Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
Πρόλογος
Με μία προκλητική και βέβηλη απόφαση ο Τούρκος Προέδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετέτρεψε το μουσείο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη σε μουσουλμανικό τέμενος.
Φυσικά της αποφάσεως αυτής - για να κρατηθούν και τα προσχήματα περί κράτους δικαίου στην Τουρκία - προηγήθηκε το Ανώτατο Τουρκικό Δικαστήριο.
Αυτό ακύρωσε το διάταγμα του Κεμάλ Ατατούρκ του 1934, που μετέτρεπε την Αγία Σοφία από μουσουλμανικό τέμενος σε μουσείο.
Τί σημασία έχει αν ακόμη και τα μικρά παιδιά γνωρίζουν ότι η ακύρωση αυτή έγινε κατόπιν εντολής του Προέδρου τους Ερντογάν; Βασικός στόχος της πολιτικής αυτής αποφάσεως του Ερντογάν είναι φυσικά να προωθήσει περαιτέρω την ισλαμοποίηση της χώρας του, αλλά και να διαγράψει κάθε παλαιότερη επιλογή του Κεμάλ. Συνάμα όμως πρόθεσή του είναι να ταπεινώσει την Ελλάδα και να προσβάλλει την Ορθοδοξία.
Η απόφαση αυτή ήλθε να ταράξει κάπως τη ληθαργούσα ελληνική κοινωνία και να διαλύσει ό,τι είχε απομείνει από τα όνειρα περί ελληνοτουρκικής φιλίας. Όμως η Ελλάδα δυστυχώς διστάζει να διατυπώσει μια αλήθεια που και οι Τούρκοι γνωρίζουν και ολόκληρος ο κόσμος.
Αντί να ομολογούμε προς όλους με θάρρος ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι δημιούργημα της ελληνοχριστιανικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας, προτιμούμε απλώς να αρκούμαστε να την αποκαλούμε παγκόσμιο μνημείο πολιτισμού.
Έτσι θέλουμε να πιστεύουμε ότι καλοπιάνουμε τους ισχυρούς του κόσμου, που θα κολακευθούν και θα μας συμπονέσουν και ίσως μας αποδώσουν δικαιοσύνη.
Η Αγία Σοφία είναι πρώτα απ' όλα ένας Ορθόδοξος ναός και ένα εθνικό μνημείο σύμβολο του Ελληνισμού. Κατά δεύτερον είναι σέβασμα των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών, και κατά τρίτον είναι ένα πολιτιστικό μνημείο της χριστιανικής τέχνης με παγκόσμια αναγνώριση και σημασία. Οι Τούρκοι, αν και είναι οι σφετεριστές ενός μνημείου αρπαγμένου και άσχετου με την εθνική τους ιστορία, δεν διστάζουν να κομπάζουν ότι τους ανήκει, γιατί το κέρδισε το γιαταγάνι του Πορθητή και να το προβάλουν με καμάρι ως δείγμα του Οθωμανικού και Μουσουλμανικού πολιτισμού.
Όχι όλοι, όμως πάντως κάποιο τμήμα της ελλαδικής κοινωνίας φαίνεται να μην επιθυμεί να διαμαρτυρηθεί για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, αλλά περί άλλων τυρβάζει. Κάποιοι από αυτούς γεμάτοι από παχυλή άγνοια και ψευτοπροοδευτικότητα αγανακτούν: "Τί σχέση έχουμε εμείς με το Βυζάντιο;", "Τί λόγος μας πέφτει για το τι κάνουν στην Ιστανμπούλ ;" Μάταια ίσως γι' αυτούς και χωρίς να λαβαίνει απάντηση θα εξακολουθεί ο φημισμένος αγιογράφος Φώτιος Κόντογλου να ρωτάει: «Το θέλουμε ή δεν το θέλουμε το Βυζάντιο; Το αγαπούμε, το θαυμάζουμε ή το περιφρονούμε;»1
Ο σκοπός του παρόντος άρθρου είναι διπλός. Αφενός επιθυμεί να προσθέσει μία μικρή ψηφίδα στην προσπάθεια να ξαναθυμηθούμε την εθνική και θρησκευτική μας ιστορία και να επανεκτιμήσουμε την αξία του Βυζαντινού πολιτισμού, που είναι δικός μας, γνήσιος ελληνικός πολιτισμός. Και αφετέρου να αντιληφθούμε ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας έχει ήδη αρκετά δεινοπαθήσει στα χέρια των Τούρκων και δεν χρειάζεται νέες περιπέτειες.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως είναι αφιερωμένος στη Σοφία του Θεού, δηλαδή τον Χριστό2, και στη σημερινή του μορφή οικοδομήθηκε με πρωτοβουλία του Ιουστινιανού, ενός από τους μεγαλύτερους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Πολύ σοφά επέλεξε και όρισε υπεύθυνους για το έργο τους μεγαλοφυείς αρχιτέκτονες: Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη Μίλητο. Δεν μπορεί κάποιος να αναφερθεί στην Βυζαντινή τέχνη χωρίς να κάνει μνεία στο ναό αυτό.
«Στον τομέα της τέχνης η εποχή του Ιουστινιανού φέρει το όνομα του Πρώτου Χρυσού Αιώνος» είχε γράψει ο βυζαντινολόγος Alexander Vasiliev3. Όχι όμως μόνο η πολιτιστική σπουδαιότητα της Αγίας Σοφίας είναι ανυπέρβλητη, αλλά και η παρουσία της στα θρησκευτικά και ιστορικά γεγονότα άφησαν ανεξίτηλη σφραγίδα.
Συνεπώς δεν μπορεί κανείς να μελετήσει την ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθώς και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας χωρίς να βλέπει από τις σελίδες των βιβλίων να ξεπηδά μπροστά του επανειλημμένως το όνομά της. Κανένας άλλος ναός στην παγκόσμια ιστορία δεν υπήρξε τόσο άρρηκτα δεμένος με την ιστορική και θρησκευτική πορεία ενός έθνους, όπως η Αγία Σοφία με το Ελληνικό Έθνος. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι για τον αξεπέραστο και μοναδικό αυτό ναό του Ιουστινιανού θα μπορούσε να γράφει κανείς σελίδες ατελείωτες. Όμως εδώ, για να μην γίνουμε φορτικοί, θα επικεντρωθούμε βασικά στον τρούλλο και στον ψηφιδωτό διάκοσμό του.
Ο τρούλλος του ναού στηρίζεται πάνω σε τέσσερις μεγάλους πεσσούς3α και φέρεται επάνω σε τέσσερα τόξα, που ανοίγονται από κάτω του, στις γωνίες των οποίων σχηματίζονται τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα, έτσι ώστε να δημιουργείται το τετράγωνο της βάσης πάνω στο οποίο οικοδομείται. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του τρούλλου, αναφέρουμε ότι η απόσταση μεταξύ των πεσσών είναι 30 μέτρα.
Η διάμετρος του τρούλλου είναι 31 μέτρα και στο τύμπανό του (βάση) ανοίγονται 40 παράθυρα, τα οποία κατακλύζουν με άπλετο φως το κεντρικό κλίτος του ναού. Ο τρούλλος είναι σαν να αιωρείται ευρισκόμενος σε ύψος περίπου 55 μέτρα από το δάπεδο4.
Ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος, ζώντας την εποχή της κτίσεως του ναού και όντας αυτόπτης μάρτυρας του μεγαλειώδους νεότευκτου ναού, περιγράφει τον διάκοσμο της οροφής, που προφανώς θα αφορούσε και τον τρούλλο, αναφέροντας γενικόλογα ότι: «Με καθαρό χρυσάφι έχει καλυφθεί ολόκληρη η οροφή, συνδυάζοντας το μεγαλείο με το κάλλος, υπερισχύει όμως η λάμψη από τα μάρμαρα, όπου αντανακλάται στο χρυσάφι»5.
Στο «Χρονικό περί της οικοδομής του ναού της Αγίας Σοφίας», που περιέχεται στο έργο «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως», που κακώς αποδίδεται στον Γεώργιο Κωδινό, καταγράφονται τα εξής :
«Εποίησε δε ο ιερεύς ευχήν περί συστάσεως εκκλησίας, και εποίουν οπάς, βάλλοντες διάφορα λείψανα αγίων πάντων, έως αν τρουλωθή ο τρούλος. Ην δε νεωτερικός όρθιος ιστάμενος. Είθ' ούτως εμουσίωσαν και ωρθομαρμάρωσαν αυτόν…»6. Δηλαδή ιερεύς διάβασε τη σχετική ευχή, που αρμόζει στο κτίσιμο ναού, και άνοιγαν οπές, που μέσα τους τοποθετούσαν λείψανα διαφόρων αγίων μέχρι να ολοκληρωθεί το κτίσιμο του τρούλου. Και έτσι όπως κατασκευάσθηκε ο τρούλος ήταν στ' αλήθεια πρωτόγνωρος και μοναδικός.
Τον κόσμησαν με ψηφιδωτά και με επένδυση μαρμάρου… Το έργο «Χρονικό περί της οικοδομής του ναού της Αγίας Σοφίας», γραμμένο στην πρώτη του μορφή περί το 995 και πιο συγκεκριμένα την εποχή του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου αναφέρεται στο αρχικό ψηφιδωτό του ναού της εποχής του Ιουστινιανού. Αν και στην εποχή που γράφει ο άγνωστος ιστοριογράφος αυτό είχε αντικατασταθεί πριν από ένα αιώνα από το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα και των εξαπτέρυγων αγγέλων στα σφαιρικά τρίγωνα που στηρίζουν τον τρούλο, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν μετά τον σεισμό του 869.
Όμως παρά την πρωτοποριακή τεχνική κατασκευής του τρούλλου και τη χρήση ελαφρών υλικών, μια σειρά σεισμών τον καταπόνησε και προκάλεσε την ολική κατάρρευσή του στις 7 Μαΐου του 558 κατά τη διάρκεια ενός ακόμα ισχυρού σεισμού.
Ως κύρια αιτία θεωρήθηκε το βεβιασμένο της κατασκευής του. Την κατασκευή του νέου τρούλλου με εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, λόγω του θανάτου του Ισιδώρου, ανέλαβε ο ανιψιός του Ισίδωρος ο νεώτερος, ο οποίος βελτίωσε την κατασκευή κάνοντας υψηλότερο το τύμπανο του τρούλλου και προσθέτοντας 40 νευρώσεις
7 . Έτσι ο τρούλλος αποκαταστάθηκε χωρίς όμως να χάσει κάτι από την αρχική του μεγαλοπρέπεια. Με την πτώση αυτή του τρούλλου τα αρχικά ψηφιδωτά, που τον κοσμούσαν, διαλύθηκαν μαζί με αυτόν. Ξαναψηφοθετήθηκαν λοιπόν νέα στην επιφάνεια του καινούργιου τρούλλου, ο οποίος με αρκετές επισκευές είναι και ο μέχρι και σήμερα σωζόμενος.
Ο Παύλος Σιλεντιάριος, ανώτερος αξιωματούχος της αυλής του Ιουστινιανού, (σιλεντιάριος) ποιητής και επιγραμματοποιός, στο έργο του «Έκφρασις του ναού της Αγίας Σοφίας»8 αναφέρει ότι ο τρούλλος ήταν διακοσμημένος με Σταυρό. Το «Έκφρασις του ναού της Αγίας Σοφίας», εκτεινόμενο σε 1029 στίχους και σε γλώσσα που προσπαθεί να μιμηθεί την Ομηρική, απαγγέλθηκε από τον ίδιο στις 6 Ιανουαρίου του 563 μετά τα δεύτερα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας και την ανακατασκευή του τρούλου, που είχε καταπέσει λόγω σεισμού το 557.
Παρά του ότι «ο Παύλος δεικνύει μέγα ενδιαφέρον δια την χριστιανικήν τέχνην και την εξέλιξην αυτής»9, αντιπαρέρχεται χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες τα σχετικά με τον εικονογραφικό διάκοσμο του ναού. Από τα λίγα λοιπόν που γνωρίζουμε για τα Ιουστινιάνεια ψηφιδωτά του τρούλλου είναι ότι ο Σταυρός, που βρισκόταν στο κέντρο - ομφαλό του τρούλλου, περιβαλλόταν από ένα στεφάνι10, ενώ οι πλευρές του τρούλου κοσμούνταν από εναλλασσόμενα μοτίβα διαγώνιων σταυρών και διαμαντιών11. Όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος Ρώσος βυζαντινολόγος Alexander Vasiliev : «Κυρίως έκαμε βαθειά εντύπωσι στους προσκυνητάς ο τεράστιος Σταυρός που έλαμπε στην κορυφή του τρούλλου»12.
Το ψηφιδωτό του Σταυρού της εποχής του Ιουστινιανού παρέμεινε στο κέντρο του τρούλλου μέχρι τον 9ο αιώνα. Επιβίωσε της καταστροφικής μανίας των εικονομάχων κατά τον 8ο - αρχές 9ου αιώνα, καθώς το σύμβολο του Σταυρού ήταν το μόνο που αποδέχονταν οι αιρετικοί αυτοί Χριστιανοί να κοσμεί το εσωτερικό των ναών μαζί με φυτικό και γεωμετρικό διάκοσμο, καθώς και συμβολικές παραστάσεις αυστηρά ανεικονικές13.
Στις 9 Ιανουαρίου 869 σεισμός προκάλεσε σημαντικές φθορές στο δυτικό μετωπικό τόξο του τρούλλου. Με εντολή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867 - 886) ξεκίνησαν στερεωτικές και ανακαινιστικές εργασίες. Στα πλαίσια αυτών κρίθηκε σκόπιμο να αντικατασταθεί το Ιουστινιάνειο ψηφιδωτό με τον Σταυρό με ένα καινούργιο ψηφιδωτό με τη μορφή του Παντοκράτορα. Αυτή η απόφαση δεν υπέκρυπτε κάποιο στοιχείο υποτιμήσεως του ιερού συμβόλου του Σταυρού.
Στόχευε στο να εναρμονισθεί και η εσωτερική επιφάνεια του τρούλλου με το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού, που είχε αρχίσει να υλοποιείται μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την οριστική αναστήλωση των εικόνων το 843 επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Ήδη από το 867 είχε κοσμηθεί το ημιθόλιο της αψίδας του Αγίου Βήματος με ψηφιδωτό της ένθρονης Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου και στην επιφάνεια του έμπροσθέν του τόξου με ψηφιδωτά των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ.
Σε ομιλία του ο Άγιος Φώτιος, την οποία εκφώνησε το Μεγάλο Σάββατο του 867 μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας, μεταξύ άλλων είπε τα εξής για την επανακόσμησή της με εικόνες μετά την εικονομαχία: «Η Εκκλησία του Χριστού για πολλά χρόνια έμενε σκυθρωπή, στερημένη καθώς ήταν από τη λαμπρότητα και τις χάρες της διακοσμήσεώς της με εικόνες …Τώρα όμως έχει αποβάλλει την κατήφεια και στολισμένη με τα δικά της κοσμήματα, έχει συνταιριάσει την ορθότητα των δογμάτων με την ομορφιά των χρωμάτων»14.
Για το ποια ήταν η ακριβής παράσταση του νέου ψηφιδωτού στον τρούλλο έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Ο καθηγητής της Βυζαντινής τέχνης στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών Charles Delvoye είχε εκφράσει την άποψη ότι δύο είναι οι πιθανότερες εκδοχές: είτε παρίστανε τον Χριστό σε προτομή στον τύπο του Παντοκράτορος, είτε ολόσωμο καθισμένο επάνω σε ουράνιο τόξο και περιβαλλόμενο από δόξα, όπως στις εικονογραφικές παραστάσεις της Αναλήψεως15.
Ο καθηγητής Βυζαντινής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Πάλλας16, ο καθηγητής Βυζαντινής τέχνης της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Γεώργιος Αντουράκης17 και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Θεοχάρης Δετοράκης18 πιστεύουν ότι στο ψηφιδωτό παριστανόταν ο Παντοκράτωρ.
Την ίδια εποχή ο Βασίλειος ο Α΄ είχε χρηματοδοτήσει την ίδρυση ενός νέου ναού στην Κωνσταντινούπολη, τη "Νέα Εκκλησία", ο οποίος δυστυχώς δεν σώζεται σήμερα. Όπως όμως μας πληροφορεί ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μέγας Φώτιος, στον τρούλλο της υπήρχε ο Παντοκράτωρ. Επειδή και το ψηφιδωτό αυτού του ναού και αυτό της Αγίας Σοφίας έγιναν με τη μέριμνα του ίδιου αυτοκράτορα, ίσως αυτό να αποτελεί ένα στοιχείο υπέρ της εκδοχής ότι προτιμήθηκε η παράσταση του Παντοκράτορα και όχι της Αναλήψεως, όπως συνέβη στο λίγο μεταγενέστερο ψηφιδωτό του τρούλλου της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης.
Θα ήταν παράλειψη να μην παραθέσουμε τις επί του θέματός μας ορθότατες παρατηρήσεις του διακεκριμένου αγιογράφου και ενός από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες συγγραφείς, του Φωτίου Κόντογλου: «Λένε κάποιοι αρχαιολόγοι πως στον τρούλλο είχε παρασταθεί η Ανάληψις, όπως είναι έως σήμερα στην Αγιά Σοφιά της Θεσσαλονίκης και σε κάποιες άλλες παλιές εκκλησιές, δηλαδή ο Χριστός ολόσωμος στη μέση μέσα σε στρογγυλή δόξα που τη σηκώνουνε άγγελοι πετάμενοι, και γύρω, ανάμεσα στα παράθυρα, οι δώδεκα απόστολοι, δύο άγγελοι κ’ η Παναγιά. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, επειδή το κάτω μέρος του τρούλλου, δηλαδή το “τύμπανον” είναι χαμηλό, κι ανάμεσα στα παράθυρα ο τοίχος είναι κάτι στενές λουρίδες που δεν χωρούνε ζωγραφισμένον άνθρωπο»19.
Μια ιδέα για το πώς πρέπει να ήταν η τεχνοτροπία του ψηφιδωτού του Παντοκράτορα του ναού της του Θεού Σοφίας μπορούμε να λάβουμε θαυμάζοντας τα προαναφερθέντα ψηφιδωτά του 867, που ίσως έγιναν από τους ίδιους τεχνίτες. Ο καθηγητής Γ. Αντουράκης γράφει γι' αυτά τα εξής: «Τα πρόσωπα είναι ωραία και φανερώνουν μία εσωτερική ευγένεια (ιδιαίτερα το πρόσωπο της Παναγίας στην αψίδα). Τα χείλη είναι σαρκώδη και τα μάτια μεγάλα και εκφραστικά. Τα ψηφιδωτά αυτά αντανακλούν τον αριστοκρατικό κύκλο της Κωνσταντινουπόλεως (του οποίου έκφραση και ηγετική φυσιογνωμία υπήρξε ο Πατριάρχης Φώτιος)»20.
Παράλληλα ο καθηγητής Δ. Πάλλας σχολιάζοντας το πρόσωπο του μικρού Χριστού στην αγκαλιά της Θεοτόκου επισημαίνει ότι διακατέχεται «από χαράν ανάμικτον με θλίψην. Από το ψηφιδωτό τούτο αναδίδεται αίσθησις θριάμβου όχι απλώς της ορθοδοξίας, αλλ' ενός κόσμου συναισθανόμενου δύναμιν και αυτάρκειαν, τρεφομένων δ' εκ του πνεύματος της αρχαίας παιδείας»21.
Όπως ορθά παρατηρεί ο καθηγητής Ανδρέας Φυτράκης : «Η όλη εσωτερική διάρθρωσις και δομή του οικοδομήματος αναγκάζει τον θεατήν να στρέψει τους οφθαλμούς του εις τον τρούλλο, ευθύς ως εισέλθη εις τον ναόν»22 . Συνεπώς η γιγαντιαία μορφή του Παντοκράτορος στον τρούλλο θα μαγνήτιζε το βλέμμα του κάθε πιστού προκαλώντας του δέος. Το βλέμμα του χριστιανού, καθώς θα υψωνόταν προς τον τρούλλο, θα συναντούσε το γεμάτο αγάπη και στοργή, αλλά συνάμα και παντοδύναμο και γεμάτο δικαιοσύνη βλέμμα του Παντοκράτορος.
Στις 26 Οκτωβρίου 989, εξαιτίας ισχυρού σεισμού κατέπεσε η δυτική αψίδα, καθώς και ο κεντρικός τρούλλος του ναού. Η μεγάλη αυτή καταστροφή αποκαταστάθηκε με τη μέριμνα του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976 - 1025). Όμως, λόγω της τεχνικής δυσκολίας του έργου, χρειάσθηκαν έξι έτη για την ολοκλήρωσή του, όπως μας πληροφορεί ο σύγχρονος προς τα γεγονότα Λέων ο Διάκονος στην Ιστορία του: «καὶ γὰρ ἑσπέρας ἐνισταμένης, ἐν ᾗ μνήμην τοῦ μεγάλου ∆ημητρίου καὶ Μάρτυρος τελεῖν παρέλαβεν ἡ συνήθεια, φρικώδης ἐπενεχθεὶς σεισμὸς, καὶ οἷος οὐκ ἄλλος κατὰ ταύτας δὴ συνέβη τὰς γενεὰς, τά τε πυργώματα τοῦ Βυζαντίου πρὸς γῆν κατερίπωσε, καὶ τὰς πλείους ἑστίας ἀνέτρεψε, τάφον αὐτὰς τοῖς οἰκοῦσιν ἀπεργασάμενος, τά τε προσέγγια τοῦ Βυζαντίου χωρία μέχρις ἐδάφους κατέβαλε, καὶ πολὺν τῶν ἀγροίκων φθόρον ἐποίησεν· οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ τὸ ἡμισφαίριον τῆς ὑπερῴας τῆς μεγάλης ἐκκλησίας σὺν τῇ πρὸς δύσιν ἀψίδι κατέβαλε καὶ εἰς γῆν κατερίπωσεν· ἅπερ αὖθις ὁ αὐτοκράτωρ Βασίλειος ἐν ἓξ ἐνιαυτοῖς ἐδομήσατο»23.
Οι πηγές δεν μας προσφέρουν λεπτομέρειες, αλλά προφανώς δεν επρόκειτο για ολική πτώση του τρούλλου, αλλά μεγάλου τμήματος αυτού και συγκεκριμένα του δυτικού. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε, διότι έως σήμερα διατηρούνται στο βόρειο και νότιο τμήμα του τρούλλου τεμάχια των ψηφιδωτών του 6ου αιώνα, που τον στόλιζαν από τον ομφαλό του, όπου βρισκόταν παλιά ο Σταυρός και τότε ο Παντοκράτωρ, έως και τα παράθυρα του τρούλλου.
Είναι πολύ πιθανόν το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα να γλύτωσε τότε την καταστροφή και το μόνο που να χρειάσθηκε ήταν να επισκευασθούν οι φθορές, που οπωσδήποτε θα του είχε προκαλέσει η κατάρρευση των γειτονικών του τμημάτων.
Το βέβαιο είναι ότι δεν γλύτωσε της καταστροφής το ψηφιδωτό αυτό τον 14ο αιώνα. Τα έτη 1343 - 1344 σειρά σεισμών επηρέασαν τη στατικότατα του τρούλλου, ο οποίος όμως έμεινε στη θέση του φαινομενικά αβλαβής. Όμως τη νύκτα της 19ης Μαΐου του 1346 αποκαλύφθηκε το μέγεθος της ζημιάς που είχε προκληθεί σ' αυτόν. Χωρίς σεισμό αυτή τη φορά, αιφνιδίως κατέπεσε το μεγαλύτερο ανατολικό τμήμα του, και συγκεκριμένα 13 νευρώσεις από τις συνολικά 40, όπως καταγράφουν σε ιστορικά τους έργα ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο Ιωάννης Καντακουζηνός.
Όμως οι επιθέσεις Τούρκων και Σέρβων στα εδάφη της συρρικνωμένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και η μεγάλη οικονομική δυσπραγία εμπόδιζαν την έναρξη της επισκευής του τρούλλου. Ο ευσεβής αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ ο Καντακουζηνός (1347 - 1354) κατόπιν εράνου μόλις το 1353 κατάφερε να συγκεντρώσει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό24 και να ξεκινήσει την ανακατασκευή, η οποία ολοκληρώθηκε το 1356 επί βασιλείας Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Τότε ή και λίγο μετά πρέπει να ψηφοθετήθηκε η νέα μορφή του Παντοκράτορα στο κέντρο του τρούλλου.
Συνάμα αποκαταστάθηκε και ο υπόλοιπος ψηφιδωτός διάκοσμος του τρούλλου στο σημείο που είχε κρημνισθεί, ακολουθώντας οι ψηφοθέτες τα παλαιότερα μοτίβα του εναπομείναντος ψηφιδωτού25. Επίσης επισκευάσθηκαν και οι φθορές στα ψηφιδωτά των εξαπτέρυγων αγγέλων που βρίσκονταν στα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία ) που στήριζαν τον τρούλο.
Ο Φώτης Κόντογλου εκφράζει τις αμφιβολίες του για το αν η τελευταία προ της Αλώσεως μορφή του Παντοκράτορα στον κεντρικό τρούλλο ήταν ψηφιδωτή ή αποτελούσε τοιχογραφία, γιατί, όπως εξηγεί: «Ίσως ζωγραφίστηκε ο Παντοκράτορας ύστερα από χρόνια, επειδής ο πρώτος τρούλλος έπεσε, ….. Αν αληθινά υπήρχε Παντοκράτορας καμωμένος με ψηφιά, θα έγινε κατά τα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, γιατί υστερώτερα το βυζαντινό βασίλειο ήτανε φτωχό και δεν μπορούσε να κάνει τέτοια ακριβά έργα»26.
Ο Κόντογλου έχει μεν δίκιο ως προς το ότι τον τελευταίο αιώνα ζωής του Βυζαντίου, την εποχή των Παλαιολόγων, υπήρχε μεγάλη οικονομική ένδεια, γι' αυτό και τα ψηφιδωτά αποφεύγονταν, λόγω του μεγάλου κόστους κατασκευής τους. Έτσι προτιμούσαν σχεδόν αποκλειστικά να ιστορούν τις επιφάνειες των ναών με τοιχογραφίες. Κατά την περίοδο αυτή εκδηλώνεται η άνθηση της Μακεδονικής ''σχολής'' στην αγιογραφία.
Όμως και η τέχνη του ψηφιδωτού δεν εξαφανίστηκε εντελώς τον 14ο αιώνα. Μάλιστα μας έδωσε εξαιρετικής τέχνης έργα, όπως αυτά στη Μονή της Χώρας (1315 - 1321), στη Μονή Παμμακάριστου (πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα), στο ναό της Παναγίας του Μουχλίου και στο ναό (του Αγίου Θεόδωρου ;) που σήμερα είναι γνωστός ως Κιλισέ τζαμί (μέσα του 14ου αιώνα).Και οι τέσσερις προαναφερθέντες ναοί βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη.
Συνεπώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δημιουργία ψηφιδωτού στην Αγία Σοφία το 1356, αφού υπήρχαν λίγοι, αλλά εξαίρετοι ψηφοθέτες στην Κωνσταντινούπολη. Ίσως έτσι να εξηγείται και η προαναφερθείσα πολυετής προσπάθεια να συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσό.
Διότι το κόστος των εργασιών αυξανόταν σημαντικά, λόγω της προθέσεως των Κωνσταντινοπολιτών να κοσμηθεί και πάλι ο τρούλος με ψηφιδωτό διάκοσμο, και να αποκατασταθεί όπως ήταν και προ της καταστροφής.
Την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 έπεσε η Κωνσταντινούπολη και μαζί της ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄ υπερασπιζόμενος την Πόλη, που ο ίδιος χαρακτήριζε «ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων». Την Άλωση της Πόλης ακολούθησαν στιγμές απίστευτου ηρωισμού των τελευταίων υπερασπιστών της και σκηνές ανήκουστης βαρβαρότητας, ωμότητας και θηριωδίας από τους Τούρκους εισβολείς. Η Πόλη, για την οποία είχε πει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι υπερέχει των άλλων πόλεων όσο ο έναστρος ουρανός από τη γη, παραδόθηκε στη σφαγή, τη λεηλασία, τη φωτιά και τη βεβήλωση. Θύματα της τουρκικής βαρβαρότητας και μισαλλοδοξίας έπεσαν και οι ναοί της, οι οποίοι ο ένας μετά τον άλλον μετατρέπονταν σε τζαμιά, με πρώτο τον αυτοκρατορικό και Πατριαρχικό ναό της Αγίας Σοφίας.
Η βασική μέριμνα των Οθωμανών Σουλτάνων, με πρωτεργάτη τον Μωάμεθ τον Πορθητή, ήταν να εξαφανίσουν από την Αγία Σοφία ό,τι θύμιζε Χριστιανισμό.
Κατέστρεψαν με απόξεση σε όλο τον γλυπτό διάκοσμο το σημείο του Σταυρού, οπουδήποτε συναντιόταν, όπως στα μαρμάρινα θωράκια των υπερώων και στις θύρες προς τον εσωνάρθηκα.
Κατεδάφισαν το μεγάλο τρίπλευρο περίστυλο κτίσμα του αιθρίου, που ήταν στη δυτική όψη του ναού, όπου υπήρχε η κρήνη με τη γνωστή καρκινική επιγραφή: «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ». Άλλα ψηφιδωτά τα κατέστρεψαν σκόπιμα και τα υπόλοιπα τα κάλυψαν με ασβεστώματα.
Η τουρκική μανία, που αποσκοπούσε σε παντελές "θάψιμο" του ελληνοχριστιανικού παρελθόντος του ναού της Αγίας Σοφίας, μαρτυρείται και από το γεγονός ότι τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα ήταν τόσο πολλά που τα περισσότερα ψηφιδωτά ήταν καλυμμένα από δύο έως και τρία δάκτυλα πάχους ασβέστη.
Επίσης γκρέμισαν τον Πατριαρχικό οίκο, έφραξαν παράθυρα, μετέτρεψαν το βαπτιστήριο σε μαυσωλείο, ύψωσαν ακαλαίσθητες αντηρίδες.
Κομμάτιασαν το τέμπλο, τον άμβωνα και εξαφάνισαν τα πάντα από ιερά σκεύη έως και φορητές εικόνες.
Όπως παρατηρεί με θλίψη ο π. Κωνσταντίνος Καλλίνικος: «Η μοναδική Εκκλησία κατάκειται γυμνή της αρχαίας της πορφύρας»27. Αν θέλαμε να μακρηγορήσουμε, ατελείωτος θα ήταν αυτός ο κατάλογος των τουρκικών βαρβαροτήτων.
Η έντονη εχθρότητα του Κορανίου προς κάθε μορφή απεικονίσεως ανθρωπίνου προσώπου, με την οποία εναρμονίσθηκε και η Ισλαμική τέχνη, έκανε απαγορευμένη την απεικόνιση ανθρωπίνων μορφών, ιδίως στα μουσουλμανικά τεμένη. Όπως αναφέρεται στις Χαντίθ, δηλαδή στις συλλογές από την προφορική διδασκαλία του Μωάμεθ, αυτός είπε: «Όποιος ζωγραφίζει εικόνες θα τιμωρηθεί την Ημέρα της Ανάστασης και θα του ζητηθεί να δώσει ζωή σε αυτά που έχει δημιουργήσει»28.
Είναι λοιπόν βέβαιο ότι οι Οθωμανοί Τούρκοι αμέσως μετά την Άλωση με διαταγή του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή κάλυψαν αρχικά με σοβά και ασβέστη τα ψηφιδωτά εκείνα, τα οποία βρίσκονταν στα χαμηλότερα σημεία του ναού και ήταν ευκολότερα προσεγγίσιμα. Πιθανόν τα ψηφιδωτά, που ήταν τοποθετημένα στα υψηλότερα σημεία, όπως ο Παντοκράτορας και τα εξαπτέρυγα στον τρούλλο, φαίνεται ότι για πολλές δεκαετίες δεν καλύφθηκαν.
Ίσως γιατί ευρισκόμενα σε ύψος 50 - 60 μέτρων θα χρειάζονταν δαπανηρές εργασίες, για να στηθούν ικριώματα μέχρι το επίπεδό τους και κυρίως γιατί θα έπρεπε να πάψει να λειτουργεί ως τέμενος ο χώρος για μήνες ή και έτη μέχρι να περατωθεί η επικάλυψή τους.
Έτσι το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα, σύμφωνα με διηγήσεις περιηγητών, ήταν ορατό μέχρι και τον 16ο αιώνα. Ο Φώτης Κόντογλου γράφει σχετικά : «Ένας Ευρωπαίος που πήγε στην Κωνσταντινούπολη κατά το 1600 γράφει πως η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος υπήρχε στον τρούλλο κ’ ήτανε τόσο μεγάλη, που το ‘να μάτι από τ’ άλλο ήτανε μακριά τρεις πιθαμές»29. Πότε ακριβώς καλύφθηκε δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα, αλλά πιθανολογείται ότι έγινε με διαταγή του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (1520 - 1566) ή του Σουλτάνου Σελίμ Β΄ (1566 - 1574) κατά τη διάρκεια επισκευών, που διενεργήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Σινάν30. Ίσως όμως η πιθανότερη εκδοχή είναι η κάλυψή του κάτω από στρώμα ασβέστη να συνέβη το 1609 επί Σουλτάνου Αχμέτ Α΄ (1603 - 1617)31 .
Παρά τις προσπάθειες των Τούρκων να καλύψουν τα ψηφιδωτά με συνεχή ασβεστώματα, αυτές δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς. Τον 17ο αιώνα ο Οθωμανός Evliya Celebi και το 1710 ο Σουηδός Cornelius Loos μαρτυρούν ότι είδαν ψηφιδωτά μέσα στο ναό και άλλα από αυτά ήταν εντελώς ευδιάκριτα, ενώ άλλα φαίνονταν αμυδρά κάτω από το ασβέστωμά τους.
Σε σχέδιο του 1680 του κεντρικού κλίτους, που έκανε ο Γάλλος περιηγητής Guillaume Joseph Grelot, φαίνονται να είναι ορατά πολλά ψηφιδωτά στα υψηλά μέρη του ναού, όπως στην αψίδα του Ιερού, στο εσωρράχιο του ανατολικού τόξου και στα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα.
Στον τρούλλο δεν υπάρχει το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα παρά μόνο ένα μετάλλιο με ρόμβους και στο εσωτερικό του παραδόξως έχει σχεδιασθεί ένας μικρός μαύρος Σταυρός (;). Το 1787 σε λιθογραφία βασισμένη σε σχέδιο του Mouradgea D' Ohsson φαίνεται ότι ο χώρος που ήταν ο Παντοκράτωρ έχει καλυφθεί από μία επιγραφή, όπου με αραβική γραφή αναγράφεται ένα απόσπασμα του Κορανίου. Από τον ψηφιδωτό διάκοσμο εξακολουθούν να είναι ορατοί μόνο οι δύο εξαπτέρυγοι άγγελοι στα προς ανατολάς σφαιρικά τρίγωνα.
Αν και ο χώρος λειτουργούσε ανελλιπώς από την Άλωση ως τζαμί, οι Σουλτάνοι δεν ενδιαφέρονταν για την ουσιαστική συντήρησή του. Συνειδητά ή ασυνείδητα αισθάνονταν ότι όσες εσωτερικές μετατροπές κι αν έκαναν για να μοιάζει με τζαμί, όλα μέσα σ' αυτήν φώναζαν ότι είναι Ορθόδοξος ναός της του Θεού Σοφίας. Έτσι οι Πατισάχ Σουλτάνοι προτιμούσαν να δαπανούν κολοσσιαία ποσά για το κτίσιμο νέων τζαμιών που θα διαιώνιζαν το όνομά τους στους αιώνες (Τέμενος Σουλτάν Αχμέτ, Τέμενος Σουλεϊμανίγιε κλπ.).
Περιορίζονταν λοιπόν μόνο σε μικροεπισκευές ή κάπως μεγαλύτερες, όταν το κτίσμα έφθανε στα όρια της κατάρρευσης. Για 400 χρόνια, από το 1453 έως το 1847, έγιναν μόλις τρεις ουσιαστικές παρεμβάσεις: το 1573 επισκευάσθηκε το ανατολικό ημιθόλιο «κρημνισμόν επαπειλούν δια την πολυκαιρίαν»32, στα τέλη του 16ου αιώνα επί Μουράτ Γ΄ (1574 - 1595) έγινε συντήρηση και το 1740 επί Μαχμούτ Α΄ πρόσθεσαν στα δυτικά δύο αντηρίδες.
Καταπονημένη από τους σεισμούς, τις καιρικές συνθήκες, τον χρόνο και κυρίως από την Οθωμανική αδιαφορία και παραμορφωμένη από την Τουρκική χοντροκοπιά και κακογουστιά η Αγία Σοφία έφθασε σε οριακό σημείο. Ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ (1839 - 1861), ο οποίος ήθελε να παρουσιάζεται ως προοδευτικός και φιλοευρωπαίος ηγεμόνας, αποφάσισε το 1847 να προβεί στην πιο εκτεταμένη συντήρηση και ανακαίνιση στο τζαμί Άγια Σόφια. Μέσα στο γενικότερο πνεύμα εκδυτικισμού, που ήθελε να εμφυσήσει στην παρηκμασμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, προτίμησε να μην αναθέσει το έργο σ' έναν Οθωμανό αρχιτέκτονα. Επέλεξε λοιπόν τον Gaspare Fossati (1809 - 1883), έναν Ελβετό διακεκριμένο αρχιτέκτονα, που είχε ήδη αναλάβει αξιόλογα έργα στη Ρωσία, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη33 . Ο Gaspare συνεπικουρούμενος από τον αδελφό του, Guiseppe Fossati, και έχοντας στη διάθεσή του ένα μεγάλο συνεργείο 800 ατόμων από τεχνίτες και εργάτες, ξεκίνησε το έργο34 .
Οι εργασίες επικεντρώθηκαν αρχικά σε ενίσχυση, αποκατάσταση και συντήρηση του κτίσματος εσωτερικά και εξωτερικά και διήρκεσαν έως το 1849. Στα πλαίσια αυτών των στόχων καθαιρέθηκαν τα επιφανειακά κονιάματα των τοίχων και έτσι αποκαλύφθηκαν τα σχεδόν ξεχασμένα βυζαντινά ψηφιδωτά. Εντυπωσιασμένοι οι αδελφοί Fossati από τον αξιοθαύμαστο πολιτιστικό θησαυρό, που βρέθηκε αναπάντεχα ενώπιόν τους, ζήτησαν την άδεια του Σουλτάνου να τα συντηρήσουν και να τα αποτυπώσουν σε σχέδια.
Το μέγεθος της αμάθειας των Τούρκων για το Βυζάντιο και ειδικότερα για την ιστορία της Αγίας Σοφίας αποκαλύπτεται εδώ σε όλο της το μεγαλείο : ο Σουλτάνος, όταν έμαθε για την ανακάλυψη των ψηφιδωτών, αρχικά έμεινε κατάπληκτος, αφού ποτέ δεν είχε ακούσει κάτι για την ύπαρξή τους. Αλλά μετά έγινε έξαλλος με την εντύπωση ότι τα έφτιαξαν κρυφά οι Fossati και θα είχαν σπαταλήσει γι' αυτά πολλά χρήματα από το σουλτανικό κονδύλιο που είχε διατεθεί. Έτσι χρειάσθηκε να τον πείσουν ότι αυτά ήταν ηλικίας αιώνων.
Και εδώ ας επικαλεσθούμε ακόμα μια φορά τα γραφόμενα του Φώτη Κόντογλου : «πέσανε πολλοί σοβάδες μέσα στην Αγιά Σοφιά, κ’ οι Ιταλοί αρχιτέκτονες που τη διορθώσανε, δυο αδέρφια Φοσάτι, σαν ρίξανε τα χαλασμένα σουβαντίσματα, βρήκανε από κάτω κάμποσους αγίους και βασιλιάδες ζωγραφισμένους με ψηφιά.
Απ’ αυτά τα έργα πήρε κάποια σκέδια ο γερμανός αρχιτέκτονας Σάλζεμπεργκ35, που δούλεψε μαζί με τους Φοσάτι. Ένας απ’ αυτούς γράφει πως ξεσήκωσε κ’ έναν μεγάλον Παντοκράτορα μέσα σε κύκλο, μα το αντίγραφο του χάθηκε. Αυτές οι εικόνες ξαναχριστήκανε πάλι με καινούρια σουβαντίσματα».
Διότι η σουλτανική εντολή που δόθηκε στους Ελβετούς αρχιτέκτονες ήταν ξεκάθαρη: όλες οι εικόνες θα επιχρίονταν ξανά, έτσι ώστε να καλυφθούν εντελώς και να μην εξοργίζονται με τη θέα τους οι προσευχόμενοι πιστοί του Αλλάχ. Όλοι οι εσωτερικοί χώροι θα σοβαντίζονταν εξ αρχής και θα ζωγραφίζονταν με νέες διακοσμητικές ανεικονικές συνθέσεις36.
Το 1848 καθαιρέθηκαν τα κονιάματα στο κέντρο - ομφαλό του τρούλλου, προκειμένου να γίνει συντήρησή του και έτσι καταστράφηκε αναγκαστικά και η εκεί ευρισκόμενη επιγραφή με το Κορανικό χωρίο. Τότε αποκαλύφθηκε και το Παλαιολόγειας εποχής ψηφιδωτό του Παντοκράτορα, το οποίο ήταν καλυμμένο για 250 χρόνια το λιγότερο. Όπως προαναφέραμε, οι Fossati, τηρώντας πιστά τη σουλτανική εντολή, σύντομα κάλυψαν και πάλι όλα τα ψηφιδωτά.
Σήμερα τόσο ο επισκέπτης, που θα στρέψει το βλέμμα του προς τον τρούλλο, όσο και ο μελετητής, που θα ανατρέξει σε αρχειακό υλικό παλαιών μαυρόασπρων φωτογραφιών, θα δει στο κέντρο του τρούλλου μία επιγραφή με αραβικούς χαρακτήρες σε χρυσό χρώμα, όπου αναγράφεται περιστροφικά το ακόλουθο κορανικό κείμενο: «Εν ονόματι του Θεού, του ελεήμονος και ευσπλάχνου. Ο Θεός είναι το φως του ουρανού και της γης. Το φως του υπάρχει μέσα του και δεν μοιάζει με το φως του πρωινού άστρου, ούτε με το φως των λαμπτήρων, ούτε με το φως του λύχνου»37 .
Η επιγραφή αυτή, που αποτελεί έργο του μουσουλμάνου καλλιγράφου Ιζέτ Εφέντη, περιβάλει ένα μετάλλιο, στο οποίο υπάρχει ένα πολυάκτινο σύμβολο του ήλιου, προκειμένου να εκφρασθεί εικαστικά το περιεχόμενο της επιγραφής, το οποίο παρομοιάζει τον Αλλάχ με φως.
Εδώ ξεκινάει το αμφιλεγόμενο θέμα του τι απέγινε το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα. Έχουν λοιπόν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές. Η επικρατέστερη από αυτές είναι η περίπτωση το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα να καταστράφηκε, μια πιθανότητα που δυστυχώς δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους ειδικούς στη Βυζαντινή τέχνη θεωρούν βέβαιο ότι το Ψηφιδωτό του Παντοκράτορα δεν διασώθηκε38.
Ένας από αυτούς, ο Βρετανός καθηγητής Πανεπιστημίου Cyril Mango, πιστεύει ότι αυτό πρέπει να καταστράφηκε μεταξύ των ετών 1652 και 1672 39.
Υπάρχουν κάποιοι μελετητές που τονίζουν ότι δεν μπορούμε να καταλογίσουμε εσκεμμένη πρόθεση καταστροφής του από τους αδελφούς Fossati. Η μέριμνά τους για όλα τα υπόλοιπα ψηφιδωτά, να τα συντηρήσουν και να τα σχεδιάσουν, αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όμως κατ' αυτούς επί τρεις σχεδόν αιώνες ο τρούλλος είχε μείνει ασυντήρητος. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι τα ύδατα της βροχής θα του είχαν προκαλέσει μικρές ή μεγάλες ζημιές και εξωτερικά, αλλά και στα εσωτερικά κονιάματα.
Αν η μούχλα της υγρασίας και η διάβρωση είχαν προχωρήσει σε τέτοιο σημείο στο κονίαμα πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο το ψηφιδωτό, η διάσωσή του θα ήταν πολύ δύσκολη ή αδύνατη και ιδίως με τις τότε τεχνικές γνώσεις και μεθόδους και τα υλικά που διέθεταν εκείνη την εποχή. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την εκδοχή η καταστροφή του ψηφιδωτού ήταν αναπόφευκτη και οι Ελβετοί αρχιτέκτονες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να το σώσουν.
Στοιχείο όμως που δεν συνηγορεί στο προαναφερθέν επιχείρημα, δηλαδή ότι αιτία της καταστροφής ήταν η ιδιαίτερα κακή κατάσταση του ψηφιδωτού του Παντοκράτορα, όταν αυτό αποκαλύφθηκε από τους Ιταλοελβετούς Fossati, είναι το εξής: Όπως ο ίδιος ο Gaspare Fossati παραδέχεται, μεταξύ των άλλων σχεδίων, στα οποία αποτύπωσε είτε με μολύβι είτε με υδατογραφία τα αποκαλυφθέντα ψηφιδωτά, υπήρχε και ένα έγχρωμο σχέδιο του Παντοκράτορα του τρούλλου. Αυτό και μόνο αποδεικνύει ότι το ψηφιδωτό δεν βρισκόταν σε κατάσταση διαλύσεως και δεν κατέρρεε μαζί με την απομάκρυνση των στρωμάτων ασβέστη. Για να έχει την ευκαιρία να πραγματοποιήσει ένα κανονικό σχέδιο, αυτό συνεπάγεται ότι το ψηφιδωτό βρισκόταν σταθερά στη θέση του σε καλή ή τουλάχιστον σε μέτρια κατάσταση.
Αν λοιπόν αποδεχθούμε τη δεύτερη εκδοχή, δηλαδή ότι αυτό καταστράφηκε, αν και ήταν δυνατόν να διασωθεί, το ερώτημα είναι γιατί; Πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να δόθηκε εντολή καταστροφής του ψηφιδωτού από την Υψηλή Πύλη. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα είχαν καταστραφεί γενικώς όλα τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες του ναού, που αποκαλύφθηκαν τότε. Όπως είναι γνωστό σήμερα, οι αδελφοί Fossati δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις όσον αφορά τα ψηφιδωτά.
Έτσι δεν ήταν λίγες οι καταστροφές που προκάλεσαν σε αυτά άλλοτε από λανθασμένες αποφάσεις, άλλοτε από κακή επιλογή υλικών συντήρησης και άλλοτε από καθαρή αμέλεια.
Έτσι είναι γενικώς αποδεκτό ότι τότε αρκετά ψηφιδωτά έπαθαν ζημιές - άλλα εν μέρει και άλλα στο σύνολό τους. Εξάλλου, ας μη λησμονούμε ότι, παρά τις όποιες καλές προθέσεις κι αν είχαν οι αρχιτέκτονες Fossati, ήταν υπόλογοι έναντι του Σουλτάνου για την αρτιότητα του έργου που θα του παρέδιδαν40. Η στερέωση και η στεγανοποίηση του τρούλλου σίγουρα θα πρώτευαν στις προτεραιότητές τους σε σχέση με τη διατήρηση ενός ψηφιδωτού. Έτσι ίσως να προτίμησαν να το καθαιρέσουν εντελώς, προκειμένου να μπορέσουν να συντηρήσουν και να στερεώσουν σωστότερα ολόκληρη την εσωτερική επιφάνεια του ομφαλού του τρούλλου.
Με βεβαιότητα γνωρίζουμε ότι οι εργασίες των Fossati στον τρούλλο συμπεριέλαβαν τα εξής : Ενισχύθηκε η στατικότατα του τρούλλου με την τοποθέτηση διπλής χαλύβδινης σιδερένιας στεφάνης μεγάλης αντοχής, που περιέζωσε τη βάση του και παραμένει εκεί έως σήμερα. Τα υπόλοιπα ψηφιδωτά της εσωτερικής επιφάνειας του τρούλλου, τα οποία ήταν ανεικονικά και διακοσμητικού χαρακτήρα (6ου, 10ου και 14ου αιώνα), αποκαλύφθηκαν, συντηρήθηκαν και σε κάποια σημεία συμπληρώθηκαν με απομιμήσεις χρυσών ψηφίδων41.
Μια τρίτη εκδοχή - εξίσου πιθανή σε σχέση με τη δεύτερη - κατά τη γνώμη μας η πιθανότερη, θέλει το ψηφιδωτό του Παντοκράτορος να ευρίσκεται ακόμα καλυμμένο κάτω από τη νεώτερη τοιχογραφία με το Κορανικό απόσπασμα. Ο καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης γράφει : «Έχουν μέχρι σήμερα αποκαλυφθεί περισσότερα από 50 ψηφιδωτά και άλλες εικόνες, αλλά παραμένουν ακόμη πολλές κάτω από τα επιχρίσματα, όπως φαίνεται από το αρχείο Fossati. Η κολοσσιαία λ. χ. εικόνα του Παντοκράτορα του τρούλου, για την ύπαρξη της οποίας βεβαιώνουν περιηγητές και προσκυνητές, ασφαλώς έργο των Παλαιολόγειων χρόνων, δεν έχει ακόμα αποκαλυφθεί»42.
Δεν μπορούμε λοιπόν να αποκλείσουμε και το πιθανότερο ενδεχόμενο, οι Fossati εναρμονιζόμενοι με την εντολή από την Υψηλή Πύλη περί αποκρύψεως όλων των ψηφιδωτών, να κάλυψαν και το ψηφιδωτό του Παντοκράτορος, όπως και όλα τα υπόλοιπα.
Το 1992 έγιναν κάποιες διερευνητικές εργασίες στο κέντρο του τρούλλου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν εκεί κάτω από την μουσουλμανική επιγραφή κρύβεται ακόμη κάποιο ψηφιδωτό. Σύμφωνα με τις τουρκικές αρχαιολογικές ανακοινώσεις εκεί βρήκαν στρώσεις κονιάματος χρονολογούμενες από τον 14ο αιώνα, αλλά δεν εντόπισαν το υπόστρωμα, στο οποίο θα έπρεπε να ήταν τοποθετημένες οι ψηφίδες.
Όμως αυτό κατά τη γνώμη μας δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση το τελικό πόρισμα. Αφού δεν πειράχθηκε καθόλου η Κορανική επιγραφή, ποιος εγγυάται ότι κάτω από αυτήν δεν υπάρχει το σύνολο του ψηφιδωτού ή τμήμα αυτού μεγάλο ή μικρό; Γιατί αποκλείεται στο σημείο όπου έγινε η δοκιμαστική τομή εκεί μόνο να είχε καταστραφεί το υπόστρωμα και, αν αποκολλούσαν τμήμα της επιγραφής ή και το σύνολό της, να ανεύρισκαν το ψηφιδωτό;
Είναι επιβεβαιωμένο με μαρτυρίες, σκίτσα, υδατογραφίες ακόμα και με φωτογραφίες για άλλα ψηφιδωτά ότι παραμένουν ακόμα και μέχρι σήμερα κρυμμένα κάτω από τα κονιάματα της επισκευής Fossati.
Όπως είναι τα ψηφιδωτά στην επιφάνια του εσωρραχίου του μεγάλου ανατολικού τόξου που αντιστηρίζει τον τρούλλο. Αυτά είναι: η Ετοιμασία του Θρόνου και οι ολόσωμες μορφές του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και μιας άλλης μορφής, που εικάζεται ότι είναι η σύζυγος του Ιωάννου Ε΄ η Ελένη Καντακουζηνή. Δυστυχώς στα τέλη του 20ου αιώνα οι επίσης ολόσωμες μορφές της δεομένης Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που πλαισίωναν την Ετοιμασία του Θρόνου κατέπεσαν ολοκληρωτικά43.
Από το 1989, που οι Τούρκοι αρχαιολόγοι ασχολήθηκαν αναγκαστικά με αυτά τα ψηφιδωτά, λόγω φθορών στο σημείο αυτό, ούτε τα συντήρησαν ούτε τους επιτράπηκε από τους ανωτέρους τους να δημοσιεύσουν κάτι γι' αυτά. Ο Φώτης Κόντογλου αναφέρει σχετικά με άλλα ''ξεχασμένα'' ψηφιδωτά: «Ο Σάλζεμπεργκ γράφει για μίαν άλλη Παναγία με τον Χριστό και για το κεφάλι του Απόστολου Πέτρου, που είναι κρυμμένα κάτω από τον ασβέστη. Κάποιοι άλλοι που πήγανε στην Πόλη προ πολλά χρόνια, έχουνε γράψει ότι είδανε κάποιους Αρχαγγέλους, το άγιο Μανδήλιο, την Ετοιμασία του Θρόνου, κάποιους ιεράρχες, τον προφήτη Ησαΐα και υποθέσεις από τη ζωή του Χριστού. Αυτά τα είδανε σε καιρό που είχανε πέσει οι σουβάδες από σεισμό ή την υγρασία».
To 1949 o Αμερικανός καθηγητής Βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής Paul Underwood έκανε δοκιμαστικές τομές στο Νότιο τοίχο και στα Νότια υπερώα και εντόπισε μερικά ψηφιδωτά καλυμμένα. Κράτησε κάποιες πρόχειρες σημειώσεις και έκανε κάποια σκαριφήματα.
Από τότε καμία σχετική νεώτερη δημοσίευση δεν έγινε γι' αυτά, ούτε κάποια προσπάθεια να αποκαλυφθεί μέρος ή και το σύνολό τους44.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι και ορατά ψηφιδωτά ''εξαφανίστηκαν'', όπως τα δυτικά εξαπτέρυγα των λοφίων του τρούλλου - αυτά που συμπλήρωσε ζωγραφικά, αλλά κακότεχνα, το συνεργείο των Fossati. Αυτά, κατά την μαρτυρία του καθηγητή Ευγένιου Αντωνιάδη, μέχρι το 1894 διατηρούσαν μεγάλα κομμάτια από το αρχικό βυζαντινό ψηφιδωτό, αλλά σκόπιμα καταστράφηκαν με πρόφαση την επισκευή του τοίχου τα χρόνια που ακολούθησαν. Το ίδιο συνέβη και στο ψηφιδωτό της Πεντηκοστής σε θόλο στο Νότιο υπερώο. Το 1849 ο Wilhelm Salzenberg το είχε αποτυπώσει σε υδατογραφία και, αν και καλύφθηκε από τα κονιάματα των Fossati, τις ηλιόλουστες ημέρες διαγραφόταν κάτω από αυτά. Πριν από το 1930 ''εξαφανίστηκε''.
Ο Κεμάλ πασάς, ο αυτοαποκληθείς Ατατούρκ, ο οποίος είχε ήδη καταργήσει από το 1923 το σουλτανικό αξίωμα και το χαλιφάτο και προσπαθούσε να μετατρέψει την Τουρκία σε κοσμικό κράτος, θέλησε με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας από τζαμί σε μουσείο (Ayasofya Müzesi) - που επισήμως έγινε τον Μάϊο του 1934 - να δώσει ένα συμβολικό κτύπημα στο οθωμανικό παρελθόν, που ήδη πάσχιζε να βάλει στο περιθώριο.
Έτσι το 1931 το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο (Byzantine Institute of America) έλαβε την άδεια για ανασκαφές στον περιβάλλοντα χώρο της Αγίας Σοφίας, καθώς και για την αποκάλυψη και τον καθαρισμό των ψηφιδωτών, που παρέμεναν καλυμμένα από την εποχή της επισκευής Fossati. Από το 1932 έως το 1950 αποκαλύφθηκαν πολλά βυζαντινά ψηφιδωτά, τα οποία καθαρίσθηκαν, στερεώθηκαν και μελετήθηκαν χάρη στις προσπάθειες Αμερικανών συντηρητών υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Thomas Whittemore45.
Δυστυχώς τότε ο ομφαλός του τρούλλου δεν ήταν μέσα στα σημεία έρευνας της Αμερικανικής αποστολής.
Όμως τα βασανιστικά, αλλά και αναπάντητα ερωτήματα είναι πολλά : γιατί στο Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο ή σε κάποια άλλη Αμερικανική ή Ευρωπαϊκή αρχαιολογική σχολή δεν επιτράπηκε να συνεχίσει μετά το 1950 τις αποκαλύψεις ψηφιδωτών, αν και υπήρχαν τόσα ακόμα μοναδικά αριστουργήματα της Βυζαντινής τέχνης να αποκαλυφθούν ;
Γιατί η αρχαιολογική υπηρεσία του Τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού δεν συνέχισε αυτό το έργο ; Η επίσημη δικαιολογία είναι ότι δεν πρέπει να καταστραφούν οι ζωγραφικές διακοσμητικές συνθέσεις της εποχής Fossati, που καλύπτουν τα ψηφιδωτά. Ακούγεται απίστευτο να προτιμάται από αρχαιολόγους να παραμείνουν ''θαμμένα'' ψηφιδωτά, που χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 14ο αιώνα, προκειμένου να μην απομακρυνθούν νεώτερες δημιουργίες μόλις 150 ετών. Συνάμα είναι χονδροειδές ψέμα ότι οι διακοσμήσεις Fossati είναι απαραίτητο να καταστραφούν, για να έλθουν στο φως ψηφιδωτά, όπως ο Παντοκράτωρ. Εκτός αν οι Τούρκοι αρχαιολόγοι δεν έχουν ακούσει τίποτε για την τεχνική της αποκολλήσεως τοιχογραφιών.
Εδώ να θυμίσουμε ότι τα δυο ψηφιδωτά εξαπτέρυγα στα ανατολικά σφαιρικά τρίγωνα που στηρίζουν τον τρούλο, αν και τα ίδια ήταν ορατά, τα πρόσωπά τους παρέμεναν καλυμμένα με μεταλλικές ''μάσκες''. Μόλις το 2009 αφαίρεσαν τη μια ''μάσκα'' σπάζοντας απλώς τον γύψο που την στερέωνε και αποκαλύφθηκε το ψηφιδωτό πρόσωπο του αγγέλου. Τόσο δύσκολο ήταν ! Προφανώς όμως μετανόησαν για το ''ολίσθημά'' τους και έτσι έντεκα χρόνια μετά η ''μάσκα'' που καλύπτει το πρόσωπο στο δεύτερο εξαπτέρυγο δεν έχει ακόμη αφαιρεθεί.
Είναι λοιπόν προφανές ότι είναι θέμα επιλογής και πολιτικών και θρησκευτικών σκοπιμοτήτων της Τουρκίας, να αντιστέκεται κωλυσιεργώντας και παρεμποδίζοντας από το παρασκήνιο, αφού δεν επιθυμεί να έλθουν στο φως άλλα χριστιανικά ψηφιδωτά. Για να μη νομισθεί ότι ισοπεδώνουμε τα πάντα και είμαστε μεροληπτικοί, πρέπει να τονίσουμε ότι το έργο των αρχαιολόγων στην Αγία Σοφία δεν σταμάτησε το 1950. Συνεχίζεται, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς46, επιλεκτικά έτσι ώστε να μην αποκαλύπτονται ''ενοχλητικά'' ευρήματα, όπως ψηφιδωτά, και με αρκετές πληροφορίες για τις πραγματοποιηθείσες εργασίες να συγκαλύπτονται από τις κρατικές αρχές. Μεταξύ των ετών 2004 και 2018 οι αρχαιολόγοι Jan Kostenec και Ken Dark, οι οποίοι επιβλέπουν ανασκαφικό και ερευνητικό έργο στην Αγία Σοφία, που έφερε στο φως μερικά νέα ευρήματα, δήλωσαν ότι : ''προσδοκούν πολλές επιπλέον ανακαλύψεις, καθώς πολλά τμήματα του συγκροτήματος παραμένουν ακόμα άγνωστα'' 47.
Αυτό όμως, που είναι αναντίρρητη αλήθεια, είναι ότι η Τουρκία ούτε επί Κεμαλικού καθεστώτος αποδέχθηκε να αφήσει πραγματικά ελεύθερο το έργο των βυζαντινολόγων, από το φόβο μήπως η Αγία Σοφία αρχίσει να θυμίζει όλο και περισσότερο Ορθόδοξο χριστιανικό ναό, παρά τζαμί48. Την περίοδο αυτή, αν και την είχαν μετατρέψει σε Μουσείο (1934 -2020), η πιθανότητα αποκαλύψεως ενός Χριστού Παντοκράτορα στον τρούλλο τρόμαζε τους Τούρκους, γιατί θα τόνωνε την αίσθηση του κάθε επισκέπτη ότι βαδίζει σε έναν Ορθόδοξο χριστιανικό ναό και όχι σε ένα μουσουλμανικό Τέμενος.
Τώρα, που επί Ερντογάν οι ''μάσκες'' έπεσαν, λέγεται ότι και τα υπάρχοντα ορατά ψηφιδωτά θα καλυφθούν με κουρτίνες. Δεν λείπουν και οι φωνές ''ευσεβέστερων'' μουσουλμάνων, ακόμα και καθηγητών Πανεπιστημίου, που ζητούν την κάλυψή τους και πάλι με ασβέστη ή την αποκόλλησή τους και μεταφορά τους σε κάποιο μουσείο.
Αν θελήσει ο Θεός και κρίνει ότι είναι ωφέλιμο για την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, ίσως κάποτε να επιτρέψει ο ναός της Αγίας Σοφίας να αποδοθεί και πάλι στη χριστιανική λατρεία, για την οποία και κτίσθηκε.
Τότε θα μπορέσει να απαντηθεί με βεβαιότητα το ερώτημα αν έχει ή όχι καταστραφεί το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα στον τρούλλο.
1. Κόντογλου Φώτης, Μυστικά άνθη, Αθήναι 2001 (5η έκδ.), σελ.126.
2. Α΄ Κορ.1,24.
3. Vasiliev Alexander, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.235.
3α. Πεσσοί είναι αρχιτεκτονικά μέλη στηρίξεως ορθογωνίου διατομής, ή σε απλούστερη γλώσσα κτιστές "κολώνες".
4. Περισσότερα για τον τρούλλο της Αγίας Σοφίας και για τις φθορές που υπέστη ανά τους αιώνες βλέπε Καλοκύρη Κωνσταντίνου, Εισαγωγή εις την Χριστιανικήν και Βυζαντινήν Αρχαιολογίαν, Θεσσαλονίκη 2010, σελ.89 και 91-92 και Κωνσταντινίδη Δημητρίου, Σοφίας του Θεού ναός εν Κωνσταντινουπόλει, ΘΗΕ, Αθήναι 1967, τ.11, στ.329.
5. Προκοπίου, Περί των του δεσπότου Ιουστινιανού κτισμάτων, Α, α, 54
6. Κωδινού Γεωργίου, Χρονικό περί της οικοδομής του ναού της Αγίας Σοφίας, στο βιβλίο Το Χρονικό του Γεωργίου Κωδινού για το κτίσιμο της Αγιά - Σοφιάς, Αθήνα 2000, σελ.70.
7. Αντουράκη Γεωργίου, Χριστιανική Αρχαιολογία, Αθήνα 1984, τ. Α΄, σελ.100.
8. PG 86, 2119 - 2158.
9. Μεταλληνού Γεωργίου π., Παύλος Σιλεντιάριος, Θ.Η.Ε. , Αθήναι 1966, τ.10 , στ.216.
10. Αντουράκη Γεωργίου, Χριστιανική Αρχαιολογία, Αθήνα 1984, τ. Α΄, σελ.204.
11. Μοροπούλου Τώνια, H Ελληνική συμβολή στη συντήρηση, αποκατάσταση και αντισεισμική προστασία της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, Τεχνικά χρονικά (Νοε. - Δεκ. 2005) σελ.22.
12. Vasiliev Alexander, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, (Μτφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954, σελ.236.
13. Ο εικονομάχος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Νικήτας, όπως αναφέρει ο Θεοφάνης στη Χρονογραφία του, κατέστρεψε τα ψηφιδωτά του Χριστού και των Αγίων που υπήρχαν στην Αγία Σοφία.
14. Λαούρδα Βασιλείου, Η εικονομαχία, εν Χριστιανικόν Συμπόσιον, Αθήναι 1966, σελ.142.
15. Delvoye Charles, Βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1991, σελ. 360.
16. Πάλλα Δημητρίου, Ψηφιδωτά, Θ.Η.Ε. , Αθήναι 1968, τ.12 , στ.1171.
17. Αντουράκη Γεωργίου, Χριστιανική Αρχαιολογία, Αθήνα 1984, τ. Α΄, σελ.264.
18. Δετοράκη Θεοχάρη, Αγία Σοφία, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, Αθήνα 2000, σελ.74.
19. Κόντογλου Φώτης, Έκφρασις.
20. Αντουράκη Γεωργίου, Χριστιανική Αρχαιολογία, Αθήνα 1984, τ. Α΄, σελ.264.
21. Πάλλα Δημητρίου, Ψηφιδωτά, Θ.Η.Ε. , Αθήναι 1968, τ.12 , στ.1172.
22. Φυτράκη Ανδρέα, Χριστιανική αρχαιολογία, Αθήναι 191, σελ.141.
23. Λέοντος Διακόνου , Ιστορία, αρχομένη από της τελευτής του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου, μέχρι της τελευτής Ιωάννου του αυτοκράτορος, του επιλεγομένου Τζιμισκή. Βιβλίο Ι΄,10
24. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ ο Καντακουζηνός είχε συνεισφέρει επανειλημμένως από την προσωπική περιουσία του για να καλυφθούν κρατικές ανάγκες.
25. Επιβεβαίωση της ελλείψεως χρημάτων αποτελεί το τμήμα του ψηφιδωτού του 14ου αιώνα, που συμπληρώθηκε στο ανατολικό τμήμα του τρούλου. Σ΄ αυτό η διάταξη των ψηφίδων είναι πολύ αραιή, ιδιαιτέρως όσον αφορά τις χρυσές ψηφίδες, καθώς τοποθετούνταν περίπου 140 ψηφίδες ανά 100 cm2. Ψηφίδες λευκού μαρμάρου χρησιμοποιήθηκαν ως υποκατάστατα των ασημένιων, ενώ επαναχρησιμοποιήθηκαν και χρυσές ψηφίδες του 6ου αιώνα από τις αποκολλημένες από την κατάρρευση, έστω και αν αυτές δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Βλέπε Μοροπούλου Τώνια, H Ελληνική συμβολή στη συντήρηση, αποκατάσταση και αντισεισμική προστασία της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, Τεχνικά χρονικά (Νοε. - Δεκ. 2005), σελ.25.
26. Κόντογλου Φώτης, Έκφρασις.
27. Καλλινίκου Κωνσταντίνου πρωτ. , Ο Χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, Αθήναι 1969 (εκδ. 5η), σελ. 42.
28. Hadith - Bukhari 4:47. Η Σούννα, δηλαδή η Ισλαμική προφορική παράδοση, αντλεί το περιεχόμενό της από μια σειρά από Χαντίθ, δηλαδή συλλογές από καταγεγραμμένες φράσεις, που αποδίδονται στον Μωάμεθ.
29 . Κόντογλου Φώτης, Έκφρασις.
30. Ο Σινάν (1489 - 1588) ήταν Έλληνας Ορθόδοξος από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο Ιωσήφ - έτσι ήταν το βαπτιστικό του όνομα - υπήρξε ένα από τα αμέτρητα θύματα του παιδομαζώματος και αναγκάσθηκε να ασπασθεί το Ισλάμ. Αναδείχθηκε σε κορυφαίο αρχιτέκτονα λόγω της ευφυΐας του, αλλά κυρίως διότι στους συνεργάτες του είχε συμπεριλάβει πολλούς Έλληνες. Στην αρχιτεκτονική του επηρεάσθηκε πολύ από τη βυζαντινή τέχνη και ιδίως από το ναό της Αγίας Σοφίας. Μεταξύ των κορυφαίων κτισμάτων που δημιούργησε - τα οποία υπερβαίνουν τα 400 - είναι το τζαμί του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή στην Κωνσταντινούπολη και το τζαμί του Σελίμ Β΄ στην Αδριανούπολη.
31. Καργάκου Σαράντου, Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήνα 2015, τ.1ος, σελ.291.
32. Αντωνιάδου Ευγενίου, Έκφρασις Αγίας Σοφίας, Αθήναι 1907, τ. Α΄, σελ. 30.
33. Ο Gaspare Fossati (1809 - 1883), υπήρξε Ιταλόφωνος Ελβετός αρχιτέκτονας. Μελέτησε ρομανικά και αναγεννησιακά κτίσματα στην Ευρώπη. Συμμετείχε στις πρώτες ανασκαφές στην Πομπηία. Εργάσθηκε στη Ρωσία και ανέλαβε την οικοδόμηση αξιόλογων έργων και τιμητικά έλαβε τον τίτλο του "αρχιτέκτονα της αυλής". Μαζί με τον αδελφό του Giuseppe για αρκετό διάστημα έζησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκτός της συντηρήσεως της Αγίας Σοφίας, ανέλαβαν την οικοδόμηση περισσότερων από πενήντα δημοσίων έργων μέχρι το 1858 που επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
34. Τα σχετικά με τις εργασίες που διεκπεραίωσε ο Gaspare Fossati στην Αγία Σοφία, συνοδευμένα από υδατογραφίες που δημιούργησε ο ίδιος και απεικονίζουν τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό του ναού, δημοσίευσε σε τόμο με τον τίτλο : "Aya Sophia of Constantinople as recently restored by order of H. M. the Sultan Abdulmedjid, London 1852 ''.
35. Ο Wilhelm Salzenberg ήταν γερμανός αρχιτέκτονας. Υπήρξε απεσταλμένος του βασιλέως της Πρωσσίας, προκειμένου να μελετήσει και να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς την επισκευή του κορυφαίου αυτού Βυζαντινού μνημείου. Τα αποτελέσματα της μελέτης του, συνοδευόμενα με περιγραφές του ναού και των ψηφιδωτών, συμπεριέλαβε στο δίτομο έργο του περί των αρχαίων χριστιανικών ναών της Κωνσταντινουπόλεως από τον 5ο έως τον 12ο αιώνα ''Alt-Christliche Baudenkmale von Constantinopel vom V. bis XII. Jahrhunder'', που εξέδωσε στο Βερολίνο το 1854.
36. Τους αδελφούς Fossati βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό οι ζωγράφοι Λανζόνι και Φορνάρι, προκειμένου να δημιουργηθούν οι διακοσμητικές ανεικονικές συνθέσεις, που βλέπουμε μέχρι σήμερα στο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας.
37. Δετοράκη Θεοχάρη, Αγία Σοφία, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, Αθήνα 2000, σελ.74. Εδώ να προσθέσουμε, όσον αφορά το κείμενο της επιγραφής, ότι οι 113 από τις 114 Σούρες (κεφάλαια) του Κορανίου αρχίζουν στερεότυπα με τη φράση: «Εν ονόματι του Θεού, του ελεήμονος και ευσπλάχνου». Η φράση «Ο Θεός είναι το φως του ουρανού και της γης. ... » υπάρχει στη Σούρα ''Ελ Νουρ'' (Το Φως), 24, 35 εξ..
38. Αντουράκη Γεωργίου, Χριστιανική Αρχαιολογία, Αθήνα 1984, τ. Α΄, σελ.264, Delvoye Charles, Βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1991, σελ. 360 και Πάλλα Δημητρίου, Ψηφιδωτά, Θ.Η.Ε. , Αθήναι 1967, τ.12 , στ.1171.
39. Mango Cyril, The Mosaics of St. Sophia at Istanbul, Washington - Dumbarton Oaks 1962.
40. Ο Αβδούλ Μετζίτ, αν και ήθελε να παρουσιάζεται ως μεταρρυθμιστής και ηγέτης με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό, παράλληλα ήταν γνωστός και για την αγριότητα και τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τις επαναστάσεις λαών στα πλαίσια της αυτοκρατορίας του. Το σκληρό αυτό πρόσωπο του Σουλτάνου εργοδότη τους δεν μπορεί να διέφευγε των πληροφοριών που θα είχαν οι Ελβετοί Fossati. Επιπλέον οι Fossati επιθυμούσαν να τον ευχαριστήσουν προκειμένου να αναλάβουν και άλλα έργα.
41. Δετοράκη Θεοχάρη, Αγία Σοφία, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, Αθήνα 2000, σελ.77 και Μοροπούλου Τώνια, H Ελληνική συμβολή στη συντήρηση, αποκατάσταση και αντισεισμική προστασία της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, Τεχνικά χρονικά (Νοε. - Δεκ. 2005), σελ.25 - 26.
42. Δετοράκη Θεοχάρη, Αγία Σοφία, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, Αθήνα 2000, σελ112.
43. Σκαμπαβία Κωνσταντίνου, Περί των ψηφιδωτών του μεγάλου ανατολικού τόξου της Αγίας Σοφίας και πάλιν, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Περίοδος Δ', Τόμος ΚΗ' (2007).σελ.163 - 169.
44. Atchison Bob, History of Hagia Sophia - the Church of Holy Wisdom, άρθρο στο διαδίκτυο. Ο Paul Underwood (1902-1968) υπήρξε καθηγητής Βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Dumbarton Oaks. Το 1931 - 1933 παρέμεινε στην Ελλάδα, όπου αγάπησε τόσο πολύ τη Βυζαντινή τέχνη, που αποφάσισε να αφιερώσει την ζωή του σε αυτήν. Εργάσθηκε για τη συντήρηση Βυζαντινών ναών στην Κωνσταντινούπολη. Το 1966, δημοσίευσε το έργο του '' The Kariye Djami'', δηλαδή για τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη.
45. Ο Thomas Whittemore (1871-1950) υπήρξε καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στα Πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και του Χάρβαρντ. Το 1930, ίδρυσε το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής με έδρα τη Βοστώνη και με ερευνητικό κέντρο στο Παρίσι και γραφείο στην Κωνσταντινούπολη. Σε δημοσίευμα της εφημερίδας New York Herald Tribune'' Mosaics Found in St. Sophia Are Described'' (18 Φεβρουαρίου 1936) ο Whittemore τόνιζε το γεγονός ότι το έργο του δεν ήταν η αποκατάσταση, αλλά η συντήρηση των ψηφιδωτών, γι' αυτό δεν χρησιμοποιήθηκαν νέα υλικά, αλλά συμπεριφέρθηκαν σ' αυτά, όπως θα φερόταν κάποιος σε ένα παλαιό χειρόγραφο ή ένα κομμάτι από ταπισερί. Βλέπε : Rona Razon, Thomas Whittemore’s manifold narrative, in Colligere, 16/05/2017.
46. Το 1943 - μετά τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο - αποκαλύφθηκε σε σημείο κοντά στον ναό, που μέχρι τότε χρησιμοποιόταν ως αποθήκη φυλάξεως λαδιού για τον φωτισμό του τζαμιού, μια μαρμάρινη σταυρόσχημη κολυμβήθρα, η οποία ήταν μέχρι τότε καλυμμένη από ένα κομμάτι μάρμαρο. Μετά από διαδοχικές εργασίες αποκαλύφθηκε πως όλο το σημείο αυτό ήταν το Βαπτιστήριο της Αγίας Σοφίας. Μέχρι και το 2010, δηλαδή 67 χρόνια μετά, ο χώρος δεν ήταν έτοιμος για να τον επισκέπτεται το κοινό.
47. Owen Jarus, Long - lost Baptistery for Emperors possibly discovered at the largest Cathedral in the ancient world, αναρτημένο στην ιστοσελίδα Live Science στις 29 Απριλίου 2019.
48. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, που επιβεβαιώνει τα γραφόμενά μας, θα αναφέρουμε το εξής: Οι 6 μεγάλοι κυκλικοί δίσκοι (διαμέτρου 7,5 μέτρων), που αναγράφουν σε πράσινο φόντο με χρυσά καλλιγραφικά γράμματα της αραβικής γραφής το όνομα του Μωάμεθ και άλλων χαλιφών, που διέδωσαν το Ισλάμ, είχαν απομακρυνθεί, όταν η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε μουσείο. Αλλά το 1950 ξανατοποθετήθηκαν στους πεσσούς του κεντρικού κλίτους, όπου έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση και παραμορφώνουν φρικτά το εσωτερικό του ναού της Αγίας Σοφίας .
"Π Α Π Α Φ Λ Ε Σ Σ Α Σ"
Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης, Αυγουστίνος Καντιώτης: «Θα ξαναστηθεί ο Σταυρός στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς».
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς δούμε τι έλεγε για την Αγία Σοφία ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, με τον πύρινο λόγο του:
«…Τὸ πιστεύω, θὰ ξαναμποῦμε στὴν Ἁγια-Σοφιὰ νὰ τελειώσουμε τὴ διακοπεῖσα Λειτουργία―, πρέπει ὅλοι νὰ μετανοήσουμε• οὔτε μοιχεῖες, οὔτε διαζύγια, οὔτε βλασφημίες, οὔτε ἐκτρώσεις, οὔτε ἀδικίες, ἀλλὰ παντοῦ νὰ βασιλεύῃ Χριστός. Τότε Ἐκεῖνος θὰ σκεπάσῃ καὶ θὰ εὐλογήσῃ τὸν τόπο μας, καὶ θὰ κάνῃ τὸ θαῦμα νὰ δοξασθῇ πάλι ἡ πατρίδα μας καὶ νὰ ξαναστηθῇ ὁ σταυρὸς στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς. Ἔτσι γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, τρίτη φορά (πρώτη στὸ Βυζάντιο, δεύτερη στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, τρίτη στὸν Ἕβρο καὶ τὰ νησιά), θὰ σταθοῦμε ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ θὰ ξαναποῦμε• «Χαῖρε», Παναγιά, «δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια• χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι».
Πηγή:
https://www.orthodoxianewsagency.gr/gnomes/tha-ksanastithei-o-stayros-ston-troulo-tis-agia-sofias
Με Αρχιστράτηγο την Θεοτόκο έφτασε ο χρόνος και ο καιρός για να τα ξαναφτιάξουμε και να προσκυνήσουμε στην πρωτεύουσα μας την Πόλη των πόλεων!
ΑπάντησηΔιαγραφήΛίγο πριν τον θάνατο του, ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέιχι ουά σαλάμ) είχε πει στην κόρη του Φάτιμα (ραντιγιαλλάχου άνχα) ότι αυτός θα πέθαινε και αυτή θα ήταν η πρώτη που θα τον ακουλουθούσε σύντομα. (Ibn Majah, Janaiz, 65; & Muslim, Fadailus–Sahaba, 15;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΠράγματι η Φάτιμα (ραντιγιαλλάχου άνχα) πέθανε μετά από έξι μήνες.
Επίσης ο Προφήτης είχε πει στον φίλο του Άμμαρ ιμπν Γιασσίρ (ραντιγιαλλάχου άνχου): “Ω Άμμαρ! Μια ομάδα αχρείων ανθρώπων θα σε σκοτώσουν..” (Sahih al-Buhari, salah, 63; & Sahih Muslim, fitan, 70-72-72;)
Πράγματι 40 χρόνια αργότερα ο Άμμαρ σκοτώθηκε στη μάχη του Σιφφίν.
Ο Προφήτης κατά τη διάρκεια της μάχης του Χάντακ (Φεβρουάριος του 627 μ.Χ) είπε στους μουσουλμάνους στρατιώτες:
“Μου δώθηκαν τα κλειδιά του Βυζαντίου! Μου δώθηκαν τα κλειδιά της Περσίας! Μου δώθηκαν τα κλειδιά της Υεμένης!” (Musnad, Ahmad ibn Hanbal, 4:303;)
Πράγματι μέσα σε 20 χρόνια η Περσία και η Υεμένη κατακτήθηκαν από τους στρατηγούς Σαντ ιμπν Άμπι Ουακκάς και Χάλιντ ιμπν Ουαλίντ (ραχίμαχουμουλλάχ) και πολύ αργότερα κατακτήθηκε το Βυζάντιο.
Εδώ θέλω να πω και κάτι άλλο. Ο Προφήτης είχε πει: “Τί μεγάλος αυτός ο στρατηγός που θα κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη! Τί μεγάλος που θα είναι ο στρατός του!” (Hakim,al–Mustadrak, 4:422; & Musnad, Ahmad ibn Hanbal, 4:335;)
Θέλω να πω κάτι σχετικά με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Στο Ιερό Κοράνι στη σούρα “34:15” λέγεται: “..Μια ευτυχισμένη και όμορφη χώρα και ένας Κύριος Πολυεύσπλαχνος.” (Κοράνι, 34:15)
Το εδάφιο αυτό αναφέρεται στην περιοχή “Σαβά” της Υεμένης και στο αρχαίο βασίλειο που υπήρχε εκεί αλλά μεταφορικά αναφέρεται και στην Κωνσταντινούπολη γιατί στο εδάφιο αυτό η φράση που μεταφράζεται ως “μια ευτυχισμένη και όμορφη χώρα” είναι η φράση “μπέλντετουν ταϊγίμπατουν”. Η αριθμητική λοιπόν αξία της φράσης αυτής στα αραβικα είναι 857 αλλά 857 είναι η χρονιά 1453 σύμφωνα με το ισλαμικό σεληνιακό ημερολόγιο’ δηλαδή η χρονιά που κατακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη!!!