Ο Αγώνας που ξεκίνησε για την απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας το 1821 δεν ήταν καθόλου στρωμένος με ροδοπέταλα. Οι υπόδουλοι πληθυσμοί δεν είχαν μόνο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της οργάνωσης αλλά και της ψυχολογικής πίεσης. Το περιβάλλον στο οποίο διαδραματίσθηκαν οι μάχες δεν ήταν παρμένο από παραμύθι, αλλά βγαλμένο μέσα από έναν εφιάλτη. Για να επιβιώσει κάποιος έπρεπε να θέσει τον πήχη ψηλά και να υπερβάλει εαυτόν. Αποτέλεσμα αυτής της πράξης ήταν να μεταβληθεί από ήσυχη και αχείμαστη προσωπικότητα σε βάναυσο και ατίθασο άτομο. Απ' όλους τους αγωνιστές της Επανάστασης ο πιο απείθαρχος και αιμοβόρος ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος ήταν μια συναρπαστική προσωπικότητα που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του και από την καλή και απ' τη ανάποδη.Ο Καραϊσκάκης γεννήθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 1782 σε μία σπηλιά έξω από το χωριό Μαυρομάτι του νομού Καρδίτσας. Ήταν ο νόθος υιός της καλογριάς Ζωής Ντιμισκή από τη Σκουληκαριά της Άρτας και του κλεφταρματωλού Δημητρίου Καραΐσκου από τα χωριά του Βάλτου. Η Ζωή είχε παντρευτεί σε μικρή ηλικία, αλλά έμεινε νωρίς χήρα και για να επιβιώσει κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου. Κάποια στιγμή ο Καραΐσκος πέρασε από την περιοχή και πλανεύτηκε από την ομορφιά της με αποτέλεσμα να την αφήσει έγκυο. Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός η Ζωή εκδιώχθηκε από το μοναστήρι και γέννησε σε μία παρακείμενη σπηλιά.
Τα παιδικά χρόνια του Καραϊσκάκη ήταν πάρα πολύ άσχημα. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τη μητέρα του, η οποία για να τον ζήσει έγινε πλανόδια πωλήτρια και πουλούσε βότανα, ματζούνια, λιβάνια κλπ. Όταν δεν έπιαναν αυτά κρατούσε απλωμένο το ένα χέρι ζητώντας την ελεημοσύνη των διερχομένων. Για τα ήθη της εποχής το στίγμα της πρώην καλόγριας ήταν αιτία εμπαιγμού και ουδείς ήθελε να παράσχει παντός είδους βοήθεια. Συνέπεια αυτής της καθημερινότητας ήταν η Ζωή να γίνει αμείλικτη, αθυρόστομη και πιθανόν να κατέφυγε και στην πορνεία ως έσχατη λύση. Αυτή η συμπεριφορά απέναντι στο μικρό Γιώργο, που μεγάλωσε με μπομπότα και ξύλο, είναι βέβαιο ότι δημιούργησε παιδικά τραύματα στην ψυχή του και σίγουρα αποτελεί σοβαρό ελαφρυντικό για τις μετέπειτα πράξεις του.
Λίγα χρόνια πριν πεθάνει η Ζωή παρέδωσε τον μικρό Γιώργο σε Σαρακατσαναίους βοσκούς έναντι πληρωμής για να τον αναθρέψουν, προκειμένου να περιφέρεται στα χωριά χωρίς να τον έχει βάρος. Σε ηλικία οκτώ ετών το έσκασε (ή εγκαταλείφθηκε από τους βοσκούς) και κατέφυγε στη σπηλιά του Λώλου έξω από το χωριό Γράλιστα της Καρδίτσας. Παρότι ήταν μικρός είχε ήδη γίνει αγρίμι. Για να επιβιώσει κατέφευγε πότε στη ληστεία, πότε στην αλητεία και που και που στην επαιτεία. Είχε ξεπέσει τόσο πολύ που είχε γίνει δακτυλοδεικτούμενος από τους γονείς των άλλων παιδιών, οι οποίοι τον είχαν σαν παράδειγμα προς αποφυγή λέγοντας : << Σαν τον Καραϊσκάκη θα καταντήσετε, βρε! >>. Αυτή η φράση και το προσωνύμιο "γύφτος" αντί να τον ρίξουν ψυχολογικά γέννησαν μία φλόγα μέσα του. Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε ότι αν θέλει να εξυψωθεί υπήρχε μόνο ένας τρόπος : Να γίνει πολεμιστής. Στην εφηβεία του συγκροτεί ένα τμήμα αρματωμένων παιδιών που επιτίθενται στους Τούρκους και αυτοδιορίζεται αρχηγός τους. Ο Τούρκος επικεφαλής της περιοχής μόλις το έμαθε έστειλε απόσπασμα για να τους συλλάβει, αλλά ο Καραϊσκάκης το αντιλήφθηκε και στήνοντας τους χωσιά σκότωσε τρεις Τούρκους. Για αντίποινα οι Τούρκοι πολιόρκησαν το κονάκι τους, αλλά μόλις έπεσε το σκοτάδι ο Καραϊσκάκης μαζί με τους συντρόφους του έφυγαν αφού πρώτα κρέμασε πονηρά τις κάπες τους απ' έξω, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να πυροβολήσουν αυτές και όχι τους ίδιους.
Ο Καραϊσκάκης μπορεί να γλίτωσε τότε από τους Τούρκους αλλά στα 16 του δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός. Πιάστηκε από απόσπασμα του Αλή Πασά, ο οποίος τον έριξε σε ένα σκοτεινό κελί, αφού πρώτα του μαστίγωσε τα πέλματα. Ο Αλής θα τον είχε εξοντώσει, αλλά με την κοφτερή του ματιά κάτι είχε διακρίνει στον Καραϊσκάκη που τον είχε κάνει συμπαθή απέναντι του. Το 1788 συγκέντρωσε, με διαταγή του σουλτάνου Σελίμ Γ', 80.000 στρατό και κινήθηκε εναντίον του στασιαστή Οσμάν Πασβάνογλου, έχοντας τον Καραϊσκάκη στο πλευρό του. Στη μάχη που ακολούθησε ο Καραϊσκάκης, είτε καθ' υπόδειξη του Αλή είτε από δική του πρωτοβουλία, συγκρούστηκε με έναν Αλβανό πολεμιστή και τάχα για να σωθεί κατέφυγε στο νησί του Βιδινίου. Τρεις μήνες αργότερα επέστρεψε στα Γιάννενα και ο Αλής όχι μόνο δεν τον τιμώρησε αλλά τον διόρισε και ως μέλος της σωματοφυλακής του. Συνέχισε την εκπαίδευση του στη στρατιωτική σχολή του Αλή και μια νύχτα του 1803 δραπέτευσε από το Ιτς Καλέ και πήγε να ενταχθεί κρυφά στο νταϊφά του Κατσαντώνη. Αν και τον δέχτηκαν με επιφύλαξη, λόγω του πρότερου βίου του στην αυλή του Αλή, εντούτοις ο Καραϊσκάκης απέδειξε την αξία του στις μικροσυμπλοκές που ακολούθησαν. Πέντε χρόνια αργότερα ο Κατσαντώνης πιάστηκε και οδηγήθηκε ενώπιον του Αλή, όπου και τον θανάτωσε τσακίζοντας του τα κόκαλα. Ο Καραϊσκάκης σαν το έμαθε έφυγε από τον νταϊφά και βρήκε καταφύγιο στη Λευκάδα, όπου υπηρέτησε στον Αγγλικό Στρατό. Το 1811 ο Αλής τον διόρισε φύλακα στη Σάμη, μα βλέποντας την συμπεριφορά του απαίτησε να έρθει στα Γιάννενα για να του δηλώσει υποταγή. Μόλις παρουσιάστηκε μπροστά του είπε : << Αν με γνωρίζεις άξιο γι' αφέντη, κάνε με αφέντη, αν με γνωρίζεις άξιο για χουσμεκιάρη, κάνε με υπηρέτη, Αν όμως με γνωρίζεις άξιο για τίποτα, ρίξε με στη λίμνη.>> Ο Αλής δεν ήξερε τι να τον κάνει. Είχε γοητευτεί με το παρουσιαστικό του και κάτι τα ευτράπελα του που τον ξέκαναν στα γέλια ή το σπληνάντερο που μαγείρευε ή οι βρισιές που έλεγε, δεν το είχε σε καλό να τον σκοτώσει. Για μία ακόμη φορά τον συγχώρησε και τον ξαναπήρε κοντά του. Στο διάστημα αυτό παντρεύτηκε τη Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου και απέκτησε τρία παιδιά : την Πηνελόπη, την Ελένη και τον Σπύρο.
Το 1820 που ο Αλής ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με την Πύλη ο Καραϊσκάκης πολέμησε μαζί του και κέρδισε την αμέριστη εμπιστοσύνη του. Κι όμως για μία ακόμη φορά μόλις του δόθηκε ευκαιρία την κοπάνησε από το σεράγι παίρνοντας και την οικογένεια του μαζί. Ξεγέλασε τους Τούρκους ότι δήθεν πάει να φέρει ενισχύσεις για τον Αλή και θα επανέλθει σύντομα. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η Φιλική Εταιρεία είχε απλωθεί αρκετά και η ώρα των μεγάλων αποφάσεων είχε φτάσει. Άφησε την οικογένεια του στο νησί Κάλαμος και τον Ιανουάριο του 1821 έλαβε μέρος στη σύναξη των καπεταναίων της Ρούμελης, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα. Στην εν λόγω σύναξη αποφασίστηκε η Ρούμελη να επαναστατήσει με αρχηγούς τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Ανατολική Στερεά και τον Βαρνακιώτη στη Δυτική. Ως επιβεβαίωση δόθηκε όρκος σε ένα παρακείμενο ερημοκλήσι και μετά στήθηκε γλέντι. Η καμπάνα της Δόξας είχε σημάνει για τον Καραϊσκάκη και αυτός ανταποκρινόταν πρόθυμα στο κάλεσμα της.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!