Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Σήμερα 8 Ιουλίου εορτάζουν

Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.

Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρός τήν εὐσέβειαν, κατηκολούθησας χαίρων ὥσπερ ὁ Παῦλος Χριστῷ, τῶν Μαρτύρων καλλονή Μάρτυς Προκόπιε, ὅθεν δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀριστεύσας εὐκλεῶς, κατήσχυνας τόν Βελίαρ, οὐ τῆς κακίας ἄτρωτους, σῷζε τούς πόθω σὲ γεραίροντας.

Σήμερα 8 Ιουλίου εορτάζουν:
  • Άγιος Προκόπιος ο Μεγαλομάρτυς
  • Όσιος Θεόφιλος ο Αγιορείτης
  • Άγιος Αναστάσιος ο εξ Αγίου Βλασίου ο Γουναράς
  • Αγία Θεοδοσία, μητέρα του Αγίου Προκοπίου
  • Άγιες Δώδεκα Γυναίκες Συγκλητικές
  • Άγιοι Αντίοχος και Νικόστρατος οι Τριβούνιοι
  • Άγιος Αβδάς
  • Άγιος Σάββας
  • Όσιος Προκόπιος ο δια Χριστόν Σαλός ο εν Ουστούζη ο θαυματουργός
  • όσιος Προκόπιος του Ούσια Βόλογκντα
  • Άγιος Προκόπιος ο εφορκιστής
  • ΣΥΝΑΞΗ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΠΗΓΗ: https://www.saint.gr/07/08/index.aspx


Βίος Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου


1. Εἶναι ἡ ἐπoχή τῶν διωγμῶν: Αὐτοκράτορας στή Ρώμη ὁ Διοκλητιανός. Νοῦς διοικητικός καί ἄνδρας ἱκανός ἐπέφερε στό ἀχανές Ρωμαϊκό κράτος σοβαρές μεταρρυθμίσεις, ὥστε παρά τήν πολλαπλότητα τῶν ἐθνῶν, νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ περίφημη ἑνότητα τῶν Ρωμαίων. Ἀλλά ἡ ἱστορική προσωπικότητα τοῦ Διοκλητιανοῦ εἶναι γνωστή κυρίως γιά τή σκληρότητα τοῦ ἀπέναντι στούς χριστιανούς. Φοβερά ἦταν τά βασανιστήρια ποὺ ὕπεφεραν οἱ χριστιανοί. Δέν ἦταν δυνατόν ὅμως νά διαλυθεῖ ἡ Ἐκκλησία, γιατί τή διατήρηση τῆς ἀνά τούς αἰῶνες ὑποσχέθηκε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Πύλαι Ἅδου οὗ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο πού τῆς χάραξε ὁ Θεάνθρωπος ἱδρυτής της: Τό δρόμο τοῦ Σταυροῦ πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση.

2.Εἰδωλολατρική ἀνατροφή: Στήν ἐποχή τοῦ Διοκλητιανού στήν Ἀντιόχεια ζοῦσε μιά πλούσια χήρα εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἡ Θεοδοσία ποῦ πίστευε στὰ εἴδωλα. Ο ἄνδρας της, πού ἦταν χριστιανός καί ὀνομαζόταν Χριστόφορος, πέθανε ἀφήνοντας τῆς ἕνα γιό τόν Νεανία, ὁ ὁποῖος ἀνατράφηκε ἀπό τή μητέρα του καὶ διδάχτηκε τήν εἰδωλολατρεία.Ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας ἦταν στήν Ἀντιόχεια, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ καταστολή ἐπαναστάσεως κάποιου Ἀχιλλέα στήν Αἴγυπτο, ἡ Θεοδοσία, καθώς ἦταν ἀπό τίς πρῶτες ἀρχόντισσες τῆς πόλης, θέλησε νά τοῦ ζητήσει νά τιμήσει τό γιό της μέ μεγάλο ἀξίωμα. Τήν ἄκουσε ὁ Διοκλητιανός, καί προσέχοντας τή σωφροσύνη καί τήν ἐξαιρετική μόρφωση τοῦ Νεανία, τόν διόρισε Δούκα σ’ ὅλη τήν Ἀλεξάνδρεια.. 0 Νεανίας τότε ἀνεχώρησε γιά τήν ἐπαρχία του, συνοδευόμενος ἀπό δύο τάγματα στρατιῶτες καί πῆρε ἀπό τόν Διοκλητιανό τή διαταγή, ὅσους χριστιανούς βρίσκει, πού δέν ἀρνοῦνται τόν Χριστό, νά τούς ἐξολοθρεύει, ἀρπάζοντας πρῶτα ὅλα τα ὑπάρχοντά τους καί μετά ἀπά φρικτά βασανιστήρια νά τούς δίνει ἐπώδυνο Θάνατο.

Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ: Ἡ πορεία ἀπό τήν Ἀντιόχεια στήν Ἀλεξάνδρεια ἦταν πολύ κουραστική. Τήν ἡμέρα ὁ ἥλιος ἦταν τόσο καυτερός, ὥστε τά ἄλογα κινδύνευαν νά ψοφήσουν ἀπό τή δίψα. Ἀναγκάζονταν ἔτσι, Δούκας καί στρατιῶτες νά πεζοποροῦν τή νύχτα. Στήν Ἀπάμεια τῆς Συρίας, βγῆκε ἡ πόλη ὁλόκληρη νά τούς ὑποδεχτεῖ. Ἔμειναν ἐκεῖ ὥσπου νύχτωσε καί μετά συνέχισαν τήν πορεία τους. Τήν τρίτη ὥρα τῆς νύχτας, σεισμός μεγάλος τράνταξε τή γῆ. ‘Ἕνας φοβερός κεραυνός ἔσκισε τό οὐράνιο στερέωμα. Μέσα ἀπό τό φῶς τῆς ἀστραπῆς ἀκούστηκε φωνή μεγάλη ποῦ ἔλεγε: «Νεανία, ποῦ πᾶς; καί ποιόν καταδιώκεις;» Ο Νεανίας μὲ ἀπορία ἀπάντησε στήν ἄγνωστη φωνή: «O αὐτοκράτορας μέ διόρισε Δούκα στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου καί μέ ἀποστέλλει νά θανατώσω ὅλους τους χριστιανούς» καί παρατηροῦσε γύρω καί τριγύρω μέ ἀμηχανία. Τότε φάνηκε στόν κατάμαυρο οὐρανό ἕνας ὁλόλαμπρος Σταυρός, πού ἔμοιαζε σάν ἀπό κρύσταλλο. Μέσα ἀπό τό ἄπλετο καί ὑπερκόσμιο φῶς τοῦ Σταυροῦ ἐξῆλθε φωνή πού ἔλεγε: « Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, αὐτός πού καταδιώκεις».

Κατασκευή χρυσοῦ Σταυροῦ: Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ στό νεαρό εἰδωλολάτρη, ἄρχισε νά γκρεμίζει μέσα του τόν παλαιό ἄνθρωπο. Μιὰ νέα ζωή ἀνέτειλλε: τό Φῶς τῆς Ἀλήθειας ἐξαφάνισε τό σκότος τῆς πλάνης.  Ο Θεός τῶν χριστιανῶν ἄρχισε νά γίνεται πιά καί δικός του προβληματισμός. Ἡ ὀπτασία τοῦ ἄφησε μιά ἀνείπωτη χαρά, μαζί μέ μιά αἴσθηση ἀσφάλειας καί προστατευτικότητας ἀπό τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πού εἶδε. Συνεχίζοντας τήν πορεία τοῦ ὁ Νεανίας ἔφτασε στή Σκυθόπολη. Ἐκεῖ μάζεψε τούς χρυσοχόους τῆς πόλης καί τούς εἶπε: «Θέλω νά μοῦ ὑποδείξετε τόν καλύτερο τεχνίτη, γιά νά μοῦ κατασκευάσει ἕνα σκεῦος πολύτιμο». Οἱ χρυσοχόοι τοῦ ὑπέδειξαν ἕναν πού ὀνομαζόταν Μάρκος πού ὅπως εἶπαν ἤξερε καλά τήν τέχνη. Τότε ὁ Νεανίας κάλεσε τό Μάρκο ἰδιαίτερα στό δωμάτιό του καί τοῦ παράγγειλε νά τοῦ κατασκευάσει ἕνα Σταυρό, ὅπως τόν εἶδε στήν Θεία ὀπτασία. Ο Μάρκος ἀντέδρασε καί τοῦ εἶπε: «Φοβοῦμαι νά τόν κατασκευάσω, γιατί ἂν τό μάθει ὁ βασιλιάς θά μέ θανατώσει». Ο Νεανίας ὅμως τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τό κρατήσει μυστικό καί δέ θά τό ὁμολογήσει σέ κανένα. Πείσθηκε ὁ Μάρκος καί κλειδωμένος μέσα στό σπίτι τοῦ Νεανία κατασκεύαζε κρυφά τον Σταυρό. Ὅταν τόν τελείωσε εἶδε ἕνα παρόδοξο θέαμα: φάνηκαν στόν Σταυρό τρεῖς εἰκόνες καὶ γράμματα ἑβραϊκά. Στό πάνω μέρος ἔγραφε: «Ἡ μορφή τοῦ Δεσπότη». Στό δεξί μέρος φαινόταν ἕνας ἄγγελος καὶ γραφόταν «Μιχαήλ» καί στό ἀριστερό το ἴδιο, μέ τό ὄνομα «Γαβριήλ». Ο χρυσοχόος προσπάθησε μέ ἐπιμoνή νά ἐξαλείψει τίς εἰκόνες, ἀλλά δέν τά κατάφερε. Τή νύχτα ἔφτασε στό σπίτι ὁ Νεανίας γιά νά δεῖ ἂν τελείωσε. Μόλις τόν εἶδε τελειωμένο, χάρηκε πολύ καί τόν προσκύνησε. Ρώτησε τόν Μάρκο γιά τίς εἰκόνες, τί σημαίνουν. Αὐτός τοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν γνώριζε, γιατί δέν τό κατασκεύασε ὁ ἴδιος, ἀλλά τυπώθηκαν μόνες τους. Ο Νεανίας τότε κατάλαβε ὅτι ἔγιναν μέ Θεία ἐνέργεια καί γονατιστός το προσκύνησε μέ πολλή εὐλάβεια. Ἔδωσε στόν χρυσοχόο πολλά χρήματα ὅπως ὑποσχέθηκε καί τόν εὐχαρίστησε. ‘Ὕστερα ἀφοῦ τύλιξε μέ πολύτιμη πορφύρα τόν Σταυρό, ἀναχώρησε μέ τούς στρατιῶτες του γιά τήν Ἀλεξάνδρεια.

Μέ τόν Σταυρό νικητής: Στήν Ἀλεξάνδρεια ἐκεῖνο τόν καιρό ἔκαναν ἐπιδρομές Ἀγαρηνοί. Ἅρπαζαν μέ τή βία τίς θυγατέρες τῶν ἐπισήμων ἀνδρῶν καί τίς ἔκαμαν συζύγους τους. Μή μπορώντας οἱ γονεῖς τους νὰ ἀντισταθοῦν, ἔκλαιαν γιά τή συμφορά τους καί βρίσκονταν σέ ἀμηχανία. Ἡ ἐμφάνιση στήν πόλη τοῦ νέου Δούκα ἦταν γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Ἀλεξάνδρειας μία ἐλπίδα. Μιά ὁμάδα τόν ἐπισκέφτηκε καί μέ δάκρυα στά μάτια ζητοῦσαν προστασία ἀπό τούς βαρβάρους. Ο νεαρός ἄρχοντας τούς συμπόνεσε γιά τή συμφορά τους κι ἔδωσε ἐντoλή νά ἑτοιμαστοῦν οἱ στρατιῶτες γιά τή συμπλοκή. ‘Ὅταν μαζεύτηκαν καί παρατάχτηκαν μπροστά του, τούς ἔδωσε τίς πολεμικές ὁδηγίες καὶ τελειώνοντας τούς εἶπε: «Μέ τή δύναμη τοῦ Ἐσταυpωμένoυ Χριστοῦ θά νικήσουμε». Καί ὁ λόγος τοῦ ἔγινε πραγματικότητα: Μέ τόση δύναμη πολεμοῦσαν τούς Ἀγαρηνούς, ὥστε νικημένοι κατά κράτος ἔφευγαν οἱ βάρβαροι ἀφήνοντας στὸ πεδίο τῆς μάχης περισσότερους ἀπό ἕξη χιλιάδες νεκρούς. Ἀπό τούς στρατιῶτες τοῦ Νεανία, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ΔΕΝ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ΚΑΝΕΝΑΣ.

Ἀντίδραση τῆς μητέρας του: Μετά τή νίκη τοῦ ὁ Νεανίας εἰδοποίησε τή μητέρα του νά ἔλθει στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ἔφτασε ἡ μητέρα του καί ἄκουσε τά ἀνδραγαθήματα τοῦ χάρηκε πολύ. Μέ πολλή ἀγαλλίαση τοῦ εἶπε: «Πρέπει νά εὐχαριστήσεις τούς Θεούς, παιδί μου, πού παρακάλεσα ὅταν ἄρχισες τόν ἀγώνα. Γιατί αὐτοί σου ἔδωσαν τὴ νίκη». Τότε ὁ Νεανίας εἶπε: «Εὐλογημένος νάναι ὁ ἀληθινός Θεός πού μέ βοήθησε». Καί ἡ μητέρα του: «Μή λέγεις, παιδί μου ἀγαπημένο, ὅτι σέ βοήθησε ἕνας Θεός, γιά νά μήν ὀργισθοῦν οἱ ἄλλοι». Βρῆκε τότε ὁ Νεανίας τήν εὔκαιρία νά μιλήσει στή μητέρα του, γιά τή γνωριμία του μέ τόν Χριστό, τῆς ἐξιστόρησε πώς ὁ ἀληθινός Θεός τόν ἐπισκέφθηκε καί τόν ἁπάλλαξε ἀπό τό σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἡ εὐλάβεια τῆς Θεοδοσίας στά εἴδωλα τῆς προκάλεσε μεγάλη ἀντίδραση γιά τήν ἀλλαγή τοῦ γιοῦ της. Ο θυμός τῆς ξεπέρασε καί αὐτή τή μητρική ἀγάπη γιά τό μονάκριβο παιδί της. Ἔτρεξε στόν αὐτοκράτορα καί τοῦ ἀνάγγειλε τό γεγονός: «Ἔχασε τά μυαλά τοῦ ὁ γιός μου, βασιλιά, πιστεύει καί αὐτός στόν Ἐσταυρωμένο»! Τήν ἄκουσε ὁ βασιλιάς καί σάστισε, ὀργισμένος ἔγραψε στόν Οὐλκίωνα, τόν ἡγεμόνα τῆς Παλαιστίνης. Τόν πρόσταξε νά ἐπισκεφθεῖ τόν Νεανία, τόν Δούκα τῆς Ἀλεξάνδρειας, καί νά τοῦ ζητήσει λόγο γιά τήν πίστη του στόν Χριστό. Ἂν δέν πεισθεῖ νά ἐγκαταλείψει τήν πλάνη του, νά τόν σκοτώσει γιά νά παραδειγματιστοῦν καί οἱ ἄλλοι. Σάν πῆρε τό γράμμα ὁ Οὐλκίωνας, ἐνήργησε ὅπως τόν πρόσταζε ὁ αὔτοκρατορας: μέ ἄλλους ἄρχοντες συγκλητικούς, ἔφτασε στό ἀνάκτορο τοῦ Δούκα. Τόν χαιρέτησε καί τοῦ ἔδωσε τά βασιλικά γράμματα. Ὅταν διάβασε ὁ Ἅγιος τα γράμματα, εἶπε ἄφοβα: «χριστιανός εἶμαι ! Κάμε ὅ,τι σέ προστάζουνε. Ὁ Οὐλκίωνας μπροστά στό θάρρος τοῦ νεαροῦ Δούκα εἶπε: «Ἐγώ Δούκα, σέ ἐκτιμῶ, ἀλλά φοβοῦμαι τόν  βασιλιά καί δέν ξέρω, τί νά κάνω. Σέ συμβουλεύουμε, τόσο ἐγώ ὅσο καί οἱ ἄρχοντες πού βρίσκονται ἐδῶ, νά προσποιηθεῖς ὅτι θυσιάζεις. Ἔτσι θά φανεῖ ὅτι ἐκτελεῖς τήν ἐντολή τοῦ βασιλιά καί θά γλυτώσεις τή ζωή σου. Ο Ἅγιος ἀπάντησε: «θά θυσιάσω Οὐλκίωνα, καλά εἶπες. Ὄχι ὅμως στά εἴδωλα, ἀλλά τόν ἑαυτό μου θά θυσιάσω στὸ Χριστό, πού ἀγάπησα μέ ὅλη μου τήν ψυχή.

Βασανιστήρια καί φυλάκιση: Ἦταν ἀμετάπειστος ὁ Νεανίας. Ἡ ἀγάπη του στόν Χριστό τόν εἶχε κυριεύσει. Ο Οὐλκίωνας πρόσταξε νά τόν δέσουν καί νά τόν ὁδηγήσουν στήν Καισάρεια. Σάν ἔφτασαν, ἔδωσε ὁ Οὐλκίωνας διαταγή νά μαζευτεῖ ὁ λαός. Κρέμασαν τόν μακάριο Νεανία μπροστά στό  πλῆθος καὶ ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια ξεσκίζοντας τίς σάρκες του. Ἦταν πολλοί πού τόν συμπονοῦσαν καί ἔκλαιαν. Ο Νεανίας ὅμως, πού ὑπέφερε μέ γενναιότητα τά σκληρά βασανιστήρια, τούς ἔλεγε: «Μήν κλαῖτε γιά μένα, γιατί μου παραστέκεται τώρα ὁ Κύριος καί Θεός μου καί εὐφραίνομαι. Τόν βασάνιζαν μ’ αὐτό τόν τρόπο, ὥσπου νύχτωσε. Τότε τόν κατέβασαν ἀπό τό ξύλο καί τόν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακας, πού ὀνομαζόταν Τερέντιος, εἶχε κάποτε εὐεργετηθεῖ ἀπ’ αὐτόν καί ἦταν φίλος του. Ἑτοίμασε κρυφά ἁπαλό στρῶμα καί σεντόνια καί τόν φρόντιζε ὅσο μποροῦσε. Τά μεσάνυχτα, ἄγγελοι Κυρίου ἐπισκέφτηκαν τόν Ἅγιο στήν φυλακή. Ἀμέσως λύθηκαν τά δεσμά, ὄχι μόνο του Νεανία, ἀλλά καί τῶν ἄλλων καταδίκων. Φώναξαν τόν Ἅγιο καί τοῦ εἶπαν: «Κοίταξέ μας, Νεανία.» Ὅταν τούς εἶδε ὁ Νεανίας. Ρώτησε ποιοί ἦταν. Αὐτοί εἶπαν, «Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ εἴμαστε καί μᾶς ἔστειλε νά σοῦ παραβρεθοῦμε. Ἐπιφυλακτικός ἀπό τίς ἀπάτες τῶν δαιμόνων ὁ Ἅγιος εἶπε: «Ἐάν εἶστε Ἄγγελοι, κάμετε τόν Σταυρό σας». Αὐτοί ὑπάκουσαν καί μετά τόν ρώτησαν: «Γιατί δέ μᾶς πίστεψες;». Ὁ ταπεινός Νεανίας ἀπάντησε: «Στούς τρεῖς Παῖδες ἔστειλε ὁ Κύριος ἀγγέλους καί τούς δρόσιζαν, γιατί αὐτοί ἦταν ριγμένοι στή φωτιά. Ἐγώ τί ἔκαμα ὥστε νά ἀξιωθῶ τέτοιας παρηγοριᾶς;» Ὕστερα ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Φῶς λαμπρότατο περιέλουσε τόν Νεανία καί τόν χῶρο τῆς φυλακῆς. Ἄρρητη εὐωδία καί ὑπερκόσμια ἀγαλλίαση πλημμύρισε τόν νεαρό μάρτυρα. Ἄκουσε δέ καί φωνή νά τοῦ λέει: «Προκόπιος θά ὀνομάζεσαι στό ἑξῆς, γιατί θά προκόψεις στήν ἀρετή καί θά προσφέρεις ποίμνιο στόν Πατέρα μου, λοιπόν, πολέμα γενναία». Ο ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε στά γόνατα καί εἶπε: «Κύριέ μου σὲ παρακαλῶ, δυνάμωσε τήν ἀσθενική ψυχή μου. Γιατί φοβοῦμαι μήπως δέν ἀντέξω τά βάσανα». Καί ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος του εἶπε: «Μή Φοβᾶσαι, γιατί ἐγώ εἶμαι κοντά σου». Ὅταν ὁ Χριστός ἔφυγε, ὁ Ἅγιος, πού μετονομάστηκε Προκόπιος, γέμισε ἀπὸ θάρρος καί ἀγαλλίαση. Οἱ πληγές τοῦ θεραπεύτηκαν καί ἡ ψυχή τοῦ ἐνδυναμώθηκε, τήν ἑπομένη ὁ Οὐλκίωνας ἔστειλε ἄνθρωπο νά δεῖ ἂν ὁ Ἅγιος πέθανε. Σάν ἔφτασε στή φυλακή ὁ ἀπεσταλμένος, καί τόν εἶδε ὑγιῆ καί χαρούμενο δέν πίστευε στά μάτια του. Ἔτρεξε στό παλάτι καί διηγιόταν σ’ ὅλους το θαυμαστό γεγονός. Ο ἡγεμόνας πρόσταξε καί τόν ἔφεραν κοντά του. Τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Προκοπίου ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο. Ἐκπλάγηκαν οἱ στρατιῶτες πού τόν εἶδαν καί ἐκφράζανε θαυμασμό γιά τή δύναμη τοῦ Θεοῦ του. Ἀντιλαμβανόμενος τόν κίνδυνο νά πιστέψουν στόν Ἰησοῦ, ὁ Οὐλκίωνας εἶπε πρός τό πλῆθος: «Τί παράξενο βλέπετε καὶ θαυμάζετε; Τόν λυπήθηκαν οἱ Θεοί, τόν ἀσεβέστατο, καί τόν θεράπευσαν». Ὁ Ἅγιος τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἀφοῦ εἶσαι βέβαιος ὅτι οἱ Θεοί μέ θεράπευσαν, ἃς πᾶμε στόν ναό νά δοῦμε τή δύναμή τους». Ὁ βασιλιάς θέλησε νά πιστέψει ὅτι ὁ Νεανίας θά θυσίαζε. Πρόσταξε νά στολίσουν τόν δρόμο ἀπό τό παλάτι ὡς τό ναό καί κήρυκες νά καλοῦν τόν λαό νά παραβρεθεῖ: «Ὁ Νεανίας πάει στόν ναό νά θυσιάσει στούς Θεούς! Ο Νεανίας θά προσκυνήσει τούς Θεούς!!».

«Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ…» Μαζεύτηκε ὅλη ἡ πόλη νά παρακολουθήσει τό μεγάλο γεγονός. Συνόδευσαν τόν Ἅγιο ὡς τόν ναό καί μόλις ἔφτασαν, ὁ μακάριος τους εἶπε: «Μείνετε ἔξω γιά νά προσευχηθῶ στούς Θεούς νά μέ συγχωρέσουν πού τούς καταφρόνησα. Ὕστερα ἐλᾶτε καί ἐσεῖς νά δεῖτε τήν θυσία»! Μπῆκε μέσα ὁ Ἅγιος κι ἔκλεισε τίς θύρες τοῦ ναοῦ. Στρεφόμενος στήν ἀνατολή ὕψωσε τά χέρια του καί προσευχόμενος εἶπε « Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, Εσύ πού δημιούργησες ὅλο τόν κόσμο μέ τό παντοδύναμο Χέρι Σου, ἐπάκουσε τή δέηση τοῦ δούλου σου καί σύντριψε τά εἴδωλα αὐτά πού πλανοῦν τούς ἀνθρώπους σου γιά νά δοξαστεῖ ἀπ’ὅλους το ὄνομά σου». Ὕστερα ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί εἶπε: «Στό ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, διαλυθεῖτε ὅλα καί γίνετε νερό γιά νά φύγετε ἀπ’ ἐδῶ μέσα». Καί ἐπάκουσε ὁ Θεός τόν δοῦλο του: κατέπεσαν τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ καί ἔγιναν νερό πού χυνόταν ἀπό τήν θύρα ἔξω.

Νέοι Χριστιανοί: Ὅταν εἶδε ὁ λαός τό θαυμάσιο συμβάν ἐντυπωσιασμένος κραύγαζε: «Ο Θεός τῶν Χριστιανῶν, βοήθησέ μας». Ἡ ὁμάδα τῶν στρατιωτῶν καί οἱ δύο δικαστές πού συνόδευαν τόν Ἅγιο, πίστεψαν στόν Χριστό. Ο ἡγεμόνας ἐξεμάνη ἀπό τό γεγονός καί ὀργισμένος ἔριξε πάλι τόν Προκόπιο στήν φυλακή. Σάν νύχτωσε πῆγαν κρυφά καί τόν ἐπισκέφθηκαν οἱ στρατιῶτες μέ τούς δικαστές καί τοῦ ζήτησαν νά βαφτιστοῦν. Ο Ἅγιος τους δέχθηκε μέ χαρά καί παρακάλεσε τόν φύλακα νά τόν ἀφήσει νά φύγει, μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι θά γυρίσει πρίν ξημερώσει. Γνώριζε ὁ Τερέντιος τήν ἐνάρετη ζωή τοῦ Ἁγίου καί τόν φυγάδεψε. Ἔφυγαν ὅλοι γιά τόν ἐπίσκοπο πού ὀνομαζόταν Λεόντιος καί τοῦ εἶπαν νά τούς βαφτίσει στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχιερέας ἀφοῦ τούς κατήχησε μέ συντομία στά μυστήρια καί τά δόγματα τῆς Πίστης μας, τούς βάφτισε ὅλους καί ὕστερά τους κοινώνησε τό Ἅγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Μετά τό βάπτισμα πῆγαν ὅλοι μαζί στήν φυλακή, ὅπου ὁ Θεῖος Προκόπιος φωτισμένος ἀπό τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τούς δίδασκε: «Ἀδελφοί μου, τώρα πού γίνατε στρατιῶτες τοῦ Βασιλιά τῶν oυρανῶν, φροντίστε νά διατηρήσετε θερμή τήν πίστη σας. Μή νικηθεῖτε ἀπ’ὅσα εὐχάριστα ἢ δυσάρεστά σας συμβοῦν. Ἀγαπῆστε τόν Θεό πάνω ἀπ’ ὅλα καί μή φοβηθεῖτε τά βασανιστήρια πού πρόκειται νά πάθετε. Τό πῦρ τοῦτο κρατᾶ μία ὥρα. Ἡ μακαριότητα καί ἡ χαρά πού θά σᾶς ὁδηγήσει θά εἶναι αἰώνια. Οἱ χαρές τοῦ κόσμου τούτου μπροστά στά αἰώνια ἀγαθά του Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μηδαμινές. Πιστέψετε μέ, τίποτα δέν μπορεῖ νά παρηγορήσει τήν ψυχή παρά μόνο ὁ Θεός, τοῦ ὁποίου τό κάλλος εἶναι ἀνείπωτο καί ἡ δόξα ἀνεκδιήγητη. Τή μακαριότητα καί τήν εἰρήνη πού χαρίζει σ’ ὅσους τόν ἀγαποῦν, δέν μπορεῖ νά τήν καταλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς». Οἱ διδαχές τοῦ ἁγιότατου Προκόπιου δέν ἦταν παρά μία περιγραφή δικῶν τοῦ βιωμάτων. Τό Ἅγιο Πνεῦμα φέρνει σέ κοινωνία τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ἠμῶν», ἀκοῦμε στήν Λειτουργία. Ἡ κοινωνία τοῦ σκοτισμένου ἀπό τά πάθη καί τούς δαίμονες ἀνθρώπου μέ τόν Θεό πού εἶναι Φῶς, φωτίζει μέ τόν χρόνο τόν πρῶτο ὥσπου, ὅσο ἐπιτρέπει ἡ ἀδύνατη φύση μας, νά γίνει καί ὁ ἴδιος Φῶς. «Ὑμεῖς ἐστέ τό Φῶς τοῦ κόσμου…», εἶπε ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους. Τό φῶς αὐτό, δέν εἶναι ἁπλῶς μόνο ἡ διανοητική σοφία, ἀλλά καί ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού περιλούζει ὅλη τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Αὐτό ἐπιβεβαιώνει καί ἡ εὐωδία τῶν Ἁγίων λειψάνων. Τήν σοφία αὕτη πού ἀναφέρεται σέ ὅλη τήν ὕπαρξη εἶχε ὁ πνευματοφόρος Προκόπιος, καί οἱ διψασμένες ψυχές τῶν νέων χριστιανῶν χόρταιναν ἀπό τήν Θεία τροφή καὶ ἀγάλλονταν.

Ἀποκεφαλισμός τῶν μαθητῶν του: Ἡ μεταστροφὴ τῶν δικαστῶν καί φρουρῶν ὅμως εἶχε μαθευτεῖ. Ὁ Οὐλκίωνας ἐξαγριώθηκε σάν τὸ ἄκουσε καί πρόσταξε ἀμέσως νά τούς παρουσιάσουν μαζί μέ τόν Ἅγιο μπροστά του. Μόλις τούς ἔφεραν τούς εἶπε: «τί εἶναι αὐτό ποῦ μαθαίνω; Ἐσεῖς ἄνδρες σωφρονέστατοι, καί παρασυρθήκατε ἂπ' αὐτόν τόν πλανεμένο;» Καί αὐτοί οἱ μακάριοί του ἀπάντησαν: «Πώς θά συνεχίζαμε νά πιστεύουμε σέ Θεούς πού τούς ἐξαφάνισε ἕνας φυλακισμένος: Ἐμεῖς πιστεύουμε στόν Χριστό πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, μέ τή δύναμη τοῦ ὁποίου διαλύθηκαν τὰ εἴδωλα». Ἡ ἀκλόνητη Πίστη τους στόν Χριστό ἐξόργισε τόν Οὐλκίωνα. Δέν ἔφτανε ὁ Προκόπιος, βρέθηκαν κι’ ἄλλοι ἄνθρωποι τοῦ βασιλιά νά γίνουν χριστιανοί. Διέταξε ἀμέσως νά τούς ἀποκεφαλίσουν. Τόν Προκόπιο τόν ἔδεσαν μέ βαριά σίδερα καί τόν ἔβαλαν νά παρακολουθήσει τήν σφαγή γιά νά τόν φοβερίσουν. Ο Ἅγιος ἔβλεπε τούς ἀδελφούς του νά ρίχνονται στό μαρτύριο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, καί προσευχόταν θερμά. Προσευχόμενος ἄκουσε μέσα του φωνή νά λέει: «Ἐπέβλεψε ὁ Θεός στήν ἀγάπη τῶν δούλων του, Προκόπιε». Ἀπέκοψαν τίς κεφαλές τῶν μακαρίων ἐκείνων στρατιωτῶν καί τῶν δύο δικαστῶν (τά ὀνόματα τῶν ὁποίων διατηρήθηκαν ἀπό τήν παράδοση: Νικόστρατος καὶ Ἀντίοχος), στίς 22 Μαΐου.

Ἡ μετάνοια τῆς μητέρας του: Ὁ Ἅγιος ἔμεινε κλεισμένος στήν φυλακή. Μία ἡμέρα ἔφεραν δώδεκα γυναῖκες ἀπό ἀρχοντικές οἰκογένειες, καί τίς ἔριξαν στήν φυλακή γιατί ὁμολόγησαν δημόσια ὅτι πιστεύουν στόν Χριστό. Ἦταν ὅλες ριγμένες σέ μιά βαθιά περισυλλογή καί ἦταν φοβισμένες, γιατί γνώριζαν τί θά ἐπακολουθοῦσε. Σάν τίς εἶδε ὁ Ἅγιος τίς συμπόνεσε. Καί ἐνῶ περνοῦσαν ἀπό μπροστά του τίς κράτησε γιά μιά στιγμή καί τούς εἶπε νά μήν φοβοῦνται τά προσωρινά βασανιστήρια, γιατί μ’ αὐτά θά ὁδηγηθοῦν κοντά στόν Χριστό καί θά εἶναι μαζί του αἰώνια σέ μία ἀτελεύτητη χαρά καί εὐφροσύνη. Οι γυναῖκες ἄκουαν τά Θεῖα λόγια καί ὁ φόβος σιγά-σιγά ἀπομακρυνόταν, δίνοντας τήν θέση του σέ μιά Θεία παρηγοριά. Εἶχαν πιά ἀποδεχτεῖ τόν θάνατο καί ὁδηγοῦνταν στήν ἀθανασία μέ γενναιότητα ἔχοντας ἀσάλευτη τήν ἐλπίδα στόν Θεό. Τήν ἑπομένη, μέ προσταγή τοῦ ἡγεμόνα, ὁδηγήθηκαν οἱ γυναῖκες στό θέατρο τῆς πόλης, ὅπου λαός πολύς ἦταν μαζεμένος. Ὁ Οὐλκίωνας τούς εἶπε νά θυσιάσουν καί θά τούς ἀποδώσει τιμές. Ἀλλά αὐτές οἱ μακάριες του ἀποκρίθηκαν: «Φύλαξε τίς τιμές αὐτές γιά σένα. Τιμή καί καύχημα γιά μᾶς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἐξοργισμένος γιά τήν ἀπείθεια τούς ὁ ἡγεμόνας, διέταξε νά τίς βασανίσουν ἀλύπητα. Μέ φωτιές τίς κατέφλεγαν, μά αὐτὲς ἐχοντας τόν νοῦ ὑψωμένο στόν Παντοδύναμο Θεό, ἔπαιρναν οὐράνια βοήθεια καί παρηγοριά. Αὐτός τίς εἰρωνευόταν γιατί δέν ἐρχόταν ὁ Θεός τους νά τίς βοηθήσει, καί τίς κορόϊδευε ὅτι μάταια Τόν πίστευαν. Ὅμως ἐκεῖνες ὑπέμεναν μέ καρτερία τά πάντα, καὶ ἔλυωναν σιγά-σιγά σάν τό κερί, δίνοντας τήν ὕπαρξή τους γιά τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνάμεσα στόν λαό πού παρακολουθοῦσε τό μαρτύριο τῶν δούλων τοῦ Χριστοῦ, βρισκόταν καί ἡ μητέρα τοῦ Θείου Προκόπιου. Βλέποντας τήν καρτερία τῶν μαρτύρων καί γνωρίζοντας ὅτι ἡ γυναικεία φύση δέν ἄντεχε χωρίς βοήθεια στὰ τόσα βάσανα, ἔνοιωσε μέσα της τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Δάκρυα μετανοίας μαλάκωσαν τήν καρδιά της καί μέσα στό συντετριμμένο πνεῦμα τῆς ἄρχισε νά διεισδύει τὸ φῶς τῆς Θείας Χάριτος. Καί ξαφνικὰ «Θείω ζήλω κινουμένη» ὁρμᾶ στό μέσo τοῦ θεάτρου καί χωρίς τίποτα νά ὑπολογίσει, οὔτε καί αὐτή τήν ζωή της, φώναξε δυνατά: «ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΔΟΥΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!». Ξαφνιασμένος ὁ ἡγεμόνας ἀπό τήν αἰφνίδια μεταστροφή της, τήν φώναξε καί τῆς εἶπε: «Κυρά Θεοδοσία, πώς πλανήθηκες καί ἄφησες τούς πατρώους Θεούς;» Καί ἡ Θεοδοσία ἄφοβά του ἀπάντησε: «Πρῶτα ἤμουν στί σκοτάδι τῆς πλάνης, Οὐλκίωνα γιατί προσκυνοῦσα τ’ ἄψυχα εἴδωλα. Τώρα ὁ Χριστός μέ βοήθησε νά καταλάβω ὅτι εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί σ’ Αὐτόν πιστεύω». Ο ἡγεμόνας ἔμεινε ἄφωνος. Αὐτή ἦταν ἡ γυναίκα πού γιά τήν εὐσέβεια στούς Θεούς, πρόδωσε κι αὐτόν τόν γιό της. Καί τώρα γίνεται κι’ αὐτή χριστιανή. Ἡ γνωριμία μέ τόν Χριστό εἶναι θέμα ταπεινώσεως καί μετάνοιας πού πρoϋπoθέτoυν ἀναγνώριση τῶν ἀδυναμιῶν μας. Ὅλα αὐτά ἦταν γνωστά στόν βασανιστή ἡγεμόνα καί ἡ ἀδυναμία του νά ἐπιβληθεῖ τόν ἐξόργιζε καί τόν πείσμωνε.

Τό μαρτύριο τῆς μητέρας του: Ὕστερα ἀπό τήν σταθερή ὁμολογία τῆς Θεοδοσίας, ὁ ἡγεμόνας τήν ἔρριξε μέ τίς ἄλλες στὴ φυλακή, ὥσπου νά ἀποφασίσει τί θά κάνει. Στήν φυλακή ἡ Θεοδοσία διακονοῦσε τίς καταματωμένες ἀδελφές της. Φρόντιζε τήν καθεμία μέ ἀγάπη καί τίς μακάριζε εὐχόμενη νά ἔχει καί αὐτή τήν πίστη τους. Ὁ Ἅγιος Προκόπιος, σάν ἔμαθε ὅτι ἡ μητέρα τοῦ βρίσκεται στήν φυλακή γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δόξαζε τόν Θεό. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Τερέντιου, πῆγαν ὅλοι μαζί, ὁ Ἅγιος, ἡ μητέρα του καί οἱ γυναῖκες, πού μέ Θεία βοήθεια θεραπεύονταν, στόν Ἐπίσκοπο καὶ βαφτίστηκαν. ‘Ὕστερα ἐπέστρεψαν στήν φυλακή, ὅπου μιλοῦσαν γιά τήν μακαριότητα πού ἀπολαμβάνουν, στή γῆ καί στόν οὐρανό, ὅσοι ἀγάπησαν τόν Θεό καί τήρησαν τίς ἐντολές του. Τό πρωΐ ἔφεραν τήν Θεοδοσία μπροστά στόν ἡγεμόνα: «Βλέπεις ὅτι δέν σέ παιδεύω γιατί σέ ἐκτιμῶ, τῆς εἶπε. Λοιπόν, παρακάλεσε τούς Θεούς νά σέ συγχωρέσουν γιά νά μήν ἀναγκαστῶ νά φανῶ σκληρός». Ἡ Θεοδοσία μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού πυρπολοῦσε στήν καρδιά τῆς ἔρωτα Θεῖο πέρα ἀπό κάθε γήϊνη χαρά τοῦ ἀπάντησε ἤρεμα: «Εἶμαι χριστιανή», Τότε δίνει διαταγή ὁ ἡγεμόνας νά τήν βασανίσουν. Μέ ραβδισμούς τήν κτυποῦσαν ἀλύπητα καί μέ σιδερένια νύχια ἔγδερναν τίς πλευρές της. Οἱ ἄλλες γυναῖκες, ποῦ ἔβλεπαν τά αἵματά της νά τρέχουν σάν νερό, ἀναλύθηκαν σέ διαρκῆ προσευχή. Ζητοῦσαν ἀπό τόν Μεγαλoδύναμo Θεό νά τῆς δίνει δύναμη καί ἀναψυχή. Οἱ θερμές προσευχές τῶν μελλοθανάτων γυναικών κατάκαιαν τό μισάνθρωπο δαίμονα. Καί μηχανεύτηκε νά παρακινήσει τούς βασανιστές νά κτυποῦν μέ μολυβένιες σφαῖρες τίς σιαγόνες τῶν γυναικών γιά νά σιωπήσουν. Στόν σημερινό ἄνθρωπο φαίνονται σάν μύθος οἱ διηγήσεις τῶν μαρτυρίων τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, ἴσως γιατί σήμερα μᾶς λείπει τό μέτρο μέ τό ὁποῖο θά ἀντιληφθοῦμε πώς ἄντεχαν οἱ μάρτυρες στά τόσα σκληρά βασανιστήρια. Τό μέτρο εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Θεό. Ἀγάπη στόν Θεό χωρίς ἀγάπη στόν συνάνθρωπο δέν εἶναι ἡ ἀγάπη πού κήρυξε ὁ Χριστός. Ὅποιος γεύτηκε ἔστω καί στό ἐλάχιστο τήν ἀγάπη αὐτή θαυμάζει τούς Μάρτυρες καί εἶναι σίγουρος γιά τήν πραγματικότητα τῆς ἀντοχῆς τους. Ἀντίθετα αὐτός πού δέ γεύτηκε δέν ἔχει τό μέτρο. Πῶς θά κρίνει; Ὕστερα ἀπό τή θαυμαστή ἀντοχή τῶν γυναικών, ὁ Οὐλκίωνας ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά τίς μεταπείσει. Ἔτσι διέταξε νά τίς δέσουν ὅλες μέ μία ἁλυσίδα καί νά τίς ἀποκεφαλίσουν. Ὅταν ἔφτασαν στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἔκλιναν οἱ εὐλογημένες τίς κεφαλές καί δέχθηκαν τό μακάριο τέλος στίς 29 Μαΐου.

Προσφορά στόν πλησίον: Ὕστερα ἀπό τό μαρτυρικό τέλος τόσων ἀνθρώπων ὁ Οὐλκίωνας στράφηκε πρός τόν Προκόπιο. Τοῦ πρότεινε πολλές φορές νά θυσιάσει στούς Θεούς, ὅμως ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀρνιόταν, ἀλλά σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού τόν ἔβλεπε, προσκαλοῦσε τόν βασανιστή του στόν δρόμο τῆς μετανοίας. Αὐτός ὅμως δέν ἤθελε, καί ἀντίθετα τόν χλεύαζε καί τόν εἰρωνευόταν ὅτι πίστευε σ’ ἕναν καταδικασμένο καί περιφρονημένο, ἀπό τούς ἀνθρώπους, Μετά διέταξε νά τόν βασανίσουν ξεσκίζοντας τίς σάρκες του καί κτυπώντας τόν μέ μανία. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ἐνῶ τό θύμα ὑπέφερε καρτερικά ἔχοντας σάν ἀναψυχή τήν ἐνοικοῦσα μέσα του Θεία χάρη, ὁ βάναυσος θύτης ἀπό τήν λύπη του πού δέν τόν μετέπειθε, προσβλήθηκε ἀπό θανάσιμο πυρετό. Δέν ἄντεξε στήν ἀρρώστεια τοῦ ὁ Οὐλκίωνας, πέθανε μέσα σέ φρικτούς πόνους. Ἡ θέση τοῦ ἀναπληρώθηκε ἀπό κάποιο Φλαβιανό, ὅμοια σκληρόκαρδο καί βάναυσο μέ τόν προκάτοχό του. Ἀκολουθώντας τήν ἴδια τακτική, μέ ἀπειλές βασάνων καί θανάτου, πίεζε τόν ‘Ἅγιο νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Ο Θειότατος Προκόπιος μέσα στήν φυλακή πού βρισκόταν φώτιζε μὲ τίς διδαχές καί τά θαύματα τοῦ τούς «ἐν σκότει καθεύδοντας». Πολλοί ἦταν οἱ φυλακισμένοι πού εὕρισκαν κοντά του τήν σωτηρία. Οἱ Ἅγιοι δέν ἐνδιαφέρθηκαν νά κάμουν μεγάλα καὶ κοινωφελῆ ἔργα στήν ἐποχή τους. Ἔβλεπαν ὅτι, ἐάν ἐπιτύχουν παρρησία στόν Θεό, ἂν γίνουν φίλοι του Θεοῦ, θά ἔχουν νά προσφέρουν στούς συνανθρώπους τούς ἀνυπολόγιστες εὐεργεσίες σὲ ὅλους τους αἰῶνες καί θά βοηθήσουν τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς τους στήν αἰώνια σωτηρία τους, καί αὐτή εἶναι ἡ πιό ἀληθινή προσφορά στόν πλησίον. Ἡ προσφορά πραγμάτων πού φθείρονται δέν τούς συγκινοῦσε, φρόντιζαν νά καθαρισθοῦν ἀπό τά πάθη μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τή νηστεία, τήν ἐγκράτεια. Ἡ δυνατότητα τοῦ ἁγιασμοῦ δόθηκε σέ κάθε ἄνθρωπο, μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός πού ἀγωνίζεται νά καθαρισθεῖ ἀπό τά πάθη εἶναι ἕνας ἀγωνιστής γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, γιατί τά πάθη εἶναι ἀσθένεια τῆς κοινῆς φύσης μας. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀληθινή ἀρχή τῆς Ἱεραποστολῆς: ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη. Τά πάθη δέν καθαρίζονται μέ τήν σκέψη ἢ τήν αὐθυποβολή σέ ὁρισμένες «καλές πράξεις», ἀλλά μέ ἐκζήτηση ταπεινοῦ πνεύματος ἀπό τόν Θεό πού φέρνει μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτό μας καθαρίζει. Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ λέγει ἐπιγραμματικά: «Σκοπός τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Στεφάνι Οὐράνιας δόξας: Ἡ ἀδυναμία του νὰ ἐπιβληθεῖ, στή δύναμη τοῦ πνεύματος καί τῆς σοφίας τοῦ Ἁγίου, ἐξόργισε τόν Φλαβιανό. Δέν εἶχε ἄλλο τρόπο νά ἐπιβάλει τή θέλησή του, παρά μόνο μέ τή βία. Πρόσταξε μία μέρα τόν Ἀρχέλαο, ἕνα στρατιώτη του, νά τόν θανατώσει μέ τό σπαθί του. Μά μόλις σήκωσε τό χέρι τοῦ ὁ στρατιώτης νά σκοτώσει τόν ‘Ἅγιο, ἔπεσε κάτω καί ξεψύχησε. Ο ταλαίπωρος Φλαβιανός, ἀντί νά νουθετηθεῖ καί νά μετανοήσει ἀπό τήν θέα τοῦ θαυμαστοῦ συμβάντος, περισσότερο σκληρύνθηκε καί πρόσταξε τόσο φρικτά βασανιστήρια, πού μόνο το ἄκουσμά τους νά προκαλεῖ ἀποτροπιασμό: τόν μαστίγωναν, τοῦ ἔβαζαν στήν πλάτη ἀναμμένα κάρβουνα, πύρωναν σουβλιά καί κατάκαιαν τό ξεσκισμένο σῶμα του, ρίπτοντας ὕστερα ἁλάτι στίς πληγές του. Ο ἀκαταμάχητος πόθος τοῦ βασανιστῆ νά γίνει τό θέλημά του, ἐπινόησε ἕνα τέχνασμα προκειμένου νὰ κάμει τόν Ἅγιο νά ὑποκύψει: ἑτοίμασαν ἕνα βωμό καί τοποθέτησαν πάνω ἀναμμένα κάρβουνα. Ὕστερα ἔσπρωχναν καί κρατοῦσαν μέ σίδερα τό δεξί χέρι τοῦ Ἁγίου, ὅπου ἔβαλαν κάτι πρός θυσία πάνω ἀπό τά κάρβουνα, ὥστε νὰ ἀναγκαστεῖ ἀπό τήν θερμότητα νά ρίξει το πρός θυσία καί νά φανεῖ ἡ πράξη του σάν θυσία στούς Θεούς. Ο Ἅγιος ὅμως ἄφησε ἀκίνητό το χέρι του, ὥσπου κατακάηκε χωρίς νά ρίξει το πρός θυσία. Ο κοσμικός ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιά νά ἱκανοποιήσει τίς βιολογικές του ἀνάγκες. Ζεῖ κάτω ἀπό τίς βιολογικές του ἀνάγκες καί αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ δημιουργεῖ φυσικά καί τόν ἀνάλογο τρόπο σκέψης: δέν μπορεῖ νά κατανοήσει τί ὠφελεῖ ἡ νηστεία καί ἡ ἄσκηση καί ποιά ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς. Ἀντίθετα ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἐπειδή ἀγωνίζεται νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό πού εἶναι ἡ αὐτοζωή (δέν ἔχει τίς βιολογικές ἀνάγκες) σέ πρώτη θέση ἔχει τόν ἀντίθετο τρόπο σκέψεως: ἀγωνίζεται κατά τό δυνατό, νά περιορίσει στὸ ἀναγκαῖο τίς βιολογικές ἀνάγκες. Γι’ αὐτό, νηστεύει, ἐγκρατεύεται, προσεύχεται. Ἔτσι φτάνουμε στό νά ἀκοῦμε ὅτι οἱ μεγάλοι ἀσκητές μέρες ὁλόκληρες δέν ἔτρωγαν καθόλου ἢ ἔμεναν ὁλόγυμνοι μέσα στό φοβερό κρύο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο σκέψεως, χωρίς ἐμεῖς νά εἴμαστε σέ τέτοια μέτρα, ξέρουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι ξεπέρασαν καί τίς βιολογικές τους ἀνάγκες ἀκόμη, μεταξύ των ὁποίων εἶναι καί ὁ πόνος, πού προειδοποιεῖ τόν ἄνθρωπο γιά ἕνα κακό πού πρόκειται νά πάθει. Ο ἁγιότατος Προκόπιος ἦταν πιά ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος καί ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος. Ξεπέρασε τόν πόνο τοϋ σώματος, γιατί μέ τήν ἄσκηση, τή νηστεία καί τήν προσευχή πάλεψε μαζί του καί τό νίκησε. Ἀλλ’ οὔτε τό θαυμασιότατο αὐτό θέαμα ἔκαμψε τήν ἀδιαλλαξία τοῦ βασανιστῆ. Ἀντίθετα πείσμωσε καί πρόσταξε νά πετάξουν τόν Ἅγιο μέσα σέ πυρακτωμένη κάμινο. Μόλις τόν ἔφεpαν στό στόμιο τῆς καμίνου ὁ Ἅγιος ἔκαμε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί ἀμέσως ἡ φωτιά διασκορπίστηκε. Ο βάναυσος ἡγεμόνας τότε ἔγραψε τήν τελευταία ἀπόφασή του γιά τόν Ἅγιο: νά κοπεῖ ἡ κεφαλή τοῦ ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ὅταν ἔφτασαν στόν τόπο τῆς καταδίκης, ζήτησε ὁ ἰσάγγελος Προκόπιος λίγη ὥρα γιά να προσευχηθεῖ. Δεήθηκε στόν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιά τήν πόλη, τήν Ἐκκλησία, καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ζήτησε ἀπό τόν Οὐράνιο Βασιλέα, νά τόν ἀξιώσει νά γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας του. Ὕστερα ἔκλινε τόν αὐχένα καί τοῦ ἔκοψαν τήν μακαρία κεφαλή του, παίρνοντας ἀπό τόν στεφανοδότη Χριστό, τό στεφάνι τῆς οὐράνιας δόξας καί μακαριότητας.

Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία γιορτάζει τήν μνήμη του στίς 8 Ἰουλίου.


Απότμημα λειψάνου τού Αγίου Προκοπίου
στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Νικήσιανης Ελευθερουπόλεως


Πηγή: 

https://agioreitika.net/2018/07/20/%CE%B2%CE%AF%CE%BF%CF%82-%E1%BC%81%CE%B3%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CF%81%CF%84%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%BF%CF%85/

ΚΑΙ:

http://ierosnaosagandreou.blogspot.com.cy/2009/07/blog-post_2646.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!