Δεν θα γράψω για την Κιβωτό του Κοσμου, ισως πιο μετά.
Θα γράψω για το φρυγανισμένο ζυμωτό ψωμι με βουτυρο, αληθινό βουτυρο, όχι μαργαρίνη, οχι βιτάμ, που ζωντάνεψε μια ημέρα της ζωής του εννιάχρονου τότε πατέρα μου, όπως την διηγήθηκε σαν να ηταν χθες, μια Κυριακή στο πατρικό μου.
Και οι δυο εκοψαν μια φέτα και την άλειψαν με βουτυρο.
Ο πατέρας μου την φρυγάνισε πρώτα.
Οσο την έτρωγε μου ελεγε και την ιστορια.
Ήταν τότε εννιά ετών, ο αδελφός του πέντε καί η αδελφη τρία.
Ήταν τότε εννιά ετών, ο αδελφός του πέντε καί η αδελφη τρία.
Σεπτέμβριος του '44 κ οι Γερμανοί είχαν φύγει απ’ τον Μεσενικολα το χωριο του.
Το σπίτι τους καμμένο.
Ο στρατιωτικος πατέρας του, μακριά.
Αυτός η μανα και τ'αδελφια του, έμεναν σ’ ένα δωμάτιο επιταγμένου σπιτιού στην Καρδίτσα, μαζί με αλλες ξεσπιτωμενες οικογένειες.
Ηταν τυχεροί και στο δωμάτιο υπήρχε τζάκι.
Εκείνη τη μέρα είχε έρθει απ’ το πρωί ένα νεαρό ζευγάρι απ’ την Αθήνα.
Εκείνη τη μέρα είχε έρθει απ’ το πρωί ένα νεαρό ζευγάρι απ’ την Αθήνα.
Τους συστήθηκαν.
Ο πατερας μου θυμάται ακόμα το όνομα του νέου. Κ. Μαρουλης.
Επισκέπτες, μ’ εκδρομικά σακκίδια στους ώμους.
Θα μεναν σ’ ένα από τα δωμάτια.
Το βραδακι ζήτησαν απ’ την γιαγια μου να καθησουν μαζί τους δίπλα στο τζάκι.
Το δικό τους δωμάτιο δεν είχε.
Καθησαν καί άρχισαν να τους μιλάνε για τον θαυμαστό καινουργιο αριστερό κόσμο, που θα δημιουργούσαν.
Όλα θα ήταν δίκαια.
Όλοι θα ήταν ίσοι.
Θα ήταν δωρεάν εκεινο, δωρεάν το αλλο.
Τα τρία πιτσιρικια με γουρλωμένα ματια άκουγαν καί αυτά.
Ρώτησε ο πατέρας μου: και τα παιχνίδια δωρεάν;
-Ναι καί αυτά! Δωρεάν!
Κι ενώ περιέγραφαν μ‘ ενθουσιασμό τον αριστερό παράδεισο επι της γης, ο κ. Μαρουλης είχε βγάλει μια φρατζόλα ά σ π ρ ο ψωμι απ’ το σακκίδιο (ο πατέρας μου το μονο ψωμι που ήξερε, ήταν το μαύρο με τα πίτουρα ) ειχε κόψει δυο φέτες, τις ειχε καρφώσει σε δυο πηρούνια και μαζί με την κοπέλλα, τις ειχαν φρυγανίσει στην φωτια και αλείψει με βουτυρο ( αληθινό, απ'το σακκίδιο και αυτό ).
Καί τίς μασούλαγαν (σ.σ. ώ της αριστερής άκαρδης αναισθησίας!), μπροστά στα ταλαίπωρα μονίμως πεινασμένα πιτσιρίκια και τήν μάνα τους!
Το άρωμα του φρυγανισμένου ψωμιού, το λιγωτικό άρωμα του λιωμενου βουτυρου, ειχαν πλημμυρισει κάθε κύτταρο του εννιάχρονου πατέρα μου.
Ήταν το άρωμα του παραδείσου και θα περνουσε πολύς καιρος μεχρι να το γευτεί.
Ήταν το άρωμα του παραδείσου και θα περνουσε πολύς καιρος μεχρι να το γευτεί.
Γιατί εκείνη την ημέρα ο νεαρός 'ινστρούχτορας' κ. Μαρούλης και η νεα κοπέλλα, πέρα από τον ιδανικό τους κόσμο, δέν μ ο ι ρ ά σ θ η κ α ν ούτε ...ψίχουλο, απ’ την φρατζόλα καί τίς πασαλειμμένες βούτυρο φρυγανιές τους.
Kristalia Lili Psimenou
Πόσο αληθινό!
ΑπάντησηΔιαγραφή