Μια διαφορετική χρονολόγηση, για τις Εκκλησιάζουσες, αλλά και για την Πολιτεία, φωτίζει απρόσμενα μια κορυφαία ιδεολογική διαμάχη της αρχαιότητας.
LUCIANO CANFORA, La crisi dell’ utopia. Aristofane contro Platone, Roma-Bari (Laterza) 2014.
Στην Ζ’ Επιστολή, ο Πλάτωνος περιγράφει τα πρώτα του πολιτικά βήματα.
Η ήττα της Αθήνας στον μακροχρόνιο Πελοποννησιακό Πόλεμο είχε προκαλέσει την κατάρρευση της δημοκρατίας και την επιβολή ενός άκρως ολιγαρχικού καθεστώτος υποστηριγμένου με τα όπλα από την Σπάρτη: ήταν το 404 π.Χ. Είχε αρχίσει η βραχεία και αιμοσταγής κυβέρνηση των Τριάκοντα, ο ηγέτης των οποίων, ο Κριτίας, παρακαλούσε τον ανιψιό του, τον Πλάτωνα, ν’ ασχοληθεί επιτέλους με τα πολιτικά. Γράφει ο Πλάτωνας περί τούτου: «Τούτων δη τινες οικείοι τε όντες και γνώριμοι ετύγχανον εμοί, και δη και παρεκάλουν ευθύς ως επί προσήκοντα πράγματά με». Πολύ νωρίς όμως ο Πλάτωνας κατάλαβε την πραγματική φύση του βιαίου καθεστώτος και αποτραβιέται από τα πολιτικά, προλαβαίνοντας έτσι την κατάρρευση των Τριάκοντα, το 403 π.Χ. μετά από σκληρό εμφύλιο. Το 401 π.Χ. οι δημοκράτες ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς με τους οπαδούς των Τριάκοντα (εν τω μεταξύ, ο Κριτίας είχε πεθάνει στη μάχη με τους δημοκρατικούς υπό την ηγεσία του Θρασυβούλου) και άρχισαν οι καταδίκες κατά των συνεργατών του παλαιού καθεστώτος. Το διασημότερο θύμα του δημοκρατικού rede rationem ήταν ο Σωκράτης «ον εγώ σχεδόν ουκ ασχυνοίμην ειπών δικαιότατον είναι των τότε» (Ζ’ Επ. 324 ε), ο οποίος, κατά την τρομοκρατία των Τριάκοντα, λίγο έλειψε να σκοτωθεί επειδή δεν ήθελε να συλλάβει έναν αθώον δημοκράτη, «ως αποθανουμένον», υπογραμμίζει ο Πλάτωνας. Ο θάνατος του Σωκράτους είναι για τον Πλάτωνα το παράδειγμα της αποτυχίας, τόσο της δημοκρατίας όσο και της ολιγαρχίας.
Είναι, άρα, από τα τραύματα του εμφυλίου και της καταδίκης τού Σωκράτους που τρέφεται το σχέδιο του φιλοσόφου να βρεθεί εναλλακτική συνταγματική λύση στην πόλωση που είχε δεσμεύσει την πολιτική ζωή στην Αθήνα στον πέμπτο αιώνα π.Χ.; Είχε γεννηθεί ο αρχικός πυρήνας της Πολιτείας, το έργο γύρω από το οποίο ο Πλάτωνας θα δουλεύει όλη τη ζωή του αλλά που, στις ουσιαστικές του δομές, είναι ήδη έτοιμο στις αρχές του Δ’ αιώνα π.Χ., όπως διαφαίνεται και από την προαναφερθείσα έβδομη Επιστολή.
Στην μετεμφυλιακή Αθήνα είναι έντονες οι συζητήσεις για τη δημιουργία ενός νέου καθεστώτος, πέρα από τη δημοκρατία και την ολιγαρχία. Το παράδειγμα είναι η λεγόμενη “πάτριος πολιτεία” του παλαιού Σόλωνος. Η πόλις έχει γίνει συνταγματικό εργαστήριο, όπως παρατήρησε ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι “φιλόσοφοι, ιδιώτες και πολιτικοί επινοούν ποικίλες συνταγματικές μορφές, πιο κοντά στις τότε ισχύουσες παρά σε εκείνες του Πλάτωνος» (η αναφορά είναι στην Πολιτεία και στους Νόμους).
Ενώ ο μεν Πλάτωνας ζητάει την ιδανική πολιτεία μέσα στην Ακαδημία, στο θέατρο οι κωμικοί εξαπολύουν σφοδρή επίθεση εναντίον του. Η σάτιρα κατά φιλοσόφων και διανοουμένων δεν ήταν κάτι πρωτοφανές. Οι Νεφέλες του Αριστοφάνους, ο Κόννος του Αμειψία (το 423 π.Χ.) και οι Κόλακες του Εύπολη (το 421 π.Χ.) έχουν ως “κωμωδουμένους” τον Σωκράτη και τους μαθητές τού δικού του “φροντιστηρίου”, αλλά και τους σοφιστές, τον Αναξαγόρα και τις αστείες (για τον κατά τον μέσο Αθηναίο) θεωρίες τους. Όμως, στις αρχές του Δ’ αιώνα, οι επιθέσεις των κωμικών συγκεντρώνονται ιδιαίτερα κατά του Πλάτωνος και του κύκλου του. Μπορούμε να έχουμε μια ιδέα της σφοδρότητας και του πλήθους των εν λόγω επιθέσεων, ρίχνοντας απλώς μια ματιά στην αντιπλατωνική ανθολογία του σοφού Αθηναίου (Β’-Γ’ αιώνα μ.Χ.): ο Θεόπομπος, στο Ηδυχαρής, ο Στράτωνας, στις Στρατιώτισσες (φανερή παρωδία του ρόλου που παίζουν οι γυναίκες στην Πολιτεία του Πλάτωνος), ο Κρατίνος ο νεώτερος, στον Ψευδυποβολιμαίο, ο Αλέξης, στον Ολυμπιόδωρο, κ.ά. κοροϊδεύουν τον Πλάτωνα και τις ιδέες του για τα πολιτικά, για την ψυχή, για τον ρόλο των γυναικών στην κοινωνία, και για τις σεξουαλικές του διαστροφές.
Και ο Αριστοφάνης -είναι η υπόθεση του Κάνφορα- συμμετείχε στην επίθεση αυτή με τις Εκκλησιάζουσες, σκηνοθεσία ενός γυναικείου πραξικοπήματος, συνεπεία του οποίου η Πραξαγόρα και οι συντρόφισσές της υποβάλλουν στους άνδρες Αθηναίους ένα κομμουνιστικό καθεστώς που προβλέπει την κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας και την κοινοκτημοσύνη των γυναικών και των παιδιών. Ο καθένας θα μπορεί να συνευρεθεί με οποιανδήποτε γυναίκα και να σπείρει παιδιά τα οποία δεν θα μάθουν ποτέ ποιος είναι ο πατέρας τους και ποια η μητέρα τους. Όμως οι γυναίκες υπέβαλλαν έναν παράλογο (και τρομερό για τους άνδρες) νόμο προτεραιότητας, κατά τον οποίο οι νεαροί, πριν να κάνουν έρωτα με τις κοπέλες, πρέπει καταναγκαστικά να το κάνουν με τις άσχημες και γριές. Ο σεξουαλικός κομμουνισμός καταλήγει άρα σε αδιέξοδο, που επιδεικνύει όλον τον παραλογισμό του, όταν τρεις γριές μαλώνουν για ν’ ασκήσουν η καθεμία την προτεραιότητά τους με έναν νεαρό, σύμφωνα με τον νόμο της ηλικίας, και ο τρομοκρατημένος νεαρός καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να αποφύγει τον εφιάλτη.
Η υπόθεση ότι η κοινωνία που σκηνοθετεί ο Αριστοφάνης είναι παρωδία μιας υπαρκτής κοινωνίας δεν είναι καινοφανής, αλλά οι περισσότεροι φιλόλογοι είχαν αρνηθεί τη δυνατότητα να είναι η πλατωνική Πολιτεία το παρωδιακό μοντέλο: ο διάσημος Άγγλος φιλόλογος, Κ.J. Dover, είχε υποστηρίξει επί τούτου ότι: “Η συνάφεια ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις της Πραξαγόρας και στην ιδανική πολιτεία που οραματιζόταν ο Πλάτων μας οδήγησε φυσικά να εξετάσουμε τη δυνατότητα να σατιρίζει ο Αριστοφάνης τον φιλόσοφο. Αυτό είναι χρονολογικά αδύνατο, εκτός αν υποθέσουμε ότι ένα μέρος της Πολιτείας δημοσιεύτηκε νωρίτερα και αργότερα ενσωματώθηκε στην Πολιτεία, όπως την ξέρουμε σήμερα” (Η κωμωδία του Αριστοφάνη).
Η κοινή φιλολογική γνώμη είναι ότι η Πολιτεία δεν κυκλοφορούσε ακόμη στην Αθήνα, την εποχή που ο Αριστοφάνης έδωσε την παράσταση της κωμωδίας του. Άρα η παρωδία του ποιητή κατευθύνεται προς άλλες ουτοπικές κοινωνίες: λ.χ. προς τη βαρβαρική κοινωνία για την οποία μιλάει ο Ηρόδοτος (4, 104).
Έτσι, από την αναζήτηση της χρονολόγησης, τόσο της πλατωνικής Πολιτείας όσο και των Εκκλησιαζουσών, ξεκινάει η συναρπαστική φιλολογική έρευνα του Κάνφορα. Μέσω της ακριβούς εξέτασης των πηγών και των αρχαίων σχολίων, ο Κάνφορα επιχειρηματολογεί ότι οι Εκκλησιάζουσες σκηνοθετήθηκαν όχι ανάμεσα την περίοδο 393-390 π.Χ., αλλά γύρω από το 378 π.Χ. (βλ. σελ. 242-70). Η χρονολογική αναθεώρηση βασίζεται στα εξής σημεία: 1) Η Πραξαγόρα παρακαλεί τον Βλέπιρο, τον άνδρα της, να μην είναι επιθετικός εναντίον των Κορινθίων, αλλά το 393-90 η Κόρινθος και η Αθήνα είναι συμμαχικές πόλεις και η δυσφήμιση της Ισθμικής πόλης δεν εξηγείται (στίχος 199). 2) Ένα αρχαίο σχόλιο παρατηρεί ότι το “συμμαχικόν” (στο στίχο 193) δεν αναφέρεται στον Κορινθιακό Πόλεμο (395-86 π.Χ.) αλλά στη “δίκαιη” συμπεριφορά των Αθηναίων εναντίον των συμμάχων τους της Δεύτερης Ναυτικής Συμμαχίας, που ιδρύθηκε το 377 π.Χ. 3) Ο “αυθάδης Θρασύβουλος” (στίχος 203) δεν είναι ο αρχηγός της αντίστασης κατά των Τριάκοντα (ουδείς θα χρησιμοποιούσε ποτέ αυτό το επίθετο εν σχέσει με τον ήρωα του εμφυλίου), αλλά πρόκειται για τον Θρασύβουλο του Κολλύτου, που οι Αθηναίοι των θεωρούσαν υπεύθυνο της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων για τη συμμαχία με τη Θήβα. 4) Ο Αγύρριος, ο δημαγωγός στον οποίο αναφέρεται συχνά ο Αριστοφάνης (στίχοι 309, 380, 392, 584) έχει ακόμη κύρος στο δήμο, γύρω στα 374/73 (το μαρτυρεί ένας πάπυρος που πρόσφατα δημοσιεύτηκε), ενώ στο παρελθόν η τρέχουσα υπόθεση ήταν ότι το άστρο του βασίλευε γύρω από τις αρχές του Δ’ αιώνα.
Το 378 οι ριζοσπαστικές θεωρίες του Πλάτωνος περί της κοινής περιουσίας και της κοινοκτημοσύνης των παιδιών και των γυναικών ήταν ήδη ευρέως γνωστές στην Αθήνα και είχαν ήδη υποστεί σκληρή κριτική από τον Αριστοτέλη, που στα Πολιτικά (1266α, 36, κ.ά.) δηλώνει ότι ανάμεσα στις πολλές μεταρρυθμίσεις που έχουν προτείνει εκείνα τα χρόνια φιλόσοφοι και πολιτικοί, η πλατωνική ήταν η πιο παράλογη, επειδή ήταν η μόνη που προέβλεπε την κοινοκτημοσύνη και την κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας. Άλλωστε είναι σίγουρο ότι η Πολιτεία ήταν έτοιμη πριν από την αναχώρηση του Πλάτωνα για τις Συρακούσσες (389) και είναι πολύ πιθανόν, λόγω της φήμης του φιλοσόφου και του ριζοσπαστικού χαρακτήρα των προτάσεών του, ότι οι θεωρίες του είχαν μεγάλη απήχηση στην Αθήνα. Να λάβουμε υπόψη επί τούτου ότι ο τρόπος με τον οποίο οι αρχαίοι εξέδιδαν τα κείμενά τους ήταν διαφορετικός από τον σημερινό, και πριν να δημοσιευθεί ολόκληρο το έργο κυκλοφορούσαν αποσπάσματα, είτε με την άδεια του συγγραφέα είτε λαθραία. Είναι ενδεικτική περί τούτου η μαρτυρία του Aulus Gellius (Noctes Atticae) που μας λέει ότι “δύο βιβλία της Πολιτείας δημοσιεύτηκαν πριν από τα υπόλοιπα” και, όπως παρατηρεί ο Κάνφορα, αυτό δεν σημαίνει ότι “τα δύο πρώτα βιβλία” του έργου είδαν το φως πρωτύτερα, αλλά ότι επρόκειτο για δύο βιβλία. Ποια ήταν αυτά τα πρωτοδημοσιευθέντα βιβλία δεν το ξέρουμε αλλά είναι πιθανόν να είναι το πέμπτο και το έκτο, στα οποία ο Σωκράτης και οι συνομιλητές του συζητούν περί του καυτού θέματος της Πολιτείας: της κοινοκτημοσύνης των περιουσιών, των παιδιών και των γυναικών. Εφόσον λοιπόν οι πλατωνικές μεταρρυθμιστικές θεωρίες είναι γνωστές στην Αθήνα, δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι η παρωδιακή στόχευση του Αριστοφάνους δεν είναι μια άγνωστη στους πολλούς Αθηναίους βαρβαρική και μακρινή κοινωνία για την οποία μίλησε, χρόνια πριν, ο Ηρόδοτος (όπως υποστηρίζουν ακόμη πολλοί φιλόλογοι), αλλά είναι η “Καλλίπολις” σχεδιασμένη από τον Πλάτωνα. Η υπόθεση επιβεβαιώνεται άλλωστε από την προαναφερθείσα δήλωση του Αριστοτέλους, για τον σπάνιο και παράλογο χαρακτήρα της πλατωνικής μεταρρύθμισης εν σχέσει με τις πολλές που τότε κυκλοφορούσαν, εξόν εάν, ως ειρωνικά παρατηρεί ο Κάνφορα, υποθέσουμε ότι ή ο Αριστοφάνης και ο Αριστοτέλης συμφώνησαν μεταξύ τους να σατιρίζουν τον Πλάτωνα ή ότι ο Αριστοτέλης ασκεί την κριτική του κατά της Πολιτείας ξεκινώντας από τις Εκκλησιάζουσες χωρίς να έχει διαβάσει το έργο που επικρίνει…
Η υπόθεση ότι η παρωδία του Αριστοφάνους αφορά μια άγνωστη βαρβαρική κοινωνία δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η αρχαία κωμωδία είναι πάντα ο καθρέφτης της Αθήνας και ότι ο θεατής ήθελε να δει τους δημαγωγούς και τους διανοουμένους χλευαζόμενους στη σκηνή (όπως παρατήρησε σωστά ο ανώνυμος συγγραφέας της Αθηναϊκής Πολιτείας). Προς τι, λοιπόν, θα έπρεπε ο Αριστοφάνης να ασκεί την παρωδία του εις βάρος ενός βαρβαρικού λαού, όταν στην Αθήνα ένας διάσημος φιλόσοφος, άρρηκτα συνδεδεμένος με τους αριστοκρατικούς κύκλους που είχαν, το 411 και το 405, καταβάλλει τη δημοκρατία, μαθητής του Σωκράτους. καταδικασμένου από τους δημοκράτες με βαριές κατηγορίες, είχε διαδώσει τέτοιες ριζοσπαστικές και παράλογες θεωρίες;
Όπως ο Κάνφορα επιχειρηματολογεί, παραθέτοντας αρκετές πηγές, η επίθεση του Αριστοφάνους δεν ήταν μεμονωμένη πράξη στην αθηναϊκή σκηνή της εποχής, αλλά εντάσσεται σε ζωηρή πολεμική -για την οποία έχουμε πολλές και σοβαρές πηγές- κατά του Πλάτωνος και της Ακαδημίας του. Ήταν μια επίθεση που είχε τη ρίζα της στην εικόνα των μαθητών του Σωκράτους που επιβλήθηκε στην Αθήνα μετά τον εμφύλιο: ο Πλάτωνας είναι ο ανιψιός του διαβόητου Κριτία, είναι μαθητής του Σωκράτη (του κακού διδασκάλου της ολιγαρχικής «jeunesse doree») είναι ο ιδρυτής ενός φιλοσοφικού κύκλου που μοιάζει με μυστική Στοά, όπου ετοιμάζονται αντιδημοκρατικά σχέδια, είναι θαυμαστής της Σπάρτης και της παιδείας της, ταξιδεύει στις Συρακούσσες, για να ιδρύσει επιτέλους την Καλλίπολή του στην πόλη που κατατρόπωσε τον αθηναϊκό στόλο, το 413 π.Χ.
Είναι, άρα, στην ανήσυχη Αθήνα μετά τον εμφύλιο, που κωμικοί και φιλόσοφοι πολεμούν μεταξύ τους, στο κλίμα της λογοδοσίας που ήταν η συνέπεια της πτώσης του ολιγαρχικού καθεστώτος των Τριάκοντα. Από μία μεριά, μια ελίτ πεπαιδευμένη που είχε αναλάβει την ευθύνη να σχεδιάσει νέες συνταγματικές μορφές και κάποτε να φανταστεί μεταϊστορικές λύσεις. Από την άλλη, μια ομάδα αυθάδεις κωμικοί που φέρουν στο γκροτέσκο τα σχέδια εκείνα, για να αποδείξουν την παραλογικότητά τους. Η σκηνή της κωμωδίας, όπου οι τρεις γριές μαλώνουν ποια θα αρπάξει τον νεαρό, είναι ενδεικτική των παράλογων συνεπειών του πλατωνικού κομμουνισμού.
Το βιβλίο του Κάνφορα αναπαριστά το περιβάλλον και το πολιτικό κλίμα της εποχής, με άψογη φιλολογική έρευνα των παλαιών πηγών (σχόλια, αποσπάσματα, λεξικά κ.λπ.) και των νεωτέρων: σύμφωνα με τη συνήθειά του, ο Κάνφορα συζητάει με ακρίβεια, χωρίς προκαταλήψεις, τις θεωρίες των φιλολόγων του παρελθόντος που, συχνά άδικα, ξεχαστήκανε, με ό,τι σπουδαίο έχουν ακόμη να μας πουν: λ.χ. ο Morgenstern, το 1974, είχε κάνει πρώτος την υπόθεση που τώρα ο Κάνφορα υποστηρίζει με νέα και πειστικά επιχειρήματα. Γι’ αυτόν τον λόγο, το βιβλίο Η κρίση της ουτοπίας. Αριστοφάνης κατά Πλάτωνος, είναι ένας εξαιρετικός οδηγός φιλολογικής και ιστορικής αναπαράστασης που θα έπρεπε να το διαβάσουν όλοι αυτοί που φιλοδοξούν να μετρηθούν με τον αρχαίο κόσμο και με την επιστήμη της αρχαιότητας (την Althertumswissenschaft), ως σύνολο ιστορίας, φιλολογίας, παπυρολογίας, φιλοσοφίας, ούτως ώστε να δώσουν τα σωστά χρώματα και τις κατάλληλες αποχρώσεις σε μια τοιχογραφία που ξεθώριασε με τον χρόνο και με λανθασμένες υποθέσεις.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!