Βιογραφία
Γονείς του ήταν Σκώτοι και Ιρλανδοί μετανάστες, ο Andrew Jackson και η Elizabeth Hutchinson, οι οποίοι το 1765 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ.
Ο πατέρας του πέθανε το 1767, τρεις εβδομάδες πριν γεννηθεί ο Άντριου, και το Νοέμβριο του 1781 πέθανε από επιδημία χολέρας η μητέρα του, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα είχε πεθάνει ο αδελφός του Ρόμπερτ, ενώ ο αδελφός του Hugh, πέθανε στη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας, και έκτοτε τον φρόντιζε ένας οικονομικά ευκατάστατος θείος του.
Παρακολούθησε ελάχιστα μαθήματα και το 1787 μετακόμισε στην πολιτεία του Τεννεσσή, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος, αφού παρακολούθησε πρακτικά μαθήματα δικηγορίας και άσκηση σε δικηγορικό γραφείο.
Εκλέχθηκε για πρώτη φορά αντιπρόσωπος της πολιτείας το 1795 στην ομοσπονδιακή Βουλή των Αντιπροσώπων και το Μάρτιο του 1797 παραιτήθηκε και ορκίστηκε να μην ασχοληθεί εκ νέου με την πολιτική, όμως τον ίδιο χρόνο ήταν υποψήφιος και εκλέχθηκε, έως το 1798 που παραιτήθηκε.
Στη συνέχεια διορίστηκε δικαστής στο Ανώτατο πολιτειακό Δικαστήριο της πολιτείας, ενώ από το 1802 ήταν και διοικητής της εθνοφρουράς.
Στρατιωτική δράση
Συμμετείχε στον αγγλοαμερικανικό πόλεμο της περιόδου από το 1812 έως το 1815 και το 1813 νίκησε τους συμμάχους των Άγγλων, και τους επέβαλε σκληρούς όρους ειρήνης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου 1815, συνέτριψε τον αγγλικό στρατό στη μάχη της Νέας Ορλεάνης, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας 2.000 Βρετανούς, συμπεριλαμβανομένων τριών στρατηγών τους, πετυχαίνοντας ασήμαντη στρατιωτική νίκη, καθώς δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε υπογραφεί συνθήκη, στη Γάνδη του Βελγίου, η οποία τερμάτιζε τον πόλεμο, που όμως τόνωσε πολύ την εθνική αυτοπεποίθηση των Αμερικανών.
Την υπογραφή της συνθήκης αγνοούσαν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις καθώς μεσολάβησε εύλογο χρονικό διάστημα λόγω των περιορισμένων μέσων της εποχής.
Μετά τη νίκη του ανακηρύχθηκε στρατηγός και εθνικός ήρωας, ενώ στη συνέχεια ως διοικητής του στρατού πολέμησε το 1818, στον πρώτο πόλεμο εναντίον των αυτοχθόνων Σεμινόλ, που το 1819 οδήγησε στην προσάρτηση της Φλόριντα στις ΗΠΑ.
Το 1821 έγινε κυβερνήτης της πολιτείας και ορισμένες από τις ενέργειες του ενέργειές του, αυταρχικές και αυθαίρετες, δημιούργησαν προβλήματα στις σχέσεις της Ομοσπονδιακής κυβερνήσεως με την Ισπανία και την Αγγλία.
Πολιτική δράση
Ανήκε στο Δημοκρατικό κόμμα και ήταν πρεσβυτεριανός στο θρήσκευμα.
Το 1824 ήταν για πρώτη φορά υποψήφιος για την προεδρία της χώρας, όμως αν και είχε στο πλευρό του τον μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων και κανείς από τους τέσσερις υποψήφιους δεν είχε συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέλεξε πρόεδρο τον Τζον Κουίνσι Άνταμς.
Διατέλεσε πρόεδρος της χώρας από τις 4 Μαρτίου 1829 έως τις 4 Μαρτίου 1837, για δύο συνεχόμενες θητείες.
Εκλέχθηκε για πρώτη φορά πρόεδρος στις εκλογές του 1828, νικώντας με εντυπωσιακό τρόπο τον Άνταμς, το 1832 επανεκλέχθηκε και αποσύρθηκε το 1837, όταν αντικαταστάθηκε από τον Μάρτιν Βαν Μπιούρεν, ο οποίος ήδη από το 1833 ήταν αντιπρόεδρος.
Η εκλογή του επέφερε και την κατάργηση των προϋποθέσεων ιδιοκτησίας για το δικαίωμα ψήφου, για τους λευκούς άρρενες, και αποτέλεσε την πρώτη σημαντική νίκη για την εγκαθίδρυση αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Μετά από την πρώτη του ορκωμοσία το 1829, διοργάνωσε δεξίωση για να τιμήσει τους υποστηρικτές του, η οποία εξελίχθηκε σε κραιπάλη.
Το πλήθος που συγκεντρώθηκε στο Λευκό Οίκο, την Προεδρική κατοικία, έσπασε πορσελάνες, έσκισε κουρτίνες και γέμισε με λάσπες το σαλόνι και τους διαδρόμους.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, οι σερβιτόροι άνοιξαν ένα ολόκληρο βαρέλι με ουίσκι στον κήπο και οι μεθυσμένοι προσκεκλημένοι του προέδρου μετακινήθηκαν εκεί, σφράγισαν τις πόρτες της κατοικίας του προέδρου.
Στις 29 Ιανουαρίου 1834 με εντολή του, ο Αμερικανικός στρατός κατέστειλε εργατικές διεκδικήσεις, ενώ ο ίδιος έγινε ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που ταξίδεψε με τρένο.
Απόπειρα δολοφονίας
Στις 30 Ιανουαρίου 1835 έγινε σε βάρος του αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας, η πρώτη κατά Αμερικανού προέδρου, από τον άεργο ελαιοχρωματιστή Ρίτσαρντ Λόρενς που πυροβόλησε εναντίον του και μετά την αστοχία του, δέχθηκε «μαγκουριά» από τον πρόεδρο [2].
Ο επίδοξος δολοφόνος του αν και αντιμετώπιζε από πολλά χρόνια νωρίτερα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, προσήχθη σε δίκη στις 11 Απριλίου 1835 σε αίθουσα του Δημαρχείου της Ουάσιγκτον.
Δημόσιος κατήγορος στη δίκη ήταν ο δικηγόρος και ποιητής Φράνσις Σκοτ Κι, ο στιχουργός του «The Star- Spangled Banner», του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, που ζήτησε την ενοχή του, όμως οι ένορκοι τον αθώωσαν μετά από πεντάλεπτη διάσκεψη, καθώς έκριναν ότι δεν είχε καταλογισμό για την πράξη του.
Ο Λόρενς έζησε ως το 1861, περνώντας το υπόλοιπο της ζωής του σε διάφορα ψυχιατρικά καταστήματα.
Ο πρόεδρος πίστευε ως το τέλος της ζωής του ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι ήταν εκείνοι που τον ώθησαν στην ενέργεια αυτή και κατονόμασε τον τότε γερουσιαστή Τζον Καλχούν, που ήταν πρώην αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, ο οποίος παραιτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1832, λόγω των πολιτικών διαφορών του με τον πρόεδρο, καθώς και τον επίσης γερουσιαστή Τζορτζ Ποϊντέξτερ.
Ο Καλχούν μιλώντας από το βήμα της Γερουσίας αρνήθηκε κάθε σχέση του με την απόπειρα, ενώ ο Ποϊντέξτερ, στο σπίτι του οποίου είχε εργαστεί ως ελαιοχρωματιστής ο επίδοξος δολοφόνος, δεν κατάφερε να πείσει τους ψηφοφόρους της πολιτείας του Μισσισσιππή, όπου εκλέγονταν και καταψηφίστηκε στις εκλογές.
Το έργο του
Την περίοδο της προεδρίας του αντιτάχθηκε με σθεναρότητα στην προσπάθεια ισχυροποίησης της Κεντρικής Τράπεζας των Η.Π.Α., που προϋπήρξε της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, [F.E.D.], ενώ το 1832 αρνήθηκε την ανανέωση της αδείας της και το 1833 αφαίρεσε τα κυβερνητικά χρήματα.
Το 1835 έκλεισε την κεντρική τράπεζα, την περίοδο που το Αμερικανικό κράτος είχε μηδενικό χρέος, ενώ είχε δηλώσει ότι, «...οι γενναίες προσπάθειες των τραπεζών να ελέγξουν την κυβέρνηση δεν είναι παρά μια πρόγευση της μοίρας που περιμένει τον Αμερικανικό λαό εάν παραπλανηθούν στην διαιώνιση αυτού του ιδρύματος η την ίδρυση ενός άλλου σαν και αυτού».
Η πολιτική του κληρονομιά αναφέρεται στην προστασία της λαϊκής δημοκρατίας και της ατομικής ελευθερίας, όμως παράλληλα υπερασπίστηκε την απομάκρυνση των Ινδιάνων και την δουλεία.
Ήταν φανατικός οπαδός της Ενώσεως των Πολιτειών και για το λόγο αυτό εισηγήθηκε το νόμο «Force Act», που επέτρεπε τη χρησιμοποίηση του ομοσπονδιακού στρατού εναντίον των πολιτειών, ύστερα από μια διαμάχη με τη Νότια Καρολίνα, ενώ με τη στάση του εναντίον της τράπεζας των ΗΠΑ, επέφερε βαρύ πλήγμα στα μονοπώλια.
Ήταν ιδιαίτερα φιλόζωος και στη φάρμα του διατηρούσε αρκετά άλογα και τον Paul, έναν αθυρόστομο παπαγάλο, ο οποίος απομακρύνθηκε από το σπίτι στην κηδεία του Τζάκσον, γιατί φώναζε, προφέροντας αισχρόλογα.
Το πορτραίτο του αποτυπώθηκε στο χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων Αμερικής.
Το 1821, οι Αμερικανοί που εποίκισαν την περιοχή βόρεια του Cow Ford στη Φλόριντα, αποφάσισαν να ιδρύσουν μια κωμόπολη, που την ονόμασαν "Τζάκσονβιλ", [Jacksonville], προς τιμήν του Άντριου Τζάκσον, χαράσσοντας τους δρόμους και τα τετράγωνα και στις 9 Φεβρουαρίου 1832, εγκρίθηκε από το Νομοθετικό Συμβούλιο της Φλόριντα, ύστερα από πρωτοβουλία του Ησαΐα Ντ. Χαρτ, ο καταστατικός χάρτης για την διοίκηση της κωμοπόλεως.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Andrew Jackson The White House
- Andrew Jackson, biography
ΔΗΜΗΤΡΙΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥΣ ΤΩΝ ΗΠΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή