Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Νικηφόρος Β' Φωκάς: «Ο ωχρός θάνατος των Σαρακηνών»



Όταν μελετάμε την ιστορία και προσπαθούμε να εμβαθύνουμε, προκειμένου να καταλάβουμε ένα γεγονός που συνέβη και τον τρόπο που συνέβη, διαπιστώνουμε συχνά ότι η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία. Αυτή είναι η άγρια ομορφιά της ιστορίας... Όση φαντασία κι αν είχε κάποιος, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτυπώσει επακριβώς αυτό που είδαν εκείνοι που παραβρέθηκαν στο γεγονός, το έζησαν και το είδαν με τα μάτια τους. 
Τα γεγονότα της Βυζαντινής Ιστορίας έχουν αποδείξει πολλές φορές το εν λόγω ισχυρισμό, σε τέτοιο βαθμό που όταν μελετάω ένα βιβλίο, απορώ αν είναι αλήθεια αυτό που διαβάζω ή αν γεννήθηκε στο μυαλό του συγγραφέα. Ένας άνδρας που έζησε 1000 ζωές και ο οποίος ήταν μεγάλη στρατηγική και ηγετική φυσιογνωμία ήταν ο Νικηφόρος Β' Φωκάς.
Ο Νικηφόρος γεννήθηκε το 912 μ.Χ. πιθανότατα στην Καππαδοκία. Καταγόταν από τη  μεγάλη στρατιωτική οικογένεια των Φωκάδων και ήταν επόμενο ν' ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Για τα παιδικά του χρόνια δεν γνωρίζουμε πολλά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο δυναμικός χαρακτήρας του τον βοήθησε να εξελιχθεί σε δεινό πολεμιστή, αλλά ταυτόχρονα του άρεσε και η ασκητική ησυχία. Ήταν γεννημένος στρατιώτης με σωματική ρώμη, ψυχική αντοχή και διανοητική ικανότητα που τον βοηθούσε να παίρνει κρίσιμες αποφάσεις στην εξέλιξη της μάχης. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός και δεν θα τον έλεγε κάποιος όμορφο. Στη ζωή του υπήρξε λιτός, φορούσε κάτω από την πανοπλία του το τραχύ ράσο του μοναχού, έτρωγε μόνο ψωμί και δεν έπινε ποτέ οινοπνευματώδη. Όλα αυτά τον βοήθησαν να εξελιχθεί σε ισχυρή προσωπικότητα. 
Το 960 μ.Χ. ήταν επί κεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς. Ύστερα από 9μηνη πολιορκία κατέλαβε τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) και επανέφερε το νησί  στην Αυτοκρατορία ύστερα από 138 χρόνια Σαρακηνής κατάκτησης. Ένα μέρος από τα λάφυρα του πολέμου τα παρέδωσε στον φίλο και πνευματικό του, Όσιο Αθανάσιο Αθωνίτη για να ιδρύσει τη Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας το 965 μ.Χ. Όταν επέστρεψε τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του τότε αυτοκράτορα Ρωμανού Β' Λεκαπηνού (958 μ.Χ. - 963 μ.Χ.) και μεγάλου πλήθους της Βασιλεύουσας.
Εκείνη την περίοδο ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα μέσα στο παλάτι είναι η βασίλισσα Θεοφανώ. Όταν το 963 μ.Χ. ο Ρωμανός Β' απεβίωσε και ο λαός ανακύρηξε αυτοκράτορα το Νικηφόρο, τον κάλεσε στο παλάτι ζητώντας του προστασία για την ίδια και τα ανήλικα τέκνα της. Μόλις ο Νικηφόρος αντίκρισε τη Θεοφανώ έμεινε άναυδος από την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε πραγματικά και άφησε την άκρη τα όνειρα του για μελλοντική ασκητική ζωή. Δυστυχώς η Θεοφανώ δεν έδειξε το ίδιο ερωτικό ενδιαφέρον, αλλά παρόλα αυτά δέχτηκε την πρόταση γάμου που της πρότεινε, διότι με αυτό το γάμο αφενός μεν διατηρήθηκε στο θρόνο και αφετέρου δε οι δύο γιοι της συνέχιζαν να έχουν κληρονομικά δικαιώματα πάνω σε αυτόν. Αν και ο πατριάρχης Πολύευκτος αντιτάχθηκε στην αρχή σε αυτό το γάμο, καθότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος των τέκνων και συνεπώς υπήρχε πνευματική σχέση με τη Θεοφανώ, οι δυσκολίες παρακάμφθηκαν όταν ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς ομολόγησε ότι αυτός παρέλαβε τα παιδιά στα χέρια του, αφού βγήκαν από την κολυμβήθρα. 
Ως αυτοκράτορας ο Νικηφόρος συνέχισε τις εκστρατείες του προκειμένου να εδραιώσει τα σύνορα του Βυζαντίου στη Μέση Ανατολή και ν' απομακρύνει τους Άραβες πίσω από την οροσειρά του Ταύρου. Έτσι τα επόμενα χρόνια ανακατέλαβε την Κύπρο, προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας μαζί με την Αντιόχεια, προέλασε ως την Τρίπολη και έφτασε τα σύνορα της αυτοκρατορίας πέρα από τον Ευφράτη. Ταυτόχρονα επέδειξε την ίδιο ζήλο στο δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας καταλαμβάνοντας επαρχίες στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία. Παρόλα αυτά ο διαρκής πόλεμος και μια σειρά από μέτρα που είχε πάρει  κατέστησαν το Νικηφόρο τα δύο τελευταία έτη μισητό στο λαό.
Στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας Ο Νικηφόρος επέβαλε βαριά φορολογία προκειμένου να αντεπεξέλθει στις εκστρατείες του και σε αυτές συμπεριλαμβανόταν και η Εκκλησία. Με διάταγμα του απαγόρευσε τη δημιουργία νέων μοναστηριών, φορολόγησε τις μονές και προσπάθησε με λάθος τρόπους να εντάξει τους νέους στο στρατό, απ' το να γίνουν καλόγεροι. Το αποκορύφωμα της δυσαρέσκειας του λαού έγινε το Πάσχα του 967 μ.Χ. όταν διοργάνωσε γιορτές στον ιππόδρομο και προς τέρψη του λαού έβαλε μια ομάδα στρατιωτών να μπουν στη αρένα για μία προσομοίωση μονομαχίας. Όμως ο λαός όταν είδε τους στρατιώτες πάνοπλους να ξεκινούν την μονομαχία, πανικοβλήθηκε και έτρεξε προς τις εξόδους με αποτέλεσμα πολλοί να ποδοπατηθούν και να χάσουν τη ζωή τους. Μετά το πέρας της γιορτής ο Νικηφόρος βγήκε στους δρόμους και αντί ν' ακούσει επευφημίες, έγινε δεκτός με αποδοκιμασίες από συγγενείς των θυμάτων. Μία γυναίκα τον πετροβόλησε από την ταράτσα του σπιτιού της και από καθαρή τύχη δεν τον πέτυχε. Η αυτοκρατορική φρουρά τη συνέλαβε και καταδικάστηκε να καεί ζωντανή.
Η Θεοφάνω, η οποία ποτέ δεν έδειξε ενθουσιασμό για τον μεσήλικα και ασκητικό Νικηφόρο, είχε αρχίσει ν' αντιλαμβάνεται ότι ο γάμος της ήταν αποτυχία  γι' αυτό είχε συνάψει κρυφά ερωτική σχέση με τον ανιψιό του, Ιωάννη Τσιμισκή. Ο Νικηφόρος το είχε καταλάβει και εξόρισε τον Τσιμισκή από την Βασιλεύουσα δίνοντας του το αξίωμα του << Λογοθέτη του Δρόμου >>.  Είχε γίνει καχύποπτος και δεν κοιμόταν πια στο παλάτι, αλλά στον πύργο του Βουκολέοντα κοντά στον Βόσπορο, έχοντας λάβει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Ο Τσιμισκής προδομένος από την εξέλιξη των γεγονότων και μετανιωμένος για την εμπιστοσύνη που είχε δείξει στο πρόσωπο του αυτοκράτορα (ήταν ο πρώτος που τον αναγνώρισε το 963 μ.Χ.) αποφασίζει να συνωμοτήσει με την Θεοφανώ με σκοπό την δολοφονία του.
Έτσι, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα της 10ης Δεκεμβρίου του 969 μ.Χ. μια ομάδα οπλισμένων ανδρών ντυμένοι γυναίκες με τα σπαθιά κρυμμένα κάτω από τα μακριά φουστάνια τους, μπήκε στον πύργο του Βουκολέοντα. Οι συνωμότες κρύφτηκαν στο γυναικωνίτη και περίμεναν το σύνθημα για να ξεκινήσουν. Ο Νικηφόρος, που κάτι είχε υποψιαστεί πως γίνεται πίσω από την πλάτη του, ζήτησε να ερευνηθούν όλοι οι χώροι. Ο αυλικός όμως που ερεύνησε το γυναικωνίτη, ο οποίος ήταν στο κόλπο μαζί με τους υπόλοιπους, τον διαβεβαίωσε πως τίποτε παράξενο δε συμβαίνει. Πριν πλαγιάσει η Θεοφανώ τον επισκέφτηκε στον κοιτώνα του για να τον καθησυχάσει και ύστερα από λίγο τον άφησε να κοιμηθεί. 
Όταν έπεσε η νύχτα και την ώρα που το χιόνι είχε στρώσει ένα λευκό πέπλο στη Βασιλεύουσα, μία βάρκα με επιβάτη τον Τσιμισκή ξεκίνησε από το Πέραν με προορισμό το ανάκτορο. Ο Τσιμισκής μπήκε στα ανάκτορα δόθηκε το σύνθημα και όλοι μαζί όρμησαν στον βασιλικό κοιτώνα. Μόλις εισήλθαν και είδαν το κρεβάτι άδειο, προς στιγμήν δίστασαν και φοβήθηκαν ότι το σχέδιο τους είχε διαρρεύσει. Τότε ο αυλικός που ήταν μαζί τους τους έδειξε στο πλάι το μέρος που κοιμόταν ο Νικηφόρος. Αμέσως έβγαλαν τα σπαθιά τους και του επιτέθηκαν. Ο ένδοξος αυτοκράτορας προσπάθησε να ξεφύγει λέγοντας << Θεοτόκε βοήθει >>, αλλά μία σπαθιά του έκοψε το κεφάλι και τον αποτελείωσε. Μετά τη δολοφονία του το πτώμα του ρίχθηκε από μεγάλο ύψος στο έδαφος. Το δε κεφάλι του έδεσαν με σκοινί και το άφησαν να αιωρείται από το παράθυρο του κοιτώνα σαν εκκρεμές. 
Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Β' Φωκά. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες, ένας γενναίος στρατηγός, ένας ευσεβής χριστιανός αλλά και ταυτόχρονα  ένας προδομένος βασιλιάς. Χαρακτηριστική, και συνάμα αληθινή, ήταν η επιγραφή που χαράχτηκε πάνω στον τάφο του : << Τους νίκησε όλους, εκτός από μία γυναίκα ! >>


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!