Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος Πάπας Ρώμης
Ζωοῖ νεκρὸν βοῦν, αἰσχύνων Ζαμβρὴν Μάγον,
Ὁ καὶ νεκρὸς ζῶν, Σίλβεστρος Ῥώμης Πάπας.
Θυμὸν ἀποπνείει Σίλβεστρος δευτέρῃ ἠοῖ.
Ὁ καὶ νεκρὸς ζῶν, Σίλβεστρος Ῥώμης Πάπας.
Θυμὸν ἀποπνείει Σίλβεστρος δευτέρῃ ἠοῖ.
Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ἐπειδὴ μὲ τὸν πνευματικό του ἀγῶνα ἔφθασε στὸ ἄκρο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πρεσβυτέρας (Παλαιᾶς) Ρώμης, ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Μιλτιάδη, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 314 μ.Χ.
Ἐποίμανε ἀξίως τὸ ποίμνιό του καὶ μὲ τὴν ἁγιότητά του ἐλάμπρυνε τὸν ἀποστολικὸ θρόνο του καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἐπιδόθηκε μὲ περισσὴ φροντίδα στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ ἀγωνίσθηκε νὰ μεταμορφώσει κατὰ Χριστὸν τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρώμης. Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος ἐχειραγώγησε πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ μὲ τὸ θεῖο Βάπτισμα τοῦ καθάρισε τὰ πάθη, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε ἑπτὰ ναούς, γιὰ νὰ ἑορτάζονται οἱ ἑορτὲς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἔργο του εἶχαν προκηρυχθεῖ ἀπὸ τὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πολέμησε δὲ ἰδιαίτερα τοὺς αἱρετικοὺς Δονατιστὲς καὶ ἐμεγάλυνε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν διδασκαλία τῶν θείων δογμάτων.
Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 335 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια.
Ἐποίμανε ἀξίως τὸ ποίμνιό του καὶ μὲ τὴν ἁγιότητά του ἐλάμπρυνε τὸν ἀποστολικὸ θρόνο του καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἐπιδόθηκε μὲ περισσὴ φροντίδα στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ ἀγωνίσθηκε νὰ μεταμορφώσει κατὰ Χριστὸν τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρώμης. Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος ἐχειραγώγησε πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ μὲ τὸ θεῖο Βάπτισμα τοῦ καθάρισε τὰ πάθη, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε ἑπτὰ ναούς, γιὰ νὰ ἑορτάζονται οἱ ἑορτὲς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἔργο του εἶχαν προκηρυχθεῖ ἀπὸ τὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Πολέμησε δὲ ἰδιαίτερα τοὺς αἱρετικοὺς Δονατιστὲς καὶ ἐμεγάλυνε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν διδασκαλία τῶν θείων δογμάτων.
Ὁ Ἅγιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 335 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια.
Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ὁ Ἱερομάρτυρας
Θεάγενες, βλήθητι τοῦ πόντου μέσον,
ᾯ κἂν βυθισθῇς, ἒνδον ἐκνήξῃ πόλου.
ᾯ κἂν βυθισθῇς, ἒνδον ἐκνήξῃ πόλου.
Ὁ Ἱερομάρτυρας Θεαγένης ἦταν Ἐπίσκοπος στὸ Πάριο (πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας) τοῦ Ἑλλησπόντου. Γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ τὸν συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τριβοῦνο Ζηλικίνθιο. Ὁ Ἅγιος διεκήρυξε ἐνώπιον τοῦ τυράννου ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Μετὰ ἀπὸ τὴν διακήρυξή του αὐτή, οἱ εἰδωλολάτρες κτύπησαν μὲ ρόπαλα ἀνηλεῶς τὸν Ἅγιο. Ἔπειτα τὸν ἔδεσαν καὶ ἀκολούθως τὸν ἔριξαν στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας, ὅπου ὁ Ἱερομάρτυς ὁλοκλήρωσε τὸ δρόμο τῆς ἀθλήσεως καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Μετὰ ἀπὸ τὴν διακήρυξή του αὐτή, οἱ εἰδωλολάτρες κτύπησαν μὲ ρόπαλα ἀνηλεῶς τὸν Ἅγιο. Ἔπειτα τὸν ἔδεσαν καὶ ἀκολούθως τὸν ἔριξαν στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας, ὅπου ὁ Ἱερομάρτυς ὁλοκλήρωσε τὸ δρόμο τῆς ἀθλήσεως καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γεννήθηκε στὸ Κοὺρσκ τῆς Ρωσίας στὶς 19 Ἰουλίου 1759 καὶ ὀνομάσθηκε Πρόχορος. Οἱ γονεῖς του, Ἰσίδωρος καὶ Ἀγάθη Μοσνίν, ἦταν εὐκατάστατοι ἔμποροι. Ὁ πατέρας του εἶχε ἐργοστάσια πλινθοποιίας καὶ παράλληλα ἀναλάμβανε τὴν ἀνέγερση πέτρινων οἰκοδομημάτων, ναῶν καὶ σπιτιῶν. Κάποτε ἄρχισε νὰ χτίζει στὸ Κοὺρσκ ἕνα ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ, τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀλλὰ ξαφνικὰ τὸ 1762, πεθαίνει, ἀφήνοντας στὴν σύζυγό του τὴ μέριμνα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ναοῦ. Ὁ Πρόχορος κληρονόμησε τὶς ἀρετὲς τῶν γονέων του καὶ ἰδίως τὴν εὐσέβειά τους.
Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ μαθαίνει μὲ ζῆλο τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀλλὰ ἀρρώστησε ξαφνικὰ βαριὰ χωρὶς ἐλπίδα ἀναρρώσεως. Στὴν κρισιμότερη καμπὴ τῆς ἀσθένειας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσει. Πράγματι, ἔτυχε μία μέρα νὰ γίνεται λιτανεία καὶ νὰ περνᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ μικροῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπιασε δυνατὴ βροχή. Ἡ λιτανεία σταμάτησε καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας τοῦ Προχόρου, μέχρι νὰ περάσει ἡ μπόρα. Τότε ἡ μητέρα του Ἀγάθη, κατέβασε τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ τὸ πέρασε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε μέχρι ποὺ ἀποκαταστάθηκε τελείως.
Νέος ἐγκαταλείπει τὸ πατρικό του σπίτι, στὴν πόλη Κούρσκ, καὶ ἔρχεται νὰ μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ. Ἡ δοκιμασία του προκειμένου νὰ γίνει Μοναχὸς διαρκεῖ ὀκτὼ χρόνια. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1786 κείρεται Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ. Σὲ δυὸ μῆνες χειροτονεῖται Διάκονος.
Περιφρουρούμενος μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὁ Διάκονος Σεραφείμ, ἀνέρχεται στὴν Πνευματικὴ ζωὴ «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ὡς Διάκονος παραμένει ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ Μοναστῆρι, διακονεῖ στὶς Ἀκολουθίες, τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τοὺς μοναστηριακοὺς κανονισμοὺς καὶ ἐκτελεῖ τὰ διακονήματά του. Τὸ βράδυ ὅμως ἀπομακρύνεται στὸ δάσος, στὸ ἐρημικό του κελί, ὅπου διέρχεται τὶς νυκτερινὲς ὧρες μὲ προσευχή, καὶ πολὺ πρωὶ ἐπιστρέφει πάλι στὸ μοναστῆρι.
Στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1793 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ ἀποδύεται μὲ μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἀγάπη στὸν Πνευματικὸ ἀγῶνα. Τώρα πλέον δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ὁ βαρὺς γιὰ τοὺς ἄλλους μόχθος τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ κοινὴ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀκτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει ἡ δίψα γιὰ πιὸ ὑψηλὲς Πνευματικὲς ἀσκήσεις. Ἐγκαταλείπει λοιπόν, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὴ Μονὴ καὶ ἀποσύρεται μέσα στὸ πυκνὸ δάσος τοῦ Σάρωφ. Περνᾶ ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια σὲ τέλεια ἀπομόνωση, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τοῦ Θείου Λόγου καὶ σωματικοὺς κόπους. Γιὰ χίλιες ἡμέρες καὶ χίλιες νύκτες μιμεῖται τοῦ παλιοὺς στυλῖτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβασμένος σὲ μία πέτρα καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, προσεύχεται : «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τελειώνοντας τὴν ἀναχωρητικὴ ζωὴ ἐπανέρχεται στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ κλείνεται σὰν σὲ μνῆμα στὴν ἀπομόνωση γιὰ ἄλλα δεκαπέντε χρόνια. Γιὰ τὰ πρῶτα πέντε βάζει τὸν ἑαυτό του στὸν κανόνα τῆς σιωπῆς. Μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ φωτίζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ ἀξιώνεται νὰ ζήσει Πνευματικὲς ἀναβάσεις καὶ νὰ δεῖ θεϊκὰ ὁράματα. Μετὰ τὸν ἐγκλεισμό, ὥριμος πλέον στὴν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ γέροντας στὴν ἡλικία, ἀφιερώνεται στὴ διακονία τοῦ πλησίον, τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του καὶ τὴν φωτεινὴ μορφή του εἶχε προσελκύσει γύρω του πλῆθος Χριστιανῶν, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ πίστευαν ἀκράδαντα στὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῶν ἁγίων του προσευχῶν. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, διάσημοι καὶ ἄσημοι συνέρρεαν καθημερινὰ στὸ κελί του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση γιὰ τὴ ζωή τους. Τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὅταν ἔβλεπε τὰ πρόσωπά τους ἀναφωνοῦσε: «Χαρά μου!».
Ἐξομολογοῦσε πολλούς, θεράπευε ἀσθενεῖς, ἐνῷ σὲ ἄλλους ἔδιδε νὰ ἀσπασθοῦν τὸν σταυρὸ ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸ στῆθος του ἢ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε στὸ τραπέζι τοῦ κελιοῦ του. Σὲ πολλοὺς πρόσφερε ὡς εὐλογία ἀντίδωρο, ἁγίασμα ἢ παξιμάδια, ἄλλους τοὺς σταύρωνε στὸ μέτωπο μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντῆλι, ἐνῷ μερικοὺς τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ τοὺς ἀσπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».
Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1833, ἡμέρα Κυριακή, ὁ Ὅσιος ᾖλθε γιὰ τελευταία φορὰ στὸ Ναὸ τοῦ νοσοκομείου τῶν Ἁγίων Ζωσιμᾶ καὶ Σαββατίου. Ἄναψε κερὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀσπάσθηκε. Μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἀσπάσθηκε καὶ παρηγορητικὰ τοὺς εἶπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ὁ Μοναχὸς Παῦλος πρόσεξε ὅτι ὁ Ὅσιος ἐκείνη τὴν ἡμέρα πῆγε τρεῖς φορὲς στὸν τόπο ποὺ εἶχε ὑποδείξει γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του. Καθόταν ἐκεῖ καὶ κοίταζε ἀρκετὴ ὥρα στὴ γῆ. Τὸ βράδυ τὸν ἄκουσε νὰ ψάλλει στὸ κελί του Πασχαλινοὺς ὕμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ…», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ…».
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Ἰανουαρίου 1833. Οἱ μοναχοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ λευκὸ ζωστικό, γονατιστὸ σὲ στάση προσευχῆς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀσκεπῆ, μὲ τὸ χάλκινο σταυρὸ στὸ λαιμὸ καὶ μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὲ σχῆμα σταυροῦ. Νόμιζαν ὅτι τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ἐξαφανίστηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως καὶ ξαναβρέθηκαν τὸ 1990, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Τὸ 1991 ἐπέστρεψαν στὴν μονὴ Ντιβέγιεβο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ . Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.
Μεγαλυνάριον.
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.
Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἄρχισε νὰ μαθαίνει μὲ ζῆλο τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀλλὰ ἀρρώστησε ξαφνικὰ βαριὰ χωρὶς ἐλπίδα ἀναρρώσεως. Στὴν κρισιμότερη καμπὴ τῆς ἀσθένειας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία, ἡ ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσει. Πράγματι, ἔτυχε μία μέρα νὰ γίνεται λιτανεία καὶ νὰ περνᾷ ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ μικροῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπιασε δυνατὴ βροχή. Ἡ λιτανεία σταμάτησε καὶ ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας τοῦ Προχόρου, μέχρι νὰ περάσει ἡ μπόρα. Τότε ἡ μητέρα του Ἀγάθη, κατέβασε τὸ ἄρρωστο παιδί της καὶ τὸ πέρασε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε μέχρι ποὺ ἀποκαταστάθηκε τελείως.
Νέος ἐγκαταλείπει τὸ πατρικό του σπίτι, στὴν πόλη Κούρσκ, καὶ ἔρχεται νὰ μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ. Ἡ δοκιμασία του προκειμένου νὰ γίνει Μοναχὸς διαρκεῖ ὀκτὼ χρόνια. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1786 κείρεται Μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφείμ. Σὲ δυὸ μῆνες χειροτονεῖται Διάκονος.
Περιφρουρούμενος μὲ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ὁ Διάκονος Σεραφείμ, ἀνέρχεται στὴν Πνευματικὴ ζωὴ «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ὡς Διάκονος παραμένει ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ Μοναστῆρι, διακονεῖ στὶς Ἀκολουθίες, τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τοὺς μοναστηριακοὺς κανονισμοὺς καὶ ἐκτελεῖ τὰ διακονήματά του. Τὸ βράδυ ὅμως ἀπομακρύνεται στὸ δάσος, στὸ ἐρημικό του κελί, ὅπου διέρχεται τὶς νυκτερινὲς ὧρες μὲ προσευχή, καὶ πολὺ πρωὶ ἐπιστρέφει πάλι στὸ μοναστῆρι.
Στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1793 χειροτονεῖται Ἱερεὺς καὶ ἀποδύεται μὲ μεγαλύτερο ζῆλο καὶ ἀγάπη στὸν Πνευματικὸ ἀγῶνα. Τώρα πλέον δὲν τὸν ἱκανοποιεῖ ὁ βαρὺς γιὰ τοὺς ἄλλους μόχθος τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ κοινὴ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀκτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει ἡ δίψα γιὰ πιὸ ὑψηλὲς Πνευματικὲς ἀσκήσεις. Ἐγκαταλείπει λοιπόν, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, τὴ Μονὴ καὶ ἀποσύρεται μέσα στὸ πυκνὸ δάσος τοῦ Σάρωφ. Περνᾶ ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια σὲ τέλεια ἀπομόνωση, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τοῦ Θείου Λόγου καὶ σωματικοὺς κόπους. Γιὰ χίλιες ἡμέρες καὶ χίλιες νύκτες μιμεῖται τοῦ παλιοὺς στυλῖτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβασμένος σὲ μία πέτρα καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, προσεύχεται : «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τελειώνοντας τὴν ἀναχωρητικὴ ζωὴ ἐπανέρχεται στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ κλείνεται σὰν σὲ μνῆμα στὴν ἀπομόνωση γιὰ ἄλλα δεκαπέντε χρόνια. Γιὰ τὰ πρῶτα πέντε βάζει τὸν ἑαυτό του στὸν κανόνα τῆς σιωπῆς. Μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ φωτίζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ ἀξιώνεται νὰ ζήσει Πνευματικὲς ἀναβάσεις καὶ νὰ δεῖ θεϊκὰ ὁράματα. Μετὰ τὸν ἐγκλεισμό, ὥριμος πλέον στὴν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ γέροντας στὴν ἡλικία, ἀφιερώνεται στὴ διακονία τοῦ πλησίον, τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του καὶ τὴν φωτεινὴ μορφή του εἶχε προσελκύσει γύρω του πλῆθος Χριστιανῶν, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ πίστευαν ἀκράδαντα στὴν θαυματουργικὴ δύναμη τῶν ἁγίων του προσευχῶν. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, διάσημοι καὶ ἄσημοι συνέρρεαν καθημερινὰ στὸ κελί του, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση γιὰ τὴ ζωή τους. Τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὅταν ἔβλεπε τὰ πρόσωπά τους ἀναφωνοῦσε: «Χαρά μου!».
Ἐξομολογοῦσε πολλούς, θεράπευε ἀσθενεῖς, ἐνῷ σὲ ἄλλους ἔδιδε νὰ ἀσπασθοῦν τὸν σταυρὸ ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸ στῆθος του ἢ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε στὸ τραπέζι τοῦ κελιοῦ του. Σὲ πολλοὺς πρόσφερε ὡς εὐλογία ἀντίδωρο, ἁγίασμα ἢ παξιμάδια, ἄλλους τοὺς σταύρωνε στὸ μέτωπο μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντῆλι, ἐνῷ μερικοὺς τοὺς ἀγκάλιαζε καὶ τοὺς ἀσπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».
Τὴν 1η Ἰανουαρίου 1833, ἡμέρα Κυριακή, ὁ Ὅσιος ᾖλθε γιὰ τελευταία φορὰ στὸ Ναὸ τοῦ νοσοκομείου τῶν Ἁγίων Ζωσιμᾶ καὶ Σαββατίου. Ἄναψε κερὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὶς ἀσπάσθηκε. Μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, τοὺς εὐλόγησε, τοὺς ἀσπάσθηκε καὶ παρηγορητικὰ τοὺς εἶπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ὁ Μοναχὸς Παῦλος πρόσεξε ὅτι ὁ Ὅσιος ἐκείνη τὴν ἡμέρα πῆγε τρεῖς φορὲς στὸν τόπο ποὺ εἶχε ὑποδείξει γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του. Καθόταν ἐκεῖ καὶ κοίταζε ἀρκετὴ ὥρα στὴ γῆ. Τὸ βράδυ τὸν ἄκουσε νὰ ψάλλει στὸ κελί του Πασχαλινοὺς ὕμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ…», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ…».
Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Ἰανουαρίου 1833. Οἱ μοναχοὶ τὸν εἶδαν μὲ τὸ λευκὸ ζωστικό, γονατιστὸ σὲ στάση προσευχῆς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀσκεπῆ, μὲ τὸ χάλκινο σταυρὸ στὸ λαιμὸ καὶ μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὲ σχῆμα σταυροῦ. Νόμιζαν ὅτι τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ἐξαφανίστηκαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως καὶ ξαναβρέθηκαν τὸ 1990, στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Τὸ 1991 ἐπέστρεψαν στὴν μονὴ Ντιβέγιεβο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ . Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.
Μεγαλυνάριον.
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.
Ὁ Ὅσιος Θεόπεμπτος
Τὸν Θεόπεμπτον σαρκικῆς λῦσαι πέδης,
Ἦλθον, Θεοῦ πέμψαντος, ἔμπυροι Νόες.
Ἦλθον, Θεοῦ πέμψαντος, ἔμπυροι Νόες.
Ὁ Ὅσιος Θεόπεμπτος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνῃ.
Ἡ Ἁγία Θεοδότη
Νόσῳ παρῆλθε τὸν βίον Θεοδότη,
Νόσων λυτῆρας ἡ τεκοῦσα τῷ βίῳ.
Νόσων λυτῆρας ἡ τεκοῦσα τῷ βίῳ.
Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἦταν ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 1η Νοεμβρίου. Καταγόταν ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Ἀσίας καὶ ἔμεινε χήρα ἀπὸ ἄνδρα.
Ἔζησε ἐνάρετα καὶ θεάρεστα καὶ μὲ τὸ παράδειγμά της δίδαξε στοὺς υἱούς της τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ἡ Ὁσία Θεοδότη κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.
Ἔζησε ἐνάρετα καὶ θεάρεστα καὶ μὲ τὸ παράδειγμά της δίδαξε στοὺς υἱούς της τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ἡ Ὁσία Θεοδότη κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Κωφὸς
Ὁ Μᾶρκος οὐκ ἤκουσε γηΐνων λόγων,
Καὶ πρὶν λιπεῖν γῆν, ὦτα γῆθεν ἐξάγων.
Καὶ πρὶν λιπεῖν γῆν, ὦτα γῆθεν ἐξάγων.
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνῃ.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας
Βρύχημα, χάσμα, δῆγμα θηρῶν ἀγρίων.
Βασιλείου τὸ πρᾶον οὐ κατεπτόει.
Βασιλείου τὸ πρᾶον οὐ κατεπτόει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ δυσσεβοὺς αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ (360-363 μ.Χ.). Ἐπειδὴ λάτρευε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ τὸν Χριστὸ καὶ ἐκήρυττε στὰ πλήθη τὸ Εὐαγγέλιο, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα Σατορνίλο ἢ Σατορνίνο, μπροστὰ στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τότε οἱ πολέμιοι τῆς πίστεως τὸν ἐκρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ ἀγριότητα, χρησιμοποιώντας αἰχμηρὰ ὄργανα. Στὴ συνέχεια τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀμέσως καὶ πάλι τὸν ἐβασάνισαν. Τοῦ ἐτράβηξαν τὰ χέρια μὲ τόση δύναμη, ὥστε ἐξαρθρώθηκαν οἱ ἁρμοὶ τους μέχρι καὶ τοὺς ὤμους. Ἀκολούθως τοῦ ἄνοιγαν μὲ μαχαῖρι βαθιὲς πληγὲς στὸ σῶμα καὶ τοῦ ἐτρυποῦσαν τὶς σάρκες μὲ πυρακτωμένα σίδερα. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια τὰ ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα καὶ εἶχε γι’ αὐτὸ πλούσια τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Ὅμως, ὁ Βασίλειος, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκε σῶος καὶ ἀβλαβὴς μέσα στὴ φωτιά.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ πῆραν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν πῆγαν ἁλυσοδεμένο στὴν Καισάρεια, ὅπου ὁ τοπικὸς ἄρχοντας τὸν καταδίκασε σὲ θηριομαχία. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ δὲν δείλιασε καθόλου μπροστὰ στὰ πεινασμένα ἄγρια θηρία, ἀλλὰ κράτησε σταθερὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἕνα λιοντάρι ὅρμησε πάνω του καὶ τὸν κατασπάραξε.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Βασίλειος τελείωσε τὸν βίο του καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεώς του γιὰ τὸν Σωτῆρα Χριστό.
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ πῆραν εὐλαβεῖς συγγενεῖς του πιστοί, τὸ ἀρωμάτισαν, τὸ τύλιξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Στὸν τόπο ποὺ κατατέθηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα Βασιλείου, οἱ Χριστιανοὶ ἔκτισαν ἀργότερα ναό.
Ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Ὅμως, ὁ Βασίλειος, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκε σῶος καὶ ἀβλαβὴς μέσα στὴ φωτιά.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ πῆραν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν πῆγαν ἁλυσοδεμένο στὴν Καισάρεια, ὅπου ὁ τοπικὸς ἄρχοντας τὸν καταδίκασε σὲ θηριομαχία. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Θεὸ καὶ δὲν δείλιασε καθόλου μπροστὰ στὰ πεινασμένα ἄγρια θηρία, ἀλλὰ κράτησε σταθερὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἕνα λιοντάρι ὅρμησε πάνω του καὶ τὸν κατασπάραξε.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Βασίλειος τελείωσε τὸν βίο του καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεώς του γιὰ τὸν Σωτῆρα Χριστό.
Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ πῆραν εὐλαβεῖς συγγενεῖς του πιστοί, τὸ ἀρωμάτισαν, τὸ τύλιξαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν. Στὸν τόπο ποὺ κατατέθηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα Βασιλείου, οἱ Χριστιανοὶ ἔκτισαν ἀργότερα ναό.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος
Οὐχ οἷον εἰπεῖν, οὐδὲ γνῶσιν φέρειν,
Ὅση χαρὰ Σέργιος ἐτμήθη κάραν.
Ὅση χαρὰ Σέργιος ἐτμήθη κάραν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέργιος ἐμαρτύρησε διὰ ξίφους στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος
Κτείνει σε Θεόπιστε πιστὲ τοῖς λίθοις,
Ἡ τῶν ἀπίστων πληθὺς ἐκ δυσβουλίας.
Ἡ τῶν ἀπίστων πληθὺς ἐκ δυσβουλίας.
Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος ἐμαρτύρησε διὰ λιθοβολισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Θαυματουργός Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Διπλήν έχων άνωθεν Κοσμά την χάριν,
Κόσμος μέγας πέφηνας υψηλού θρόνου.
Κόσμος μέγας πέφηνας υψηλού θρόνου.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.
Προσονομάστηκε ὅμως Ἱεροσολυμίτης, ἐπειδὴ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὰ Ἱεροσόλυμα ὡς μοναχός. Ἀπὸ ἐκεῖ ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μόνασε στὴν Μονὴ τῆς Χώρας. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴν ἄδολη εὐσέβειά του, τὴ βαθιὰ ἀρετή του, τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του.
Ὅταν στὶς 2 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1075 κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Η’, ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος, στὸν ὁποῖο εἶχε δοθεῖ τὸ ἐπώνυμο Ξιφιλίνος, ἡ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη τοῦ Μιχαὴλ Δοῦκα τὸν ἔφερε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἂν καὶ εἶχε φθάσει σὲ βαθιὰ γεράματα.
Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Πατρὼν ἀνυψώθηκε σὲ Μητρόπολη μὲ τρεῖς Ἐπισκοπές, Μεθώνης, Λακεδαίμονος καὶ Σαρσοκορώνης, ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία της. Ὁ ἴδιος χειροτόνησε καὶ ἔστειλε τὸ ἔτος 1080 Μητροπολίτη Ρωσίας τὸν Ἕλληνα Ἰωάννη, ἐκκλησιαστικὸ ἄνδρα μεγάλης παιδείας καὶ πολλῶν ἀρετῶν, ζηλωτὴ καὶ φιλόπτωχο.
Ἡ πατριαρχία ὅμως δὲν ἦταν εὔκολη καὶ δὲν εἶχε θέλγητρα γιὰ τὸν ἁπλοϊκὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου. Οἱ περιπλοκὲς τῆς ὅλης διοικήσεως τὸν στεναχωροῦσαν, τὸν πίκραιναν καὶ τὸν σύγχυζαν, μέχρι ποὺ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἐπιθυμώντας τὴν γαλήνη καὶ τὴν ἡσυχία.
Στὶς 8 Μαΐου τοῦ ἔτους 1081, ἀφοῦ λειτουργοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Καλλίου. Μάταια τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸς ἔμεινε ἀμετάπειστος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ Μονὴ ἐκείνη.
Ἡ σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ σεβάσμια Μονὴ τῆς Χώρας.
Προσονομάστηκε ὅμως Ἱεροσολυμίτης, ἐπειδὴ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὰ Ἱεροσόλυμα ὡς μοναχός. Ἀπὸ ἐκεῖ ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μόνασε στὴν Μονὴ τῆς Χώρας. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴν ἄδολη εὐσέβειά του, τὴ βαθιὰ ἀρετή του, τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του.
Ὅταν στὶς 2 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1075 κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Η’, ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος, στὸν ὁποῖο εἶχε δοθεῖ τὸ ἐπώνυμο Ξιφιλίνος, ἡ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη τοῦ Μιχαὴλ Δοῦκα τὸν ἔφερε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἂν καὶ εἶχε φθάσει σὲ βαθιὰ γεράματα.
Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Πατρὼν ἀνυψώθηκε σὲ Μητρόπολη μὲ τρεῖς Ἐπισκοπές, Μεθώνης, Λακεδαίμονος καὶ Σαρσοκορώνης, ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία της. Ὁ ἴδιος χειροτόνησε καὶ ἔστειλε τὸ ἔτος 1080 Μητροπολίτη Ρωσίας τὸν Ἕλληνα Ἰωάννη, ἐκκλησιαστικὸ ἄνδρα μεγάλης παιδείας καὶ πολλῶν ἀρετῶν, ζηλωτὴ καὶ φιλόπτωχο.
Ἡ πατριαρχία ὅμως δὲν ἦταν εὔκολη καὶ δὲν εἶχε θέλγητρα γιὰ τὸν ἁπλοϊκὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἁγίου. Οἱ περιπλοκὲς τῆς ὅλης διοικήσεως τὸν στεναχωροῦσαν, τὸν πίκραιναν καὶ τὸν σύγχυζαν, μέχρι ποὺ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἐπιθυμώντας τὴν γαλήνη καὶ τὴν ἡσυχία.
Στὶς 8 Μαΐου τοῦ ἔτους 1081, ἀφοῦ λειτουργοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Καλλίου. Μάταια τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸς ἔμεινε ἀμετάπειστος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ Μονὴ ἐκείνη.
Ἡ σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ σεβάσμια Μονὴ τῆς Χώρας.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος (ἢ Ζώρζης) ὁ Νεομάρτυρας ὁ Γκιουρτζὴς
Σην χείρα καλώς αγχόνης Μάρτυς ω Ζώρζη θλίβε,
Θλίψεις γαρ ούτω δυσμενή θλίψαντά σε.
Θλίψεις γαρ ούτω δυσμενή θλίψαντά σε.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰβηρία. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀγοράσθηκε ἀπὸ κάποιο τοῦρκο ὡς σκλάβος καὶ περιετμήθηκε, λαβῶν τὸ ὄνομα Σαλῆς. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ τούρκου παρέμεινε στὴν Μυτιλήνη ζωντας εἰρηνικὰ καὶ ἐργαζόμενος.
Μία μέρα, ὅταν τὰ χρόνια εἶχαν περάσει, σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν, ὁ Γεώργιος παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ἀπορρίπτει μπροστά του τὸ σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὴν κεφαλὴ καὶ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμούς, ὁ Μάρτυς παρέμεινε ἀμετάθετος ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα.
Στὸ τέλος, τὸν ὁδήγησαν σὲ ἕνα τόπο ὀνομαζόμενο Παρμά-καποῦ, ὅπου καὶ ὑπέστη τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο τὸ ἔτος 1770.
Μία μέρα, ὅταν τὰ χρόνια εἶχαν περάσει, σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν, ὁ Γεώργιος παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ἀπορρίπτει μπροστά του τὸ σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὴν κεφαλὴ καὶ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισμούς, ὁ Μάρτυς παρέμεινε ἀμετάθετος ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως τὸν συνέλαβαν καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν χτυποῦν μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα.
Στὸ τέλος, τὸν ὁδήγησαν σὲ ἕνα τόπο ὀνομαζόμενο Παρμά-καποῦ, ὅπου καὶ ὑπέστη τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατο τὸ ἔτος 1770.
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα. Διετέλεσε Ἡγούμενος στὴ Μονὴ Βιντουπίσκυ τοῦ Κιέβου καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.
Ἡ Ὁσία Ἰουλιανὴ ἡ Δικαία
Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ γεννήθηκε τὸ 1530 στὴ Μόσχα, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλάνθρωπους, τὸν Ἰουστίνο καὶ τὴν Στεφανία Νεντιγιοῦρεφ. Ὁ πατέρας της ἐργαζόταν ὡς οἰκονόμος στὴν αὐλὴ τοῦ τσάρου Ἰβᾶν Δ’ Βασίλιεβιτς, τοῦ γνωστοῦ ὡς «Τρομεροῦ». Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅλη ἡ οἰκογένεια ζοῦσε πτωχὰ ἀλλὰ χριστιανικὰ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ πλημμύριζε τὴν καρδιὰ τῶν μελῶν της.
Ἡ Ἁγία ὀρφάνεψε σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴν φροντίδα τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν πτωχῶν. Ὁ βίος καὶ ὁ χαρακτῆρας της δὲν ἄφησαν ἀδιάφορο τὸν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Μοῦρομ τῆς περιοχῆς τοῦ Λαζάρεβο Γεώργιο Ὀσορίν, τὸν ὁποῖο ἐνυμφέφθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία.
Ἀπὸ τὸν γάμο της ἀπέκτησε ἕξι υἱοὺς καὶ μία θυγατέρα. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δυὸ υἱῶν της ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ γίνει Μοναχή. Ὅμως ὁ σύζυγός της, ποὺ ἔλειπε συχνὰ καὶ πολὺ χρόνο ἀκολουθώντας τὸ στρατὸ τοῦ τσάρου στὸ Ἀστραχὰν καὶ σὲ ἄλλα μέρη, τὴν παρακάλεσε νὰ μείνει κοντὰ στὴν οἰκογένειά της. Ἐκείνη δέχθηκε, ἀλλὰ ζοῦσε ὡς Μοναχὴ μέσα στὸν κόσμο.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ υἱός της Καλλίστρατος, ποὺ ἔγραψε τὸν βίο της, ἡ Ἁγία εἶχε ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό της ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ τὴν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἐλάχιστα κοιμόταν καὶ ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Ὅταν ὁ σύζυγός της πέθανε, ἐκείνη πλέον ζοῦσε γιὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ διακονεῖ. Λίγο πρὶν παραδώσει τὴν δίκαια ψυχή της στὸν Κύριο, τὸ ἔτος 1604, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν Πνευματικό της, ἱερέα Ἀθανάσιο, κάλεσε τὰ παιδιά της καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή της. Οἱ τελευταῖες λέξεις ποὺ ψέλλισε , πρὶν κλείσει τὰ μάτια της, ἦταν : «Δόξα στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Σὲ Σένα, Κύριε, παραδίδω τὸ
Ἡ Ἁγία ὀρφάνεψε σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴν φροντίδα τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν πτωχῶν. Ὁ βίος καὶ ὁ χαρακτῆρας της δὲν ἄφησαν ἀδιάφορο τὸν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Μοῦρομ τῆς περιοχῆς τοῦ Λαζάρεβο Γεώργιο Ὀσορίν, τὸν ὁποῖο ἐνυμφέφθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία.
Ἀπὸ τὸν γάμο της ἀπέκτησε ἕξι υἱοὺς καὶ μία θυγατέρα. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν δυὸ υἱῶν της ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ γίνει Μοναχή. Ὅμως ὁ σύζυγός της, ποὺ ἔλειπε συχνὰ καὶ πολὺ χρόνο ἀκολουθώντας τὸ στρατὸ τοῦ τσάρου στὸ Ἀστραχὰν καὶ σὲ ἄλλα μέρη, τὴν παρακάλεσε νὰ μείνει κοντὰ στὴν οἰκογένειά της. Ἐκείνη δέχθηκε, ἀλλὰ ζοῦσε ὡς Μοναχὴ μέσα στὸν κόσμο.
Ὅπως γράφει καὶ ὁ υἱός της Καλλίστρατος, ποὺ ἔγραψε τὸν βίο της, ἡ Ἁγία εἶχε ἀφιερώσει τὸν ἑαυτό της ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ τὴν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἐλάχιστα κοιμόταν καὶ ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Ὅταν ὁ σύζυγός της πέθανε, ἐκείνη πλέον ζοῦσε γιὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ διακονεῖ. Λίγο πρὶν παραδώσει τὴν δίκαια ψυχή της στὸν Κύριο, τὸ ἔτος 1604, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν Πνευματικό της, ἱερέα Ἀθανάσιο, κάλεσε τὰ παιδιά της καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή της. Οἱ τελευταῖες λέξεις ποὺ ψέλλισε , πρὶν κλείσει τὰ μάτια της, ἦταν : «Δόξα στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Σὲ Σένα, Κύριε, παραδίδω τὸ
πνεῦμα μου».
Όσιος Νείλος ο Ηγιασμένος
Ο Όσιος Νείλος ο Ηγιασμένος, είναι η σημαντικότερη ασκητική φυσιογνωμία του θεσπρωτικού χώρου. Με την αγία του ζωή και τους ασκητικούς του αγώνες, καθαγίασε με το πέρασμα του την επαρχία της Παραμυθίας και κληροδότησε ως πολύτιμο θησαυρό, την περιώνυμο και ένδοξη Ιερά Μονή Γηρομερίου, που ο ίδιος ίδρυσε, η οποία και ανεδείχθη ένας από τους σπουδαιότερους πνευματικούς φάρους και σήμερα αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά ιστορικά μνημεία της Ηπείρου.
Πατρίδα του Οσίου Νείλου ήταν η τότε βασιλεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, όπου και γεννήθηκε περίπου το 1228 μ.Χ. Η καταγωγή του μάλιστα, ήταν από την βασιλική οικογένεια των Λασκάρεων. Τα πλούτη και η δόξα όμως, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον πόθο του μοναχικού βίου, που είχε φωλιάσει στην ψυχή του και έτσι τα εγκατέλειψε όλα και σε νεαρότατη ηλικία έγινε μοναχός στην περίφημη Μονή των Ακοιμήτων. Εκεί, αποδύθηκε σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με μεγάλη αυταπάρνηση, εγκράτεια και προσευχή και έγινε «σκεῦος καθαρόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Μετά από αρκετά χρόνια, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη και χωρίς να αποκάλυψει την ταυτότητά του, πλησίασε την μητέρα και την αδελφή του σαν άγνωστος ζητιάνος και έλαβε από αυτές ελεημοσύνη. Κατόπιν, επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μαζί με άλλους προσκυνητές και επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας κάποιον σεβαστό γέροντα, δεν δίστασε να ελέγξει τον ίδιο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, για την προσπάθειά του να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία στην εξουσία του Πάπα της Ρώμης. Ως απάντηση του αυτοκράτορα, ήλθε η καταδίκη τους, να αφεθούν στο πέλαγος αβοήθητοι, χωρίς τρόφιμα και κουπιά, για να χαθούν. Παλεύοντας με τα κύματα για σαράντα ημέρες, κάτω όμως από τη σκέπη της θείας πρόνοιας, αποβιβάσθηκαν στα παράλια της Μονής των Αγίων Αββάδων (πιθανώς της Μονής των Ιβήρων του Αγίου Όρους). Μετά από παρέλευση τριών ετών, κατά τα οποία ο Όσιος Νείλος παρέμεινε στη Μονή ως θυρωρός, για μία ακόμη φορά γύρισε στην Βασιλεύουσα, όπου τιμήθηκε ως ομολογητής της πίστεως από τον νέο αυτοκράτορα, τον ευσεβή Ανδρόνικο Παλαιολόγο.
Όμως, φύση ανήσυχη καθώς ήταν, ξαναέφυγε από την Πόλη (αυτή τη φορά οριστικά) και αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε διάφορα προσκυνήματα και μοναστήρια των Αγίων Τόπων. Κατ' αυτόν τον τρόπο πέρασε από την Ερυθρά Θάλασσα, την περιοχή των Σοδόμων, το όρος Σινά, το Καρμήλιον όρος, την Ιεριχώ, τον Ιορδάνη ποταμό και τη Μονή του Αββά Γερασίμου και στη συνέχεια, περνώντας τα χρόνια «εν πολλή κακουχία και ασκήσει», δια μέσου πιθανώς των νησιών Κύπρου, Ρόδου και Κυκλάδων, πέρασε από την Πελοπόννησο και την Κέρκυρα και τελικά έφθασε στην Ήπειρο, σε τόπο ονομαζόμενο Ωρυκόν ή Ιεριχώ, κοντά στη σημερινή Αυλώνα της Βορείου Ηπείρου, όπου εγκαταστάθηκε σε μία μικρή καλύβα. Μετά όμως από παράκληση θεοφιλών κατοίκων της Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιότερα, στην περιοχή του Γηρομερίου, και εγκαταστάθηκε στη σπηλιά ενός αποτόμου βράχου. Σύντομα, γύρω από τον σεβάσμιο ασκητή, δημιουργήθηκε μικρή αδελφότητα μοναστών, ενώ παράλληλα, η φήμη και η πνευματική του ακτινοβολία συνεχώς εξαπλώνονταν.
Η παράδοση της περιοχής αναφέρει, ότι κατά καιρούς, στο απέναντι βουνό, μέσα στο πυκνό δάσος, ο Όσιος έβλεπε τις νύχτες κάποια θεϊκή λάμψη, σαν φωτιά. Αυτό παρακίνησε τους ασκητές να αναζητήσουν την πηγή αυτής της παράξενης φωτιάς και να οδηγηθούν στην ανακάλυψη της Ιεράς Εικόνος της Παναγίας, η οποία και έγινε η αφορμή να δεχθούν σαν θέλημα του Θεού να κτισθεί στην θέση αυτή το Μοναστήρι.
Μετά από πολλούς αρχικά κόπους και ύστερα με τη βοήθεια και των βασιλέων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, αλλά και των τοπικών αρχόντων, κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν και να τελειοποιήσουν το Μοναστήρι, το οποίο οργανώθηκε πάνω στις βάσεις και στις αρχές του κοινοβιακού μοναχισμού και να το αναδείξουν ως ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ηπείρου.
Σε βαθύ γήρας πλέον (106 ετών) και έχοντας τελειώσει το έργο του ο Όσιος Νείλος, όρισε τον διάδοχό του και κανόνισε τα της ταφής του, ζητώντας να τον θάψουν στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει εκτός της Μονής δίπλα στον παρακείμενο χείμαρρο. Άφησε ως ιερά παρακαταθήκη και κανονισμό για τη λειτουργία της Μονής την Ιδιόχειρη Διαθήκη του και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού, τη νύχτα της πρώτης Ιανουαρίου του έτους 1334 μ.Χ.
Μετά από μερικά χρόνια, κατά την παράδοση, απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, ήλθαν στη Μονή με σκοπό να προβούν σε εκταφή και μεταφορά των ιερών λειψάνων του Οσίου στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο Θεός, «κρίμασιν οἶς Αὐτὸς οἶδεν», δεν το επέτρεψε και επενέβει με τρόπο θαυμαστό. Ένας ογκώδης βράχος κατέπεσε από το βουνό και σκέπασε τον τάφο του Οσίου εμποδίζοντας την εκταφή. Έτσι η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε και επάνω από τον βράχο κτίστηκε ναΐσκος προς τιμήν του Οσίου, ενώ τα άγια λείψανά του παραμένουν μέσα στον τάφο του, αγκαλιασμένα από τη θεσπρωτική γη, σαν πολύτιμος θησαυρός για όλους μας.
Ο βιογράφος του Οσίου, πιθανώς ο διάδοχος και μαθητής του Ησαΐας, σημειώνει στο Συναξάρι του για τον «μακάριον καὶ μέγαν ἐν ἀσκηταῖς πατέρα ἠμῶν Νεῖλον»:
«Νεῖλος ἀρετάς ὡς ῥεῖθρον πελαγίζων ἄρδει τάς ψυχάς ὡς τὴν γῆν ἄλλος Νεῖλος».
Η ασκητική φυσιογνωμία του Οσίου Νείλου και η ισχυρή του προσωπικότητα είχε έντονη επίδραση, όχι μόνο στην πρώτη φάση της ιστορίας της Μονής, αλλά και στην συνολική ιστορία ολόκληρης της γύρω περιοχής. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι από πολύ νωρίς ο Όσιος Νείλος καθιερώθηκε στη συνείδηση του λαού και τιμάται ως Άγιος. Μάλιστα, υπάρχουν πολλές λαϊκές παραδόσεις σχετικές με το πρόσωπο του, αλλά και αναφέρονται πολλά θαύματα και χαρισματικές εκδηλώσεις που αποδίδονται σ' αυτόν. Ακόμη αρκετοί κάτοικοι της περιοχής φέρουν με ευλάβεια ως βαπτιστικό, το όνομα Νείλος.
Η μνήμη του Οσίου Νείλου επαναλαμβάνεται και στις 16 Αυγούστου, χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο.
Πατρίδα του Οσίου Νείλου ήταν η τότε βασιλεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, όπου και γεννήθηκε περίπου το 1228 μ.Χ. Η καταγωγή του μάλιστα, ήταν από την βασιλική οικογένεια των Λασκάρεων. Τα πλούτη και η δόξα όμως, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον πόθο του μοναχικού βίου, που είχε φωλιάσει στην ψυχή του και έτσι τα εγκατέλειψε όλα και σε νεαρότατη ηλικία έγινε μοναχός στην περίφημη Μονή των Ακοιμήτων. Εκεί, αποδύθηκε σε μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με μεγάλη αυταπάρνηση, εγκράτεια και προσευχή και έγινε «σκεῦος καθαρόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Μετά από αρκετά χρόνια, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη και χωρίς να αποκάλυψει την ταυτότητά του, πλησίασε την μητέρα και την αδελφή του σαν άγνωστος ζητιάνος και έλαβε από αυτές ελεημοσύνη. Κατόπιν, επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μαζί με άλλους προσκυνητές και επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ακολουθώντας κάποιον σεβαστό γέροντα, δεν δίστασε να ελέγξει τον ίδιο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, για την προσπάθειά του να υποτάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία στην εξουσία του Πάπα της Ρώμης. Ως απάντηση του αυτοκράτορα, ήλθε η καταδίκη τους, να αφεθούν στο πέλαγος αβοήθητοι, χωρίς τρόφιμα και κουπιά, για να χαθούν. Παλεύοντας με τα κύματα για σαράντα ημέρες, κάτω όμως από τη σκέπη της θείας πρόνοιας, αποβιβάσθηκαν στα παράλια της Μονής των Αγίων Αββάδων (πιθανώς της Μονής των Ιβήρων του Αγίου Όρους). Μετά από παρέλευση τριών ετών, κατά τα οποία ο Όσιος Νείλος παρέμεινε στη Μονή ως θυρωρός, για μία ακόμη φορά γύρισε στην Βασιλεύουσα, όπου τιμήθηκε ως ομολογητής της πίστεως από τον νέο αυτοκράτορα, τον ευσεβή Ανδρόνικο Παλαιολόγο.
Όμως, φύση ανήσυχη καθώς ήταν, ξαναέφυγε από την Πόλη (αυτή τη φορά οριστικά) και αφιέρωσε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε διάφορα προσκυνήματα και μοναστήρια των Αγίων Τόπων. Κατ' αυτόν τον τρόπο πέρασε από την Ερυθρά Θάλασσα, την περιοχή των Σοδόμων, το όρος Σινά, το Καρμήλιον όρος, την Ιεριχώ, τον Ιορδάνη ποταμό και τη Μονή του Αββά Γερασίμου και στη συνέχεια, περνώντας τα χρόνια «εν πολλή κακουχία και ασκήσει», δια μέσου πιθανώς των νησιών Κύπρου, Ρόδου και Κυκλάδων, πέρασε από την Πελοπόννησο και την Κέρκυρα και τελικά έφθασε στην Ήπειρο, σε τόπο ονομαζόμενο Ωρυκόν ή Ιεριχώ, κοντά στη σημερινή Αυλώνα της Βορείου Ηπείρου, όπου εγκαταστάθηκε σε μία μικρή καλύβα. Μετά όμως από παράκληση θεοφιλών κατοίκων της Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιότερα, στην περιοχή του Γηρομερίου, και εγκαταστάθηκε στη σπηλιά ενός αποτόμου βράχου. Σύντομα, γύρω από τον σεβάσμιο ασκητή, δημιουργήθηκε μικρή αδελφότητα μοναστών, ενώ παράλληλα, η φήμη και η πνευματική του ακτινοβολία συνεχώς εξαπλώνονταν.
Η παράδοση της περιοχής αναφέρει, ότι κατά καιρούς, στο απέναντι βουνό, μέσα στο πυκνό δάσος, ο Όσιος έβλεπε τις νύχτες κάποια θεϊκή λάμψη, σαν φωτιά. Αυτό παρακίνησε τους ασκητές να αναζητήσουν την πηγή αυτής της παράξενης φωτιάς και να οδηγηθούν στην ανακάλυψη της Ιεράς Εικόνος της Παναγίας, η οποία και έγινε η αφορμή να δεχθούν σαν θέλημα του Θεού να κτισθεί στην θέση αυτή το Μοναστήρι.
Μετά από πολλούς αρχικά κόπους και ύστερα με τη βοήθεια και των βασιλέων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, αλλά και των τοπικών αρχόντων, κατόρθωσαν να ολοκληρώσουν και να τελειοποιήσουν το Μοναστήρι, το οποίο οργανώθηκε πάνω στις βάσεις και στις αρχές του κοινοβιακού μοναχισμού και να το αναδείξουν ως ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ηπείρου.
Σε βαθύ γήρας πλέον (106 ετών) και έχοντας τελειώσει το έργο του ο Όσιος Νείλος, όρισε τον διάδοχό του και κανόνισε τα της ταφής του, ζητώντας να τον θάψουν στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει εκτός της Μονής δίπλα στον παρακείμενο χείμαρρο. Άφησε ως ιερά παρακαταθήκη και κανονισμό για τη λειτουργία της Μονής την Ιδιόχειρη Διαθήκη του και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού, τη νύχτα της πρώτης Ιανουαρίου του έτους 1334 μ.Χ.
Μετά από μερικά χρόνια, κατά την παράδοση, απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, ήλθαν στη Μονή με σκοπό να προβούν σε εκταφή και μεταφορά των ιερών λειψάνων του Οσίου στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο Θεός, «κρίμασιν οἶς Αὐτὸς οἶδεν», δεν το επέτρεψε και επενέβει με τρόπο θαυμαστό. Ένας ογκώδης βράχος κατέπεσε από το βουνό και σκέπασε τον τάφο του Οσίου εμποδίζοντας την εκταφή. Έτσι η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε και επάνω από τον βράχο κτίστηκε ναΐσκος προς τιμήν του Οσίου, ενώ τα άγια λείψανά του παραμένουν μέσα στον τάφο του, αγκαλιασμένα από τη θεσπρωτική γη, σαν πολύτιμος θησαυρός για όλους μας.
Ο βιογράφος του Οσίου, πιθανώς ο διάδοχος και μαθητής του Ησαΐας, σημειώνει στο Συναξάρι του για τον «μακάριον καὶ μέγαν ἐν ἀσκηταῖς πατέρα ἠμῶν Νεῖλον»:
«Νεῖλος ἀρετάς ὡς ῥεῖθρον πελαγίζων ἄρδει τάς ψυχάς ὡς τὴν γῆν ἄλλος Νεῖλος».
Η ασκητική φυσιογνωμία του Οσίου Νείλου και η ισχυρή του προσωπικότητα είχε έντονη επίδραση, όχι μόνο στην πρώτη φάση της ιστορίας της Μονής, αλλά και στην συνολική ιστορία ολόκληρης της γύρω περιοχής. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι από πολύ νωρίς ο Όσιος Νείλος καθιερώθηκε στη συνείδηση του λαού και τιμάται ως Άγιος. Μάλιστα, υπάρχουν πολλές λαϊκές παραδόσεις σχετικές με το πρόσωπο του, αλλά και αναφέρονται πολλά θαύματα και χαρισματικές εκδηλώσεις που αποδίδονται σ' αυτόν. Ακόμη αρκετοί κάτοικοι της περιοχής φέρουν με ευλάβεια ως βαπτιστικό, το όνομα Νείλος.
Η μνήμη του Οσίου Νείλου επαναλαμβάνεται και στις 16 Αυγούστου, χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο.
Όσιος Γεννάδιος Κερκύρας
Έν εκ των ωραιοτέρων μοναστηριών και σπουδαιότερων προσκυνημάτων της νήσου Κερκύρας, είναι αναμφισβητήτως το απλούν και απέριττον μονύδριον της Υπεραγίας Θεοτόκου της Κασσωπίτρας, εκτισμένον εις κατάφυτον τοποδεσίαν εις το Φιγαρέτον Κανονίου. Αριθμεί ηλικίαν 500 περίπου ετών καθώς η κτίσις του ανάγεται εις το έτος 1530 μ.Χ.
Εις τάς 8 Μαΐου του αυτού έτους η Υπεραγία Θεοτόκος εδώρισεν το φως εις τον αδίκως τυφλωθέντα εις το δικαστήριον Στέφανον και αυτό συνέβη εις τον περιώνυμον ναόν Της εις το χωρίον Κασσιώπη, Β.Α. της νήσου, όπου είχεν καταφύγει ο νεανίας μετά της μητρός του.
Το υπερφυές τούτο θαύμα εγένετο έκτοτε αιτία της κτίσεως και καθιερώσεως πολλών ναών, εις την νήσον, ακόμη και την γειτονικήν Άρταν αλλά και την Χειμάρραν της Βορείου Ηπείρου, εις το όνομα της θαυματουργού Κυρίας Κασσωπίτρας.
Επισήμους ιστορικάς αναφοράς διά το μοναστήρι έχομεν από το έτος 1706 μ.Χ. και εξής. Κατά το έτος 1754 μ.Χ. η ιδιοκτησία της Εκκλησίας μεταβιβάζεται είς τον ιερέα και νοτάριον Ιωάννην Κόσμον ή Κοσμάν Φίλιον, ευγενή, του οποίου η οικογένεια ανεγράφετο εις το LIBRO D’ ORO. Ο κληρονόμος του Αναστάσιος Φίλιος πωλεί τον ναόν το έτος 1820 μ.Χ. εις τον Ιερομόναχον Νικόλαον Πατρίκιον του Σπυρίδωνος εκ Κεφαλληνίας. Ο ετεροθαλής αδελφός του τελευταίου Ηλίας, ο και κληρονόμος αυτού, το 1850 μ.Χ. έδωκεν τον ναόν εις τον ευλαβή ιερομόναχον Γεννάδιον (κ.κ. Γεώργιον) Βασίλη του Αθανασίου, καταγόμενον εκ χωρίου Καλαρρυτών Ηπείρου εις «εδαφονομήν παντοτεινήν» ύψους 20 βενετικών ταλήρων κατ’ έτος. Ο Θεοφόρος Γέρων Γεννάδιος οραματίζεται την δημιουργίαν γυναικείας Ιεράς Μονής.
Έν έτει 1856 μ.Χ. αποκτά την πλήρη κυριότητα του ναού, καταβάλλων εις τους κληρονόμους του Ηλία Πατρικίου το ποσόν των 400 ταλήρων. Ακολούθως ούτος κτίζει το δυώροφον κοινοβιακόν κτίριον, περιμανδρώνει τον ιερόν χώρον, ανακαινίζει τον ιερόν ναόν, αφιερώνει αργυράς εικόνας και κανδήλας ως και μίαν περίχρυσον λειψανοδήκην, περιέχουσα λείψανα Αγίων Μαρτύρων και εγκαθιστά τριμελή γυναικείαν αδελφότητα. Ο θάνατος τον ευρίσκει ήρεμον και εξηγιασμένον το 1859 μ.Χ. και εις ηλικίαν 54 μόλις ετών. Εγκαταλείπει δε φήμην αγίου Ιερομονάχου και ενάρετου ανδρός. Ο κληρονόμος του Γενναδίου παρέδωκεν την κατοχήν του ναού και των αγαθών του εις την Μαρίαν Μαυρογιάννη, μερίμνη της οποίας ωργανώθη η Μονή υπό των μετόχων εις τα δικαιώματα αυτής, Μοναχών Ευπραξίας Ζαμπίρα Ηγουμένης και αυταδέλφων Αθανασίας και Συγκλητικής Μεταλληνού. Εις τα 1862 μ.Χ. αναπτύσσεται το κοινοβιακόν καθεστώς της Μονής.
Εις τα τέλη του 19ου αιώνος μ.Χ. η Μονή αναπτύσσεται όλως ιδιαιτέρως και από πάσης απόψεως. Κατά την διάρκειαν της Κατοχής ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος (Δήμογλου) εγγράφει την Μονήν ως «μετόχιον άχρι καιρού» της πλησίον ευρισκομένης και τότε ακμαζούσης Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων Στρατιάς και ούτω κερδίζει 50 και πλέον έτη ζωής και προστασίας. Κατά τα έτη αυτά, εγκαταβιοί εις την Μονήν η ενάρετος μοναχή Θέκλα Αμπελά και μέχρι της προς Θεόν εκδημίας της το 1985 μ.Χ. Εις τα 1991 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (Τριβιζάς) με «Πράξιν» αναγνωρίζει εκ νέου την Ιεράν Μονήν Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας ως Κυρίαρχον και μετατρέπει αυτήν εις ανδρώαν. Με την ευλογίαν του Μητροπολίτου Νεκταρίου (Ντόβα), της Ιεράς Μονής προϊσταται ο εκ των αδελφών αυτής, Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Ζερβός, ο οποίος με την ευλογίαν του Ποιμενάρχου της νήσου, την αγαστήν συνεργασίαν του Ηγουμενοσυμβουλίου και την συμπαράστασιν των ευλαβών Κερκυραίων και άλλων προσκυνητών επιμελείται των έργων στερεώσεως, συντηρήσεως και ανακαινίσεως του όλου ιερού σκηνώματος.
Εις το ιερόν τούτο καταφύγιον της πανέμορφου νήσου Κερκύρας δυνάμεθα να προσκυνήσωμεν την θαυματουργόν εικόνα της Παναγίας της Κασσωπίτρας ως και τάς υπολοίπους ιεράς εικόνας και τα αναρίθμητα ιερά λείψανα άτινα φυλάσσονται ώδε.
Επίσης τον τάφον και το κελλίον του Οσίου Γέροντος Γενναδίου. Να επισκεφθώμεν το εντυπωσιακόν κειμηλιοφυλάκειον με τα σπάνια και αξιόλογα εκθέματα (βιβλία, άμφια, εικόνες, χειρόγραφα, κ.τ.λ.) μεταξύ των οποίων διακρίνεται η ιερά εικών του Μυστικού Δείπνου (έργον Φιλόθεου Σκούφου του έτους 1665). Επίσης το εξίσου σημαντικόν λαογραφικόν μουσείον. Η Μονή διαθέτει μικρόν ξενώνα. Εις τάς εκδόσεις της περιλαμβάνεται και το ιστορικόν της εις βιβλίον υπό τον τίτλον «Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας» πόνημα του συμπολίτου ημών Ιερομόναχου Δημητρίου Καββαδία.
Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει εις τάς 8 Μαΐου (επέτειος θαύματος Παναγίας), 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεοτόκου) και 7 Φεβρουαρίου (μνήμη Αγίου Παρθενίου Λαμψάκου). Η Μονή είναι επισκέψιμος καθημερινώς. Θεία λειτουργία τελείται εκάστην Κυριακήν και μεγάλην εορτήν ως και κατανυκτικοί αγρυπνίαι. Μετά ιδιαιτέρου ζήλου τελείται και το ιερόν μυστήριον της θείας εξομολογήσεως. Αλλά και το φιλανθρωπικόν - κοινωνικόν έργον της Μονής είναι αξιοζήλευτον αναλόγως προς τάς πενιχράς αυτής δυνατότητας. Άγιος χώρος, άγιος τόπος, άγιον καταφύγιον της Παναγίας της Κασσωπίτρας η Σκέπη....
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλαρρύτων τὸν γόνον, τῆς Κερκύρας τὸ κλέϊσμα, Μονῆς τῆς Κασσωπίτρας τὸν στύλον, μοναζουσῶν τὸν ὑπέρμαχον, βιώσαντα ἐν τήδε τῇ ζωῇ ὡς Ἄγγελος οὐράνιος Θεοῦ· διὸ ὑμνοῦμεν σε πιστῶς ἀπὸ καρδίας κράζοντες, πατῆρ ἡμῶν Γεννάδιε Ὅσιε, χαῖροις τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, χαῖροις ἱερέων καύχημα, χαῖροις πιστῶν ὁ ἀκέστωρ καὶ πρὸς Θεὸν νεοφανής, πρέσβυς ἀκοίμητος.
Μεγαλυνάριον
Χαῖροις τῆς Κερκύρας νέος φωστῆρ, Γεννάδιε Πάτερ ἀσθενούντων ὁ ἀρωγός, χαῖροις Κασσωπίτρας Μονῆς τῆς Παναγίας ὁ μέγας ἀντιλήπτωρ καὶ τῶν πιστῶν ἁπάντων προστάτης ἔνθερμος.
Εις τάς 8 Μαΐου του αυτού έτους η Υπεραγία Θεοτόκος εδώρισεν το φως εις τον αδίκως τυφλωθέντα εις το δικαστήριον Στέφανον και αυτό συνέβη εις τον περιώνυμον ναόν Της εις το χωρίον Κασσιώπη, Β.Α. της νήσου, όπου είχεν καταφύγει ο νεανίας μετά της μητρός του.
Το υπερφυές τούτο θαύμα εγένετο έκτοτε αιτία της κτίσεως και καθιερώσεως πολλών ναών, εις την νήσον, ακόμη και την γειτονικήν Άρταν αλλά και την Χειμάρραν της Βορείου Ηπείρου, εις το όνομα της θαυματουργού Κυρίας Κασσωπίτρας.
Επισήμους ιστορικάς αναφοράς διά το μοναστήρι έχομεν από το έτος 1706 μ.Χ. και εξής. Κατά το έτος 1754 μ.Χ. η ιδιοκτησία της Εκκλησίας μεταβιβάζεται είς τον ιερέα και νοτάριον Ιωάννην Κόσμον ή Κοσμάν Φίλιον, ευγενή, του οποίου η οικογένεια ανεγράφετο εις το LIBRO D’ ORO. Ο κληρονόμος του Αναστάσιος Φίλιος πωλεί τον ναόν το έτος 1820 μ.Χ. εις τον Ιερομόναχον Νικόλαον Πατρίκιον του Σπυρίδωνος εκ Κεφαλληνίας. Ο ετεροθαλής αδελφός του τελευταίου Ηλίας, ο και κληρονόμος αυτού, το 1850 μ.Χ. έδωκεν τον ναόν εις τον ευλαβή ιερομόναχον Γεννάδιον (κ.κ. Γεώργιον) Βασίλη του Αθανασίου, καταγόμενον εκ χωρίου Καλαρρυτών Ηπείρου εις «εδαφονομήν παντοτεινήν» ύψους 20 βενετικών ταλήρων κατ’ έτος. Ο Θεοφόρος Γέρων Γεννάδιος οραματίζεται την δημιουργίαν γυναικείας Ιεράς Μονής.
Έν έτει 1856 μ.Χ. αποκτά την πλήρη κυριότητα του ναού, καταβάλλων εις τους κληρονόμους του Ηλία Πατρικίου το ποσόν των 400 ταλήρων. Ακολούθως ούτος κτίζει το δυώροφον κοινοβιακόν κτίριον, περιμανδρώνει τον ιερόν χώρον, ανακαινίζει τον ιερόν ναόν, αφιερώνει αργυράς εικόνας και κανδήλας ως και μίαν περίχρυσον λειψανοδήκην, περιέχουσα λείψανα Αγίων Μαρτύρων και εγκαθιστά τριμελή γυναικείαν αδελφότητα. Ο θάνατος τον ευρίσκει ήρεμον και εξηγιασμένον το 1859 μ.Χ. και εις ηλικίαν 54 μόλις ετών. Εγκαταλείπει δε φήμην αγίου Ιερομονάχου και ενάρετου ανδρός. Ο κληρονόμος του Γενναδίου παρέδωκεν την κατοχήν του ναού και των αγαθών του εις την Μαρίαν Μαυρογιάννη, μερίμνη της οποίας ωργανώθη η Μονή υπό των μετόχων εις τα δικαιώματα αυτής, Μοναχών Ευπραξίας Ζαμπίρα Ηγουμένης και αυταδέλφων Αθανασίας και Συγκλητικής Μεταλληνού. Εις τα 1862 μ.Χ. αναπτύσσεται το κοινοβιακόν καθεστώς της Μονής.
Εις τα τέλη του 19ου αιώνος μ.Χ. η Μονή αναπτύσσεται όλως ιδιαιτέρως και από πάσης απόψεως. Κατά την διάρκειαν της Κατοχής ο Μητροπολίτης Αλέξανδρος (Δήμογλου) εγγράφει την Μονήν ως «μετόχιον άχρι καιρού» της πλησίον ευρισκομένης και τότε ακμαζούσης Ιεράς Μονής Αγίων Θεοδώρων Στρατιάς και ούτω κερδίζει 50 και πλέον έτη ζωής και προστασίας. Κατά τα έτη αυτά, εγκαταβιοί εις την Μονήν η ενάρετος μοναχή Θέκλα Αμπελά και μέχρι της προς Θεόν εκδημίας της το 1985 μ.Χ. Εις τα 1991 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (Τριβιζάς) με «Πράξιν» αναγνωρίζει εκ νέου την Ιεράν Μονήν Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας ως Κυρίαρχον και μετατρέπει αυτήν εις ανδρώαν. Με την ευλογίαν του Μητροπολίτου Νεκταρίου (Ντόβα), της Ιεράς Μονής προϊσταται ο εκ των αδελφών αυτής, Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Ζερβός, ο οποίος με την ευλογίαν του Ποιμενάρχου της νήσου, την αγαστήν συνεργασίαν του Ηγουμενοσυμβουλίου και την συμπαράστασιν των ευλαβών Κερκυραίων και άλλων προσκυνητών επιμελείται των έργων στερεώσεως, συντηρήσεως και ανακαινίσεως του όλου ιερού σκηνώματος.
Εις το ιερόν τούτο καταφύγιον της πανέμορφου νήσου Κερκύρας δυνάμεθα να προσκυνήσωμεν την θαυματουργόν εικόνα της Παναγίας της Κασσωπίτρας ως και τάς υπολοίπους ιεράς εικόνας και τα αναρίθμητα ιερά λείψανα άτινα φυλάσσονται ώδε.
Επίσης τον τάφον και το κελλίον του Οσίου Γέροντος Γενναδίου. Να επισκεφθώμεν το εντυπωσιακόν κειμηλιοφυλάκειον με τα σπάνια και αξιόλογα εκθέματα (βιβλία, άμφια, εικόνες, χειρόγραφα, κ.τ.λ.) μεταξύ των οποίων διακρίνεται η ιερά εικών του Μυστικού Δείπνου (έργον Φιλόθεου Σκούφου του έτους 1665). Επίσης το εξίσου σημαντικόν λαογραφικόν μουσείον. Η Μονή διαθέτει μικρόν ξενώνα. Εις τάς εκδόσεις της περιλαμβάνεται και το ιστορικόν της εις βιβλίον υπό τον τίτλον «Προσκυνητάριον της Ιεράς Μονής Υπεραγίας Θεοτόκου Κασσωπίτρας» πόνημα του συμπολίτου ημών Ιερομόναχου Δημητρίου Καββαδία.
Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει εις τάς 8 Μαΐου (επέτειος θαύματος Παναγίας), 21 Νοεμβρίου (Εισόδια της Θεοτόκου) και 7 Φεβρουαρίου (μνήμη Αγίου Παρθενίου Λαμψάκου). Η Μονή είναι επισκέψιμος καθημερινώς. Θεία λειτουργία τελείται εκάστην Κυριακήν και μεγάλην εορτήν ως και κατανυκτικοί αγρυπνίαι. Μετά ιδιαιτέρου ζήλου τελείται και το ιερόν μυστήριον της θείας εξομολογήσεως. Αλλά και το φιλανθρωπικόν - κοινωνικόν έργον της Μονής είναι αξιοζήλευτον αναλόγως προς τάς πενιχράς αυτής δυνατότητας. Άγιος χώρος, άγιος τόπος, άγιον καταφύγιον της Παναγίας της Κασσωπίτρας η Σκέπη....
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλαρρύτων τὸν γόνον, τῆς Κερκύρας τὸ κλέϊσμα, Μονῆς τῆς Κασσωπίτρας τὸν στύλον, μοναζουσῶν τὸν ὑπέρμαχον, βιώσαντα ἐν τήδε τῇ ζωῇ ὡς Ἄγγελος οὐράνιος Θεοῦ· διὸ ὑμνοῦμεν σε πιστῶς ἀπὸ καρδίας κράζοντες, πατῆρ ἡμῶν Γεννάδιε Ὅσιε, χαῖροις τῶν μοναστῶν ἡ καλλονή, χαῖροις ἱερέων καύχημα, χαῖροις πιστῶν ὁ ἀκέστωρ καὶ πρὸς Θεὸν νεοφανής, πρέσβυς ἀκοίμητος.
Μεγαλυνάριον
Χαῖροις τῆς Κερκύρας νέος φωστῆρ, Γεννάδιε Πάτερ ἀσθενούντων ὁ ἀρωγός, χαῖροις Κασσωπίτρας Μονῆς τῆς Παναγίας ὁ μέγας ἀντιλήπτωρ καὶ τῶν πιστῶν ἁπάντων προστάτης ἔνθερμος.
[Πηγὲς]http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/2/sxsaintlist.aspx
«Τριβέλι Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!