Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΕΜΠΤΗ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018

Μεγάλη Πέμπτη - Ο Μυστικός Δείπνος


Εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.

Εἰς τὸν Μυστικον Δεῖπνον
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.

Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.

Εἰς τὴν Προδοσίαν
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.


Κατά τη Μεγάλη Πέμπτη επιτελούμε ανάμνηση: Της νίψεως των ποδών των Αποστόλων υπό του Κυρίου, Του Μυστικού Δείπνου, δηλαδή της παραδόσεως σ' εμάς υπό του Κυρίου του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θαυμαστής προσευχής του Κυρίου προς τον Πατέρα Του και της προδοσίας του Κυρίου υπό του Ιούδα.

Εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, πριν ν' αρχίσει το δείπνο ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνει κάτω τα ιμάτιά του, βάζει νερό στο νιπτήρα και τα κάνει όλα μόνος Του, πλένοντας τα πόδια των Μαθητών Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να δείξει σ' όλους ότι δεν πρέπει να επιζητούμε τα πρωτεία. Μετά τη νίψη των ποδιών λέγει: «όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ' όλους».

Πρώτα πήγε στον Ιούδα και μετά στό Πέτρο, ο οποίος ήταν ο πιο ορμητικός απ' όλους και στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα όταν τον έλεγξε, υποχωρεί με τη καρδιά του. Αφού έπλυνε τα πόδια όλων, πήρε τα ιμάτιά Του και ξανακάθησε.

Άρχισε κατόπιν να τους νουθετεί να αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μη επιζητούν το ποιός θα είναι πρώτος. Στη συνέχεια τους μίλησε για την προδοσία και επειδή θορυβήθηκαν, στρέφεται με ήρεμο τρόπο στον Ιωάννη και τον υπέδειξε.

Κατόπιν πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι του κρασιού λέγοντας: «Πιέστε απ' αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε». 

Μετά από αυτή τη στιγμή ο Ιούδας, μόλις έφαγε τον άρτο έφυγε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει.

Μετά το δείπνο βγήκαν όλοι στο όρος των Ελαιών, όπου ο Χριστός τους δίδαξε τα ανήκουστα και τελευταία μαθήματα και αρχίζει να λυπάται και να ανυπομονεί. Αναχωρεό μόνος Του και, γονατίζοντας, προσεύχεται εκτενώς. Από την πολλή αγωνία γίνεται ο ιδρώτας Του σαν σταγόνες πηχτού αίματος, οι οποίες έπεφταν στη γη. Μόλις συμπληρώνει την εναγώνια εκείνη προσευχή, φθάνει ο Ιούδας με ένοπλους στρατιώτες και πολύ όχλο και αφού χαιρετάει και φιλάει πονηρά το δάσκαλό Του, Τον παραδίδει.

Συλλαμβάνεται λοιπόν ο Ιησούς και τον φέρνουν δέσμιο στους Αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Οι μαθητές σκορπίζονται και ο θερμότερος των άλλων ο Πέτρος τον ακολούθησε ως την αρχιερατική αυλή και αρνείται και αυτός ότι είναι μαθητής Του.

Εν τω μεταξύ ο θείος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστά στο παράνομο συνέδριο, εξετάζεται για τους μαθητές και τη διδασκαλία Του, εξορκίζεται στο Θεό για να πεί εάν Αυτός είναι πράγματι ο Χριστός και αφού είπε την αλήθεια, κρίνεται ως ένοχος θανάτου, επειδή τάχα βλασφήμησε. Από 'κει και πέρα τον φτύνουν στο πρόσωπο, τον χτυπάνε, τον εμπαίζουν με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, ως το πρωϊ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ'.
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.

Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν Τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ λίμνας καὶ πηγάς, καὶ θαλάσσας ποιήσας, ταπείνωσιν ἡμᾶς, ἐκπαιδεύων ἀρίστην, λεντίῳ ζωννύμενος, Μαθητῶν πόδας ἔνιψε, ταπεινούμενος, ὑπερβολῇ εὐσπλαγχνίας, καὶ ὑψῶν ἡμᾶς, ἀπὸ βαράθρων κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

(Μετάφραση Ανδρέας Θεοδώρου)
Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὶς θάλασσες, θέλοντας νὰ μᾶς διδάξει τὴν πιὸ τέλεια ταπείνωση, ἀφοῦ ζώστηκε τὸ λέντιο (ποδιά), ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν, ταπεινούμενος ἀπὸ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνία, καὶ ἀνυψώνοντας ἐμᾶς ἀπὸ τὰ βάραθρα τῆς κακίας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Ταπεινούμενος, δι' εὐσπλαγχνίαν, πόδας ἔνιψας, τῶν Μαθητῶν σου, καὶ πρὸς δρόμον θεῖον τούτους κατεύθυνας, ἀπαναινόμενος Πέτρος δὲ νίπτεσθαι, αὖθις τῷ θείῳ ὑπείκει προστάγματι, ἐκνιπτόμενος, καὶ σοῦ ἐκτενῶς δεόμενος, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Συνεσθίων Δέσποτα, τοῖς Μαθηταῖς σου, μυστικῶς ἐδήλωσας, τὴν παναγίαν σου σφαγήν, δι' ἧς φθορᾶς ἐλυτρώθημεν, οἱ τὰ σεπτά σου, τιμῶντες Παθήματα.

Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες, καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα, συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ, ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν, καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν, ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες· αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν, ἀλλ' οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.

Οἱ Ἅγιοι Οὐϊκτωρίνος, Οὐΐκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπίων καὶ Παπίας οἱ Μάρτυρες 


Σπεύδεις ὀκλάζων, Κλαύδιε, πρὸς σὸν γόνυ,
Τομῇ κεφαλῆς, πρὸς Θεοῦ δραμεῖν γόνυ.
Πέμπτῃ Κλαυδίου κεφαλὴν τάμε χεὶρ φονόεσσα.

Ἡ κυρίως μνήμη τους ἑορτάζεται τὴν 31η Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ ἀναλάμψει, ὁ ἑπτάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ὡς λυχνία ἀνεδείχθη ἑπτάφωτος, ταῖς τῶν ἀγώνων ἐνθέοις λαμπρότησι, φωταγωγοῦντες τοὺς πίστει κραυγάζοντας· Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς στατιῶται Χριστοῦ ἀκατάπληκτοι, τὰς ἐναντίας ἀρχὰς ἐτροπώσασθε, φαιδρῶς συνημμένοι τῷ πνεύματι, καὶ ὁμοφώνως κραυγάζοντες Μάρτυρες· Χριστὸς τῶν ἀθλούντων ὁ στέφανος.

Μεγαλυνάριον.
Κλαύδιον Οὐΐκτωρα τὸν σεπτόν, σὺν Οὐϊκτωρίνῳ, καὶ Παππίᾳ τῷ ἱερῷ, καὶ σὺν Διοδώρῳ, τὸν θεῖον Νικηφόρον, ὁμοῦ καὶ Σεραπίωνα μακαρίσωμεν.

Οἱ Ἅγιοι Δίδυμος καὶ Θεοδώρα οἱ Μάρτυρες 

Σὺν τῇ συνάθλῳ, Δίδυμε, τμηθεὶς φλέγῃ,
Φέρων σὺν αὐτῇ δίδυμον τιμωρίαν.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δίδυμος καὶ Θεοδώρα ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.) καὶ ἐπὶ ἄρχοντος Ἀλεξανδρείας Εὐστρατίου. Ἡ Ἁγία Θεοδώρα συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὴ καί, ἀφοῦ ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων τὸν Χριστό, κλείσθηκε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, ἀνακρίθηκε ἐκ νέου καὶ ὁδηγήθηκε σὲ πορνεῖο γιὰ διαφθορά. Ἀλλά, κατὰ θεία οἰκονομία, ὁ πρῶτος ποὺ εἰσῆλθε, ὁ στρατιωτικὸς Δίδυμος, θέλοντας νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ντροπὴ καὶ τὸν ψυχικὸ θάνατο τὴν ἕντυσε μὲ τὴν στρατιωτικὴ στολή του καὶ τὴν ἔβγαλε ἔξω. 

Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἀκόλαστους νέους, ὅταν εἰσῆλθε στὸ πορνεῖο καὶ βρῆκε ἀντὶ τῆς Θεοδώρας γυμνὸ τὸν Δίδυμο, ἐξεπλάγη καὶ κατήγγειλε τὸ γεγονὸς στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νά συλλάβουν τὸν Ἅγιο Δίδυμο. Ἐκεῖνος ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸ Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔκαψαν τὸ ἱερὸ λείψανό του. Τὸ ἴδιο τέλος ὑπέστη καὶ ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ποὺ τελειώθηκε διὰ πυρός.
Ἔτσι, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ χώρας Σάμου 


Τομὴν ὑποίσας, ὦ Γεώργιε, ξίφους,
Χαρᾷ ἀπέπτης εἰς χαρᾶς τὸ χωρίον.

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε ἀπὸ Σάμιο πατέρα στὴ Νέα Ἔφεσο τὸ ἔτος 1756 μ.Χ. Ἀκολούθησε τὸν ἔγγαμο βίο καὶ ἀπέκτησε τέκνα. Ὅμως, κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1798, εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση μέθης, παρασύρθηκε στὸν Ἰσλαμισμὸ καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ ἔνιωσε ντροπή, ἀφοῦ ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαμισμό, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ἦλθε στὴ Σάμο.

Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ χτίζουν ναὸ στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβαν τὴ σχετικὴ ἄδεια ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ Τοῦρκοι, φέροντες βαρέως ὅτι ἀνεγειρόταν ναὸς τῶν Ὀρθοδόξων καὶ μάλιστα μὲ βασιλικὴ ἄδεια, διέβαλαν τοὺς Χριστιανοὺς ὅτι φόνευσαν τὸν Γεώργιο ὡς ἀποστάτη τῆς πίστεώς τους καὶ ἔκρυψαν τὸ λείψανό του στὰ θεμέλια τοῦ ἀνεγειρόμενου ναοῦ. Ὅμως ὁ Γεώργιος βρέθηκε ἀργότερα καὶ ὁδηγήθηκε μὲ τὴν βία στὴν Ἔφεσο, ὅπου οἱ Τοῦρκοι τὸν πίεζαν νὰ ἐπανέλθει στὴν μωαμεθανικὴ θρησκεία. Κατόρθωσε ὅμως νὰ φυγαδευτεῖ καὶ πάλι στὴ Σάμο, ὅπου συνελήφθη ἐκ νέου καὶ ὁδηγήθηκε στὴ φυλακή. Μὲ τὴν διαμεσολάβηση ὅμως τῶν δημογερόντων τῆς Σάμου τὸν ἄφησαν πάλι ἐλεύθερο. 

Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ταραχὲς καὶ οἱ ἀνωμαλίες στὴν Ἔφεσο συνεχίζονταν. Τότε ὁ Γεώργιος, ἀφοῦ μετανόησε καὶ ἦλθε στὸν ἑαυτό του, ἔλαβε τὴν ἀπόφαση τοῦ μαρτυρίου. Ἀπομάκρυνε τὴν οἰκογένειά του, γιὰ νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν φανατισμὸ τῶν Τούρκων καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Τούρκου ἱεροδικαστοῦ, στὸν ὁποῖο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι τότε ἄρχισαν τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές. Καὶ ὅταν εἶδαν τὴν σταθερότητα τοῦ Ἁγίου στὴν πατρώα εὐσέβεια, τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν τὸ ἔτος 1801, ἡμέρα Παρασκευή. Οἱ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ ἱερὸ λείψανό του καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Πολυδώρου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Προκαθάρας τοῖς ῥείθροις τῶν δακρύων Γεώργιε, τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, ἐγκρατεύθης πανεύφημε· καὶ πόθῳ Χριστοῦ πυρποληθείς, ἐχώρησας γενναῖε πεποιθώς, πρὸς ἀγῶνάς τε καὶ ἄθλους μαρτυρικούς, καὶ νομίμως ἐνήθλησας. 

Δόξα τῷ παράσχοντί σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἀφθαρσίᾳ εἰς αἰῶνας σὲ δοξάσαντι.

Κοντάκιον
Ἦχος δ´. Ἑπεφάνης σήμερον.
Τῆς πατρῴας πίστεως ὑπεραθλήσας, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, ὑπὲρ αὐτοῦ ἀποθανών, παμμάκαρ Μάρτυς Γεώργιε, καὶ Μαρτυρίου τὸν στέφανον εἴληφας.

Ὁ Οἶκος
Ἐγκρατείᾳ καὶ νήψει θεραπεύσας, τὴν σαυτοῦ πρώην ἀκρασίαν τε καὶ οἰνοφλυγίαν, Νεομάρτυς Γεώργιε, καὶ δακρύων τοῖς σταλαγμοῖς, τὰ τῆς ἀρνήσεως ψυχικὰς ἀποσμήξας κηλίδας, θείαν χάριν ἐδέξω τρισόλβιε, ὑπὲρ Χριστοῦ παθεῖν καὶ θανεῖν, καὶ τὸ δι᾿ αἱμάτων λαβεῖν βάπτισμα, ὅπερ οὐ μολύνεται μολυσμοῖς καὶ ῥύποις δευτέροις, καὶ διὰ τοῦτο καθαρῶς ὅλως τῷ Ποιητῇ καὶ Θεῷ ἀνῆλθες, καὶ Μαρτυρίου τὸ στέφανον εἴληφας.

Μεγαλυνάριον
Ἅστρον ἐξ Ἐφέσου νεοφανές, Μάρτυς Ἀθλοφόρε, ἀνατέταλκας ἀληθῶς, ταῖς τοῦ Μαρτυρίου μαρμαρυγαῖς φωτίζον, ἡμὼν τὰς διανοίας τῶν προσκυνούντων σε.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἅπαν ἁμαρτίας αἶσχος τοῖς σοῖς, αἵμασιν ἐκπλύνας, καθαρὸς νῦν τῷ Ποιητῇ, καὶ Θεῷ τῶν ὅλων, Γεώργιε παρέστης, ὃν ἡμῖν Ἀθλοφόρε, ἴλεων ἔργασαι.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δόξῃ Ἀθλοφόρε μαρτυρικῇ, καὶ στέφει ἀφθάρτῳ, παριστάμενος τῷ Χριστῶ, Γεώργιε θεῖε, μετὰ τοῦ Πολυδώρου, καὶ Μάρκου τῶν συνάθλων, ἡμῶν μνημόνευε.

Ἡ Ἁγία Ἀργυρὴ ἡ Νεομάρτυς 


Ἡ Ἁγία Ἀργυρὴ ἐγεννήθηκε, τὸ 1688 στὴν Προύσσα τῆς Βιθυνίας, ἀπὸ ἐνάρετους καὶ εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Σωσάννα. Κοντὰ στὸ σπίτι τῆς Ἀργυρῆς, κατὰ κακὴ τύχη βρισκόταν τὸ σπίτι κάποιου ἀλλόθρησκου προύχοντα, τοῦ ὁποίου ὁ υἱὸς μόλις εἶδε τὴν Ἀργυρή, τόσο θαμπώθηκε άπὸ τὴν ὀμορφιά της, ὥστε θέλησε να δημιουργήσει μαζί της σχέσεις ἐρωτικές καὶ νὰ τὴν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει.

Μία ἡμέρα, συναντᾶ τὴν Ἀργυρὴ στὸ δρόμο καὶ τῆς ἀποκαλύπτει τὰ αἰσθήματά του, ἀλλὰ ἡ Ἀργυρὴ ἀτάραχη καὶ σταθερὴ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτὸν, πρᾶγμα ποὺ τὸν ἔκανε ἔξω φρενῶν καὶ δυνάμωσε τὸ πάθος του. Ὁπότε ἄρχισε νὰ ἐνοχλεῖ καὶ τοὺς γονεῖς της, ἀπειλώντας τους μὲ τὴν ζωὴ τῆς κόρης τους, ἂν δὲν ἀλλαξοπιστήσει. Ἡ Ἀργυρὴ τότε ἀναφέρει στοὺς γονεῖς της τὰ τρέχοντα, ὁπότε οἱ δύστυχοι τρομοκρατημένοι, ἀποφασίζουν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ ἕναν Χριστιανὸ νέο, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὶς κακὲς ἐπιθυμίες καὶ τὶς πιέσεις τοῦ ἀλλόθρησκου.

Πράγματι, σὲ ἡλικία δέκα ἑπτὰ ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ὁδηγεῖται νύμφη ὡραιοτάτη στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ παντρευτεῖ ὀρθόδοξο νέο συγχωριανό της. Ἀλλὰ ὅμως ὁ γάμος τῆς Ἀργυρῆς δὲν ἔσβησε τὸ πάθος τοῦ ἀλλόθρησκου. 

Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ δέκα πέντε ἡμέρες ἡ νεόνυμφος ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ σύζυγό της στὴν ἐκκλησία, κατὰ τὸ ἔθιμο, γιὰ νὰ γίνει παράκληση, ἐμφανίζεται μπροστά της ὁ υἱὸς τοῦ προύχοντα μαζὶ μὲ εἴκοσι ἄλλους ἀλλόθρησκους νέους κακῆς διαγωγῆς, καὶ ἁρπάζουν τὴ νύμφη ἀπὸ τὸ μέσον τῶν γονέων καὶ τῶν συγγενῶν της καὶ τοῦ συζύγου της. Ἡ Ἀργυρὴ ἀντὶ νὰ βρεθεῖ στὴν ἐκκλησία βρίσκεται στὸ δικαστήριο μὲ τὴ νυμφική της ἐνδυμασία καὶ μὲ μία ἀναφορὰ ἐναντίον της, ποὺ ἔγραφε ὅτι ἡ Ἀργυρὴ θυγατἐρα τοῦ Γεωργίου καὶ τῆς Σωσάννας, εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν υἱὸ τοῦ προύχοντα ὅτι θὰ ἀλλαξοπιστήσει.

Ὁ κριτής, ποὺ ἦταν καὶ ὁ πατέρας τοῦ ἀλλοθρήσκου, καταδικάζει τὴν Ἀργυρὴ νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ παντρευτεῖ τὸν υἱό του. Ἡ Ἀργυρὴ ἐστάθηκε μπροστὰ στὴν ἀπόφαση τοῦ κριτοῦ ἀμετάπεισθη, ἀλύγιστη καὶ ἄφοβη. 

Ὁργισμένος ὁ δικαστὴς διέταξε νὰ τὴ δέσουν καὶ νὰ τὴ φυλακίσουν.

Οἱ δύστυχοι γονεῖς μὴ μπορώντας νὰ παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὴ στέρηση τῆς μονάκριβης θυγατρός τους, ἔσπευσαν μέσῳ τοῦ Μητροπολίτου Προύσσης νὰ εἰδοποιήσουν τὸν Πατριάρχη στὴν Κωνσταντινούπολη. Μετέβηκαν καὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου νὰ διαμαρτυρηθοῦν στὴν τουρκικὴ κυβέρνηση, ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ κατάφεραν ἦταν νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἡ Ἀργυρὴ σὲ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ κριτοῦ, μέχρις ὅτου δικασθεῖ σὲ ἀνώτατο δικαστήριο στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὴν ἐπαύριο, ἀδύνατη καὶ ταλαιπωρημένη, ἡ Ἀργυρὴ ὁδηγεῖται στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρις ὅτου ὁρισθεῖ ἡ δίκη. Δύο χρόνια ὁ σύζυγος καὶ οἱ γονεῖς της ἀγωνίζονται νὰ ὁρισθεῖ ἡ ἡμέρα τῆς δίκης. Τέλος, ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, ἀλλὰ ἡ ἀπόφαση εἶναι ἡ ἴδια μὲ τοῦ κριτοῦ τῆς Προύσσης, ποὺ ἔλεγε: «Ἡ Χριστιανὴ Ἀργυρὴ ἢ θὰ ἀλλαξοπιστήσει νὰ παντρευθεῖ τὸν υἱὸ τοῦ προύχοντα ἢ θὰ κλεισθεῖ σὲ ἰσόβεια δεσμά.

Καὶ πάλι ὁ ἐρωτομανὴς ἀλλόθρησκος ὁργισμένος μὲ τὴν ἀλύγιστη στάση τῆς Ἀργυρῆς κατόρθωσε ὥστε νὰ τὴν ἁλυσοδέσουν καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή.

Ἡ ἀκλόνητη καὶ ἀληθινὴ πίστη πρὸς τὸ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ὑποχωρεῖ οὔτε μπροστὰ στὸ φοβερώτατο θάνατο.

Ἔτσι καταδικάσθηκε ἡ Ἀργυρὴ νὰ σαπίζει στὴ φυλακή, δεμένη μὲ ἁλυσίδες, ἀνάμεσα σὲ αἰσχρὲς καὶ ἀνήθικες γυναῖκες, ποὺ τὶς διέταξαν νὰ βασανίζουν τὴν Ἀργυρὴ, ἡμέρα καὶ νύκτα, γιὰ νὰ τὴν ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. 

Κάθε ἡμέρα τὴ βασάνιζαν μὲ σκληροὺς ραβδισμούς, σκληραγωγίες καὶ νηστεῖες.

Ἡ δύστυχη μητέρα της, Σωσάννα, μὴ ἀντέχοντας τὰ βασανιστήρια τῆς ἀγαπημένης της μοναχοκόρης μετὰ δύο χρόνια πέθανε καὶ αὐτὴ μέσα στὴ φυλακή.

Τὰ βάσανα, οἱ ραβδισμοί, οἱ ἀγρυπνίες καὶ οἱ νηστεῖες ἀδυνάτιζαν καὶ ἔφθειραν σιγὰ - σιγὰ τὴν Ἀργυρή. Τέλος, ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι τὸ τέλος ἐπλησίαζε, θέλησε νὰ ἐκτελέσει τὸ τελευταῖο καθῆκόν της πρὸς τὸν προσφιλῆ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό, νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, πρᾶγμα ὅμως πολὺ δύσκολο μέσα στὴ φυλακή. Ἀλλὰ ἡ Θεία Χάρις τῆς ὑπέδειξε τὸν τρόπο.

Μέσα στὴ φυλακὴ ἦταν κλεισμένος ἕνας γέρος γιὰ χρέη στὸ κράτος, καὶ ἐπειδὴ ἦταν μέσα πολλὰ χρόνια καὶ ὅλοι τὸν ἐγνώριζαν, τὸν ἄφηναν πότε – πότε νὰ κινεῖται περισσότερο ἐλεύθερα. Αὐτὸν κρυφὰ κατόρθωσε νὰ φωνάξει ἡ Ἀργυρὴ καὶ νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ τὴ θέλησή της. Καὶ αὐτὸς βρῆκε τὸν προϊστάμενο τῆς ἐκκλησίας τῆς φυλακῆς, καὶ τοῦ ἀνέφερε τὴν ἐπιθυμία τῆς Ἀργυρῆς. 

Ὁ προϊστάμενος, ὅπως ἐσυνηθίζετο τότε σὲ τέτοιες περιστάσεις, ἔβαλε μέσα σὲ μία σταφίδα τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ ὁ γέροντας τὰ μετέφερε μὲ σεβασμὸ στὸ βάθος τῆς φυλακῆς ὅπου ἐβρισκόταν ἁλυσοδεμένη ἡ Ἀργυρή. Ἐκείνη, ἀφοῦ πρῶτα ἐπροσευχήθηκε, ἐκοινώνησε καὶ μετὰ ἀπὸ 24 ὧρες παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Πλάστη καὶ Θεοῦ της μετὰ ἀπὸ 16 χρόνων φρικτὰ μαρτύρια. Ἡ Ἀργυρὴ τὴν 5 Ἀπριλίουμ 1721 ἐνταφιάζεται κατὰ τὴν ἐπιθυμία της σὲ μία ἄκρη στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῆς Ὁσιομάρτυρος Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Χάσκιοϊ (Πικρίδιο), ποὺ ἦταν τότε νεκροταφεῖο.

Ὁ γέροντας ποὺ τὴν ἐκοινώνησε, τὴν ἀκολουθεῖ ἔως τὸν ἐνταφιασμό της καὶ θέτει πάνω στὸν τάφο της ἕνα κιονίσκο μὲ ἕνα σταυρὸ χαραγμένο ἐπάνω.

Στὶς 30 Ἀπριλίου 1725 ἐτελεῖται ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της, ἐπειδὴ ζήτησε τοῦτο πολὺς κόσμος ποὺ ἐγνώριζε τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε ἐπὶ τόσα χρόνια ἡ Ἀργυρή. Κατὰ τὴν ἀνακομιδή, τὴ βρῆκαν ὁλόσωμη νὰ εὐωδιάζει. Ἀμέσως εἰδοποίησαν τὸν Πατριάρχη Παΐσιο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἐρεύνησε αὐτοπροσώπως καὶ εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὸ θαῦμα, ἐλειτούργησε μὲ ὅλη τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ διέταξε νὰ θέσουν τὸ ἅγιο λείψανό της σὲ ἰδιαίτερη λάρνακα.

Ἰδοὺ τί γράφει καὶ ὁ Πατριάρχης: «Ὢ, τῶν θαυμασίων σου Χριστέ. Ἀφοῦ ἀνοίξαμεν τὸν τάφον εἶδα νὰ μένει σῶο καὶ ἄφθορο τὸ ἅγιο αὐτῆς σκῆνος, νὰ ἀναβλύζει δὲ θαυμασίαν εὐωδίαν καὶ νὰ κάνει σὲ ὅλους θαύματα».

Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης της, ὁπότε ἀπὸ παντοῦ ἐφθαναν πλήθη Χριστιανῶν, ἦρθε καὶ μία Χριστιανὴ εὐλαβὴς μέχρι φανατισμοῦ, ποὺ ἀφοῦ προσκύνησε, θέλησε νὰ λάβει ἔνα δάκτυλο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ λειψάνου, τὸ ὁποῖο καὶ ἔκαμε. Τότε, τὴν ἴδια στιγμή, θαμπώνουν τὰ μάτια της, δὲ βλέπει τίποτε καὶ μήτε μπορεῖ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ λάρνακα. Ὁμολογεῖ σὲ ὅλους τὴν ἁμαρτία της, ζητεῖ συγχώρεση καὶ ἐπιστρέφει τὸ ἱερὸ δάκτυλο ποὺ εἶχε  κόψει. Ἔμεινε 40 ἡμέρες κοντὰ στὴν ἁγία λάρνακα μὲ νηστεῖες καὶ προσευχὲς γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Τὸ ἴδιο ἔπαθε καὶ μία ἄλλη ποὺ θέλησε νὰ ἀποσπάσει μία τρίχα ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς Ἁγίας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τυράννους κατῄσχυνας ἐν τοῖς βασάνοις σεμνή, δειχθεῖσα πολύαθλε, ὥσπερ ἀδάμας στερρός, Χριστοῦ μάρτυς ἔνδοξε, ἔδειξας ἐναθλοῦσα πρὸς τὸν Χριστὸν τὸν Σωτῆρα, ἔρωτά τε καὶ ζῆλον καὶ ἀκόρεστον πόθον, δι’ ὅ σε, Ἀργυρή, αὐτὸς ἀξίως ἐδόξασε.

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ 


Θεσσαλονίκη, σχοῦσα καλὰ μυρία,
Καὶ Θεοδώραν πλοῦτον ἄσυλον φέρεις.

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο καί ἀσκήθηκε στὸν ἀγώνα τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, τῆς ὑπακοῆς, τῆς φιλαδελφίας καὶ τῆς παρθενίας, ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι. Πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή της, ἀνοίχθηκε ὁ τάφος της γιὰ νὰ ἐναποτεθεῖ σὲ αὐτὸν καὶ τὸ σκήνωμα τῆς ἡγουμένης της. Τότε, μὲ θαυμαστὸ τρόπο, «ἡ πρὸ πολλοῦ νεκρὰ κειμένη Θεοδώρα τῇ μητρὶ [ἐννοεῖ τὴν ἡγουμένη] ὥσπερ ζῶσα, συνέσφιγξεν ἑαυτὴν τόπον δοῦσα». Ἔκτοτε τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ὁσίας Θεοδώρας δὲν ἔπαυσε νὰ ἐπιτελεῖ ποικίλα θαύματα.

Πρέπει ὅμως νὰ ἀναφέρουμε ἕνα ἀκόμη Συναξάρι, τὸ ὁποῖο παραθέτει ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης μὲ βάση τὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70 καὶ τὸ ὁποῖο δὲν ἐμφανίζει καμιὰ σύγκλιση μὲ τὰ ἀνωτέρω.

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ Συναξάρι, ἦταν ἀπὸ τὴ νεανική της ἡλικία πόρνη, ἀλλὰ μετὰ τὴν παρέλευση ἀρκετῶν ἐτῶν μετανόησε. Διένειμε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ εἰσῆλθε σὲ ἕνα βαθὺ λάκκο ἀναμένοντας κάποια θεϊκὴ ἐντολή. Ἀφοῦ διέμεινε ἐντὸς τοῦ ὀρύγματος ἐπὶ πέντε ἔτη «προσκαρτεροῦσα ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ καὶ γυμνότητι σαρκὸς καὶ ταλαιπωρίᾳ», τῆς γνωστοποιήθηκε μὲ ἀγγελικὸ ὅραμα ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν της. 

Στὴν συνέχεια ἔχτισε ἕνα μικρὸ κελί, ὅπου ἐγκαταβίωσε γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή της, ἐνῷ μετὰ τὴν κοίμησή της ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων. Ἴσως πρόκειται περὶ ἄλλης ὁμωνύμου ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως, περὶ τῆς ὁποίας ὅμως οἱ Συναξαριστὲς σιωποῦν.

Πρόσφατα, ἐν τούτοις, ἀποδείχθηκε ὅτι τὰ γλωσσικὰ δεδομένα τοῦ Συναξαρίου τῆς 5ης Ἀπριλίου συγκλίνουν μὲ αὐτὰ τοῦ Βίου καὶ τῆς Διηγήσεως γιὰ τὴ μετακομιδὴ τοῦ λειψάνου τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτιδος († 29 Αὐγούστου). Ἐπιπλέον , ἐντοπίσθηκαν καὶ ἐσωτερικὰ στοιχεῖα τοῦ Συναξαρίου, ποὺ καταδεικνύουν τὴ νοηματικὴ σχέση του μὲ τὰ δύο κείμενα τοῦ Γρηγορίου κληρικοῦ καὶ τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ αὐτά, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνεπιφύλακτη ταύτιση τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τοῦ Συναξαρίου μὲ τὴν Ὁσιομυροβλύτιδα Θεοδώρα.

Ἕνα, ἐπίσης, σοβαρὸ πρόβλημα ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ταύτιση ἢ τὸν διαχωρισμὸ τῶν δυὸ ὁμωνύμων Ὁσίων εἶναι τὸ ὑμνογραφικὸ καὶ συγκεκριμένα ὁ Κανόνας πρὸς τιμὴν τῆς Ὁσίας Θεοδώρας, ποὺ ἀποδίδεται στὴ γραφίδα τοῦ Ὁσίου Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου. Ὁ Κανόνας αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ Συναξάρι τῆς 5ης Ἀπριλίου, ἐπιγράφεται σὲ ἕνα μεγάλο ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος διέμεινε καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ συνέγραψε Κανόνες πρὸς τιμὴν ἀρκετῶν Θεσσαλονικέων Ἁγίων, ἀλλὰ κοιμήθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη τὸ ἔτος 886 μ.Χ., δηλαδὴ ἕξι χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ὁσίας Θεοδώρας τῆς Μυροβλύτιδος. 

Ἡ μοναδικὴ ἀπάντηση ποὺ μπορεῖ νὰ δοθεῖ στὸ σοβαρὸ αὐτὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο παραμένει ἀνοικτό, εἶναι ἡ ἀπόδοση τοῦ Κανόνος σὲ κάποιο μαθητή του, πιθανότατα τὸν Θεοφάνη τὸν Σικελό, πολλοὶ Κανόνες τοῦ ὁποίου, ὅπως ἔχει διαπιστωθεῖ ἀπὸ τὴν ἔρευνα, φέρουν στὴν ἀκροστιχίδα τους τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωσήφ.

Ὁ Ἅγιος Θέρμος ὁ Μάρτυρας 

Θέρμην ἔρωτος ἐνθέου Θέρμος φέρων,
Θέρμην πυρὸς φλέγοντος ὡς ψύξιν κρίνει.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θέρμος τελειώθηκε διὰ πυρός.

Οἱ Ἁγίες κυρία καὶ δούλη οἱ Μάρτυρες 

Ἐχρῆν ἕπεσθαι κυρίᾳ τὴν δουλίδα,
Ἐκ γῆς ἰούσῃ πρὸς Θεὸν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἁγίες τελειώθηκαν διὰ ξίφους.


Ὁ Ἅγιος Πομπήιος ὁ Μάρτυρας 

Ὡς ζῶν πρόβατον Πομπήϊε Κυρίου,
Χέεις, ἀμελχθεὶς αὐχένα ξίφει, γάλα.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πομπήιος τελειώθηκε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Ζήνων ὁ Μάρτυρας 

Ἆθλος τριπλοῦς Ζήνωνι, πίσσα, πῦρ, δόρυ.
Οἶμαι, δι' ἣν ἔπασχε ταῦτα Τριάδα.

Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζήνων, τὸν ὁποῖο, ἀφοῦ ἄλειψαν μὲ πίσσα, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸν θανάτωσαν μὲ δόρυ.

Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Τερέντιος οἱ Μάρτυρες 

Ἴσου μετέσχον καὶ στέφους, ὡς καὶ τέλους,
Τερέντιος, Μάξιμος, οἷς τομὴ τέλος.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Τερέντιος τελειώθηκαν μὲ ξίφος.

Οἱ Ἁγίες Πέντε Μάρτυρες νεάνιδες ἀπὸ τὴν Λέσβο

Ἀθληφόρους τίθησι Λεσβίας κόρας,
Μίαν, δύο, τρεῖς, τέσσαρας πέντε, ξίφος.

Οἱ Ἁγίες αὐτὲς τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Ποῦ καὶ πότε καὶ ὑπὸ ποῖες συνθῆκες δὲν γνωρίζουμε. Στὸ ὄρος Λίβανος τῆς Λέσβου ὑπῆρχε μονὴ τῶν Ἁγίων Πέντε, μαρτυρούμενη ἤδη ὑπὸ συνοδικῆς ἀποφάσεως τοῦ ἔτους 1331. Στὴ θέση τῆς μονῆς σήμερα ὑπάρχει χτισμένος μικρὸς ναός, στὸν ὁποῖο ἔχουν ἐντοιχισθεῖ παλαιοχριστιανικὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη. Στὸ μέρος αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου ἢ τῆς τιμῆς τῶν Πέντε Μαρτύρων νεανίδων τῆς Λέσβου.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Αἱ πεντάριθμοι κόραι καί καλλιπάρθενοι, ἐκ τῆς Λέσβου ὠς ἄνθη τερπνά ἐξήνθησαν, καί ἀγάπη θεϊκῆ τόν νοῦν πτερώσασαι, ὡμολόγησαν Χριστόν, ὑπέρ οὗ τάς κεφαλάς, ἐτμήθησαν στερροψύχως ἄς εὐφημήσωμεν πάντες, ὡς εὐκλεεῖς Παρθενομάρτυρες.

Ἡ Ἁγία Ὑπομονὴ ἡ Μάρτυς 


Η μνήμη της Αγίας Υπομονής, δεν αναφέρεται στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και τα έντυπα Μηναία αλλά σημειώνεται στον Βατοπαιδινό Κώδικα 1104 φ. 986, όπου και η Ακολουθία της, ποίημα του Θεοφάνη. Ο Κανόνας φέρει ακροστιχίδα: «τοὺς σοὺς ἀγῶνας, Ὑπομονή, θαυμάσω». Η μνήμη της αναφέρεται και στον Συναξαριστή Delehaye την 9η Απριλίου χωρίς όμως βιογραφικό υπόμνημα.

Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ὁ Νεομάρτυρας 


Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παναγιώτης μαρτύρησε στὴν Ἱερουσαλὴμ ὁμολογώντας τὸν Χριστό, σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἄγγλου Ἱεραποστόλου Ἰωσὴφ Wolff, ποὺ διασώζεται σὲ ἐπιστολὴ αὐτοῦ τῆς 2ας Ἀπριλίου 1839.

Ὁ Νεομάρτυς Παναγιώτης ὑπηρετοῦσε κοντὰ σὲ ἕνα Τοῦρκο εὐγενὴ ποὺ ὀνομαζόταν Ὀσμὰν Ἐφέντης. Ὅταν αὐτὸς μετέβη στὸ τέμενος τοῦ Ὀμάρ, ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἅγιος τὸν συνόδευσε καὶ εἰσῆλθε μαζὶ μὲ τὸν κύριό του στὸ τέμενος. Ἡ εἴσοδος αὐτὴ τοῦ Ἁγίου στὸ τέμενος προκάλεσε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν κατ’ αὐτοῦ κατηγορία κάποιων φανατικῶν Τούρκων πρὸς τὸν πασᾶ τῆς Δαμασκοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος μίανε τὸ τουρκικὸ τέμενος. 

Ὁ πασᾶς ζήτησε ἀπὸ τὸν Νεομάρτυρα Παναγιώτη, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο, νὰ ἀσπασθεῖ τὸν Ἰσλαμισμό. Μὲ τὸ ἄκουσμα τῆς προτάσεως αὐτῆς ὁ Ἅγιος, μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ θάρρος, ὁμολόγησε τὴν πίστη του ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος λέγοντας: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος. Θανάτωσέ με, δὲν φοβᾶμαι. Χριστὸς Ἀνέστη!». 

Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὴν πύλη τοῦ Δαβίδ, ὅπου γονάτισε καὶ ἔψαλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ἐνώπιον πλήθους Μουσουλμάνων. Ἐκεῖ δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλή. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Νεομάρτυρα Παναγιώτη τὸ ἀγόρασαν μοναχοὶ τῆς Ἑλληνικῆς μονῆς τῶν Ἱεροσολύμων ἀντὶ 5.000 γροσίων καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια.

Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Ἰὼβ Πατριάρχου Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας 


Ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας την 2α Ἰουλίου.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἰώβ, Πατριάρχου Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας, μετακομίσθηκε τὸ ἔτος 1652 μὲ ἀπόφαση τοῦ Μητροπολίτου Νόβγκοροντ Νίκωνος ἀπὸ τὴ μονὴ Σταρίτσα τῆς Μόσχας στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στὸ Κρεμλίνο.

Ὁ Ἅγιος Μπέκαν ὁ ἐξ Ἰρλανδίας

Ὁ Ἅγιος Μπέκαν ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν γόνος τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τῆς Ἰρλανδίας. Ὅταν ἔχτιζε τὴν ἐκκλησία του παρέμενε πολλὲς φορὲς γονυπετὴς καί, ἐνῷ τὰ χέρια του ἐργάζονταν, τὰ χείλη ψέλλιζαν εὐχὲς καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του ἔρρεαν ἀκατάπαυστα δάκρυα. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν δώδεκα ἱεραποστόλων τῆς Ἰρλανδίας.
Ὁ Ἅγιος Μπέκαν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Άγιος Αβδιησούς

Τη μνήμη του συναντάμε επιγραμματικά στο «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» έκδοση Αποστολικής Διακονίας 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν συναντάμε τη μνήμη του.

«Τριβέλι Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!