Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Επετειακή σειρά άρθρων για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση - Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827) - Ο στρατάρχης του '21 (Μέρος Β' - Ο φυματικός αρχηγός, τα "καπάκια", η δίκη για εσχάτη προδοσία και η "διπλωματική" γλώσσα)

 

 

Η Επανάσταση στη Ρούμελη, αν και υπήρχαν αξιόλογες προϋποθέσεις για να στερεωθεί, άργησε να ξεκινήσει. Ύστερα από τη θυσία του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα (22 Απρ 21) και την νίκη - έκπληξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαϊ 21) ο Βαρνακιώτης στέλνει επαναστατική προκήρυξη στις 26 Μαϊ 1821 μέσω της οποίας ξεσηκώνει τους Ρουμελιώτες. Ο Καραϊσκάκης εντάχθηκε στο πλευρό των αγωνιστών και πολέμησε μαζί τους, καθότι δεν μπορούσε λόγω του ότι ήταν άγνωστος σε πολλούς να εκτελέσει καθήκοντα οπλαρχηγού. Στις 8 Ιουν 1821 μαζί με τον Κουτελίδα νικούν τα στρατεύματα του Ισμαήλ Πλιάσα στο Κομπότι της Άρτας μόνο με ένα ένοπλο σώμα 40 ανδρών. Η επιτυχία ήταν μεγάλη.
Ο Καραϊσκάκης πληροφορήθηκε για την καταστροφή του Μαυροκορδάτου στο Πέτα (4 Ιουλ 1822) και βλέποντας τον Δράμαλη να κατεβαίνει στο Μοριά πίστεψε ότι η Επανάσταση θα λάβει γρήγορα τέλος. Γι' αυτό το λόγο έβαλε στόχο να γίνει καπετάνιος στο αρματολίκι των Αγράφων συνάπτοντας μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους, τα λεγόμενα "καπάκια". Τα επακόλουθα γεγονότα όμως θα τον διαψεύσουν. Ο Δράμαλης συντρίφτηκε στα Δερβενάκια από τον Κολοκοτρώνη (26 Ιουλίου 1822) και τον Δεκέμβριο του 1822 ο Μπότσαρης έλυσε την πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Ομέρ και τον Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης κατά την οπισθοχώρηση των δύο πασάδων χτύπησε τα στρατεύματα τους και μόλις οι πασάδες το αντιλήφθηκαν τους δήλωσε ότι τους πέρασε για λιποτάκτες και τάχα ότι έπραξε το χρέος του. Στη συνέχεια συγκρούστηκε με τους Σουλιώτες του Κίτσου Τζαβέλα διότι μπήκαν στην περιοχή του αρματολικίου του χωρίς άδεια. Κατόπιν έπιασε έναν Σουλιώτη αιχμάλωτο, του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε πεσκέσι στον Πασά της Λάρισας, ως ένδειξη αφοσίωσης. Επί δύο σχεδόν χρόνια ο Καραϊσκάκης θα παίζει σε διπλό ταμπλό ανάλογα με το τι τον συνέφερε. Είναι απορίας άξιο πως σκεφτόταν και τι σχέδιο είχε για τη διεξαγωγή μίας μάχης... Λίγο μετά ένιωσε ενοχλήσεις, αποσύρθηκε στο μοναστήρι του Προυσού για θεραπεία και μην μπορώντας να βρει τι τον βασανίζει  επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο και πήγε στην Κεφαλλονιά. Ύστερα από εξετάσεις οι γιατροί του διέγνωσαν φυματίωση. Με άλλα λόγια ο Καραϊσκάκης δεν θα ζούσε για πολύ ακόμη...
Τον Ιανουάριο του 1823 ο Ισμαήλ Πλιάσας μπήκε με τα στρατεύματα του στην περιοχή του αρματολικίου του, παρά την ρητη του απαγόρευση. Ο καπετάνιος το πληροφορείται και μετά από σύντομη μάχη τους συντρίβει στον Αγ. Βλάσιο Ευρυτανίας. Οι Τούρκοι εξοργίστηκαν με τη συμπεριφορά του Καραϊσκάκη, αλλά βρισκόμενοι σε αδυναμία δεν μπορούσαν να πράξουν κάτι, μέχρι που εμφανίστηκε στη Λάρισα ο Μαχμούτ Πασιάς Σκόδρας με ισχυρό στρατό και απαίτησε από τον Καραϊσκάκη την αυτοπρόσωπη παρουσία του καθώς και δήλωση υποταγής. Ως ένδειξη των λεγομένων του έστειλε την ακόλουθη επιστολή :
« Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Ψευτιές δεν ηξεύρω. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκαπέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε ». 
Η απάντηση του Καραϊσκάκη δεν άφηνε περιθώρια για παρεξηγήσεις :
"Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί. λέγεις να προσκυνήσω κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου το ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω, κι αν έρθεις κατ' επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω !"
Μετά από αυτή την ανταλλαγή επιστολών ήταν ξεκάθαρο ότι ο Καραϊσκάκης έχει σπάσει τα "καπάκια" και ήταν ολοφάνερα εχθρός των Τούρκων.
Εκείνη την εποχή ο μεγάλος αντίπαλος του Καραϊσκάκη ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Οι δυο τους δεν είχαν κανένα κοινό σημείο επαφής. Ο μεν πρώτος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και ένας γραφειοκράτης που ήρθε με το "έτσι θέλω" να πολιτευθεί στην Ελλάδα και αποκαλούσε τον Καραϊσκάκη με τα κοσμητικά επίθετα του ανυπότακτου και του υβριστή. Ο δε δεύτερος ήταν ένα μοναχοπαίδι που επιβίωσε μέσα από μία κόλαση και αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο τεσσαρομάτη και σαπιοκοιλιά. Ο Μαυροκορδάτος είχε διακρίνει την στρατιωτική αξία του Καραϊσκάκη, η οποία αποτελούσε εμπόδιο στα σχέδια του, και μην αντέχοντας έναν δεύτερο "Κολοκοτρώνη" στη Ρούμελη, αποφάσισε να τον παραπέμψει σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ότι τάχα συνεννοήθηκε με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή να τους παραδώσει το Μεσολόγγι, με αντάλλαγμα το αρματολίκι των Αγράφων. Γρήγορα βρήκε ως βασικό μάρτυρα κατηγορίας τον Κωνσταντίνο Βουλπιώτη, έναν ασήμαντο καπετάνιο από τα Άγραφα, συγκρότησε ένα δικαστικό σώμα από δικούς του ανθρώπους με επικεφαλής τον επίσκοπο Άρτης Πορφύριο και την 1 Απρ 1824 ξεκίνησε η δίκη στην εκκλησία της Παναγίας του Αιτωλικού.
Ο στρατηγός εισήλθε στο ναό εμπύρετος και καταπονημένος από τη φυματίωση. Του έδωσαν ένα μαξιλάρι να καθίσει και αμέσως άρχισαν τις κατηγορίες. Σε ότι κι αν τον ρώτησαν είχε να δώσει μία απάντηση. Ο ίδιος τους είπε χαρακτηριστικά : 
"Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου εκατό ζωαίς να έχω δεν γλυτώνω, Πλην όμως έργον ποτέ δεν έκαμα." 
Μόλις τελείωσε ένας από τους δημογέροντες ονόματι Γαλάνης Μεγαπάνος ρώτησε τον Καραϊσκάκη κοροϊδευτικά :
- Βρε, ηξεύρομεν, Καραϊσκάκη, όπου λέγεις όλο λόγια, μα διατί τα λέγεις έτσι ; Εννοούσε την αθυροστομία του
- Το' χω χούι, Κύριε Πάνο, απάντησε ατάραχος ο Καραϊσκάκης.
- Μα, διατί να έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών, ξαναρώτησε ο Γαλάνης τάχα για να διπλώσει τον Καραϊσκάκη, μα ο καπετάνιος τον ξεμπρόστιασε ενώπιον όλων :
- Αμ, δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, Κυρ Πάνο. Κ' εσύ Κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ' αφήνεις να γαμής και δεν μ' ακούς... 
Μόλις ο περίγυρος άκουσε αυτή τη φράση έπεσε γελώντας κάτω από τις καρέκλες, με τους περισσότερους να κλαίνε, να έχουν πιάσει την κοιλιά τους και να λιποθυμούν. Ήταν φανερό ότι δίκη αποδείχθηκε πως ήταν φιάσκο και ο Καραϊσκάκης τους είχε ξεφτιλίσει. Παρόλα αυτά την επόμενη μέρα βγήκε η απόφαση: Ο Καραϊσκάκης χαρακτηρίσθηκε ως εχθρός της Πατρίδας, καθαιρέθηκε από τα αξιώματα του και του επιβλήθηκε η ποινή της εξορίας. Δεν τόλμησαν να τον καταδικάσουν σε θάνατο γιατί ούτε το σθένος είχαν, ούτε και ήθελαν να βάψουν τα χέρια τους με το αίμα ενός αθώου. Ο Καραϊσκάκης ο΄ταν βγήκε η ετυμηγορία δεν άφησε κανέναν να του πειράξει τα αστέρια που είχε στη στολή του. Μόνος του τα έβγαλε, μα δεν τους τα πέταξε στα μούτρα. Τα πήγε στην Παναγία την Προυσιώτισσα και τ' αφιέρωσε. Κατόπιν ζήτησε διορία 5-6 ημέρων για να αναχωρήσει, μα ο Μαυροκορδάτος του έδωσε μόνο 48 ώρες. Φεύγοντας ο Καραϊσκάκης προειδοποίησε το μεγάλο του εχθρό χτυπώντας τα τέσσερα του δάκτυλα στο μέτωπο και λέγοντας : 
 - Ε ωρέ, Μαυροκορδάτε, εσύ την προδοσίαν μου την έγραψες εις το χαρτί, και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου τη γράψω εις το μέτωπον σου , διά να φανή ποιος είσαι ! Έχετε υγείαν !

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!