Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Η Επιβολή του ∆ιεθνούς Οικονοµικού Ελέγχου στην Ελλάδα το 1897. (Νά ΜΗΝ τά λησμονούμε ΑΥΤΑ...)


άρθρο του επίλαρχου ∆ηµήτριου Καριώτη
M.Sc. Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας

Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από µια σειρά εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, οι οποίοι πραγµατοποιήθηκαν στο πλαίσιο της προσπάθειας του ελληνικού έθνους να αποτινάξει τον οθωµανικό ζυγό και να δηµιουργήσει ελεύθερο κράτος. Με αφετηρία την Επανάσταση του 1821, αρχίζει η περίοδος της νεότερης ιστορίας του έθνους, η πρώτη φάση της οποίας ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο του 1830, µε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, µε το οποίο οι Μεγάλες ∆υνάµεις της εποχής (Αγγλία-ΓαλλίαΡωσία) αναγνωρίζουν το ελεύθερο, ανεξάρτητο και επικυρίαρχο ελληνικό κράτος, όπως είχε διακηρυχθεί από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (1 Ιανουαρίου 1822).

Ωστόσο, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου προέβλεπε εξαιρετικά περιορισµένα σύνορα για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αφήνοντας ένα πολύ µεγάλο τµήµα του ελληνικού στοιχείου στο έλεος του Οθωµανού δυνάστη. 

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ελληνισµός επιδόθηκε σε µια σειρά από αγώνες για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών.

Ειδικότερα, το Μακεδονικό και το Κρητικό Ζήτηµα, τα οποία όξυναν τις σχέσεις της Ελλάδας µε την Πύλη, οδήγησαν στον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 (Απρίλιος-Μάιος 1897), για τον οποίο µέρος της ευθύνης φέρουν οι Μεγάλες ∆υνάµεις, µεταξύ των οποίων η Γερµανία και η Αυστρία, οι οποίες είχαν συµφέροντα από τη διατήρηση του status quo στην περιοχή.

Οι πολεµικές επιχειρήσεις κατέληξαν σε ήττα των ελληνικών δυνάµεων, οι οποίες αντιµετώπισαν σηµαντικές ελλείψεις σε εφόδια και υλικά, ενώ απουσίαζε ο στρατηγικός σχεδιασµός. Αντίθετα, ο Τουρκικός Στρατός, οργανωµένος από Γερµανούς αξιωµατικούς, εµφανίστηκε άριστα εκπαιδευµένος και άρτια εξοπλισµένος. 

Η δυσχερής εξέλιξη του πολέµου οδήγησε τον Έλληνα Πρωθυπουργό Θεόδωρο ∆ηλιγιάννη σε αποποµπή από την κυβέρνηση και την αντικατάστασή του από τον ∆ηµήτριο Ράλλη, ο οποίος επιζήτησε εναγωνίως τη µεσολάβηση των Μεγάλων ∆υνάµεων για τον άµεσο τερµατισµό του πολέµου και την αποφυγή της ολοκληρωτικής καταστροφής.

Στις διαπραγµατεύσεις που ακολούθησαν, στην Κωνσταντινούπολη (ΜάιοςΝοέµβριος 1897), υπογράφηκαν οι όροι της ειρήνης (6/18 Σεπτεµβρίου), οι οποίοι, εκτός από τη ρύθµιση των συνόρων (ο Σουλτάνος, παρά την αρχική του απαίτηση για την επανάκτηση της Θεσσαλίας, αρκέστηκε σε µικρά εδαφικά κέρδη που δεν περιλάµβαναν κατοικηµένες περιοχές), προέβλεπαν πολεµική αποζηµίωση ύψους 4 εκατοµµυρίων τουρκικών λιρών (95 εκατοµµύρια γαλλικά φράγκα), την οποία έπρεπε να καταβάλλει η Ελλάδα στην Οθωµανική Αυτοκρατορία.

Τα υπόλοιπα άρθρα της προκαταρκτικής συνθήκης αφορούσαν στην ανταλλαγή των αιχµαλώτων, στην παροχή αµνηστίας, στις αποζηµιώσεις ιδιωτών, στις τηλεγραφικές και ταχυδροµικές σχέσεις των δύο µερών, στην ελευθερία του εµπορίου και της ναυτιλίας κ.ά., ενώ σε ειδικό άρθρο προβλεπόταν η αναγκαστική διαιτησία των Μεγάλων ∆υνάµεων για όποιες διαφορές ανέκυπταν στη συνέχεια. 

Η οριστική συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 22 Νοεµβρίου/4 ∆εκεµβρίου 1897, καθώς ο Σουλτάνος επέµενε, στο µεταξύ, στην τροποποίηση µερικών όρων της προκαταρκτικής.

Το δυσθεώρητο ύψος της πολεµικής αποζηµίωσης, το οποίο αντιστοιχούσε σε δύο ετήσιους προϋπολογισµούς (160 εκατοµµύρια δραχµές), δεν ήταν δυνατόν να αντιµετωπισθεί µε εσωτερικούς πόρους, αλλά ούτε µε εξωτερικό δανεισµό, καθώς η Ελλάδα είχε αποκλεισθεί από τις διεθνείς χρηµαταγορές µετά την πτώχευση του 1893 και το δυστυχώς επτωχεύσαµεν του Χαριλάου Τρικούπη. 

Οι προσπάθειες για διακανονισµό εκείνου του χρέους (∆εκέµβριος του 1893) κατέληξαν σε αδιέξοδο για διάφορους λόγους, µεταξύ των οποίων ήταν η αντίθεση του ελληνικού κοινοβουλίου σε λύσεις που έθιγαν την εθνική κυριαρχία της χώρας.

Στο δεύτερο άρθρο της προκαταρκτικής συνθήκης ειρήνης προβλεπόταν η επιβολή ∆ιεθνούς Οικονοµικού Ελέγχου (∆ΟΕ) στην Ελλάδα, ο οποίος εφαρµόστηκε από την εξαµελή ∆ιεθνή Επιτροπή Ελέγχου, έργο της οποίας ήταν η διαχείριση των πόρων που προέρχονταν από το αλάτι, το πετρέλαιο, τα σπίρτα, το τσιγαρόχαρτο, τη σµυρίδα Νάξου, τον φόρο κατανάλωσης καπνού και τους τελωνειακούς δασµούς. 

Παράλληλα, η ήττα στον πόλεµο του 1897 και το εξουθενωµένο ηθικώς κοινοβούλιο επέτρεψαν στους δανειστές τον διορισµό πειθήνιων κυβερνήσεων, οι οποίες είχαν ως έργο την τυπική νοµιµοποίηση αποφάσεων που είχαν παρθεί εκτός της ελληνικής βουλής και συχνά εκτός της χώρας.

Υπουργός των Οικονοµικών ήταν ο Στέφανος Στρέιτ, όµως οι διαπραγµατεύσεις ουσιαστικά γίνονταν µεταξύ των ελληνικών ιδιωτικών συµφερόντων, τα οποία εκπροσωπούσε η Εθνική Τράπεζα, και των ξένων οµολογιούχων.

Υπό άλλες συνθήκες, οι ρυθµίσεις που επιβλήθηκαν δεν επρόκειτο να γίνουν δεκτές από την ελληνική βουλή, καθώς ήταν εξαιρετικά επαχθείς τόσο από οικονοµική όσο και από ηθική πλευρά. Το επιτόκιο που ορίστηκε ήταν σηµαντικά υψηλότερο από τις περιπτώσεις άλλων χωρών και οι επιµέρους όροι είχαν ως αποτέλεσµα το κεφάλαιο του χρέους να µειώνεται µε αξιοσηµείωτα βραδείς ρυθµούς. 

Επίσης, ο έλεγχος των οικονοµικών από εκπροσώπους ξένων κρατών ήταν εξαιρετικά µειωτικός για την εθνική κυριαρχία, καθώς, όπως είχε υποστηριχθεί από τους Έλληνες πολιτικούς πριν από τον πόλεµο, ήταν ασυµβίβαστος µε το αντιπροσωπευτικό σύστηµα διακυβέρνησης, αφού αφαιρούσε από το κοινοβούλιο τον έλεγχο της φορολογικής πολιτικής, η οποία αποτελούσε την πρωταρχική αρµοδιότητά του.

Ωστόσο, στο εσωτερικό της χώρας δεν παρατηρήθηκαν µεγάλες αντιδράσεις και αυτό οφείλεται τόσο στις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις όσο και στα συµφέροντα των κοινωνικών τάξεων, όπως αυτά εξελίχθηκαν. 

Η αστική τάξη είχε ιδιαίτερο συµφέρον από τη συνέχιση του εξωτερικού δανεισµού, γιατί έτσι ενισχυόταν η κρατική εξουσία και ανεξαρτητοποιείτο από ανταγωνιστικές προς αυτήν κοινωνικές τάξεις. 

Στο διεθνές σκηνικό, οι οικονοµικοί έλεγχοι σε υπερχρεωµένες χώρες πολλαπλασιάστηκαν και έφθασαν στο σηµείο να αντιµετωπίζονται σχεδόν φυσιολογικά, ως στοιχείο της ιµπεριαλιστικής πολιτικής της εποχής.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, και συγκεκριµένα το 1907, η Β΄ ∆ιεθνής Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Χάγης θεµελίωσε την ανάγκη παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας των οφειλετριών χωρών, ώστε να προστατευθούν οι οµολογιούχοι και να αποφευχθούν περιπτώσεις προσφυγής στην ένοπλη βία και σε ενδοϊµπεριαλιστικούς πολέµους. Έτσι, ο ∆ΟΕ ενσωµατώθηκε στο φυσιολογικό πλαίσιο λειτουργίας της πολιτικής στην Ελλάδα και οι απόπειρες αποτίναξής του ήταν λίγες, µε εξαίρεση την προσπάθεια του Λάµπρου Κοροµηλά στις παραµονές των Βαλκανικών Πολέµων. 

Ο ∆.Ο.Ε., όπως υποστήριζαν οι εµπνευστές του, είχε ως αποστολή τον εξορθολογισµό των οικονοµικών της Ελλάδας, ο οποίος συνδεόταν απόλυτα µε τα συµφέροντα των οµολογιούχων.

Η αποστολή αυτή, όµως, πέτυχε µόνο ως προς το δεύτερο συστατικό της, καθώς τόσο τα οικονοµικά οφέλη όσο και οι διεθνείς εξελίξεις (αλλαγή πολιτικής των ευρωπαϊκών δυνάµεων απέναντι στην καταρρέουσα Οθωµανική Αυτοκρατορία) είχαν ως αποτέλεσµα να επιτραπεί η παραβίαση των δηµοσιονοµικών αρχών που είχαν καθοριστεί. 

Εκείνες που αφορούσαν στην απαγόρευση σύναψης νέων δανείων µε το ελληνικό δηµόσιο παραβλέφθηκαν, γιατί η Ελλάδα επρόκειτο να δαπανήσει τεράστια ποσά για στρατιωτικούς εξοπλισµούς, οι οποίοι συνέβαλαν σηµαντικά στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέµους, αλλά και στη συµµετοχή της στον Μεγάλο Πόλεµο, και οπωσδήποτε τα κέρδη για τους προµηθευτές του Ελληνικού Στρατού θα ήταν σηµαντικά υψηλότερα.

Επίσης, παραβιάστηκε και η αρχή της αποφυγής έκδοσης πληθωριστικού νοµίσµατος. Ο έλεγχος του ∆.Ο.Ε. σε αυτή την περίπτωση ήταν τυπικός και δεν µπορούσε να ανακόψει τις αρνητικές εξελίξεις στην οικονοµία.

Με τα δεδοµένα αυτά, αλλά και λαµβάνοντας υπόψη την αλλαγή στάσης των Μεγάλων ∆υνάµεων απέναντι στην Ελλάδα, µετά τις εκλογές του 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο, η χώρα ενεπλάκη στη Μικρασιατική Εκστρατεία. 

Τα εξαντληµένα συναλλαγµατικά της αποθέµατα, η κακή κατάσταση της παραγωγικής µηχανής της, οι φθορές σε εξοπλισµό κατά τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, αλλά και η έλλειψη της διεθνούς στήριξης, οδήγησαν στο γνωστό οδυνηρό αποτέλεσµα. 

Ο ∆ΟΕ δεν ήταν δυνατό πλέον να ανταπεξέλθει στα νέα και οπωσδήποτε δυσµενέστερα δηµοσιονοµικά δεδοµένα, οπότε τη σκυτάλη πήρε η ∆ηµοσιονοµική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική οικονοµία κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέµου.


Εικόνα: Γερμανοί φιλέλληνες εθελοντές εκπαιδεύονται στην χρήση του οπλισμού τους κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, από τήν Wiki


"Ιωάννης Καποδίστριας"

1 σχόλιο:

  1. ΤΟ 1897 ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ``ΜΑΥΡΟ``, ΕΠΕΙΔΗ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΥΠΕΣΤΗ ΟΙΚΤΡΗ ΗΤΤΑ ΜΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ , ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ``ΣΚΟΤΕΙΝΟ`` ΔΙΟΤΙ ΠΟΛΛΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ , ΚΥΡΙΩΣ ΔΕ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΑΥΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ , ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΔΙΕΛΕΥΚΑΝΘΕΙ ΠΛΗΡΩΣ. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897, ΥΠΗΡΞΕ ΕΝΑ ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ , ΠΟΥ ΥΠΟΚΙΝΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΠΙΤΕΥΧΘΕΙ Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ``ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ`` - Η ΟΠΟΙΑ ΤΕΛΟΥΣΕ ΥΠΟ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΤΕΚΤΟΝΑ ΜΕΓΑΛΟΤΡΑΠΕΖΙΤΗ ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ - ΩΣ ΜΑΣΟΝΙΚΗ, ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟ.ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ Δ. ΡΑΛΛΗ, ΤΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ``ΕΙΧΕ ΕΞΩΘΗΣΕΙ `` ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΛΙΓΙΑΝΝΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΚΡΩΝ ( ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ). Ο ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ ΔΙΟΡΙΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ Δ. ΡΑΛΛΗ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣ- ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΠΤΡΑΠΕΖΙΤΗ ΣΥΓΓΡΟΥ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΕΙΧΕ ΕΜΠΛΑΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΟΥ ΛΑΥΡΙΟΥ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥ ΤΕΚΤΟΝΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!