Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

H Δίκη του Χριστού από νομικής πλευράς (Μέρος Α')

 

 

Στη διάρκεια της Ιστορίας υπήρξαν προσωπικότητες που με τα λόγια και τα έργα τους άφησαν εποχή, αλλά δυστυχώς οι εχθροί τους (αν και είχαν ευεργετηθεί από αυτούς) επέλεξαν να τους οδηγήσουν ενώπιον του δικαστηρίου για να λογοδοτήσουν. Η ενέργεια αυτή από μόνη της είναι κατακριτέα, αλλά όταν το μίσος τυφλώνει τους ανθρώπους το μόνο που βλέπουν μπροστά τους είναι η ικανοποίηση του εγωϊσμού τους καθώς και η με κάθε τρόπο επίσημη (ή ανεπίσημη ανάλογα με την περίπτωση) καταδίκη. Ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ένα από τα πρόσωπα που δικάστηκε και καταδικάστηκε χωρίς να αποδειχθεί καμία κατηγορία εις βάρος του. Τα γεγονότα της Δίκης του Χριστού επιβεβαιώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό, καθότι, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι αρχιερείς αρχικά και αργότερα ο Πόντιος Πιλάτος έπεσαν σε σωρεία ποινικών παραβάσεων καταπατώντας το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είχαν κληθεί να δικάσουν. Ο υποφαινόμενος στερείται παντελώς νομικών γνώσεων και δεν έχει σκοπό να παίξει το ρόλο του εισαγγελέα ή του συνηγόρου υπεράσπισης. Έχει κατά νου ότι το πόνημα του πιθανόν να ελκύσει κάποιον ποινικολόγο και εξ’ αρχής ζητά συγνώμη για τυχόν λάθη ή παραλείψεις που πραγματοποιήσει και είναι ανοιχτός σε διορθώσεις καθότι στόχος του είναι να προβάλει τα ατοπήματα των δικαστικών οργάνων αλλά και το πως έπρεπε να ήταν η διαδικασία της δίκης, σύμφωνα με τους νόμους της εποχής.

Οι σχέσεις μεταξύ του Ιερατείου και του Ιησού Χριστού ήταν από την αρχή  τεταμένες. Οι αρχιερείς βρήκαν στο πρόσωπο του Χριστού έναν άνθρωπο που ανέτρεπε το κατεστημένο που είχαν επιβάλει στην κοινωνία και όχι τον αναμενόμενο Μεσσία που θα τους απάλλασσε από τον ζυγό των Ρωμαίων. Παρόλο που είδαν πολλά θαυμαστά σημεία δεν πείστηκαν και λίγο πριν το Πάσχα του 33 μ.Χ. αποφάσισαν να τον εξοντώσουν, αλλά δίσταζαν να το κάνουν φανερά γιατί φοβόντουσαν τον λαό. (Κατά Ματθαίον Κεφ. 21-στιχ.46). Όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις ένας προδότης δίνει τη λύση. Ο Ιούδας αυτοβούλως παρουσιάστηκε στους αρχιερείς και τους διαβεβαίωσε ότι θα τους παρέδιδε τον Χριστό με αντάλλαγμα τριάντα (30) αργύρια (Κατά Λουκάν, Κεφ. 22, στιχ. 4-5).

Την Μ. Πέμπτη το βράδυ ο Ιησούς αφού δειπνήσει με τους μαθητές του, θα πορευτεί μαζί τους προς το όρος των Ελαιών. Ύστερα από την Υπερφυά προσευχή και αφού πάρει δύναμη από τον Θεό-Πατέρα θα εμφανιστεί ο Ιούδας με τους αρχιερείς, τους στρατηγούς και πλήθος λαού για τον συλλάβουν (Κατά Λουκάν, Κεφ. 22, στιχ. 52) Από αυτό το σημείο και μετά αρχίζουν να διαπράττονται σοβαρά νομικά λάθη. Κανένα από τα μέλη του Συνεδρίου που συμμετείχαν δεν είχε υπογεγραμμένο ένταλμα προκειμένου να το επιδώσει στον κατηγορούμενο και ο Μωσαϊκός Νόμος απαγόρευε τις συλλήψεις μετά την δύση του ηλίου. Το πλήθος του λαού με ρόπαλα και ξύλα που συμμετείχε στη σύλληψη δεν είχε κανέναν λόγο να παραβρεθεί. Ακόμη και το δέσιμο των χεριών ήταν παράνομο, αφού ο συλληφθείς δεν είχε καταδικαστεί, δεν πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να διαπράττει κάποιο αδίκημα,  ούτε και είχε βρεθεί κάποιο επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του.

Οι αρχιερείς συλλαμβάνουν τον Χριστό και αντί να τον μεταφέρουν στο δικαστήριο τον πηγαίνουν στο σπίτι του Άννα (ή Αννά) που ήταν πεθερός του Καϊάφα και πρώην αρχιερέας. Ο Άννας χωρίς να έχει καμία δικαιοδοσία ξεκίνησε αυθαίρετα προανάκριση προκειμένου να βρει κάποια αιτία εναντίον του Χριστού. Ο Χριστός του απάντησε να βρει εκείνους που τον άκουσαν να του πει τι τους δίδαξε. Με το τέλος αυτού του λόγου ένας υπηρέτης χτύπησε στο πρόσωπο τόσο δυνατά τον Χριστό που σχεδόν τον έριξε καταγής (Κατά Ιωάννην , Κεφ. 18 – στιχ. 19-22). Αξίζει να σημειωθεί ότι το Εβραϊκό Δίκαιο προέβλεπε καλή μεταχείριση του κατηγορούμενου και του έδινε το δικαίωμα να μιλήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ως εκ τούτου τα ραπίσματα από υπηρέτες και οι προανανακρίσεις από αναρμόδια πρόσωπα είναι ενέργειές που αποτελούν ασέβεια κατά την εξέταση του κατηγορουμένου.

Ύστερα από τον Άννα ο Χριστός οδηγείται στο σπίτι του Καϊάφα και αρχίζει επίσημα η δίκη. Το Μέγα Συνέδριο ήταν το Ανώτατο Εβραϊκό Δικαστήριο, αποτελείτο από 71 άτομα με πρόεδρο τον αρχιερέα και είχε υπό τις διαταγές του Ρωμαίους στρατιώτες, τη λεγόμενη κουστωδία. Κατά τη διάρκεια της δίκης το Συνέδριο υπέπεσε σε σοβαρές δικονομικές παραβάσεις. Η δίκη ξεκίνησε νύκτα εν κρυπτώ στο σπίτι του Καϊάφα και όχι την μέρα στο δικαστήριο με ανοικτές τις πόρτες ενώπιον του λαού, πράξη ανεπίτρεπτη σύμφωνα με το Ταλμούδ (Μισνά, Σανχεδρίν IV, I). Η διαδικασία προέβλεπε πρώτα να καταθέσουν οι μάρτυρες υπεράσπισης και στη συνέχεια οι μάρτυρες κατηγορίας. Στην περίπτωση του Χριστού δεν υπήρξαν μάρτυρες υπεράσπισης ούτε και ξεκάθαρη κατηγορία, αλλά οι αρχιερείς έψαχναν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή να βρουν ψευδομάρτυρες προκειμένου να βγάλουν την απόφαση και να τον θανατώσουν. (Κατά Ματθαίον, Κεφ. 26, στιχ. 59). Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας παρουσιάστηκαν δύο ψευδομάρτυρες οι οποίοι ισχυρίστηκαν, με διαφορετικό τρόπο έκαστος, ότι ο Χριστός βλασφήμησε ενώπιον του Θεού λέγοντας πως θα γκρεμίσει το Ναό του Σολομώντα και σε τρεις ημέρες θα τον ξαναχτίσει (Κατά Ματθαίον, Κεφ. 26, στιχ. 61). Η πράξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με το Δευτερονόμιο που προέβλεπε ότι σε περίπτωση που οι μαρτυρίες δεν ήταν ταυτόσημες, οι μάρτυρες έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο (Δευτερονόμιον Κεφ. 19, στιχ. 18-21). Επίσης έπρεπε να εισέλθουν ένας – ένας στην αίθουσα για να μην επηρεάζονται, να  καταθέσουν σηκώνοντας την παλάμη τους πάνω από το κεφάλι του κατηγορούμενου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εφόσον αυτή θα εκτελείτο διά λιθοβολισμού.

Όταν το Συνέδριο αντιλήφθηκε ότι οι ψευδομάρτυρες δεν μπορούν να στηρίξουν την κατηγορία ο Καϊάφας ρώτησε τον Χριστό αν όντως είναι ο Υιός του Θεού. Ο Χριστός τον επιβεβαίωσε και ο αρχιερέας έσκισε τα ρούχα του λέγοντας ότι βλαστήμησε, πως δεν χρειάζονται μάρτυρες και όλοι αποκρίθηκαν ότι είναι ένοχος θανάτου (Κατά Ματθαίον, Κεφ. 26, στιχ. 63-66). Το Δευτερονόμιο για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται καταπέλτης για το Συνέδριο. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο η εκούσια ομολογία του κατηγορούμενου δεν αποτελούσε απόδειξη και έπρεπε να βρεθούν δύο ή τρεις μάρτυρες για την υποστηρίξουν. (Δευτερονόμιον Κεφ. 19, στιχ. 15) Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δικαστές έπρεπε να είναι αντικειμενικοί, δίκαιοι και ορισμένοι από αυτούς να υπερασπιστούν τον κατηγορούμενο. Επίσης η απόφαση για να καταδικαστεί κάποιος σε θάνατο έπρεπε να παρθεί κατά πλειοψηφία διά ψηφοφορίας από το νεότερο μέλος του Συνεδρίου προς το παλαιότερο και όχι ταυτόχρονα από όλους μαζί. Ο αρχιερέας κακώς διέρρηξε τα ιμάτια του, αφού αυτό απαγορευόταν ρητά από τον νόμο (Λευϊτικόν 6, ΚΑ’ 10) Τέλος, μέχρι την έκδοση της απόφασης ο κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος, δεν φυλακιζόταν και δεν επιτρεπόταν κάποιος να τον χτυπήσει ή να τον χλευάσει, πράγμα που δεν τηρήθηκε (Κατά Ματθαίον, Κεφ. 26, στιχ. 67-68).

Συμπερασματικά η πρώτη φάση της Δίκης του Χριστού ήταν μία σωρεία παραβάσεων των στοιχειωδών κανόνων του ποινικού δικαίου.  Το ιερατείο «αποφάσισε και διέτασσε» ενεργώντας με βάση το συμφέρον του και καταπατώντας τα δικαιώματα που είχε ο κατηγορούμενος. Το μίσος των αρχιερέων τύφλωσε την κρίση τους και τους υπέδειξε να οδηγήσουν τον Χριστό ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου του Ρωμαίου ηγεμόνα της Ιουδαίας, ο οποίος είχε την δικαιοδοσία να εγκρίνει ή όχι την θανατική καταδίκη. Κι ενώ φάνηκε στην αρχή ότι θα συναντούσαν δυσκολίες, εντούτοις κατάφεραν με μαλαγανιές και πλάγιους τρόπους να περάσει, όπως γινόταν πάντα, η δική τους απόφαση.

(Συνεχίζεται)             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!