Ἀγαπητό μου ἡμερολόγιο,
Ξύπνησα νοιώθοντας ὅτι τὸ κορμί μου φλεγόταν. Τὸ δέρμα μου τσουρουφλιζόταν. Ὁ λαιμός μου ἦταν ξερὸς σὰν τὴν ἄμμο. Ἀπὸ πάνω μου ἒβλεπα τὸν γαλάζιο οὐρανὸ καὶ τὰ δέντρα. Μύριζα τὸ γλυκὸ ἄρωμα τοῦ ἀγριοκυπάρισσου, ἄκουγα τὸν φλοῖσβο τῶν κυμάτων, ποὺ ἔσκαγαν ἁπαλὰ σὲ μία βραχώδη ἀκρογιαλιά. Προσπάθησα νὰ σηκωθῶ, ἀλλὰ ἔνοιωθα τοὺς μύες μου νὰ λειώνουν.
«Μεῖνε ἀκίνητος», ἄκουσα τὴν φωνὴ μιᾶς κοπέλλας. «Εἶσαι πολὺ ἀδύναμος, γιὰ νὰ σηκωθεῖς!». Ἔβαλε ἕνα δροσερὸ πανί στὸ μέτωπό μου. Ἕνα χάλκινο κουτάλι αἰωροῦνταν ἀπὸ πάνω μου καὶ τὸ ὑγρὸ χύθηκε στὸ στόμα μου. Τὸ ποτὸ μαλάκωσε λίγο τὸν λαιμό μου καὶ μοῦ ἄφησε μιὰ ζεστὴ ἐπίγευση σοκολάτας. Νέκταρ τῶν θεῶν. Τότε τὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ ἐμφανίστηκε ἀπὸ πάνω μου. Εἶχε ἀμυγδαλωτὰ μάτια καὶ καραμελλένια μαλλιὰ πλεγμένα. Ἦταν... Δεκαπέντε; Δεκαέξι; Ἦταν δύσκολο νὰ προσδιορίσω. Εἶχε ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα, ποὺ δὲν τὰ ἀγγίζει τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.
«Ποιά εἶσαι;», ρώτησα βραχνά.
«Σσσσς, γενναῖε μου», εἶπε. «Ξεκουράσου. Ἐδῶ εἶσαι ἀσφαλής. Εἶμαι ἡ Καλυψώ.»
Τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ξύπνησα ἤμουν σὲ μιὰ σπηλιά, ἀλλὰ δὲν ἔχεις ἰδέα τί σπηλιὰ ἦταν αὐτή. Ἡ ὀροφὴ ἀκτινοβολοῦσε μὲ διαφορετικοὺς σχηματισμοὺς κρυστάλλου. Ἤμουν ξαπλωμένος σὲ ἕνα ἄνετο κρεβάτι μὲ πουπουλένια μαξιλάρια καὶ βαμβακερὰ σεντόνια. Τὸ σπήλαιο χωριζόταν σὲ τμήματα ἀπὸ λευκὲς μεταξωτὲς κουρτίνες. Στὸν ἕνα τοῖχο ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ἀργαλειὸς καὶ μιὰ ἅρπα. Στὸν ἄλλο τοῖχο ἦταν ράφια τακτοποιημένα, στοιβαγμένα μὲ βάζα. Ἀποξηραμένα βότανα κρεμασμένα ἀπὸ τὸ ταβάνι: δεντρολίβανο, θυμάρι καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλα πράγματα. Ἡ Πηνελόπη θὰ μποροῦσε νὰ τὰ ἀναγνωρίσει ὅλα. Ὑπῆρχε ἕνα τζάκι χτισμένο στὸν τοῖχο τῆς σπηλιᾶς. Κάθισα, προσπαθώντας νὰ ἀγνοήσω τὸν πόνο στὸ κεφάλι μου. Μὲ δυσκολία, σηκώθηκα. Τὸ πέτρινο πάτωμα πάγωνε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Γύρισα καὶ βρέθηκα νὰ κοιτάζω σὲ ἕναν γυαλισμένο μπρούτζινο καθρέφτη. Ἔμοιαζα σὰν νὰ εἶχα χάσει 20 κιλά. Τὰ μαλλιὰ μου ἦταν σὰν σφηκοφωλιὰ. Γύρισα μακριὰ ἀπὸ τὸν καθρέφτη. Ἡ εἴσοδος τῆς σπηλιᾶς ἦταν στὰ ἀριστερά μου. Κατευθύνθηκα πρὸς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ἡ σπηλιὰ βρισκόταν σὲ ἕνα καταπράσινο λιβάδι.
Ἡ κοπέλλα, ποὺ μὲ φρόντιζε, δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ Ἄτλαντα. Βρίσκομαι στὴν Ωγυγία. Ἡ Καλυψὼ εἶναι ὑπερβολικὰ καλὴ μαζί μου. Μοῦ ἐξήγησε –ἀφ' ὅτου τὴν παρακάλεσα– πὼς ἡ ἴδια δὲν μπορεῖ νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ νησί. Τὴν τιμώρησαν οἱ θεοί. Φοβήθηκα ὅτι οὔτε ἐγὼ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἐπιστρέψω στὴν Ἰθάκη, ἀλλὰ ἐκείνη μὲ πληροφόρησε πὼς ἐγὼ δὲν ἤμουν γιὸς ἑνὸς τιτᾶνα καὶ ἡ ἀπόφαση θὰ ἦταν δική μου.
Τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ξύπνησα ἤμουν σὲ μιὰ σπηλιά, ἀλλὰ δὲν ἔχεις ἰδέα τί σπηλιὰ ἦταν αὐτή. Ἡ ὀροφὴ ἀκτινοβολοῦσε μὲ διαφορετικοὺς σχηματισμοὺς κρυστάλλου. Ἤμουν ξαπλωμένος σὲ ἕνα ἄνετο κρεβάτι μὲ πουπουλένια μαξιλάρια καὶ βαμβακερὰ σεντόνια. Τὸ σπήλαιο χωριζόταν σὲ τμήματα ἀπὸ λευκὲς μεταξωτὲς κουρτίνες. Στὸν ἕνα τοῖχο ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ἀργαλειὸς καὶ μιὰ ἅρπα. Στὸν ἄλλο τοῖχο ἦταν ράφια τακτοποιημένα, στοιβαγμένα μὲ βάζα. Ἀποξηραμένα βότανα κρεμασμένα ἀπὸ τὸ ταβάνι: δεντρολίβανο, θυμάρι καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλα πράγματα. Ἡ Πηνελόπη θὰ μποροῦσε νὰ τὰ ἀναγνωρίσει ὅλα. Ὑπῆρχε ἕνα τζάκι χτισμένο στὸν τοῖχο τῆς σπηλιᾶς. Κάθισα, προσπαθώντας νὰ ἀγνοήσω τὸν πόνο στὸ κεφάλι μου. Μὲ δυσκολία, σηκώθηκα. Τὸ πέτρινο πάτωμα πάγωνε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Γύρισα καὶ βρέθηκα νὰ κοιτάζω σὲ ἕναν γυαλισμένο μπρούτζινο καθρέφτη. Ἔμοιαζα σὰν νὰ εἶχα χάσει 20 κιλά. Τὰ μαλλιὰ μου ἦταν σὰν σφηκοφωλιὰ. Γύρισα μακριὰ ἀπὸ τὸν καθρέφτη. Ἡ εἴσοδος τῆς σπηλιᾶς ἦταν στὰ ἀριστερά μου. Κατευθύνθηκα πρὸς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ἡ σπηλιὰ βρισκόταν σὲ ἕνα καταπράσινο λιβάδι.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια ἀπὸ τὴν τελευταία φορά, ποὺ σοῦ ἔγραψα. Ἔχουν ἀλλάξει πολλά. Ἡ Καλυψὼ ἔχει ἀλλάξει. Δὲν μὲ ἀφήνει νὰ φύγω. Δὲν καταλαβαίνει τὴν ἐπιθυμία μου. Οὔτε ὅτι ἡ Πηνελόπη μὲ χρειάζεται. Οὔτε ὅτι ὁ Τηλέμαχος δὲν θὰ μὲ θεωρεῖ στοργικὸ πατέρα. Πρέπει νὰ τὸν γνωρίσω καὶ νὰ μὲ γνωρίσει. Δὲν μὲ ξέρει. Θυμᾶμαι μονάχα ἕνα μωρό. Καὶ τὸ γλυκό του πρόσωπο. Ἡ Πηνελόπη πάντα ἔλεγε πὼς μοῦ μοιάζει. Ἐγὼ εἶμαι ἀκόμα μὲ τὴν ἀπορία. Ἰσχύουν οἱ θεωρίες της; Ἢ τὸ παιδὶ θὰ εἶναι τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ ἐμένα; Εἶμαι μπερδεμένος. Γιατί οἱ Μοῖρες μὲ καταράστηκαν; Τί τὸ κακὸ ἔκανα;
Μὴ περιμένεις νέα μου. Θὰ κάνω καιρὸ νὰ σοῦ ξαναγράψω.
Δὲν πίστευα πὼς θὰ σοῦ ξανάγραφα. Κι ὅμως. Ἡ ζωή μου ἀποκτάει ἐνδιαφέρον: ἡ Καλυψὼ μοῦ ἀνακοίνωσε πὼς θὰ φύγω. Προφανῶς, ὅπως θὰ ἒκανε κάθε λογικὸς ἄνθρωπος, δὲν τὴν πίστεψα. Ἀλλὰ ἐκείνη σοβαρολογοῦσε. Μοῦ ἒδωσε ξύλα καὶ ἐργαλεῖα. Τὸ ἑπόμενο πρωΐ, ἡ σχεδία ἦταν ἕτοιμη, φτιαγμένη ἀπὸ κορμοὺς δέντρων δεμένους μαζί. Εἶχε μάλιστα καὶ κατάρτι μὲ ἕνα ἄσπρο λινὸ ἱστίο. Δὲν φαινόταν ὅτι μποροῦσες νὰ ταξιδέψεις μὲ αὐτήν, οὔτε στὴν θάλασσα οὔτε στὴν λίμνη, ἀλλὰ ἡ Καλυψὼ μοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ ἔφτανα στὸν προορισμό μου μὲ ἀσφάλεια. Τὴν πίστεψα. Ἐκείνη μὲ ἀποχαιρέτησε μὲ μάτια βουρκωμένα. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἔκλαιγε μὲ λυγμούς. Προσπάθησα νὰ μὴν ἐπηρεαστῶ ἀπὸ τὰ δάκρυά της. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δάκρυσα καὶ ἐγὼ λίγο, ἀλλὰ ἡ Καλυψὼ δὲν κατάλαβε τίποτα. Κατὰ βάθος στενοχωριόμουν ποὺ ἔφευγα μακριά της, ἀλλὰ ἤξερα τί ἔπρεπε νὰ κάνω. Ἡ οἰκογένειά μου μὲ χρειαζόταν. Τὴν εὐχαρίστησα γιὰ ὅλα καὶ ἀνέβηκα στὴν σχεδία. Ἀκόμα εἶχα ἀμφιβολίες. Καὶ ξεκίνησα. Ἡ Καλυψὼ εἶχε δίκιο. Ἡ σχεδία πήγαινε μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Ὥσπου ὁ θεὸς τῆς θάλασσας νὰ καταλάβει ποιός ἔπλεε στὰ νερὰ του…
Έ ξ ο χ ο !
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε!!!
Διαγραφή