Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος
Εἰ θαῦμα Θήβαις ταῖς παρ᾽ Αἴγυπτον πύλαι,
Πόσον γε Παῦλος, κἄν βίου λίπῃ πύλας;
Βλαστὸς Θηβαΐδος πέμπτῃ δεκάτῃ θάνε Παῦλος.
Πόσον γε Παῦλος, κἄν βίου λίπῃ πύλας;
Βλαστὸς Θηβαΐδος πέμπτῃ δεκάτῃ θάνε Παῦλος.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος, ἤκμασε στὰ χρόνια του Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καὶ τοῦ Βαλεριανοῦ (254 – 259 μ.Χ.). Σύμφωνα μὲ τὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τῆς ὁποίας πρόσφατα ἀποδείχθηκε ἡ ἱστορικότητα, μὲ βάση μία πολὺ ἀρχαιότερη ἑλληνικὴ πηγή, τὰ ὅρια τῆς ζωῆς του μποροῦν νὰ τοποθετηθοῦν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 233 καὶ 346 μ.Χ. Ἀνῆκε σὲ πλούσια οἰκογένεια τῆς κάτω Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου.
Ὅταν ὁ Δέκιος ἐξαπέλυσε κατὰ τῶν Χριστιανῶν τὸν τρομερὸ διωγμό του, ὁ Ὅσιος σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραδοθεῖ στοὺς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς του, τὸν γαμπρό του, ζήτησε παρηγοριὰ καὶ σωτηρία στὴν ἔρημο.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου καὶ ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη, ἀπατηλὴ ὅμως καὶ προσωρινή, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νὰ ἐξακολουθήσει τὴν ἐρημική του διαμονή. Στὴν ἔρημο ἀγάπησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ προχώρησε στὰ ἐνδότερα, ὅπου βρῆκε σπήλαιο, μέσα στὸ ὁποῖο πέρασε ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἔτρεχε δροσερότατη πηγὴ καὶ ὑπῆρχε φοίνικας, ἰδιαίτερα ψηλός. Ἐκεῖ μέσα στὴν ἡσυχία τῆς φύσεως, μελετοῦσε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἄλλα ψυχωφελὴ βιβλία.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου καὶ ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη, ἀπατηλὴ ὅμως καὶ προσωρινή, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νὰ ἐξακολουθήσει τὴν ἐρημική του διαμονή. Στὴν ἔρημο ἀγάπησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ προχώρησε στὰ ἐνδότερα, ὅπου βρῆκε σπήλαιο, μέσα στὸ ὁποῖο πέρασε ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἔτρεχε δροσερότατη πηγὴ καὶ ὑπῆρχε φοίνικας, ἰδιαίτερα ψηλός. Ἐκεῖ μέσα στὴν ἡσυχία τῆς φύσεως, μελετοῦσε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἄλλα ψυχωφελὴ βιβλία.
Ἐκεῖ τὸν γνώρισαν καὶ διάφοροι ἄλλοι ἀναχωρητές, ποὺ εἶχαν ἀναζητήσει καὶ αὐτοὶ στὴν ἔρημο τὴν σωτηρία ἀπὸ τοὺς διῶκτες τους. Τόσο μάλιστα ἦταν ὁλοφάνερη ἡ πνευματικὴ ὑπεροχὴ καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη του, ὥστε ὅλοι τοῦ ἀπέδιδαν σεβασμὸ καὶ ἀγάπη, καὶ τὸν ρωτοῦσαν γιὰ πολλὰ ζητήματα, εἴτε ἠθικῆς καὶ θεολογικῆς διακρίσεως, εἴτε ἀναφερόμενα στὴν προσωπική τους ψυχικὴ κατάσταση.
Ὁ Ὅσιος ἀπαντοῦσε στὸν καθένα πατρικά, λύνοντας τὶς ἀπορίες τους, φωτίζοντας τὶς ἀμφιβολίες τους, στερεώνοντας τὶς πεποιθήσεις τους, καθοδηγώντας τους στὸν τελειότερο βίο, χωρὶς καθόλου νὰ ὑπερηφανεύεται, τιμώντας καὶ τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ συμπεριφερόμενος μὲ λεπτή, εὐγενὴ καὶ διακριτικὴ συμπεριφορά.
Ἡ φήμη τοῦ διακεκριμένου ἀναχωρητοῦ, ἔφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἦλθε λοιπὸν καὶ αὐτός, τὸ ἔτος 344 μ.Χ. στὸν Παῦλο. Καὶ τίποτα δὲν ἦταν συγκινητικότερο ἀπὸ τὴν συνάντηση τῶν δύο ἐκείνων ἁγίων ἀνδρῶν.
Ἄγνωστοι ἕως τότε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ἀντάλλαξαν ἀδελφικότατα ἀσπασμὸ καὶ δοκίμαζαν ἀνέκφραστη χαρά, ὅσο διαρκοῦσε ἡ συνάντηση καὶ συνομιλοῦσαν καὶ ἐκφράζονταν ὁ καθένας μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀπόρησε πῶς ἔφτασε ὁ Ὅσιος Παῦλος στὰ ἄβατα τῆς ἐρήμου, ὅπου ἄνθρωπος ποτὲ δὲν τόλμησε.
Ἡ φήμη τοῦ διακεκριμένου ἀναχωρητοῦ, ἔφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἦλθε λοιπὸν καὶ αὐτός, τὸ ἔτος 344 μ.Χ. στὸν Παῦλο. Καὶ τίποτα δὲν ἦταν συγκινητικότερο ἀπὸ τὴν συνάντηση τῶν δύο ἐκείνων ἁγίων ἀνδρῶν.
Ἄγνωστοι ἕως τότε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, ἀντάλλαξαν ἀδελφικότατα ἀσπασμὸ καὶ δοκίμαζαν ἀνέκφραστη χαρά, ὅσο διαρκοῦσε ἡ συνάντηση καὶ συνομιλοῦσαν καὶ ἐκφράζονταν ὁ καθένας μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Μάλιστα ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀπόρησε πῶς ἔφτασε ὁ Ὅσιος Παῦλος στὰ ἄβατα τῆς ἐρήμου, ὅπου ἄνθρωπος ποτὲ δὲν τόλμησε.
Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες ἐπανῆλθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Τὴν προηγούμενη νύχτα εἶχε πεθάνει ὁ Ὅσιος Παῦλος καὶ δυὸ λιοντάρια ἔστεκαν κοντὰ στὸν τάφο του, τὸν ὁποῖο τὰ ἴδια μὲ τὰ νύχια τους τὸν εἶχαν ἀνασκάψει. Ἐκεῖ καὶ τὸν εἶχαν ἀποθέσει. Ἦταν ἑκατὸν δέκα τριῶν ἐτῶν, ὅταν μετέστη εἰρηνικὰ πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐπέστρεψε, φέροντας μαζί του ὡς ἱερὸ κειμήλιο τὸ ράσο τοῦ Ὁσίου Παύλου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, πρῶτος ᾤκησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἠλιοὺ τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος· καὶ δι’ ὀρνέου τραφεὶς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ’ Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ ἐγνώρισαι. Παῦλε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν
τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν φωστῆρα ἅπαντες τὸν ἐν τῷ ὕψει, ἀρετῶν ἐκλάμψαντα, ἀνευφημήσωμεν πιστοί, Παῦλον τὸν θεῖον κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Ὁσίων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ ἀπαρχή· χαίροις τῆς ἐρήμου, πρωτοπόρος καὶ οἰκιστής, Παῦλε θεοφόρε, Ἀγγέλων συμπολῖτα, μεθ’ ὧν ἐξευμενίζου, ἡμῖν τὸν Εὔσπλαγχνον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, πρῶτος ᾤκησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἠλιοὺ τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος· καὶ δι’ ὀρνέου τραφεὶς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ’ Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ ἐγνώρισαι. Παῦλε Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμὶν
τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν φωστῆρα ἅπαντες τὸν ἐν τῷ ὕψει, ἀρετῶν ἐκλάμψαντα, ἀνευφημήσωμεν πιστοί, Παῦλον τὸν θεῖον κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Ὁσίων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ ἀπαρχή· χαίροις τῆς ἐρήμου, πρωτοπόρος καὶ οἰκιστής, Παῦλε θεοφόρε, Ἀγγέλων συμπολῖτα, μεθ’ ὧν ἐξευμενίζου, ἡμῖν τὸν Εὔσπλαγχνον.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης ὁ διὰ Χριστὸν πτωχὸς
Ἀρνησίκοσμος παῖς λιπὼν γῆς καλύβην,
Ἐν οὐρανοῖς ἔπηξε καινὴν καλύβην.
Πέμπτῃ Ἰωάννης δεκάτῃ καλύβην μετέπηξεν.
Ἐν οὐρανοῖς ἔπηξε καινὴν καλύβην.
Πέμπτῃ Ἰωάννης δεκάτῃ καλύβην μετέπηξεν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐτρόπιος καὶ ἦταν συγκλητικός. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδώρα.
Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στὸν κοσμικὸ στρόβιλο, ἔχανε τὸ ἠθικό του καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ ἦλθε στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀλλά, μὲ τὸν καιρό, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων του τὸν ἔβαλε στὸν πειρασμὸ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ οἰκία. Ὁ πειρασμὸς ἔγινε ἀκόμα μεγαλύτερος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη γιὰ τὴν ἐξαφάνισή του, ὁ δὲ πατέρας του ζοῦσε βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τὰ πλούτη του σὲ ματαιότητες καὶ φαντασίες. Ἐπιθύμησε λοιπὸν νὰ τοὺς δεῖ, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀναπαύσει μὲ τὴν παρουσία του τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παρηγορήσει τὴ μητέρα του καὶ νὰ συντελέσει στὴ μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θὰ ἦταν ὅμως αὐτὸ δυνατό, ἐὰν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καὶ τοὺς ἀπηύθυνε τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς παρακλήσεις του;
Σχετικά, λοιπόν, μὲ τὸ πρόβλημά του πληροφόρησε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιτρέψει νὰ πάει στοὺς γονεῖς του. Ὁ ἡγούμενος, πράγματι, ἔδωσε τὴν εὐλογία του νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, ἐνδύθηκε μὲ παλαιὰ καὶ τριμμένα ράσα καὶ μὲ τὴν πτωχικὴ αὐτὴ ἐμφάνιση, ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν γονιῶν του. Τοὺς παρουσιάσθηκε ὡς μοναχός, χωρὶς νὰ τοὺς πεῖ ποιὸς εἶναι. Ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καὶ ἡ φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τὴν μητέρα του νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ ἔρχεται καθημερινὰ στὸ σπίτι. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας του τὸν συμπάθησε γιὰ τὴν εὐεργετικὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἐξάσκησε στὴν καρδιὰ τῆς συζύγου του.
Κατασκεύασε, λοιπόν, ἔξω, στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ πολὺ μικρὴ καλύβα ὅπου καὶ ἔμενε, χωρὶς κανεὶς νὰ γνωρίζει ποιὸς ἦταν. Μετὰ τρία χρόνια οἱ προσπάθειές του, μὲ τὴ θεία Χάρη, ἄρχισαν νὰ ἀποφέρουν καρπούς. Ὁ πατέρας του ἄρχισε νὰ ζεῖ Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἡ μητέρα του εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ζόφο τῆς ἐπιθυμίας. Καὶ τότε ὁ Ἰωάννης σκέφθηκε, ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φανερωθεῖ.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ὄντως ζωή, τοῦ γνώρισε μὲ μυστικὸ τρόπο, ὅτι ἦταν ἡ ὥρα νὰ τὸν καλέσει πλησίον Του. Τότε ὁ Ὅσιος κάλεσε κοντά του τοὺς γονεῖς του, τοὺς ἔδειξε τὸ χρυσόδετο Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο εἶχαν φτιάξει πρὸς χάρη του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Μὲ γαλήνη τοὺς ἀπηύθυνε λόγους παρηγοριὰς καὶ ἐγκαρδιώσεως καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ μείνουν ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἀφιερώνοντας τὰ πλούτη τους στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ φθείρεται καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια κινδυνεύει ἀπὸ τὶς ἔσχατες στερήσεις. Ἀκολούθως, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνά, καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην, πρὸ πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τὰς ἐνέδρας, τῶν δαιμόνων παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τὸν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, ταῖς χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Ἰωάννη Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Πλοῦτον ἀπανθοῦντα καταλιπών, ἐν πτωχείᾳ πλούτου, πλοῦτος ὤφθης πνευματικός· καὶ ἀντὶ καλύβης, φωτοφανῆ παστάδα, ὁ Λόγος Ἰωάννη, λαμπρῶς σοι δέδωκε.
Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στὸν κοσμικὸ στρόβιλο, ἔχανε τὸ ἠθικό του καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ ἦλθε στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀλλά, μὲ τὸν καιρό, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων του τὸν ἔβαλε στὸν πειρασμὸ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ οἰκία. Ὁ πειρασμὸς ἔγινε ἀκόμα μεγαλύτερος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη γιὰ τὴν ἐξαφάνισή του, ὁ δὲ πατέρας του ζοῦσε βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τὰ πλούτη του σὲ ματαιότητες καὶ φαντασίες. Ἐπιθύμησε λοιπὸν νὰ τοὺς δεῖ, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀναπαύσει μὲ τὴν παρουσία του τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παρηγορήσει τὴ μητέρα του καὶ νὰ συντελέσει στὴ μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θὰ ἦταν ὅμως αὐτὸ δυνατό, ἐὰν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καὶ τοὺς ἀπηύθυνε τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς παρακλήσεις του;
Σχετικά, λοιπόν, μὲ τὸ πρόβλημά του πληροφόρησε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιτρέψει νὰ πάει στοὺς γονεῖς του. Ὁ ἡγούμενος, πράγματι, ἔδωσε τὴν εὐλογία του νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, ἐνδύθηκε μὲ παλαιὰ καὶ τριμμένα ράσα καὶ μὲ τὴν πτωχικὴ αὐτὴ ἐμφάνιση, ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν γονιῶν του. Τοὺς παρουσιάσθηκε ὡς μοναχός, χωρὶς νὰ τοὺς πεῖ ποιὸς εἶναι. Ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καὶ ἡ φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τὴν μητέρα του νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ ἔρχεται καθημερινὰ στὸ σπίτι. Ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας του τὸν συμπάθησε γιὰ τὴν εὐεργετικὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἐξάσκησε στὴν καρδιὰ τῆς συζύγου του.
Κατασκεύασε, λοιπόν, ἔξω, στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ πολὺ μικρὴ καλύβα ὅπου καὶ ἔμενε, χωρὶς κανεὶς νὰ γνωρίζει ποιὸς ἦταν. Μετὰ τρία χρόνια οἱ προσπάθειές του, μὲ τὴ θεία Χάρη, ἄρχισαν νὰ ἀποφέρουν καρπούς. Ὁ πατέρας του ἄρχισε νὰ ζεῖ Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἡ μητέρα του εἶχε ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ζόφο τῆς ἐπιθυμίας. Καὶ τότε ὁ Ἰωάννης σκέφθηκε, ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ φανερωθεῖ.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἡ ὄντως ζωή, τοῦ γνώρισε μὲ μυστικὸ τρόπο, ὅτι ἦταν ἡ ὥρα νὰ τὸν καλέσει πλησίον Του. Τότε ὁ Ὅσιος κάλεσε κοντά του τοὺς γονεῖς του, τοὺς ἔδειξε τὸ χρυσόδετο Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο εἶχαν φτιάξει πρὸς χάρη του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Μὲ γαλήνη τοὺς ἀπηύθυνε λόγους παρηγοριὰς καὶ ἐγκαρδιώσεως καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ μείνουν ἀφιερωμένοι στὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἀφιερώνοντας τὰ πλούτη τους στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ φθείρεται καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια κινδυνεύει ἀπὸ τὶς ἔσχατες στερήσεις. Ἀκολούθως, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνά, καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἔπηξας τὴν καλύβην, πρὸ πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τὰς ἐνέδρας, τῶν δαιμόνων παμμάκαρ· διό σε Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τὸν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον, ταῖς χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Ἰωάννη Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Πλοῦτον ἀπανθοῦντα καταλιπών, ἐν πτωχείᾳ πλούτου, πλοῦτος ὤφθης πνευματικός· καὶ ἀντὶ καλύβης, φωτοφανῆ παστάδα, ὁ Λόγος Ἰωάννη, λαμπρῶς σοι δέδωκε.
Ὁ Ἅγιος Πανσόφιος ὁ Μάρτυρας
Καὶ Πανσόφιον πλήξατε πλάνοι πλέον.
Οὕτω γὰρ αὐτῷ πλέξε τε πλείω στέφη.
Οὕτω γὰρ αὐτῷ πλέξε τε πλείω στέφη.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πανσόφιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν τέκνο τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνθύπατου. Ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ στόλισε τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει τόσους περιπετειώδεις καὶ κρίσιμους ἀγῶνες τῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Πανσόφιος, λόγω τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ πατέρα του καὶ τῆς φιλομάθειάς του, σπούδασε τόσο τὴν ἑλληνικὴ ὅσο καὶ τὴ χριστιανικὴ παιδεία. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, διένειμε ὁλόκληρη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση, στὴ μελέτη καὶ στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ, μέσα ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἔμαθε ὅτι ἡ πτωχεία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ὑλικοῦ, ἡ παρθενία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σαρκικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ ἐπιρροὴ τοῦ ἐγώ. Εἶναι ἡ θεία υἱοθεσία.
Στὴν ἔρημο διέμεινε εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια. Μετὰ ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, θωρακισμένος μὲ τὰ ὅπλα τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἁγιότητας, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ὑπὲρ τῆς πίστεως. Τότε ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διοικητοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Πανσόφιος, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ἐπέδειξε σὲ αὐτὸν τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ μαστίγωσαν τὸν Ἅγιο μέχρι θανάτου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Πανσόφιος, κάτω ἀπὸ τὰ βάρβαρα καὶ λυσσώδη κτυπήματα τῶν στρατιωτῶν, μαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας.
Ὁ Πανσόφιος, λόγω τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ πατέρα του καὶ τῆς φιλομάθειάς του, σπούδασε τόσο τὴν ἑλληνικὴ ὅσο καὶ τὴ χριστιανικὴ παιδεία. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, διένειμε ὁλόκληρη τὴν περιουσία του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση, στὴ μελέτη καὶ στὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ, μέσα ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἔμαθε ὅτι ἡ πτωχεία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ὑλικοῦ, ἡ παρθενία ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σαρκικοῦ ὑλικοῦ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ ἐπιρροὴ τοῦ ἐγώ. Εἶναι ἡ θεία υἱοθεσία.
Στὴν ἔρημο διέμεινε εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια. Μετὰ ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, θωρακισμένος μὲ τὰ ὅπλα τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἁγιότητας, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ὑπὲρ τῆς πίστεως. Τότε ξέσπασε ὁ διωγμὸς τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διοικητοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Πανσόφιος, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ ἐπέδειξε σὲ αὐτὸν τὸ ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ μαστίγωσαν τὸν Ἅγιο μέχρι θανάτου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Πανσόφιος, κάτω ἀπὸ τὰ βάρβαρα καὶ λυσσώδη κτυπήματα τῶν στρατιωτῶν, μαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Ἕξι Πατέρες
Ψυχαὶ διαυγεῖς ἓξ ἀποπτᾶσαι βίου,
Ἑξαπτέρυξι συμπαρίστανται Νόοις.
Εἶναι ἄγνωστο, ποὺ καὶ πότε οἱ Ἅγιοι ἕξι Πατέρες ἔζησαν. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη, ἂν καὶ ἀναφέρονται ὡς Μάρτυρες.
Άγιος Γεράσιμος ο Παλλαδάς Πατριάρχης Αλεξανδρείας
Ο Άγιος Γεράσιμος ο Παλλαδάς γεννήθηκε το 1633 μ.Χ. γεννήθηκε στο χωριό Σκιλλούς της Πεδιάδος Κρήτης από ευγενείς και ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας του Θεόδωρος υπήρξε πρωτοπαπάς και ιεροκήρυκας στον Χάνδακα και είναι γνωστή μία ομιλία του που εξεφώνησε στη μνήμη των Αγίων δέκα μαρτύρων των εν Κρήτη το 1633 μ.Χ. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του. Κατόπιν μετέβη για σπουδές στην Κέρκυρα και την Βενετία. Γνώριζε ελληνικά, λατινικά και εβραϊκά· «φιλότιμος γαρ ων και δεξιάς φύσεως δια το μνημονικόν, εν λόγοις μέγας εγένετο τη μαθήσει πάντας τους κατ’ εκείνου καιρού υπερβαίνων».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δεν κατάφερε να μεταβεί στην Κρήτη λόγω της αλώσεως της από τους Τούρκους. Έτσι δίδασκε και κήρυττε στην Πελοπόννησο, τα Ιωάννινα, την Άρτα και την Παραμυθία. Άγνωστο πότε, εξελέγη μητροπολίτης Καστορίας, στην οποία χρημάτισε διδάσκαλος, παρέχοντας δείγματα της σοφίας και της αγιότητός του. Τον Μάϊο του 1686 μ.Χ. του δόθηκε επιτροπικώς η μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Ο Καισάριος Δαπόντες γράφει ότι ο Μαυροκορδάτος «έκαμεν Αδριανουπόλεως τον από Καστορίας σοφώτατον Γεράσιμον».
Στις 25 Ιουλίου 1688 μ.Χ. εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας, διαδεχθείς τον αποθανόντα στο σεισμό της Σμύρνης Πατριάρχη Παρθένιο (1678 - 1688 μ.Χ.) τον από Βηθλεέμ. Κύριο μέλημά του ήταν η διάδοση του θείου λόγου. Σώζονται πολλές χειρόγραφες ομιλίες του. Λόγω μεγάλων χρεών του πατριαρχείου αναγκάσθηκε να περιέλθει τις ρουμανικές χώρες και τη Ρωσία διενεργώντας εράνους. Οι άρχοντες τον δέχονταν με τιμές και του προσέφεραν πλούσια δώρα, εξασφαλίζοντας τα εκεί μετόχια του πατριαρχείου. Εργάσθηκε για την επίλυση του χρονίζοντος σιναϊτικού προβλήματος και συνέταξε κανονισμό για το πτωχοκομείο της μονής Αγίου Γεωργίου Καΐρου. Ανέπτυξε πλούσια αλληλογραφία με προσωπικότητες της εποχής του, όπως τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας, τον πάπα Ρώμης Κλήμεντα ΙΑ΄, την Εκκλησία της Κύπρου και της Κρήτης.
Στις 20 Ιανουαρίου 1710 μ.Χ., μετά 22 ετών γόνιμη πατριαρχεία, παραιτείται λόγω ασθενείας, γήρατος και χάριν της ησυχίας υπέρ του Επισκόπου Χίου Σαμουήλ: «Γήρατι όμως ήδη κατακαμφθείσα - η μετριότητα του, όπως γράφει στην παραίτηση του ο ίδιος - και πάθεσι νοεροίς περιπεσούσα, την του σώματος δύναμιν εγνώρισεν ατονήσασαν και εις μνήμην έχουσα το τέλος της ζωής και το του θανάτου άφευκτον και άδηλον και άωρον, τοις πάσι χάριν κέκρικεν ειπείν, και μόνην της ησυχίας ασπάσασθαι, ως φίλην θεώ και την της ψυχής προξενούσαν σωτηρίαν… Τούτων δε πάντων λύπη συσχεθέντων εν δάκρυσι θερμοίς και πνεύματι συντετριμμένω ουκ εδέξαντο την αγγελίαν, αλλ’ ηξίουν ημάς μεταβαλείν τον σκοπόν και την αιτίαν του τοιούτου απροσδοκήτου αυτών απορφανισμού επυνθάνοντο μήποτε δια λύπην η παραπικρασμόν η ενόχλησίν τινος των πατέρων η των χριστιανών, προετράπημεν εις τούτο, ημείς δε παντοίοις τρόποις και λόγοις βεβαιώσεως επιστώσαμεν τους πάντας, ότι δια μόνην την ησυχίαν και την της ψυχής ημών σωτηρίαν τούτο γίνεται μόλις ουν κατένευσαν τω ημετέρω σκοπώ, ω εν ονόματι του μεγάλου θεού».
Ο πατριάρχης Γεράσιμος παρέμεινε στο Ταμιάθιο ως τον Μάϊο του 1712 μ.Χ. Κατόπιν μετέβη για εφησυχασμό, μελέτη και προσευχή στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου και ανεπαύθη οσιακώς τον Ιανουάριο του 1714 μ.Χ. Στον τάφο του υπήρχε η επιγραφή: «Εκοιμήθη ο δούλος του θεού και μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κυρ Γεράσιμος εν έτει αψιδ’΄μηνι Ιανουαρίω ιε’΄ Ινδικτιώνος». Η κάρα του φυλάγεται σε ασημένια λειψανοθήκη στο άγιο βήμα του Καθολικού της μονής.
Οσοι αναφέρονται σε αυτόν τον εγκωμιάζουν για τη λογιότητα και την αγιότητά του: Ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες ο Ξηροποταμηνός γράφει: «Ανήρ σοφώτατος και αγιώτατος, θεολόγος, φιλόσοφος, ανιχνευτής του βάθους των θείων Γραφών, δαημονέστατος της ελληνικής, εβραϊκής και λατινικής γλώσσης εχρημάτισε…». Ο έξ Απορρήτων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έγραφε προς τον ίδιο: «Τον δε λειμώνα των αρετών και των χαρίτων, ώσπερ αυτώ τέθηλε και επανθεί και κοσμεί ποικίλοις καρποίς, και την αθάνατον υμίν ευωδίαν αποπνέει.. διοφρήδην έπεισιν εκείνο γε΄ ότι το της οικουμένης κριτήριον, την θεοφρούρητον ρήσιν καθέδραν των Αλεξανδρέων, εν καιροίς ιδίοις, αξιολογωτάτην ανδρών ουδέποτε κατέλιπιν έρημον η θεία πρόνοια..». Αξιοσημείωτοι είναι και οι λόγοι του Γερασίμου Μαζαράκη: «Ο Γεράσιμος πρέπει να συναριθμηθή μεταξύ των μεγάλων της Ανατολής Πατριαρχών και προμάχων της Ορθοδοξίας, ως δια του λόγου, της γραφίδος και του παραδείγματος καταπολεμήσας επιτυχώς τας προσπαθείας της Δύσεως. Μη δε τις νομίση ότι ο κίνδυνος, ον διέτρεχεν η Ανατολή, ήτο τότε μικρότερος του επί Κυρίλλου. Η Εκκλησία της Ρώμης διδαχθείσα εκ των πραγμάτων ότι ουδέν ηδύνατο να κατορθώση δια της βίας, μετεχειρίζετο νυν πολιτικήν διαλλαγής και δια ιεραποστόλων, συστάσεως σχολείων εν Ανατολή και εκδόσεως συγγραμμάτων, εξηκολούθει να επιδιώκη την πραγματοποίησιν των προαιωνίων πόθων της. Μεγάλως τότε κατερραδιουργούντο ο ημέτεροι, ιδία δε εν Παλαιστίνη και Συρία… Τας ενεργείας ταύτας επολέμησεν ο Γεράσιμος δια τε της προς τους εν Τριπόλει της Συρίας επιστολής του και του μεγάλου σεβασμού, ου παρά τοις εν Συρία και Παλαιστίνη απήλαυε».
Έργα του αγίου Γερασίμου σώζονται: θεολογικά, υμνογραφικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά. Βιογράφος του είναι ο συνώνυμος και ένας των διαδόχων του Γεράσιμος Γ΄ ο Γηράρης (1783 - 1788 μ.Χ.), ο όποιος στις 20 Μαΐου 1785 μ.Χ. γράφει: «Βίος του εν Αγίοις Πατρός ημών Γερασίμου Πατριάρχου Αλεξανδρείας του Κρητός και Παλλαδά καλουμένου Μητροπολίτου πρότερον Καστορίας». Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Απήλθεν εις τας αιωνίους και μακαρίους των δικαίων σκηνάς, ίνα κατατρυφά της θείας ελλάμψεως, ελλαμφθείς πρότερον εντεύθεν, ως έμαθε παρ’ αυτού του αγίου Πνεύματος, ως και ημάς εδίδαξεν. Αλλ’ ω πάτερ άγιε και σεβάσμιε, ο ελλαμπόμενος και δεχόμενος τας θείας ελλάμψεις εντελώς, δος και ημίν άπασι τοις αγαπώσι τα σα ένθεα προτερήματα, όπως διά σου χειραγωγούμενοι, φωτισθώμεν και ημείς μη ετέρως σε βλέπειν, μηδ΄εις δεξιά η αριστερά παρεκκλίνειν…».
Ακολουθία συνέθεσε ο νυν μητροπολίτης Ρόδου Κύριλλος Κογεράκης. Η επίσημη αναγνώριση του έγινε από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας στις 17 Σεπτεμβρίου 2002 μ.Χ.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δεν κατάφερε να μεταβεί στην Κρήτη λόγω της αλώσεως της από τους Τούρκους. Έτσι δίδασκε και κήρυττε στην Πελοπόννησο, τα Ιωάννινα, την Άρτα και την Παραμυθία. Άγνωστο πότε, εξελέγη μητροπολίτης Καστορίας, στην οποία χρημάτισε διδάσκαλος, παρέχοντας δείγματα της σοφίας και της αγιότητός του. Τον Μάϊο του 1686 μ.Χ. του δόθηκε επιτροπικώς η μητρόπολη Αδριανουπόλεως. Ο Καισάριος Δαπόντες γράφει ότι ο Μαυροκορδάτος «έκαμεν Αδριανουπόλεως τον από Καστορίας σοφώτατον Γεράσιμον».
Στις 25 Ιουλίου 1688 μ.Χ. εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας, διαδεχθείς τον αποθανόντα στο σεισμό της Σμύρνης Πατριάρχη Παρθένιο (1678 - 1688 μ.Χ.) τον από Βηθλεέμ. Κύριο μέλημά του ήταν η διάδοση του θείου λόγου. Σώζονται πολλές χειρόγραφες ομιλίες του. Λόγω μεγάλων χρεών του πατριαρχείου αναγκάσθηκε να περιέλθει τις ρουμανικές χώρες και τη Ρωσία διενεργώντας εράνους. Οι άρχοντες τον δέχονταν με τιμές και του προσέφεραν πλούσια δώρα, εξασφαλίζοντας τα εκεί μετόχια του πατριαρχείου. Εργάσθηκε για την επίλυση του χρονίζοντος σιναϊτικού προβλήματος και συνέταξε κανονισμό για το πτωχοκομείο της μονής Αγίου Γεωργίου Καΐρου. Ανέπτυξε πλούσια αλληλογραφία με προσωπικότητες της εποχής του, όπως τον Μέγα Πέτρο της Ρωσίας, τον πάπα Ρώμης Κλήμεντα ΙΑ΄, την Εκκλησία της Κύπρου και της Κρήτης.
Στις 20 Ιανουαρίου 1710 μ.Χ., μετά 22 ετών γόνιμη πατριαρχεία, παραιτείται λόγω ασθενείας, γήρατος και χάριν της ησυχίας υπέρ του Επισκόπου Χίου Σαμουήλ: «Γήρατι όμως ήδη κατακαμφθείσα - η μετριότητα του, όπως γράφει στην παραίτηση του ο ίδιος - και πάθεσι νοεροίς περιπεσούσα, την του σώματος δύναμιν εγνώρισεν ατονήσασαν και εις μνήμην έχουσα το τέλος της ζωής και το του θανάτου άφευκτον και άδηλον και άωρον, τοις πάσι χάριν κέκρικεν ειπείν, και μόνην της ησυχίας ασπάσασθαι, ως φίλην θεώ και την της ψυχής προξενούσαν σωτηρίαν… Τούτων δε πάντων λύπη συσχεθέντων εν δάκρυσι θερμοίς και πνεύματι συντετριμμένω ουκ εδέξαντο την αγγελίαν, αλλ’ ηξίουν ημάς μεταβαλείν τον σκοπόν και την αιτίαν του τοιούτου απροσδοκήτου αυτών απορφανισμού επυνθάνοντο μήποτε δια λύπην η παραπικρασμόν η ενόχλησίν τινος των πατέρων η των χριστιανών, προετράπημεν εις τούτο, ημείς δε παντοίοις τρόποις και λόγοις βεβαιώσεως επιστώσαμεν τους πάντας, ότι δια μόνην την ησυχίαν και την της ψυχής ημών σωτηρίαν τούτο γίνεται μόλις ουν κατένευσαν τω ημετέρω σκοπώ, ω εν ονόματι του μεγάλου θεού».
Ο πατριάρχης Γεράσιμος παρέμεινε στο Ταμιάθιο ως τον Μάϊο του 1712 μ.Χ. Κατόπιν μετέβη για εφησυχασμό, μελέτη και προσευχή στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου και ανεπαύθη οσιακώς τον Ιανουάριο του 1714 μ.Χ. Στον τάφο του υπήρχε η επιγραφή: «Εκοιμήθη ο δούλος του θεού και μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας κυρ Γεράσιμος εν έτει αψιδ’΄μηνι Ιανουαρίω ιε’΄ Ινδικτιώνος». Η κάρα του φυλάγεται σε ασημένια λειψανοθήκη στο άγιο βήμα του Καθολικού της μονής.
Οσοι αναφέρονται σε αυτόν τον εγκωμιάζουν για τη λογιότητα και την αγιότητά του: Ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες ο Ξηροποταμηνός γράφει: «Ανήρ σοφώτατος και αγιώτατος, θεολόγος, φιλόσοφος, ανιχνευτής του βάθους των θείων Γραφών, δαημονέστατος της ελληνικής, εβραϊκής και λατινικής γλώσσης εχρημάτισε…». Ο έξ Απορρήτων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έγραφε προς τον ίδιο: «Τον δε λειμώνα των αρετών και των χαρίτων, ώσπερ αυτώ τέθηλε και επανθεί και κοσμεί ποικίλοις καρποίς, και την αθάνατον υμίν ευωδίαν αποπνέει.. διοφρήδην έπεισιν εκείνο γε΄ ότι το της οικουμένης κριτήριον, την θεοφρούρητον ρήσιν καθέδραν των Αλεξανδρέων, εν καιροίς ιδίοις, αξιολογωτάτην ανδρών ουδέποτε κατέλιπιν έρημον η θεία πρόνοια..». Αξιοσημείωτοι είναι και οι λόγοι του Γερασίμου Μαζαράκη: «Ο Γεράσιμος πρέπει να συναριθμηθή μεταξύ των μεγάλων της Ανατολής Πατριαρχών και προμάχων της Ορθοδοξίας, ως δια του λόγου, της γραφίδος και του παραδείγματος καταπολεμήσας επιτυχώς τας προσπαθείας της Δύσεως. Μη δε τις νομίση ότι ο κίνδυνος, ον διέτρεχεν η Ανατολή, ήτο τότε μικρότερος του επί Κυρίλλου. Η Εκκλησία της Ρώμης διδαχθείσα εκ των πραγμάτων ότι ουδέν ηδύνατο να κατορθώση δια της βίας, μετεχειρίζετο νυν πολιτικήν διαλλαγής και δια ιεραποστόλων, συστάσεως σχολείων εν Ανατολή και εκδόσεως συγγραμμάτων, εξηκολούθει να επιδιώκη την πραγματοποίησιν των προαιωνίων πόθων της. Μεγάλως τότε κατερραδιουργούντο ο ημέτεροι, ιδία δε εν Παλαιστίνη και Συρία… Τας ενεργείας ταύτας επολέμησεν ο Γεράσιμος δια τε της προς τους εν Τριπόλει της Συρίας επιστολής του και του μεγάλου σεβασμού, ου παρά τοις εν Συρία και Παλαιστίνη απήλαυε».
Έργα του αγίου Γερασίμου σώζονται: θεολογικά, υμνογραφικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά. Βιογράφος του είναι ο συνώνυμος και ένας των διαδόχων του Γεράσιμος Γ΄ ο Γηράρης (1783 - 1788 μ.Χ.), ο όποιος στις 20 Μαΐου 1785 μ.Χ. γράφει: «Βίος του εν Αγίοις Πατρός ημών Γερασίμου Πατριάρχου Αλεξανδρείας του Κρητός και Παλλαδά καλουμένου Μητροπολίτου πρότερον Καστορίας». Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Απήλθεν εις τας αιωνίους και μακαρίους των δικαίων σκηνάς, ίνα κατατρυφά της θείας ελλάμψεως, ελλαμφθείς πρότερον εντεύθεν, ως έμαθε παρ’ αυτού του αγίου Πνεύματος, ως και ημάς εδίδαξεν. Αλλ’ ω πάτερ άγιε και σεβάσμιε, ο ελλαμπόμενος και δεχόμενος τας θείας ελλάμψεις εντελώς, δος και ημίν άπασι τοις αγαπώσι τα σα ένθεα προτερήματα, όπως διά σου χειραγωγούμενοι, φωτισθώμεν και ημείς μη ετέρως σε βλέπειν, μηδ΄εις δεξιά η αριστερά παρεκκλίνειν…».
Ακολουθία συνέθεσε ο νυν μητροπολίτης Ρόδου Κύριλλος Κογεράκης. Η επίσημη αναγνώριση του έγινε από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας στις 17 Σεπτεμβρίου 2002 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίμητος
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῆς Ἀσίας καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη. Διακρινόταν γιὰ τὴν φιλομάθεια καὶ τὴν ἀρετή του. Μελετοῦσε ἀδιάλειπτα τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Θεό. Ἀφοῦ διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς ἦλθε στὴ Συρία, ὅπου ἔγινε μοναχὸς σὲ μονὴ τῆς ὁποίας ἡγούμενος ἦταν ὁ μοναχὸς Ἠλίας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ τέσσερα χρόνια, ἔζησε στὴν ἔρημο ὡς ἀναχωρητὴς ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια. Ἐπανῆλθε στὴ Συρία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο. Λίγο ἀργότερα ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἱδρύει νέα μονὴ πλησίον τοῦ οἴκου τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μηνᾶ. Ἀλλὰ ἦρθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Πατριάρχη Σισσίνιο (426 – 427 μ.Χ.) καὶ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ὁποίους ὡς ζηλωτὴς ἔλεγχε ἐὰν θεωροῦσε ὅτι ἔπρατταν κάτι ἄτοπο. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ περιπέτειες, ἐγκαταστάθηκε στὰ βορειοανατολικὰ τῆς Βιθυνίας, σὲ τόπο καλούμενο Γομών. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶναι οὐσιαστικὰ ὁ πρῶτος ἱδρυτὴς τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων. Ἔτσι λέγονταν οἱ μοναχοί της Ἀνατολῆς, ποὺ ζοῦσαν κοινοβιακὰ καὶ χωρίζονταν σὲ ὁμάδες, ποὺ ἀνυμνοῦσαν διαδοχικὰ τὸ Θεὸ καθ’ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ὥστε νὰ μὴν ἔπαυε ποτὲ στὴ Μονή τους ἡ προσευχή.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶναι οὐσιαστικὰ ὁ πρῶτος ἱδρυτὴς τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων. Ἔτσι λέγονταν οἱ μοναχοί της Ἀνατολῆς, ποὺ ζοῦσαν κοινοβιακὰ καὶ χωρίζονταν σὲ ὁμάδες, ποὺ ἀνυμνοῦσαν διαδοχικὰ τὸ Θεὸ καθ’ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ὥστε νὰ μὴν ἔπαυε ποτὲ στὴ Μονή τους ἡ προσευχή.
Οἱ Ἅγιοι Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη.
Ἡ Ἁγία Σεκουνδίνη
Ἡ Ἁγία Σεκουνδίνη ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Δὲν ἔχουμε περισσότερε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.
Ἡ Ἁγία Ἴτα ἐξ Ἰρλανδίας
Ἡ Ἁγία Ἴτα καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἵδρυσε τὴν Μονὴ τοῦ Κίλλεντι καὶ συγκέντρωσε γύρω της πολλὲς εὐσεβεῖς παρθένους. Διῆλθε ἀσκητικότατο βίο, μὲ βάση τὴ νηστεία, τὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Δίδασκε περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἔφθασε σὲ πολὺ ὑψηλὰ μέτρα τελειώσεως καὶ θεωρίας. Ἔτσι ἀναγνωρίζεται ὡς πνευματικὴ μητέρα πολλῶν Ἰρλανδῶν Ἁγίων. Ἵδρυσε σχολὴ στὴν ὁποία δίδασκε τὰ μικρὰ παιδιὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐμφύτευσε στὴν καρδιά τους τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 570 μ.Χ., στὴ μονή της.
Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 570 μ.Χ., στὴ μονή της.
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος
Ὁ Ὅσιος Πρόχορος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βουλγαρία καὶ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ Μονὴ Βράνσκι τῆς Βουλγαρίας κοντὰ στὸν ποταμὸ Πσίνζα καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
Ὁ Ὅσιος Γαβριὴλ τοῦ Λέσνοβο, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ὀσσόκε στὴν περιοχὴ Κρίβα Παλάνκα τῆς Σερβίας κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Λέσνοβο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ.
[Πηγὴ]http://www.saint.gr/01/15/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/15/sxsaintlist.aspx
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!