Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ - ΥΠΌΘΕΣΗ ΒΑΣΊΛΗ ΛΥΜΠΕΡΗ (25/8/1972)



Παρασκευή 25 Αυγούστου 1972, ώρα 05:51π.μ. 

Ο ήλιος αρχίζει να φωτίζει το πεδίο βολής της ΣΕΑΠ στην περιοχή «Δύο Αοράκια» στη Ν. Αλικαρνασσό Κρήτης. Ένας 27χρονος κατάδικος βρίσκεται στημένος απέναντι από ένα εκτελεστικό απόσπασμα και βλέπει το πρώτο φως της ημέρας. Κατόπιν του δένουν τα χέρια και του σκεπάζουν τα μάτια.                                                                                    Ο αξιωματικός δίνει το παράγγελμα «Επί σκοπόν, Πυρ». Δώδεκα τυφέκια εκπυρσοκροτούν και ο 27χρονος άνδρας πέφτει στο χώμα. Δεν το ήξερε, αλλά εκείνη τη μέρα η εκτέλεσή του πέρασε στην ιστορία... Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Τα ξημερώματα 4/5 Ιανουαρίου 1972 ξέσπασε φωτιά σε μία μονοκατοικία          στο τέρμα της οδού 28ης Οκτωβρίου στα Βριλήσσια. Ο 30χρονος τότε Αντώνης Στρογγυλούδης που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα από το σημείο, βλέπει τη φωτιά και μπαίνει στο σπίτι. Εκεί βρέθηκε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα: Οι σωροί της 55χρονης Αντιγόνης Μάρκου, της 2,5 ετών Παναγιώτας Λυμπέρη  και του 1 έτους Γιώργου Λυμπέρη κείτονταν απανθρακωμένοι στο έδαφος. Πλάι τους βρισκόταν η 24χρονη Βασιλική Λυμπέρη που έφερε πολλαπλά εγκαύματα και προσπαθούσε να κρατηθεί στη ζωή. Αμέσως την μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο με το αυτοκίνητο του. Η Βασιλική χαροπάλεψε εξαιτίας της σοβαρής κατάστασης της και υπέκυψε στα τραύματά της μετά από είκοσι ώρες. Όμως λίγο πριν φύγει από την ζωή θα διηγηθεί στην καλόγρια θεία της Αθηνά Μάρκου την πικρή αλήθεια: Ο εν διαστάσει σύζυγός της είχε μπει κρυφά στο σπίτι και αφού περιέλουσε με ένα δοχείο βενζίνη την ίδια και την μητέρα της, τις έβαλε φωτιά. Κατόπιν έκλεισε την πόρτα και αποχώρησε σαν να μην έτρεχε τίποτα. Παρόλο που η πράξη του ήταν ειδεχθής, η Βασιλική τον συγχωρέσε και ζήτησε από την θεία της να μην τον πειράξει κανένας.

Ο Βασίλης Λυμπέρης είχε γεννηθεί το 1945 και ήταν γόνος φτωχής οικογενείας. Το 1967 γνώρισε την γυναίκα του, η οποία τον ερωτεύτηκε και σύντομα παντρεύτηκαν. Τα τελευταία χρόνια του έγγαμου βίου του ήταν ταραγμένα. Βρισκόταν σε διάσταση με την σύζυγό του και η σχέση του με την πεθερά του χαρακτηριζόταν από άσχημη έως και κακή. Είχε φτάσει στο σημείο να φύγει από το σπίτι και να ζει μόνος του. Σε λίγες μέρες θα έβγαινε εις βάρος του το διαζύγιο. Φήμες λένε ότι είχε σχέση με λαθρεμπόριο ναρκωτικών και σχεδίαζε να κάψει την γυναίκα και την πεθερά του προκειμένου να κληρονομήσει την περιούσια τους. Το πρωί μετά το έγκλημα πήγε στο εργοστάσιο συσσωρευτών όπου εργαζόταν. Μόλις έμαθε το γεγονός από τον πατέρα του μετέβη στα Βριλήσσια για να δει από κοντά τι είχε συμβεί. Το πλήθος αφού τον αναγνώρισε και παρατήρησε τα ελαφρά εγκαύματα που έφερε στο πρόσωπο και το αριστερό πόδι φώναξε στους παρακείμενους αστυνομικούς πως ήταν ο πατέρας των παιδιών. Άμεσα το πλήθος άρχισε να κινείται απειλητικά εναντίον του προσπαθώντας να τον λυντσάρει. Η αλήθεια είχε γίνει γνωστή σε όλους.

Ο Β. Λυμπέρης αφού συνελήφθη μεταφέρθηκε στο Α.Τ. Χαλανδρίου και ύστερα από σύντομη ανάκριση ομολόγησε την πράξη του. Ο ίδιος μαζί με τον 17χρονο Παύλο Αγγελόπουλο και τον 24χρονο Θόδωρο Καπέτσο πήγαν το βραδύ 4/5 Ιανουαρίου στα Βριλήσσια και έκαψαν την οικογένεια του. Οι συνεργοί του συνελήφθησαν στα σπίτια τους και αρχικά αρνήθηκαν την οποιαδήποτε συμμετοχή τους, αλλά μετά από επίμονη ανάκριση παραδέχτηκαν τις πράξεις τους.  

Όπως ήταν φυσικό ήταν η πρώτη φορά που εμφανιζόταν στην Ελλάδα ένα έγκλημα τέτοιων διαστάσεων και αυτό κίνησε το ενδιαφέρον του τύπου που από τις πρώτες μέρες κάλυπτε με άρθρα το γεγονός στις εφημερίδες. Ένας από αυτούς ήταν και ο συντάκτης Ν. Γερακάρης που κάλυψε την υπόθεση, παραβρέθηκε στο δικαστήριο και στου οποίου την μαρτυρία στηρίζεται το παρόν άρθρο.

Η δίκη ξεκίνησε στις 5 Μαΐου 1972 στην κατάμεστη αίθουσα του κακουργιοδικείου Αθηνών με τις καταθέσεις των μαρτύρων. Ο Β. Λυμπέρης κατά την απολογία του υποστήριξε ότι ήθελε να κάψει την γυναίκα του και την πεθερά του, αλλά όχι τα δυο του παιδιά, και δεν κατάλαβε ότι εκείνο το βράδυ βρισκόντουσαν μέσα στο σπίτι. Αρνήθηκε πως ήταν κακούργος και ζήτησε συγνώμη για την πράξη του. Οι τρεις συνεργοί του προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο στον Β. Λυμπέρη για να εκμαιεύσουν την επιείκεια του δικαστηρίου. Αντίθετα ο εισαγγελέας στην αγόρευση του είπε ότι ο Β.Λυμπέρης διέπραξε εν γνώση του το έγκλημα, το οποίο χαρακτήρισε ως απεχθές, και απαίτησε την παραδειγματική τιμωρία του. Κατόπιν, το δικαστήριο αποσύρθηκε για να εκδώσει την απόφαση. Μετά από 45’ επέβαλε τις κάτωθι ποινές:

Ο Β. Λυμπέρης και ο Παύλος Αγγελόπουλος καταδικάστηκαν τετράκις εις θάνατον (μία για κάθε ένα θύμα ξεχωριστά) για την ειδεχθή πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και διακεκριμένη φθορά διά πυρός ενώ ο Θεόδωρος Καπρέτσος καταδικάστηκε σε φυλάκιση για απλή συνέργεια.

Ο Β. Λυμπέρης δέχτηκε ψύχραιμα την απόφαση του δικαστηρίου. Ο ίδιος λίγες μέρες μετά την σύλληψη του είχε ζητήσει να καταδικαστεί σε θάνατο, καθότι αυτό που είχε δημιουργήσει δεν υπήρχε πλέον και δεν έβρισκε λόγο να ζει. Μετά την καταδίκη του μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, αλλά δεν παρέμεινε πολύ καιρό εξαιτίας των απειλών για την ζωή του που δεχόταν από άλλους κρατούμενους. Η επόμενη και τελευταία μεταγωγή του έγινε στις φυλακές Ν. Αλικαρνασσού στην Κρήτη. Αμέσως μετά την άφιξη του κλείστηκε σε ατομικό κελί και απομονώθηκε από τους υπόλοιπους κρατούμενους. Έτρωγε χωριστά , προαυλιζόταν μόνος του 30’ κάθε πρωί και για να καπνίσει έπρεπε να του δώσει φωτιά ο δεσμοφύλακας. Τα βράδια βασανιζόταν από τους εφιάλτες. Έβλεπε συνεχώς στον ύπνο του τα παιδιά του να έρχονται προς το μέρος του και να τον ρωτούν: Γιατί μας το έκανες αυτό πατέρα ; Τότε ξεκίνησε να βρίσκει παρηγοριά στην Αγία Γραφή, μήπως και διώξει τις τύψεις από την συνείδηση του.

Ο Β. Λυμπέρης δεν γνώριζε το χρόνο θα εκτελεστεί, αλλά είχε διαισθανθεί ότι η μέρα αυτή δεν βρισκόταν πολύ μακριά. Στις 24 Αυγούστου ο διοικητής των φυλακών του ανακοίνωσε ότι την επόμενη μέρα θα τον εκτελούσαν. Στο άκουσμα της ημερομηνίας ο Λυμπέρης λύγισε, μα κατά βάθος ήξερε πως η εκτέλεση ήταν γι΄ αυτόν η λύτρωση. Το προηγούμενο βράδυ (λες και το ήξερε) είχε γράψει ένα γράμμα προς την μητέρα του και περίμενε τον π. Κων/νο Ασπετάκη να τον εξομολογήσει και να τον μεταλάβει. Ο ίδιος γονάτισε μπροστά στον ιερέα και παρακάλεσε το Θεό και τους ανθρώπους να τον συγχωρήσουν.

Την ίδια στιγμή λίγα χιλιόμετρα μακριά ο διοικητής της ΣΕΑΠ καλούσε σε αναφορά τους στρατιώτες του Λόχου Διοικήσεως για να επιλέξει αυτούς που θ’ αποτελούσαν το εκτελεστικό άγημα. Αφού περιέγραψε με λεπτομέρειες το έγκλημα ζήτησε (όπως προβλεπόταν από τον Ν.3861/1929 «Περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής») εθελοντές. Προθυμοποιήθηκαν τριάντα στρατιώτες, εκ των οποίων επέλεξε τους δώδεκα. Σύμφωνα με το Στρατιωτικό κώδικα έξι τυφέκια έφεραν φυσίγγια και έξι είχαν αβολίδωτα, που οι στρατιώτες δεν έπρεπε να τα γνωρίζουν. Ως ώρα δε της εκτέλεσης οριζόταν το πρώτο φως της ημέρας, σαν πράξη «φιλευσπλαχνίας» στην αγριότητα της τελετής.  

Στις 05:15 π.μ. Ο Β. Λυμπέρης βγήκε από το κελί του και επιβιβάστηκε στο όχημα που θα τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες. Αφού έφτασε τον πλησίασε ο ιερέας και κατόπιν ο γιατρός για να τον εξετάσει! Επρόκειτο για το πλέον τραγελαφικό σημείο του σωφρονιστικού κώδικα, καθότι εάν ο μελλοθάνατος δεν έχαιρε άκρας υγείας η εκτέλεση αναβαλλόταν! Τελευταίος τον πλησίασε ο αντιεισαγγελέας που τον ρώτησε εάν είχε κάποια τελευταία επιθυμία. Ο Β. Λυμπέρης απάντησε αρνητικά.

Τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά μέχρι να ξημερώσει. Στις 05:51 ο επικεφαλής έφεδρος υπολοχαγός του αποσπάσματος σκέπασε τα μάτια του με ένα λευκό μαντήλι και οι χωροφύλακες έδεσαν τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. Ο ίδιος ο Λυμπέρης είχε ζητήσει να του βουλώσουν τ΄ αυτιά για να μην ακούσει τα παραγγέλματα, αλλά του είπαν πως αυτό ήταν πρακτικά αδύνατον. Ο αξιωματικός έδωσε τα παραγγέλματα «Οπλίσατε», και «Επί Σκοπόν». Σύμφωνα με την μαρτυρία του ιερέα π. Κων/νου Ασπετάκη στο άκουσμα των παραγγελμάτων όσοι δεν κρατούσαν όπλο κρύφτηκαν πίσω από το στρατιωτικό όχημα για να μην δουν το μακάβριο θέαμα και τα όπλα στα χέρια των στρατιωτών έτρεμαν. Ο Β. Λυμπέρης στεκόταν ακίνητος και δεν αντέδρασε. Ακολούθησε το «Πυρ», ο ανατριχιαστικός ήχος της ομοβροντίας και ο κατάδικος σωριάστηκε στο χώμα. Η μητέρα του Β. Λυμπέρη, Σοφία, μόλις άκουσε τις σφαίρες φώναξε «Βασίλη μου» και γονάτισε κλαίγοντας, τραβώντας τα βλέμματα των παρισταμένων. 

Μετά την ομοβροντία το πρωτόκολλο όριζε ότι ο επικεφαλής έπρεπε να δώσει την χαριστική βολή. Ο έφεδρος υπολοχαγός βλέποντας το πτώμα λύγισε και δίστασε να την ρίξει. Τότε διέταξε έναν μόνιμο επιλοχία να εκτελέσει την διαταγή. Ο επιλοχίας ήταν το ίδιο ή και περισσότερο ταραγμένος από τον Δόκιμο, που άφησε το περίστροφο πήρε ένα αυτόματο και αφού το έφερε σε απόσταση βολής από το πτώμα, έστρεψε το κεφάλι του αλλού και πυροβόλησε. Το όπλο εκπυρσοκρότησε τρεις φορές και οι σφαίρες τρύπησαν το κεφάλι του Β. Λυμπέρη, χύνοντας τα μυαλά του έξω. Εξαιτίας αυτής της πράξης ο επιλοχίας έχασε τα λογικά του και για πολλούς μήνες περιφερόταν σαν φάντασμα μέσα στο στρατόπεδο μονολογώντας ότι οι δικές του σφαίρες σκότωσαν τον Λυμπέρη.  Παρόλες τις προσπάθειες και τις διαβεβαιώσεις των συναδέλφων του ότι ο θανατοποινίτης είχε πεθάνει από τις σφαίρες του αποσπάσματος, εκείνος δεν το δεχόταν και επέμενε ότι ο ίδιος τον είχε σκοτώσει. Ο κλονισμός του ήταν τόσο μεγάλος, που ο διοικητής της ΣΕΑΠ τον απάλλαξε για έξι μήνες από τα καθήκοντα του. Την ίδια μέρα θα εκτελούνταν στην Κέρκυρα ο συνεργός του Β. Λυμπέρη Πάνος Αγγελόπουλος, αλλά του δόθηκε χάρη λόγω του νεαρού της ηλικίας του και ύστερα από τρία χρόνια η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. 

Ο Β. Λυμπέρης ήταν ο θανατοποινίτης που έκλεισε τον κύκλο των εκτελέσεων στην χώρα μας. Ύστερα από αυτόν ναι μεν τα δικαστήρια συνέχισαν να καταδικάζουν «Εις Θάνατον», αλλά ουδέποτε οι αποφάσεις εφαρμόστηκαν στην πράξη και οι ποινές μετατρεπόντουσαν σε ισόβια δεσμά. Τον Δεκέμβριο του 1993 με τον Ν.2172/1993, άρθρο 33, παρ.1 η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου κατάργησε την θανατική ποινή. Το 2001 τέθηκε επίσημα και εκτός νόμου κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδος. Παρόλα αυτά στις μέρες μας υπάρχει κόσμος που πιστεύει ότι η θανατική ποινή πρέπει να επιστρέψει για ειδεχθή κακουργήματα (π.χ. παιδεραστία, διακίνηση πορνογραφικού υλικού ανηλίκων κλπ) καθότι τα ψυχολογικά τραύματα που δημιουργούν στα θύματα δεν θεραπεύονται ποτέ και μόνο η θανατική καταδίκη επιφέρει στους συγγενείς και τα θύματα το μέγιστο της ικανοποίησης του αισθήματος περί δικαιοσύνης.  

ΥΓ: Την ημέρα της εκτέλεσης του Β. Λυμπέρη οι κρατούμενοι δεν προσήλθαν στο συσσίτιο, κατά τον προαυλισμό τους κανείς δεν έπαιξε ποδόσφαιρο και τα μεγάφωνα της φυλακής δεν έπαιξαν μουσική. Φαίνεται πως και η κοινωνία της φυλακής έχει τους δικούς της άγραφους νόμους…



Πηγές:

Βικιπαιδεία, Candiadoc.gr, ethnos.gr.

Αντλήθηκαν πληροφορίες από το You Tube και πιο συγκεκριμένα από τις κάτωθι εκπομπές:

1.) «Αλήθειες με την Ζήνα – Η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτη στην Ελλάδα.

2.) «Η Μηχανή του Χρόνου» – Η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα, Υπόθεση Βασίλη Λυμπέρη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!