσωπικότητας.
Η πίστη στο Θεό αποτελεί εσωτερική υπόθεση, αβίαστη συγκατάθεση ψυχής και φωλιάζει στον ψυχικό κόσμο εκείνων των ανθρώπων, που παρόλο δεν έχουν δει το θαύμα, εντούτοις πιστεύουν σ’ αυτό. Η πίστη του Κουντουριώτη προς το Θεό υπήρξε μεταφυσική εμπειρία, που τον οδήγησε στο «θαύμα».
«Ο ίδιος πίστευε στο Θεό, σαν τον πιο απλοϊκό Υδραίο, με πίστη ζεστή κι ασάλευτη. Ξανανεβαίνοντας στη γέφυρα έστειλε και τούφεραν από το διαμέρισμά του ένα κουτί, που είχε μέσα το σταυρό του Πανάγιου Τάφου με το “Τίμιο Ξύλο”.
Ζήτησε από τον οιακιστή Τέντε το σουγιά του, έκοψε την ταινία του κουτιού, έβγαλε το σταυρό, τον ασπάστηκε, τον έβαλε στο “γεισό” της γέφυρας και είπε: -Με τη βοήθεια του σταυρού κανένα δεν θα φοβηθούμε! Κι ύστερα τον κρέμασε στο στήθος του…».
Υπήρξε τόσο μεγάλη η πίστη του στη δύναμη του Σταυρού, που λέγεται, ότι εκείνη τη στιγμή που ακούμπησε το τίμιο ξύλο πάνω στο θώρακα της γέφυρας, είπε «Εδώ που έπεσε ο σταυρός, δεν θα πέση κομματάκι από τουρκική οβίδα».
Τόση μεγάλη ήταν η πίστη του στα θεία, ώστε όταν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας ο υποπλοίαρχος Δημήτριος Παπαλεξόπουλος προσπάθησε αρκετές φορές να τον αποτρέψει να εξέρχεται ασκεπής στο απροφύλακτο τμήμα της γέφυρας, ο ναύαρχος- αψηφώντας τον κίνδυνο που διέτρεχε εξαιτίας των εχθρικών οβίδων- απαντούσε με σιγουριά «Εγώ έχω τον σταυρόν απάνω μου και θα φοβηθώ ταις οβίδες;».
Η ανάγνωση του κειμένου μιας διαθήκης αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος προσέγγισης της προσωπικότητας του ανθρώπου, που την έχει συντάξει.
Από τις πρώτες κιόλας λέξεις της διαθήκης του Κουντουριώτη, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την έντονη και αγωνιώδη υπαρξιακή, αλλά και βαθύτατα θρησκευτική αναζήτηση του ναυάρχου.
Προτάσσει και πάλι την πίστη του στο Θεό και στη χριστιανική θρησκεία, ενώ ταυτόχρονα εναποθέτει τη φιλοπατρία του- αλληλένδετα χαρακτηριστικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του Έλληνα- στην κρίση της ιστορίας «Έζησα πιστός εις την χριστιανικήν θρησκείαν και εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Ελληνικήν Εκκλησίαν.
Ηγάπησα δι’ όλης της ψυχής μου την πατρίδα μου. Κατά το μέτρον των δυνάμεών μου και τη βοηθεία του Θεού εξετέλεσα το καθήκον μου.
Ατενίζω ήρεμος την κρίσιν της ιστορίας. …» μην παραλείποντας με τις στερνές του λέξεις- δωρικός πάντοτε στην έκφραση, αλλά με τόσο περιεκτικό και μεγαλοπρεπή λόγο- να ενσωματώσει όλη του την αγάπη προς τη γενέτειρά του και την πατρίδα «…Όλη μου η στοργή ανήκει εις την Ύδραν, όλη μου δε η ψυχή εύχεται προς τον Θεόν διαπύρως να φυλάττη την Ελλάδα».
Το σήμα της νίκης
Λίγη ώρα προτού ξεκινήσει η ναυμαχία, που έμεινε στην ιστορία γνωστή ως «ναυμαχία της Έλλης», ο ναύαρχος θα συντάξει και θα στείλει προς όλα τα πλοία του Στόλου το ακόλουθο σήμα·
«Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του εχθρού του Γένους. Κουντουριώτης».
Καμμιά λέξη και καμιά συλλαβή δεν μπορεί να αλλάξει στο ιστορικό αυτό σήμα χωρίς να μεταβληθεί το νόημά του· υπήρξε τόσο λακωνικό, αλλά και τόσο περιεκτικό σε νόημα, όπως ταίριαζε στην ασκητική προσωπικότητα του Κουντουριώτη, κάτι σαν σπαρτιατική επιταγή, όμοιο με τον ελληνικό παιάνα, που αντήχησε στα στενά της Σαλαμίνας, όταν οι τριήρεις των αρχαίων Ελλήνων εμβόλιζαν τα περσικά πλοία.
εικ. 3. Το σήμα του Ναυάρχου Κουντουριώτη
Θεωρώ, ότι η ανάλυση κάθε λέξης και φράσης του σήματος είναι χρήσιμη, γιατί φωτίζει την ψυχή, αλλά και την προσωπικότητα του μεγάλου μας ναυμάχου.
«Με την δύναμιν του Θεού»· είναι η πρώτη φράση, με την οποία αρχίζει το κείμενο του σήματος, που αντιπροσωπεύει το εθνικό θρησκευτικό συναίσθηματου Έλληνα.
Με το Σταυρό του και την επίκληση του Θεού για βοήθεια ο θεοσεβής άνθρωπος αντλεί δύναμη από το θείο προτού προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια.«…και τας ευχάς του Βασιλέως μας» η δεύτερη φράση, στην οποία αντικατοπτρίζεται ο σεβασμός και η προσήλωση στο πρόσωπο του βασιλιά, ο οποίος, εκείνη την εποχή, συμβόλιζε την ενότητα του έθνους. «…και εν ονόματι του δικαίου» και «…εναντίον του εχθρού του Γένους» η συνέχεια και το τέλος των προηγουμένων φράσεων προς επίρρωση του κοινού περί δικαίου αισθήματος ολόκληρου του ελληνικού λαού εναντίον του προαιώνιου εχθρού της Ελλάδος, ιδίως μετά τον «ατυχή» Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.«… πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου» είναι η φράση, που συμβολίζει απολύτως το χαρακτήρα του ναυάρχου.
Η ορμητικότητα, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης του Υδραίου ναυτικού, που διέκρινε το μεγάλο μας ναύαρχο, παρέσυρε στη νίκη τα πληρώματα του Στόλου.
Μ’ αυτή και μαζί με τη βαθιά πίστη στον εαυτό του, στις δυνάμεις και στις ικανότητές του, όπως πηγάζουν από την προτελευταία φράση του σήματος «… και με την πεποίθησιν της νίκης», ο Κουντουριώτης εξασφάλισε τη νίκη στον αγώνα εναντίον των Τούρκων.
Η θεοσέβεια, η νομιμοφροσύνη, η ορμητικότητα και η αυτοπεποίθηση είναι οι τέσσερις έννοιες, που απορρέουν από εκείνο το λαμπρό σήμα της νίκης, που εξέπεμψε ο Κουντουριώτης προς τα πληρώματα του Στόλου.
Είναι απίστευτη η ισχύς και η περιεκτικότητα του νοήματος των ελληνικών λέξεων και, ίσως, αυτή τη μοναδικότητα, σχεδόν μοναδικό φαινόμενο σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, γνώριζε ο ναύαρχος όταν συνέτασσε εκείνο το σήμα, που έμελε να σηματοδοτήσει το ξεκίνημα των ενδόξων ναυτικών αγώνων της νεότερης ιστορίας της Ελλάδος.
Ο Κουντουριώτης γνώριζε τη δύναμη των παραδόσεων- εξ άλλου με αυτές είχε γαλουχηθεί- και δημιούργησε ο ίδιος παράδοση· μια παράδοση ιερή για τους επιγενόμενους, παράδοση δυνατή ναυτικών κατορθωμάτων, που σφυρηλατήθηκε και στους επόμενους πολέμους, τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο, στους οποίους αναδείχθηκαν τα εν συνεχεία κατορθώματα του Πολεμικού Ναυτικού μας.
Το «όραμα»
Λίγες στιγμές αφότου ξεκίνησε η «ναυμαχία της Έλλης», ο ναύαρχος αισθάνθηκε να φτερουγίζει μέσα του όλο το πολεμικό του μένος, όλη η άτρομη ορμή και η γενναιότητά του∙ εφαρμόζοντας όσα είχε προσχεδιάσει στις οδηγίες της μάχης ύψωσε επί του “Αβέρωφ” το διακριτικό διεθνές ναυτικό σύμβολο “Ζ”- που από τότε έμεινε ιστορικό- με το οποίο καθιστούσε την κίνησή του ανεξάρτητη από τα άλλα πλοία του Στόλου, αύξησε την ταχύτητα της ναυαρχίδας στα είκοσι μίλια και όρμησε ακάθεκτος με συγκλίνουσα πορεία προς τον εχθρό∙«Είδα εκείνη την ώρα…είδα σαν όραμα επάνω στους δύο κάβους των στενών τον πάππο μου και τον Μιαούλη να μου κάμουν νόημα και να με καλούν».
Είναι αμφίβολο αν ο Κουντουριώτης αυτό που είδε, υπήρξε πραγματικό «όραμα». Δεν είναι εξακριβωμένο, εκτός από τα ίδια τα λεγόμενά του, αν πραγματικά είδε αυτή τη σκηνή ή απλώς τη διηγήθηκε αργότερα, προκειμένου να εκφράσει την έντονη λαχτάρα και επιθυμία του να πραγματοποιηθεί ο στόχος του και να καταναυμαχήσει τον Τουρκικό Στόλο.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, ότι το «όραμα» αποτελεί σύμπτωμα κάποιας ψυχικής ή νευρολογικής διαταραχής.
Στην περίπτωση όμως του ναυάρχου, το «όραμά» του δεν ήταν- ούτε και θα μπορούσε εξάλλου να είναι- το αποτέλεσμα κάποιας διαταραχής, που συνοδεύεται από την εμφάνιση οπτικοακουστικών ψευδαισθήσεων.
Αντιθέτως υπήρξε η φυσική συνέπεια μιας υγιούς ψυχικής αντίδρασης, η οποία λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη, που τον παρέσυρε στη νίκη.
Το «όραμα» του Κουντουριώτη υπήρξε συνειδητή εκδήλωση του ψυχισμού του, όχι όμως ως απόρροια των αισθήσεών του, αλλά ως προέκταση των παιδικών του βιωμάτων και της φαντασίας του, με την οποία είχε τοποθετήσει πάνω στον ένα κάβο τον παππού του και στον άλλο το μεγάλο ναυμάχο του ’21 Ανδρέα Μιαούλη, τους οποίους από μικρός θαύμαζε και είχε ως πρότυπα.
Η ψυχική ισχύς του Κουντουριώτη
Hψυχική δύναμη ενός ανθρώπου δεν σχετίζεται μόνο με την εκδήλωση δυναμικών αντιδράσεων, αλλά και με την ικανότητα διατήρησης της ισορροπίας και διαύγειας του πνεύματος κατά τη στιγμή της ψυχικής αναστάτωσης που υφίσταται.
Ο Κουντουριώτης διέθετε μεγάλα αποθέματα ψυχικής δύναμης.
Έχει γραφεί από πολλούς, ότι υπήρξε ισχυρογνώμων, πείσμων και ξεροκέφαλος, «αρβανίτικο κεφάλι» όπως τον αποκαλούσαν,…και, ότι συμπεριφερόταν εγωιστικά και παρακινδυνευμένα.
Αντιθέτως, ο Κουντουριώτης όχι μόνο δεν λειτουργούσε τυχοδιωκτικά, αλλά διέθετε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας ενός Αρχηγού του Πολέμου.
Υπήρξε κατάλληλα προπαρασκευασμένος, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει καταστάσεις αντίθετες προς εκείνες, τις οποίες κάποιοι άλλοι ή ακόμη και ο ίδιος είχαν προβλέψει.
Διέθετε εξαιρετική λεπτότητα κρίσεως και μεγάλη ευφυΐα, ώστε να μπορεί να αφομοιώνει τις μη άμεσα αντιληπτές καταστάσεις, αλλά και αυτές που απαιτούσαν προσεκτική μελέτη.
Χάρη στην ευφυή του σκέψη κατελήφθη αιφνιδιαστικά η Λήμνος και επετεύχθη η άμεση κυριαρχία του Αιγαίου, η οποία σε συνδυασμό με την αδράνεια του εχθρού, επέτρεψε στο ναύαρχο να προβεί στη σταδιακή απελευθέρωση των υπόδουλων στους Τούρκους γειτονικών νήσων της Ίμβρου, του Αγίου Ευστρατίου, της Τενέδου, της Θάσου, της Σαμοθράκης και των Ψαρών καθώς και της χερσονήσου του Αγίου Όρους και αργότερα- με τη βοήθεια αποβατικού στρατιωτικού αγήματος- της Μυτιλήνης και της Χίου.
Η υπεροχή του Κουντουριώτη βρισκόταν, κυρίως, στον τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα. Έτσι μπορούσε να ελέγχει τα όρια της και να αποφεύγει την παρορμητική δράση, που θα προξενούσε ζημιά.
Ο Κουντουριώτης λειτουργούσε, πολλές φορές, διαισθητικά, αλλά οι ενέργειές του υποβάλλονταν πάντοτε στον έλεγχο της συνείδησής του, γεγονός που τον καθιστούσε πραγματικό ηγέτη.
Αξιοσημείωτος, αλλά και άξιος θαυμασμού είναι ο τρόπος, με τον οποίο ενήργησε στον αιφνιδιασμό, που επιχείρησε ο εχθρικός στόλος με την έξοδο από τα στενά των Δαρδανελίων του τουρκικού θωρηκτού “Χαμηδιέ” τη νύκτα της 1ης προς τη 2αΙανουαρίου 1913 με πορεία το λιμάνι της Σύρου και σκοπό τη διάσπαση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων και κυρίως τον αποχωρισμό από τα υπόλοιπα ελληνικά πολεμικά πλοία του “Αβέρωφ”, oοποίος θα προέβαινε σε καταδίωξή του.
Πράγματι η εντυπωσιακή κάθοδος του τουρκικού καταδρομικού προ του λιμένα της Σύρου και η απειλή του ενδεχόμενου πλου προς το Σαρωνικό οδήγησε το υπουργείο των Ναυτικών να διατάξει τον Κουντουριώτη να σπεύσει εναντίον του, ο οποίος, διαβλέποντας όμως το παραπλανητικό σχέδιο των Τούρκων, δεν συμμορφώθηκε προς τη διαταγή.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή υπερίσχυσε η ορθή του στρατηγική αντίληψη, κατέστειλε την ορμητική του ιδιοσυγκρασία και κατέπνιξε το αυθόρμητο αίσθημα της εκδίκησης στο εχθρικό εγχείρημα, αγνοώντας την εντολή του προϊστάμενου κλιμακίου και διατάζοντας την άμεση άπαρση του Στόλου για περιπολία κοντά στα Δαρδανέλια με διπλό στόχο∙αφενός τη βύθιση του “Χαμηδιέ” μόλις θα επέστρεφε πίσω και αφετέρου την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου, την έξοδο του οποίου θεωρούσε βέβαιη ως λογικό επακόλουθο του προηγηθέντος τουρκικού αντιπερισπασμού.
Τρεις ημέρες αργότερα ο Τουρκικός Στόλος ηττήθηκε στη ναυμαχία της Λήμνου, με την οποία τερματίστηκαν οι ναυτικοί αγώνες στο Αιγαίο την περίοδο 1912- 1913 και εδραιώθηκε η ναυτική κυριαρχία της Ελλάδος.
Η ιστορία διδάσκει, ότι δεν αρκεί στον αρχηγό ο «θείος σπινθήρας», για να προβεί στις επιβαλλόμενες ενέργειες, προκειμένου να κερδηθεί μια μάχη· οι λαμβανόμενες αποφάσεις αποτελούν καρπό μεθοδικής πνευματικής εργασίας και θέλησης, αποκτηθείσα εμπειρία ετών, υποβοηθουμένων από εξαιρετική, καλλιεργημένη και πειθαρχημένη ιδιοφυία.
Η ναυτική εμπειρία, την οποία διέθετε ο Κουντουριώτης σε συνάρτηση με την απαράμιλλη ψυχραιμία του καθώς και η ανεξάρτητη, αλλά πειθαρχημένη σκέψη του αποτέλεσαν τη σωστή επιλογή του για τη θέση του Αρχηγού Στόλου από την πολιτική ηγεσία.
Στην αντιπαράθεση των ψυχρών υπολογισμών της αριθμητικής υπεροχής του Τουρκικού Στόλου έναντι του Ελληνικού, που προέτασσαν ορισμένοι αξιωματικοί κατά τη διάρκεια προπολεμικών συζητήσεων, ο Κουντουριώτης, παίρνοντας το λόγο, απαντούσε πολλές φορές με οργή και αγανάκτηση «Και την ψυχή, μωρέ, την ψυχή πού τη βάζετε;
Μήπως νομίζετε ότι οι παππούδες μας του Εικοσιένα έκαναν τέτοιους λογαριασμούς;
Με την ψυχική υπεροχή ενίκησε πάντοτε το Έθνος μας και με αυτήν θα νικήσωμεν πάλιν!».
Ο Κουντουριώτης ως πολεμικός ηγήτωρ
Ο αρχηγός, που συλλαμβάνει μια στρατηγική ιδέα και την υλοποιεί, δεν ενεργεί μόνο βάσει κάποιου καλά προετοιμασμένου και κάτω από μαχητικές συνθήκες καλά προδιαγεγραμμένου σχεδίου, αλλά λαμβάνει υπόψη του όλα τα ρευστά εκείνα στοιχεία, τα οποία μπορούν να ανατρέψουν το πιθανό αποτέλεσμα.
Κατά τη στιγμή της λήψεως μιας ιστορικής αποφάσεως, η οποία απαιτεί την ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων του στο ανώτατο όριο, ο ίδιος έχει την υποχρέωση, να αναπτύξει ικανή φαντασία, ώστε να μπορεί να κυριαρχήσει των καταστάσεων.
Οφείλει να έχει πλήρη συνείδηση των παραγόντων «χώρος» και «χρόνος» καθώς και των ευμενών ή δυσμενών επιδράσεων τους, να αξιολογεί με βεβαιότητα και ακρίβεια το χαρακτήρα των συνεργατών του καθώς και των αντιπάλων του, να έχει επίγνωση της προσωπικότητας των υφισταμένων του, ούτως ώστε να επιλέγει πάντοτε τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση και να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία κάθε αιφνιδιασμό του εχθρού ή αναστροφή της τύχης.
Πρέπει να διαθέτει πλήρη ισορροπία μεταξύ των διανοητικών προσόντων και του χαρακτήρα του, φλογερή ψυχή, μέγιστη ικανότητα ψυχρής θεώρησης και κατανόησης των καταστάσεων, να μπορεί να βλέπει μακριά και να συλλαμβάνει την έννοια της πραγματικότητας και συγχρόνως να είναι προικισμένος με βαθύτατη ψυχολογική διαίσθηση.
εικ. 4. Το θωρητκό "Αβέρωφ"
Το καθήκον, η τιμή, η ανιδιοτέλεια, το προσωπικό θάρρος, το ήθος, ο σεβασμός και η ακεραιότητα του χαρακτήρα, που αποτελούν τις βασικές συνιστώσες της προσωπικότητας ενός στρατιωτικού ηγέτη, αποτελούν το θεμέλιο, πάνω στο οποίο στηρίζονται τα πάντα στην ειρήνη και, κυρίως, στον πόλεμο.
Όλα αυτά αποτελούν αρετές, με τις οποίες ήταν προικισμένος ο ναύαρχος Κουντουριώτης.
Σε όλες τις στιγμές της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Μετέδωσε την αισιοδοξία για την τελική νίκη και επιβεβαίωσε τη σωστή επιλογή του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου όταν τον πρότεινε για Αρχηγό του Στόλου.
Εξ άλλου η εύστοχη απόφασή του για την αιφνιδιαστική κατάληψη της Λήμνου στις 8 Οκτωβρίου 1912 καθώς και η σοφή επιλογή του όρμου του Μούδρου ως βάση και ορμητήριο του Ελληνικού Στόλου και όχι του όρμου των Ωρεών στο βόρειο τμήμα της Εύβοιας, όπως αρχικά του είχε υποδειχθεί από το υπουργείο των Ναυτικών, υπήρξαν αποτέλεσμα της διορατικότητας του.
Το φυσικό λιμανάκι του Μούδρου λειτούργησε ως εφαλτήριο των ναυτικών επιχειρήσεων, που εξασφάλισαν τη θαλασσοκρατορία της Ελλάδος στο Αιγαίο και προσέφεραν μέγιστες υπηρεσίες στους στρατούς των συμμάχων.
Το κύρος και η επιβολή του Κουντουριώτη απέναντι στους υφισταμένους του παρέλυε κάθε άκαιρη απαιτητικότητα.Δεν ζητούσε ποτέ κάτι αδύνατο, απαιτούσε όμως από τον ανώτερο μέχρι και τον πιο απλό ναύτη να υπερνικούν τις δυσκολίες.
Η άκαμπτη προσωπικότητά του κατηύθυνε τον καθολικό εθνικό ενθουσιασμό της εποχής στον αγώνα.
Κάθε καθυστέρηση θεωρούνταν απαράδεκτη, το ίδιο και κάθε επιείκεια.
Ορμητικός, αυστηρός και, ίσως μερικές φορές, σκληρός, αλλά δίκαιος και γενναίος ο ναύαρχος έδινε σε όλους να καταλάβουν καλά ότι έκαναν πόλεμο.
Μόνον όταν ο ηγέτης δίνει πρώτος το παράδειγμα, τότε ανάμεσα σ’ αυτόν και στους στρατιώτες του γεννιέται εκείνος ο μυστηριώδης δεσμός, ο οποίος αποτελεί το σταθερό υπόβαθρο της στρατιωτικής ισχύος.
Ο Κουντουριώτης είχε το βασικό αυτό ηγετικό χάρισμα να κερδίζει τους υφισταμένους του, να τους εμπνέει εμπιστοσύνη και να τους παρασύρει σε πράξεις αυτοθυσίας.
Ο Παύλος Κουντουριώτης υπήρξε ανεπιτήδευτα «θαλασσινός».
Θεωρούσε τον εαυτό του απλό ναύτη ανάμεσα σε πέντε χιλιάδες ομοίους του∙η αρχηγία, με την οποία τον είχε τιμήσει η πολιτεία, του φαινόταν ως δικαίωμα να πεθάνει πρώτος από όλους∙με την ισχυρή ευθυκρισία του και το απέριττο θάρρος, που τόσο εξευγενίζει την ανθρώπινη φύση, ο Έλληνας ναύαρχος οδήγησε τα πληρώματα των πλοίων του στη νίκη.
Ο Κουντουριώτης υπήρξε ηγέτης, που γνώριζε να ξεσηκώνει την πολεμική ορμή των υφισταμένων του με λόγια που μιλούσαν απευθείας στην καρδιά τους, όπως εκείνα στο σήμα, που εξέπεμψε προς όλα τα πληρώματα του Στόλου, το πρωινό της 5ης Ιανουαρίου 1913, λίγο προτού ξεκινήσει η ναυμαχία της Λήμνου∙«Έχετε υπόψη το παράγγελμα της 3ηςΔεκεμβρίου. Η σημερινή ναυμαχία θα κρίνη την τύχην του Ελληνισμού ολοκλήρου. Πολεμήσατε ως λέοντες. Π. Κουντουριώτης».
Ο ενθουσιασμός, που ενέπνεε στους άνδρες του, λειτουργούσε καταλυτικά και για τον ίδιο. Η σχέση τους ήταν αμφίδρομη∙έδινε, αλλά κι έπαιρνε κουράγιο από αυτούς, όπως τότε κατά τη διάρκεια της “ναυμαχίας της Έλλης”, που πλησίασε τα τουρκικά φρούρια∙ οι ζητωκραυγές των ανδρών του λειτούργησαν ως η κινητήρια δύναμη, που τον ώθησε στο παρακινδυνευμένο αυτό διάβημα.
Ο ίδιος γνώριζε το αξιόμαχο των ανδρών του, γιατί ο ίδιος ήξερε- καλύτερα από κάθε άλλο- πόση παλικαριά και πόσες θυσίες έκαναν τα απλά παιδιά του λαού.Κανένας, μέσα σε δύο λέξεις ενός λιτού τηλεγραφήματος προς το Υπουργείο των Ναυτικών «…επυροβόλουν ζητωκραυγάζοντες…», δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει το μεγαλείο της ψυχής και του ηρωισμού εκείνων των πολεμιστών εκτός από τον ίδιο το συμπολεμιστή τους, το ναύαρχο Κουντουριώτη.
Οι ναύτες των Βαλκανικών πολέμων έγιναν σύμβολα τόλμης, παλικαριάς και αυτοθυσίας και μαζί με τον πρωταγωνιστή τους θρύλος για τις επόμενες γενιές.
Ο Κουντουριώτης δεν «λατρεύτηκε» μόνο από τους άνδρες του και τον απλό λαό, αλλά κέρδισε το σεβασμό ακόμη και των αντιπάλων του.
Στα τελευταία λόγια του τηλεγραφήματος, που απέστειλε ο Τούρκος υπουργός των Ναυτικών Μαχμούτ Μουχτάρ προς τον αρχηγό του Τουρκικού Στόλου Ραμίζ Μπέη, φανερώνονται η εκτίμηση και ο σεβασμός, που έτρεφε ο εχθρός προς το πρόσωπο του Έλληνα ναυάρχου· «…Επί του “Αβέρωφ” θα επιβαίνει, όπως πληροφορούμαι, ως γενικός αρχηγός του ελληνικού στόλου, ο Κουντουριώτης, άριστος αξιωματικός, έμπειρος, θαρραλέος, πατριώτης και προικισμένος με πολλές αρετές.
Ο Κουντουριώτης είναι είς εκ των αρίστων αξιωματικών. Ο υπουργός Ναυτικών/ Μαχμούτ Μουχτάρ».
Ο Κουντουριώτης δεν ενέπνεε μόνο το σεβασμό, αλλά και τη συμπάθεια σε Έλληνες και ξένους.Όταν το 1926 ο Γερμανός δημοσιογράφος και διεθνούς φήμης συγγραφέας EmilLudwig γνωστός από τις δημοφιλείς βιογραφίες του, στις οποίες συνδύαζε την ιστορική πραγματικότητα και ανέλυε το ψυχολογικό προφίλ του βιογραφουμένου- ήρθε στην Ελλάδα και επισκέφθηκε τον Κουντουριώτη, εξερχόμενος του γραφείου μετά την ολιγόλεπτη συνάντηση που είχε μαζί του, απευθυνόμενος σε συνεργάτη του, δήλωσε τα εξής «Τι άνθρωπος αυτός ο γέρο- Ναύαρχος σας!
Τον έβλεπα και συνεκινούμην χωρίς να το θέλω…Είσθε ευτυχείς που έχετε ακόμη ένα τέτοιο πρόεδρον»∙και όταν αυτός του επεσήμανε, ότι και στη Γερμανία υπάρχει ο Χίντενμπουργκ,τότε ο Γερμανός ιστοριογράφος απάντησε «Όχι, όχι δεν είνε το ίδιο… Είναι βεβαίως, μία φυσιογνωμία και ο Χίντεμπουργκ.
Σου εμπνέει τον σεβασμό, αλλ’ όχι και την συμπάθεια. Αυτός ο ναύαρχός σας είνε εντελώς άλλο πράγμα!».
Ο Κουντουριώτης ως πολιτικός
Υπάρχει μεγάλη και ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην «ανάμιξη» με την πολιτική και στη φιλοσοφία «του πολιτικώς σκέπτεσθαι».
Ο Κλαούζεβιτς έγραψε σχετικά, ότι εάν κάποιος πολεμικός ηγέτης βρεθεί στην ανάγκη να ενεργήσει ως πολιτικός, με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να πάψει να συμπεριφέρεται ως στρατιωτικός αρχηγός.
Ο ναύαρχος Κουντουριώτης υπήρξε ταυτόχρονα στρατιώτης, αλλά και «πολιτικό ον». Με τα κοινά ασχολήθηκε όχι από επιλογή του, αλλά από πατριωτικό καθήκον και ηθική υποχρέωση.
Ο Κουντουριώτης διέθετε πολιτική οξύνοια, καίτοι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε πολιτικός με τη στενή έννοια του όρου.
Μέσα από την άσκηση της πολιτικής δεν ικανοποιούσε τη ματαιοδοξία του, αλλά έβρισκε νόημα στην πλήρωση της ύπαρξής του.
Είχε επίγνωση του ρόλου του απέναντι στην πατρίδα∙εξάλλου γι’ αυτό πάλευε μια ολόκληρη ζωή, για να φανεί χρήσιμος όταν και όπου του ζητηθεί∙είχε συνείδηση ανθρώπου προικισμένου με βαθύ αίσθημα ευθύνης.
Η εμπλοκή του στα κοινά δεν υπήρξε απόρροια τυχοδιωκτικής διάθεσης ή επαγγελματικής ενασχόλησης, αλλά υπόθεση χρέους, τιμής και ευθύνης.
Για τον Κουντουριώτη η πολιτική δεν περιοριζόταν στο στενό πλαίσιο άσκησης μικροπολιτικής, τόσο γνώριμη στις σημερινές ημέρες μας, αλλά περιέκλειε ηθικές αρχές, οράματα και πεποιθήσεις σφυρηλατημένες από τις οικογενειακές εθνικές και πολιτικές του καταβολές.
Η διαφωνία του επί του ζητήματος της Ελλάδος για την ουδετερότητα ή τη συμμετοχή της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως συμμάχου της «Αντάντ», θα τον οδηγήσει να ταχθεί υπέρ της πολιτικής Βενιζέλου και του «κινήματος της Εθνικής Άμυνας».
Έτσι το Σεπτέμβριο του 1916, μαζί με το στρατηγό Δαγκλή θα συστήσουν την περίφημη «τριανδρία» και θα σχηματίσουν προσωρινή κυβέρνηση υπό την προεδρία του Βενιζέλου αρχικά στα Χανιά της Κρήτης και στη συνέχεια, μεταβαίνοντας στην Βόρεια Ελλάδα,θα ιδρύσουν ξεχωριστό κράτος με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη.
Ο Κουντουριώτης έζησε σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή εξαιτίας των οξυμένων πολιτικών παθών και των επικρατούντων εντόνων αντιπαραθέσεων.
Παρά το γεγονός, ότι ο ίδιος απολάμβανε το σεβασμό από τους περισσοτέρους αντιπάλους του, εντούτοις δεν θα μπορέσει να αποφύγει τις δύο απόπειρες εις βάρος της ζωής του.
Καίτοι οι δύο δολοφονικές απόπειρες παραλίγο να του στοιχίσουν την ίδια του τη ζωή, εντούτοις ο Κουντουριώτης συνέχισε να μη λαμβάνει ιδιαίτερα μέτρα προστασίας κατά τις μετακινήσεις του.
Προτιμούσε να μεταβαίνει πεζός στο γραφείο του και να κάνει χωρίς συνοδεία τους περιπάτους στηριζόμενος στη μεγάλη δημοφιλία του.
Στις αρχές Ιουνίου του 1929 ο Κουντουριώτης εξελέγη από την Εθνοσυνέλευση τακτικός Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.Στην εξουσία θα παραμείνει μόνο έξι μήνες, μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου.
Ο ίδιος θα παραιτηθεί από το αξίωμα για λόγους υγείας, όταν διαπιστώσει ότι τα αρχικά κλινικά συμπτώματα, τα οποία του παρουσιάστηκαν, δεν ήταν άλλα, παρά εκείνα, που συνδέονταν με τη νόσο, που για πρώτη φορά το 1817 περιέγραψε ολοκληρωμένα ο Άγγλος γιατρός Τζέιμς Πάρκινσον.
Με τον αδελφό του Ιωάννη, παλιό συμμαθητή του Βενιζέλου, θα του στείλει μήνυμα, με το οποίο θα του κοινοποιήσει την αμετάκλητη απόφασή του, η οποία αποτελεί μνημείο ιδεαλισμού∙«Παραιτήθηκα, γιατί αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν.
Όταν θα ήρχοντο να με επισκέπτονται ξένοι πρέσβεις, θα το αντιλαμβάνοντο. Οι σκέψεις και οι κρίσεις τους θα ήσαν δυσμενείς διά την πατρίδα».
Άρα γε πόσοι πολιτικοί ηγέτες σήμερα στον κόσμο μπορούν να αρθρώσουν τέτοιο λόγο, όταν βαριά άρρωστοι- θλιβερά ερείπια του εαυτού τους- προσπαθούν να κρατηθούν γαντζωμένοι στην εξουσία;
Άλλα ήθη, άλλες εποχές, τότε που υπήρχαν ηγέτες, που ενέπανεν και ξεσήκωναν το λαό. O tempora o mores!
Θεματοφύλακας των θεσμών
Με γνώμονα το σεβασμό και την προσήλωση στους συνταγματικούς θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, που αποτελούν την ασφαλιστική δικλείδα για την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή ενός κράτους, έζησε όλη του τη ζωή ο Παύλος Κουντουριώτης.
Ενσάρκωσε το πρότυπο του δημόσιου άνδρα, που στις ημέρες μας μάλλον τείνει να εκλείψει και αναδείχθηκε χαρισματικός ηγέτης, γιατί κατόρθωσε με τις επιλογές του να στηρίξει τους θεσμούς σε μια εποχή, που επικρατούσαν συνθήκες γενικευμένης κρίσης και ατμόσφαιρα διάχυτης ανασφάλειας.
Το πολιτικό εκτόπισμα και πατριωτικό μεγαλείο του ναυάρχου υπήρξε σε κάθε στιγμή του βίου του έκδηλο.
Έχει γραφεί, ότι ο Κουντουριώτης υπήρξε φιλοβασιλικός.
Καίτοι, υπάρχουν πολλές ενδείξεις του σεβασμού και της αγάπης του ναυάρχου προς το Στέμμα, εντούτοις- αν θεωρήσουμε ότι εκείνη την εποχή ο βασιλιάς εξέφραζε την ενότητα του ελληνικού λαού- τότε η όποια «φιλοβασιλική» συμπεριφορά του μοιάζει να ήταν απόρροια του γεγονότος, ότι ο ίδιος υπήρξε εκ φύσεως άνθρωπος των θεσμών, τους οποίους υπηρέτησε πιστά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Δεν μπορεί κάποιος με σιγουριά να υποστηρίξει, ότι η στενή σχέση, που είχε αναπτύξει με το βασιλιά Γεώργιο Α΄ από την εποχή που είχε διατελέσει υπασπιστής του, στάθηκε εμπόδιο στη συμμετοχή του στο «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» και στην επιτυχή επικράτηση τουστρατιωτικού κινήματος στο Γουδή το 1909.
Πάντως, αν λάβει κανείς υπόψη, την προηγούμενη άρνησή του να συμμετάσχει στην «Εθνική Εταιρεία», η οποία τουλάχιστον φαινομενικά δεν είχε αναπτύξει αντιπαλότητα με τα Ανάκτορα, οδηγείται μάλλον στο συμπέρασμα, ότι πράγματι ο Κουντουριώτης υπήρξε βαθύτατα προσηλωμένος στους θεσμούς καθώς και στην εκάστοτε νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, που εκείνη την εποχή διοικούσε και η οποία είχε παραμείνει ένα από τα ελάχιστα πιστά στην κυβέρνηση τμήματα του βασιλικού Ναυτικού, που δεν συμμετείχαν στο Κίνημα της 15ηςΑυγούστου στο Γουδή.
Ο Κουντουριώτης στην πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξε προσκολλημένος με το Παλάτι∙όταν κλήθηκε να αποφασίσει αν θα ακολουθήσει τον Βενιζέλο στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης, έχοντας ως γνώμονα τη σωτηρία της πατρίδας, δεν δίστασε ούτε στιγμή να το πράξει.
Τα «ιατρικά» του Κουντουριώτη
Ο Κουντουριώτης, όπως εξάλλου όλοι οι άνθρωποι, ήρθε αντιμέτωπος στη ζωή του με την αρρώστια.
Ίσως, δεν θα είχε κανένα νόημα η οποιαδήποτε μνεία στο είδος, αλλά και στο μέγεθος των νοσημάτων, που τον «ταλαιπώρησαν», όσο ο ίδιος βρισκόταν ακόμη στη ζωή.
Θεωρώ, όμως, ότι έστω και μια μικρή αναφορά στην υγεία του ναυάρχου είναι απαραίτητη σε μια ψυχογραφική προσέγγιση όπως αυτή· κι αυτό, γιατί ο τρόπος, με τον οποίο συμπεριφέρεται ένα άτομο μπροστά στην αρρώστια, αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Από τα λίγα εξ άλλου διαθέσιμα βιογραφικά του ναυάρχου ελάχιστες πτυχές της ζωής του έχουν φωτιστεί- και αυτές ακροθιγώς και αποσπασματικά- σε σχέση με τις λίγες φορές, που υπήρξε ασθενής.
Στις καταγεγραμμένες μαρτυρίες που ακολουθούν, δεν χρειάζεται κανείς να έχει εξειδικευμένες γνώσεις ψυχολογίας, για να βγάλει από μόνος του τα συμπεράσματα για τον ψυχισμό του «ασθενή» Κουντουριώτη.
Λίγες ημέρες μετά την ναυμαχία της Λήμνου ο Κουντουριώτης, έχοντας όλα τα συμπτώματα μιας γαστρορραγίας (δυνατούς πόνους στο στομάχι, καφεοειδείς εμέτους και μέλαινες κενώσεις), παρέμεινε κλινήρης ακολουθώντας τις οδηγίες του γιατρού του πλοίου· η παράταση των μαύρων κενώσεων ανησύχησαν το γιατρό, ο οποίος συνέστησε μεταφορά του ναυάρχου σε νοσοκομείο για περαιτέρω νοσηλεία λόγω υπόνοιας συνέχισης της γαστρορραγίας και των κινδύνων που αυτή εγκυμονεί, που στην περίπτωση αυτή απαιτείται μετάγγιση αίματος και ενδεχομένως χειρουργική επέμβαση· ο Δούσμανης, που μετέφερε τους επιστημονικούς προβληματισμούς και την ανησυχία του γιατρού στον Κουντουριώτη, προκειμένου αυτός να διακομιστεί σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης για περαιτέρω αντιμετώπιση, έλαβε την αρνητική απάντηση του ναυάρχου· ευτυχώς η γερή του κράση υπερίσχυσε και σε λίγες ημέρες έγινε καλά.
Κάποτε, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ναύαρχος Κουντουριώτης αρρώστησε και κατόπιν συστάσεων των θεραπόντων ιατρών του, προκειμένου να αναρρώσει, απομονώθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα, γεγονός που του δημιούργησε μελαγχολία∙ ο γιατρός του Ναυτικού Ζουμής, τον οποίο ιδιαίτερα αγαπούσε και εκτιμούσε ο ναύαρχος, κλήθηκε στην Ύδρα για να τον εξετάσει∙ η γνωμάτευση δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας «Κύριε Πρόεδρε, η υγεία σας είναι αρίστη, ενοσταλγήσατε να προσφέρητε τας υπηρεσίας σας και πάλιν εις το Έθνος, διό και σας συνιστώ να επιστρέψητε εις τας Αθήνας» και ο ναύαρχος συνήλθε αμέσως.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1929 ο Κουντουριώτης παραιτήθηκε από το αξίωμα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, γιατί προσεβλήθη από τη νόσο του Πάρκινσον, τα συμπτώματα της οποίας- σύμφωνα με τις πάγιες πεποιθήσεις του- θα προξενούσαν δυσμενείς εντυπώσεις για τον ίδιο και τη χώρα στους επίσημους απεσταλμένους των ξένων κρατών.
Το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1934 μια δυσάρεστη είδηση, που είχε δημοσιευτεί στον τύπο, λύπησε τους Έλληνες «Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης παραθερίζων είς Ύδραν ασθενεί σοβαρώς»∙σε μικρό χρονικό διάστημα η υγεία του ναυάρχου βελτιώθηκε, η αιτία όμως που τον στενοχώρησε δεν ήταν ο κίνδυνος της αρρώστιας για τη ζωή του, αλλά η θεραπευτική πειθαρχία, στην οποία τον υπέβαλαν οι θεράποντες γιατροί του∙ υποχρεωμένος, όμως, εκ των συνθηκών να υπακούσει στις θεραπευτικές προσταγές είπε με φιλοσοφική διάθεση, αλλά και παράπονο «Ουαί τοις ηττημένοις».
Τέσσερις μικρές ιστορίες, μεγάλης όμως βαρύτητας και σημαντικότητας, όχι μόνο γιατί το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι το κεντρικό πρόσωπο, γύρω από το οποίο περιστρέφονται, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο αντιδρούσε.
Παρ΄όλο, που στη διαμόρφωση της προσωπικότητας σημαντικό ρόλο παίζει το οικογενειακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο έχει μεγαλώσει κανείς, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται, εντούτοις άτομα, που συμβιούν μέσα στο ίδιο περιβάλλον, αναπτύσσουν πολλές φορές μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά απέναντι στην αρρώστια.
Αυτή η παρατήρηση μας επιβάλλει να αναζητήσουμε βαθύτερα στον ψυχολογικό κόσμο αυτών των ατόμων, προκειμένου να βρούμε τους παράγοντες, οι οποίοι θα μπορέσουν ενδεχομένως να ερμηνεύσουν αυτή τη διαφορά.
Οι ειδικοί, που έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν τον τρόπο αντίδρασης απέναντι στην αρρώστια, καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι το πάσχον άτομο αναπτύσσει μια ιδιαίτερη συλλογιστική απέναντι στους κινδύνους, που εγκυμονεί μια αρρώστια για τη ζωή τους.
Όλοι συμφωνούν, ότι η ανατροπή της υγείας ορίζεται με υποκειμενικό τρόπο από τον ίδιο τον ασθενή, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κάποιου είδους αλλαγή της κοινωνικής του κατάστασης και, ότι η συνειδητοποίηση της νόσου συνοδεύεται από συμπεριφορές του αρρώστου, που επηρεάζονται από ένα σύνολο κοινωνικοοικονομικών, πολιτιστικών και ψυχολογικών παραγόντων.
Αλλά και ο τρόπος, που προσεγγίζει ο άρρωστος την διαταραχή της υγείας του, επηρεάζεται από ένα σύνολο κοινωνικών, ψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων με πρώτο εξ αυτών το σωματικό σύμπτωμα/ενόχλημα, που θα τον οδηγήσει στο γιατρό.
Η «κουλτούρα» ενός ατόμου ως σύνολο ηθών, εθίμων και αντιλήψεων, υπό την ανθρωπολογική της έννοια, παίζει ίσως το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση συγκεκριμένων απόψεων για την αρρώστια, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τον τρόπο, με τον οποίο το συγκεκριμένο άτομο θα αντιδράσει σ’ αυτή.
Επομένως η προσωπική στάση του αρρώστου δεν αποτελεί τυχαία, αλλά συνειδητή διαδικασία συμπεριφοράς.
Ο άρρωστος, οποιοσδήποτε άρρωστος, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, τη μόρφωση και την κοινωνική του θέση, διακατέχεται από το αίσθημα της ανασφάλειας, που η ίδια η αρρώστια προκαλεί.
Φοβάται, ακόμη και αν δεν το λέει, λειτουργεί καχύποπτα απέναντι στο γιατρό ή σε όσους προσπαθούν να τον βοηθήσουν και δυσφορεί, γιατί αισθάνεται εξάρτηση από αυτούς.
Ο τρόπος, που συνήθως αντιδρά έχει ενδιαφέρον από ψυχολογική άποψη, γιατί αντανακλά το χαρακτήρα του.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί επιστημονικό θέσφατο, ότι η αντίδραση του ασθενή απέναντι στο φόβο, που η αρρώστια επιφέρει, εκφράζεται ορισμένες φορές με αντίθετη συμπεριφορά και φαινομενικά παρουσιάζεται ως αντίδραση τόλμης, προκειμένου ο πάσχων να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του και ύστερα στους άλλους, ότι δεν φοβάται, ενώ στην πραγματικότητα κρύβει μέσα του βαθιά ανησυχία και φοβία.
Στην «περίπτωση Κουντουριώτη» όμως, σύμφωνα με την προσωπική μου εκτίμηση, ο τρόπος που αντέδρασε απέναντι στη γαστρορραγία του δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρά έκφραση τόλμης, γενναιότητας, αλλά και ευθύνης απέναντι στην «ιερή» υποχρέωση, που είχε αναλάβει ως Αρχηγός του Στόλου.
Εξ άλλου η αντοχή κάθε οργανισμού απέναντι στην αρρώστια, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο την ξεπερνά κανείς εξαρτάται όχι μόνο από τη σωματική του κράση, αλλά και τις ψυχικές του αντοχές∙ και ο Κουντουριώτης διέθετε και τα δύο.
Εκτός όμως αυτών, ο ίδιος είχε σαφή αντίληψη του γεγονότος, ότι όταν ένας άνθρωπος αρρωστήσει, δεν αλλάζει μόνο η δική του ζωή, αλλά μαζί με τη δική του επηρεάζονται και οι ζωές των ανθρώπων, που τον περιβάλλουν.
Είναι εύκολο να αναλογιστεί κανείς τι θα συνέβαινε, αν ο ναύαρχος είχε δεχτεί να μεταφερθεί στο νοσοκομείο!
Το ηθικό των ανδρών του θα έπεφτε, αφού ο Αρχηγός τους θα τους εγκατέλειπε βαριά άρρωστος. Αυτά, ίσως, σκεπτόταν ο Κουντουριώτης όταν απάντησε θυμωμένα στην επιμονή του Δούσμανη για τη διακομιδή του «…Εγώ δεν πάω πουθενά. Μονάχα πεθαμένο θα με βγάλετε από δω μέσα. Ακούς εκεί νοσοκομείο.
Έχουμε πόλεμο Σοφοκλή. Έτσι τα παρατάμε κι’ αφήνουμε να μας τρέχουνε στους γιατρούς ή πιάνουμε το κρεββάτι σαν τις λεχώνες;».
εικ. 5. Οι επωμίδες της θερινής στολής του Ναυάρχου Π. Κουντουριώτη
Η μελαγχολία του Κουντουριώτη, ως έκφραση της- έστω και πρόσκαιρης- απώλειας του προσωπικού του ρόλου από την τύχη των εθνικών θεμάτων, που διαχειριζόταν εκείνη την εποχή από τη θέση του ύπατου αξιώματος της Πολιτείας, «γιατρεύτηκε» με τη σταθερή και αποφασιστική προτροπή του γιατρού να επιστρέψει πίσω στα καθήκοντά του.
Η απώλεια του προσωπικού ρόλου είναι μια από τις κυριότερες θεωρίες, που έχουν αναπτυχθεί προκειμένου να ερμηνευθεί το φαινόμενο της μελαγχολίας, σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος καθορίζει για τον εαυτό του ένα βασικό ρόλο, που θα παίξει στη ζωή του∙ σε περίπτωση δυσχέρειας ή αδυναμίας πραγμάτωσης του ρόλου του, τότε αυτός καταλαμβάνεται από μελαγχολία.
Ο τρόπος, με τον οποίο αντέδρασε ο Κουντουριώτης στο τρεμούλιασμα των χεριών του, ενός από τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας, που του προξένησε απώλεια του ελέγχου της κίνησης των μελών του σώματός του, φανερώνει άνθρωπο υπεύθυνο, με συγκροτημένη σκέψη και υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στη θέση, που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία.
Η παραίτησή του υπήρξε ο επίλογος της πολιτικής του καριέρας, πράξη εθνικής αξιοπρέπειας και έμπρακτου πατριωτισμού, προσωπική υπέρβαση και μάθημα ήθους με διαχρονική αξία.
Το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από τη δημόσια ανακοίνωση της αρρώστιας του Κουντουριώτη, που τον οδήγησε στο θάνατο μετά από ένα χρόνο, τον Αύγουστο του 1935, υπήρξε γι’ αυτόν περίοδος εντελέχειας και υπαρξιακού επαναπροσδιορισμού.
Παρά το γεγονός, ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη κλονίζεται μπροστά στην επίγνωση του θανάτου, ακριβώς αυτή η πραγματικότητα είναι που μετουσιώνει το υπαρξιακό άγχος σε φιλοσοφική διάθεση για το νόημα της ζωής, αντιμετωπίζοντάς τον ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής.
Οι τρεις λέξεις «Ουαί τοις ηττημένοις», που αναφώνησε ο ναύαρχος, όταν αρρώστησε, φανερώνουν τη φιλοσοφική και ταυτόχρονα τη θυμοσοφική του διάθεση, όταν αυτός, που δεν ηττήθηκε ποτέ, νικημένος από το γήρας, θέλησε «να δείξει πόσο σκληρό είναι να υποτάσσεται κάποιος σε ξένη συμβατική θέληση, εκείνος που θέληση δική του είχε πάντα να επιβάλλεται σε όλους με λόγια λίγα και έργα μεγάλα και ηρωικά, άξια μια ημέρα να γίνουν εποποιία και θρύλος».
Ο θάνατος και η κηδεία
Το πρωί της 22ας Αυγούστου του 1935 ο ένδοξος ναύαρχος άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στο Παλαιό Φάληρο, σε ηλικία 80 ετών.
Η είδηση του θανάτου έπεσε σαν βόμβα στο νησί.
Οι κάτοικοι συντετριμμένοι περίμεναν ολόκληρο το απόγευμα στο λιμάνι και στα γύρω υψώματα του νησιού τον κατάπλου της “Ύδρας”, που μετέφερε τη σορό του ναυάρχου.
Το μικρό ατμόπλοιο συνοδευόμενο από το αντιτορπιλικό “Λέων” αγκυροβόλησε στο λιμάνι γύρω στις 6.30 η ώρα το απόγευμα, μεταφέροντας το φέρετρο, μέσα στο οποίο «…κατέκειτο ο σεμνός, ο τίμιος, ο ταπεινός, ο τολμηρός, ο ευλαβής χριστιανός, ο πατριώτης Έλληνας, ο συνεχιστής της ‘πατρώας δόξης’ Ναύαρχος, ο παλιός άντρας».
Το σκήνωμα του σεβάσμιου νεκρού μεταφέρθηκε στην προγονική του οικία βασταζόμενο από Υδραίους όλων των κοινωνικών τάξεων και ακολουθούμενο από το σύνολο του κλήρου και του λαού, όπου παρέμεινε μέχρι την εξόδιο ακολουθία, φρουρούμενο τιμητικά από τέσσερις υπαξιωματικούς του Ναυτικού, επικεφαλής των οποίων ήταν σημαιοφόρος αξιωματικός∙το φέρετρό του ήταν και αυτό απλό, όπως όλη του η ζωή, σκεπασμένο μόνο από πολλά λουλούδια∙η νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή τελέστηκε από τον ιερέα Χελιώτη, το μοναδικό που έφερε πετραχήλι και κρατούσε λαμπάδα και θυμιατήρι, σύμφωνα με την επιθυμία του νεκρού να αποφευχθούν τελετές και ματαιόδοξες πομπές.
Τα λίγα λόγια, με τα οποία αποχαιρέτησε ο Αρχηγός του Στόλου και μετέπειτα υπουργός των Ναυτικών υποναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου το «μεγάλο νεκρό», σκιαγραφούν απόλυτα την προσωπικότητά του και παρέχουν στον αναγνώστη το μέγεθος της μεγαλοσύνης του, επιβεβαιώνοντας απόλυτα τη «στόφα» του Κουντουριώτη ως πολεμικού ηγήτορα και πολιτικού ανδρός∙«Τιμημένε μου Ναύαρχε, Το Πολεμικόν Ναυτικόν σου αποστέλλει δι’ εμού τον ύστατον χαιρετισμόν. Συ, όστις με το γαλήνιον παράστημα, τον αδέκαστον χαρακτήρα σου, μας ενέπνευσες την εμπιστοσύνην και μας αφήκες το θείον όραμα της νίκης, απέρχεσαι ήδη του ματαίου τούτου κόσμου.
Κατόρθωσες να εμψυχώσεις τα πεπρωμένα της φυλής και δικαίως κατέκτησες τον τίτλον του εμψυχωτού του στόλου μας εις το Αιγαίον.
Μας ενέπνευσες την αισιοδοξίαν και την πεποίθησιν και μας έσυρες τότε ζητοκραυγάζοντας προς τον θάνατον.
Όταν έγιναν οι συγκρούσεις εκείναι, αι οποίαι σε έφεραν εις την πρώτην γραμμήν των πρώτων ανδρών του αιώνος μας, συ επετέλεσες τα ευγενέστερα άθλα.
Δικαίως κατέκτησες και τον τίτλον του γενναίου.
Όταν ώρμας ακάθεκτος προς την νίκην και κατέκτας τον γενικόν θαυμασμόν, όταν ανήλθες εις το ύπατον αξίωμα και περιεβάλεσσο διά δόξης και μεγαλείου, διετήρησες τον απλόν και απέριττον χαρακτήρα σου.
Απέρχεσαι ακόμη του κόσμου τούτου με την βιβλικήν σου ευσέβειαν και ευλάβειαν προς την πίστιν των πατέρων μας, δικαίως κατακτήσας και τον τίτλον του αγίου…».
Ο ναύαρχος Κουντουριώτης υπήρξε αναμφίβολα χαρισματική προσωπικότητα, προικισμένη με αρετές, που έθετε υψηλούς στόχους και απέβλεπε στην πραγματοποίησή τους με αμείωτη αποφασιστικότητα.
Φυσιογνωμία εξόχως ηρωική, μέχρι σημείου αυτοθυσίας, που μιλούσε με την ψυχή, χωρίς διπλωματίες και παχιά λόγια.
Πιστός στις προγονικές του καταβολές, που του καθόρισαν ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του, υπήρξε αποφασισμένος να αφήσει το δικό του στίγμα και να γράψει χρυσές σελίδες στη νεότερη ιστορία της χώρας μας.
Άξιος συνεχιστής των μπουρλοτιέρηδων του ’21, που έπαιρνε τολμηρές αποφάσεις και τις υλοποιούσε με σχεδιασμό και φρόνηση.
Ο Κουντουριώτης είτε ως ιστορική μορφή είτε ως θρύλος ή σύμβολο συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα και αναμφίβολα θα συνεχίσει να επιζεί, εξακολουθώντας να συναρπάζει και να κυριαρχεί, γιατί στη μορφή του αντικρίζει κανείς με δέος και σεβασμό το σεμνό άνδρα με την αδάμαστη παλικαριά και την υπέρτατη τόλμη.
"Ιωάννης Καποδίστριας"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!