Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Η Δίκη του Χριστού από νομικής πλευράς (Μέρος Β')

 


Βρισκόμαστε στο ξημέρωμα της Μ. Παρασκευής. Την προηγούμενη νύχτα οι αρχιερείς καταδίκασαν σε θάνατο τον αθώο Ιησού με μία αστήριχτη κατηγορία, χωρίς συνηγόρους και μάρτυρες υπεράσπισης, κατά παράβαση των δικών τους νόμων. Με το πρώτο φως της ημέρας αποφάσισαν να κινηθούν πιο επίσημα, αλλά με ύπουλη μέθοδο για να επιτύχουν τον τελικό τους σκοπό χωρίς να συναντήσουν αντιδράσεις. Συνεδρίασαν στην αίθουσα του δικαστηρίου και αποφάσισαν να παραπέμψουν τον Χριστό στον ηγεμόνα της Ιουδαίας, τον Πόντιο Πιλάτο. (Κατά Μάρκον, Κεφ. 15, στιχ.1). Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι το Ταλμούδ προέβλεπε την εκτέλεση της θανατικής ποινής μετά την παρέλευση τουλάχιστον τεσσάρων (4) ημερών (Μισνά, Σανχεδρίν 4, 1) ενώ στην περίπτωση του Χριστού η ποινή αποφασίστηκε και υλοποιήθηκε σε κάτι λιγότερο από 15 ώρες (!) γεγονός που την καθιστά ως μία από τις γρηγορότερες στην παγκόσμια ιστορία.

Ο Πόντιος Πιλάτος υπήρξε κυβερνήτης της Ιουδαίας από το 26 έως το 36 μ.Χ. Τα βασικά του καθήκοντα ήταν η διατήρηση της τάξης στην επαρχία του, να εισπράττει τους φόρους, να ασκεί διοικητικά - στρατιωτικά καθήκοντα και να απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους του Καίσαρα. Το τελευταίο του έδινε την δικαιοδοσία ν’ αποφασίζει επίσημα αν κάποιος έπρεπε να θανατωθεί και αυτός ήταν ο λόγος που το Ιερατείο οδήγησε τον Χριστό ενώπιον του. Με βάση το Ρωμαϊκό Δίκαιο έπρεπε το Ιερατείο να υποβάλει γραπτή αίτηση με τα στοιχεία του προσαγόμενου σε δίκη και την κατηγορία για την οποία παραπέμπεται. Μετά την πρωτοκόλληση της αίτησης η δίκη ξεκινούσε σε ημέρα που όριζε ο ηγεμόνας και καλούνταν για να ακουστούν οι μάρτυρες μαζί με τον κατηγορούμενο και τους κατηγόρους. Αυτά όριζε ο νόμος, αλλά ο Πιλάτος και το Ιερατείο έπραξαν με βάση τους δικούς τους νόμους.  

Με την έναρξη της νέας αυτής δίκης διαπιστώνεται η ίδια παράβαση που σημειώθηκε και στην χθεσινή : Ο Χριστός προσήχθη με τα χέρια δεμένα, ενώ σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο ουδείς κατηγορούμενος εθεωρείτο ένοχος, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Ο Πιλάτος καθήμενος στην καθέδρα ρώτησε το Ιερατείο τι είδους κατηγορία έχουν εναντίον του. Σε αυτό το σημείο έρχεται η δεύτερη παράβαση. Ενώ το Ιερατείο καταδίκασε τον Χριστό για θρησκευτική βλασφημία, ενώπιον του Πιλάτου αλλάζει την κατηγορία σε πολιτική : Ο Χριστός κατηγορείται ότι παρακινεί το έθνος σε επανάσταση, εμποδίζει την πληρωμή των φόρων και προσφωνεί τον εαυτό του ως βασιλέα (Κατά Λουκάν, Κεφ. 23, στιχ.2). Η αλλαγή της κατηγορίας αποτελούσε απάτη, εφόσον ο Χριστός είχε πει στους Φαρισαίους την περίφημη εκείνη φράση: «απόδοτε ουν τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.» (Κατά Ματθαίον, Κεφ. 22, στιχ. 21) και κατά συνέπεια δεν είχε κανένα νομικό έρεισμα.

Ο Πιλάτος δεν πείστηκε από αυτά που του είπαν οι αρχιερείς. Αφού κατέβηκε από την καθέδρα του, πράγμα που κατά τον νόμο σήμαινε ότι δεν ασκεί δικαστική εξουσία, εισήλθε στο Πραιτώριο και άρχισε να ρωτάει τον Χριστό αν όντως είναι ο βασιλιάς τον Ιουδαίων και τι είδους εξουσία είχε. Ο Χριστός απάντησε ότι είναι βασιλιάς, αλλά όχι όπως οι κοσμικοί βασιλείς (Κατά Λουκάν, Κεφ. 23, στιχ.3-4) κι ότι ήρθε στον κόσμο για να μαρτυρήσει την αλήθεια. Ύστερα από την ερώτηση τι είναι η αλήθεια, στην οποία ο Χριστός δεν απάντησε (Κατά Ιωάννην, Κεφ.18, στιχ.35-37), ο Πιλάτος κατάλαβε ότι είναι πνευματικός βασιλιάς. Έχοντας καταδικάσει πολλούς κακοποιούς και διακρίνοντας την γαλήνη που είχε μέσα του ο Ιησούς, ο Πιλάτος τον αθωώνει για πρώτη φορά λέγοντας στους αρχιερείς ότι δεν βρίσκει καμία ενοχή εναντίον του (Κατά Ιωάννην, Κεφ. 18, στιχ.38). Ο όχλος όμως που είχε μαζευτεί απέξω είχε πειστεί από τους αρχιερείς ότι ο Χριστός ήταν ένοχος και δημιουργώντας φασαρία ζητούσε την θανάτωσή του. Κάποιοι από αυτούς φώναζαν ότι τάραξε τον λαό με τα κηρύγματα του, τα οποία ξεκίνησε από τη Γαλιλαία και έφερε ως εδώ (Κατά Λουκάν, Κεφ. 23, στιχ.5). Μόλις άκουσε αυτό το λόγο ο Πιλάτος προκειμένου να απαλλαχθεί από το βάρος της ευθύνης, αν και προ ολίγου είχε αθωώσει τον Χριστό, τον έστειλε στον Ηρώδη καθότι η Γαλιλαία υπαγόταν στην δική του εξουσία. Ο Ηρώδης, που έτυχε να βρίσκεται στο Ιεροσόλυμα εκείνες τις μέρες, δέχτηκε με πολύ χαρά τον Χριστό μιας και είχε ακούσει πολλά για αυτόν και ήλπιζε να δει κάποιο θαύμα. Ο ίδιος του έκανε πολλές ερωτήσεις, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Βλέποντας την κακή διάθεση του Χριστού και μη θέλοντας να ξαναβάψει τα χέρια του με αίμα (στο παρελθόν είχε αποκεφαλίσει τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) αφού τον ενέπαιξε με τα στρατεύματα του και τον εξευτέλισε φορώντας του μία λαμπρή στολή,  αποφάσισε να τον στείλει πίσω στον Πιλάτο, αφού τα γεγονότα της δίκης του Χριστού έλαβαν χώρα έξω από τα σύνορα της Γαλιλαίας και ως εκ τούτου δεν είχε καμία αρμοδιότητα. (Κατά Λουκάν, Κεφ. 23, στιχ. 8-11). Ήταν η δεύτερη φορά λοιπόν που αθωωνόταν ο Χριστός από επίσημο Ρωμαίο ηγεμόνα, αλλά και μία ακόμη που χλευαζόταν από τα όργανα της τάξης χωρίς να υπάρχει η παραμικρή υποψία εις βάρος του.

Ο Χριστός οδηγείται και πάλι στον Πιλάτο, με τον τελευταίο να διαπιστώνει ενώπιον των αρχιερέων ότι δεν βρίσκει καμία ενοχή για όλα όσα τον κατηγορούσαν και ούτε είχε διαπράξει κάτι που θα ήταν άξιο θανατικής καταδίκης (Κατά Λουκάν, Κεφ. 23, στιχ. 14-15). Για τρίτη φορά ο Χριστός βρέθηκε αθώος, αλλά οι Ιουδαίοι και ο όχλος επέμεναν ότι έπρεπε να σταυρωθεί. Ο Πιλάτος άρχισε να ταλαντεύεται και να γίνεται διστακτικός στο να αφήσει ελεύθερο τον Χριστό, ενώ ήταν υποχρεωμένος βάσει του Νόμου να το κάνει, από τη στιγμή που τον είχε αθωώσει. Αντί αυτού εκμεταλλεύτηκε ένα παλιό έθιμο και τον παρουσίασε δίπλα από τον ληστή Βαραββά καλώντας τον όχλο να αποφασίσει. Ο όχλος αφού πρώτα δασκαλεύτηκε από τους αρχιερείς στη συνέχεια απαίτησε να ελευθερωθεί ο Βαραββάς και να σταυρωθεί ο Χριστός, παρόλο που ο Πιλάτος ρωτούσε τι κακό διέπραξε (Κατά Ματθαίον, Κεφ.27, στιχ.20-23). Τότε ο Πιλάτος διέταξε να μαστιγωθεί ο Χριστός, μήπως και κατευναστεί η οργή και ο θυμός των Εβραίων (Κατά Ιωάννην, Κεφ.19, στιχ.1). Η πράξη αυτή αντίκειται στη νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρα που δεν προέβλεπε την επιβολή αυτής της ποινής σε αθώους ή κατηγορούμενους πριν την οριστική τους καταδίκη (Τίτλος 1, θέμα 1ον – Τίτλος 6ος θέμα 7ον). 

Μετά την φραγγέλωση ο Χριστός βγήκε φορώντας το ακάνθινο στεφάνι, την κόκκινη χλαμύδα και κρατώντας στο χέρι του ένα καλάμι. Ο Πιλάτος κάθισε εκ νέου στην καθέδρα του, κατά παράβαση του Ρωμαϊκού Δίκαιου <<non bis in idem>> (όχι δις επί αυτής της υπόθεσης), και απευθυνόμενος στον όχλο είπε την περίφημη φράση: Ίδε ο άνθρωπος. Οι αρχιερείς όμως δεν ικανοποιήθηκαν από την τιμωρία που επέβαλε ο ηγεμόνας και έκραξαν : Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Ο Πιλάτος τους είπε: Πάρτε τον και σταυρώστε τον, εγώ δεν βρίσκω αιτία θανάτου. Οι αρχιερείς απάντησαν ότι σύμφωνα με το νόμο τους έπρεπε να πεθάνει γιατί αποκάλεσε τον εαυτό του Υιό του Θεού (Κατά Ιωάννην, Κεφ.19, στιχ.6-7). Το παμπόνηρο Ιερατείο είχε κρατήσει ένα κρυφό χαρτί και το φανέρωσε την κατάλληλη στιγμή. Την ώρα που ο Πιλάτος τον κρίνει αθώο για τέταρτη φορά, του αποκαλύπτουν ότι τον είχαν βρει ένοχο θανάτου, κατά τα μέτρα του δικού τους Μωσαϊκού Νόμου.

Η αλλαγή εκ νέου της κατηγορίας, το μίσος των Ιουδαίων εναντίον του Χριστού και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας να μην πειράξει αυτόν τον δίκαιο  (Κατά Ματθαίον, Κεφ.27, στιχ.19) θολώνουν την κρίση του Πιλάτου. Ξαναμπαίνει στο Πραιτώριο και ανοίγει διάλογο με τον Χριστό ρωτώντας τον αν πράγματι είναι παιδί Θεού, χωρίς να παίρνει απάντηση. Θυμώνει και του υπενθυμίζει ότι έχει εξουσία να τον σταυρώσει ή να τον αφήσει ελεύθερο με τον Χριστό να απαντά ότι δεν θα είχε καμία εξουσία πάνω του αν δεν του είχε χορηγηθεί από τον Θεό, γι’ αυτό και το Ιερατείο έχει μεγαλύτερη ενοχή από αυτόν, που δεν τολμά να αποδώσει δικαιοσύνη. Ο Πιλάτος ταράχθηκε ακόμη περισσότερο από αυτή την απάντηση και ήθελε πάση θυσία να τον ελευθερώσει, αλλά οι Ιουδαίοι δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη. Του φωνάζουν ότι αν τον αφήσει ελεύθερο δεν θα είναι φίλος του Καίσαρα και καθένας που κάνει τον εαυτό του βασιλέα αντιτίθεται στον Καίσαρα (Κατά Ιωάννην, Κεφ.19, στιχ.9-12). Ο Πιλάτος δεν είχε καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Τιβέριο (Ιστορία Ιωσήπου, Βιβλίο 13, Κεφ.3, παρ. 1) και τελικά προτίμησε να ικανοποιήσει το αίτημα τους, παρά να υπερασπιστεί το δίκαιο (Κατά Ιωάννην,Κεφ.19, στιχ.16). Προτού όμως το κάνει ζήτησε μία λεκάνη με νερό και έπλυνε τα χέρια του απέναντι από το εξαγριωμένου πλήθος λέγοντας ότι είναι αθώος από το αίμα του δίκαιου αυτού ανθρώπου και το κρίμα είναι δικό τους, με τον όχλο να ανταπαντά : Το αίμα αυτού ας πέσει πάνω μας και στα παιδιά μας (Κατά Ματθαίον, Κεφ. 27, στιχ. 24-25). Ο Πιλάτος παρέδωσε σε θανατική καταδίκη τον Χριστό στους Εβραίους με την αιτία ότι παρουσίασε τον εαυτό του ως βασιλέα, κατηγορία που δεν ήταν αντίθετη προς τους αυτοκρατορικούς νόμους και δεν συμπεριλαμβανόταν στα εγκλήματα κατά του Ρωμαϊκού Κράτους. Τέλος κατά την διαδικασία της μεταφοράς του σταυρού από το Πραιτώριο προς τον Γολγοθά έπρεπε να παρευρίσκεται έφιππος δικαστής, ώστε σε περίπτωση που δοθεί χάρη να ματαιώσει την εκτέλεση, πράγμα που δεν έγινε.

Εν κατακλείδι στην υποτιθέμενη Δίκη του Χριστού οι Εβραίοι και ο Πιλάτος επέπεσαν σε δεκατρείς (13) παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου και του Ρωμαϊκού Δίκαιου εκατέρωθεν. Η όλη διαδικασία από την σύλληψη του Χριστού στη Γεθσημανή μέχρι την καταδίκη του περιελάμβανε ύβρεις,  εναλλαγή δίκης - ανάκρισης, ραπίσματα, ανυπόστατες κατηγορίες,  μεταφορές του Χριστού από το ένα μέρος στο άλλο, εκφοβισμούς, βασανιστήρια, εμπαιγμούς και όχι αντικειμενικότητα, αμεροληψία, σωστή κρίση, σαφή απόδειξη των κατηγοριών καθώς σεβασμό απέναντι στον κατηγορούμενο. Οι πράξεις αυτές δεν χαρακτηρίζουν την υπόθεση του Χριστού ως μία απλή παρωδία δίκης, αλλά ως ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα που συνέβησαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι τέλος των πρωταιτίων αυτής της δίκης δεν ήταν καθόλου καλό. Η Μαρία η Μαγδαληνή (Μέγας Συναξαριστής, Τόμος 7ος, σελ. 425) πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο τους αρχιερείς και τον Πόντιο Πιλάτο. Ο Καίσαρας εξανέστη με τα λεγόμενα της και διέταξε αμέσως την προσαγωγή τους στη Ρώμη για να λογοδοτήσουν. Ο Καϊάφας δεν άντεξε και πέθανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Σύμφωνα με την παράδοση η γη ξέρασε το σώμα του τρεις φορές και θάφτηκε σε ένα σημείο έξω από την Ιεράπετρα που οι Κρητικοί το ονομάζουν «Του Καϊάφα το μνήμα». Ο πεθερός του Άννας έφθασε στη Ρώμη, όπου δικάστηκε και εκτελέστηκε. Για τον Πιλάτο δεν είναι ξεκάθαρο τι του συνέβη. Ο Μέγας Συναξαριστής αναφέρει ότι πέθανε σε μία φυλακή έξω από τη Ρώμη, ο Ι. Ζωναράς στα «Χρονικά» γράφει ότι όταν έφθασε στη Ρώμη αυτοκράτορας ήταν ο Καλιγούλας ο οποίος τον εξόρισε στη Γαλλία και ο Ευσέβιος στο τρίτο τόμο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του, συμπληρώνει ότι κατά τη διάρκεια της εξορίας του περιήλθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.

Το 1933 στην Ιερουσαλήμ οι Εβραίοι προέβησαν ανεπίσημα σε αναθεώρηση της Δίκης του Χριστού. Πέντε (5) διαπρεπείς Ισραηλίτες δικαστές ψήφισαν με τέσσερις (4) ψήφους υπέρ και μίας (1) κατά ότι ο Ιησούς ήταν αθώος . Επίσης καταδίκασαν το γεγονός της παραπομπής του στον Πιλάτο και έκαναν λόγο για… δικαστική πλάνη. Η απόφαση, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό <<Παρισινή Επιθεώρηση – Jerusalem>> τεύχος Μάϊου – Ιουνίου 1933, σελ. 464, ναι μεν αποτελεί μία (κατά τρόπον τινά) δικαίωση, έστω και μετά από 19 αιώνες, αλλά δεν αναιρεί πλήρως τον δόλο των αρχιερέων και την άδικη θανατική καταδίκη.

Καλή Ανάσταση σε όλους/όλες !!!

Πηγές: Κατά Ματθαίον, Κατά Μάρκον, Κατά Λουκάν, Κατά Ιωάννην

Άρθρο του Χρήστου Δερμοσσονιάδη: «Πόσο δίκαιη ήταν η δίκη του Χριστού – απάντηση ενός δικαστή» www.dogma.gr

Αντλήθηκε υλικό από το Youtube και πιο συγκεκριμένα από τις εκπομπές:

1.) «Η Δίκη του Ιησού Χριστού» που προβλήθηκε στο κανάλι ΑΕΝΑΟΝ στις 15-4-2011.

2.) «Η Δίκη του Χριστού» που προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό «ΛΥΧΝΟΣ» της Ι.Μ. Πατρών το 2007.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!