Άγιον Όρος, Μονή Ιβήρων, 1925
(Άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 20/06/1948)
Παιδί ήμουνα και γέρασα από τον καιρό που δέσαμε φιλία με τον Ισίδωρο Καυσοκαλυβίτη, τότε που πρωτοπήγα στ’ Άγιον Όρος.
Παραπάνω από είκοσι χρόνια γράφουμε γράμματα ο ένας στον άλλον.
Τα πρώτα δυο τρία χρόνια τα γράμματα τα έστελνα εις τον «Αβέρκιον Κομβολογάν, Καρυάς, δια μοναχόν Ισίδωρον Καυσοκαλυβίτην».
Τα γράμματά του τα φυλάγω σαν κειμήλια γιατί είναι γραμμένα από ψυχή ποιητική.
Απ’ όσους μου γράφανε, λιγοστά γράμματα αξίζουνε σαν του Ισίδωρου.
Μοναχά δυο τριών ανθρώπων κι αυτοί ήτανε «λίγοι στα γράμματα», δηλαδή ξέρανε λίγα γράμματα.
Οι άλλοι, λίγο ως πολύ, κάνανε φιλολογία.
Κι αν θέλετε να μάθετε, να πως δέθηκε η φιλία μας.
Στα 1925 πήγα για πρώτη φορά στ’ Άγιον Όρος.
Αφού περιδιάβασα πολλά μοναστήρια, μίσεψα μια μέρα από το μοναστήρι Μεγίστης Λαύρας και πήγα στη Ρουμάνικη Σκήτη του Προδρόμου.
Κοιμήθηκε εκεί πέρα ένα βράδυ και την άλλη ημέρα τράβηξα για τα Καυσοκαλύβια.
Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος, περπατάς απάνω σε γκρεμνούς που δεν περπατά ούτε το μουλάρι.
Από τα’ αριστερό χέρι είναι το πέλαγο.
Βογκά μέρα νύχτα άγρια και φουρτουνιασμένο απάνω σε κάτι βράχια καταφαγωμένα, που σε πιάνει ζάλη να τα βλέπεις, τόσο παρά φύση είναι απόγκρεμνα κι αλλόκοτα.
Κάστρα θεόρατα και θεόχτιστα σηκώνουνε τις μαύρες κεφαλές τους από πάνω σου, βουβά κι ακατάλυτα από χτίσεως κόσμου.
Ο άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν είναι τίποτα και στραβολαιμιάζει στρίβοντας το κεφάλι του ολοένα κατά πάνω, σα να φοβάται πως θα πέσουνε απάνω του.
Μα κι από κάτω από τα ποδάρια του είναι άλλα γκρεμνά ακαταμέτρητα.
Το μάτι του σκιάζεται από κάποια άλλα κατάμαυρα κράκουρα, που δίνουνε στήθος στα θυμωμένα κύματα, οπού πέφτουνε απάνω τους και τα δαγκώνουνε μέρα νύχτα, από τότε που ‘γινε ο κόσμος.
Θαρρείς πως είναι πετρωμένα τελώνια, που ‘χουνε λογής λογής σχέδια, το ‘να πιο άγριο από τ’ άλλο.
Μελανιασμένα, οργισμένα, άσπλαχνα, δίχως καμμιά παρηγοριά για τον αδύνατο τον άνθρωπο.
Που είναι η περηφάνεια του, ετούτου του σκούληκα;
Ρωτώ να μάθω.
Τι φελά η παλλικαριά του κι η σοφία του τούτη την ώρα που στέκεται σα χαζός μπροστά σ’ αυτά τα φοβερά θεμέλια του κόσμου, που δεν τον λογαριάζουνε αν είναι κι αν δεν είναι;
Αυτός τα κοιτάζει και φοβάται, μα κείνα στέκουνται αδιάφορα και βουβά.
Τα νερά είναι κι αυτά μελανιασμένα, δίχως πάτο.
Οι κάβοι στέκουνται ο ένας πίσω από τον άλλον, αμίλητοι και καραμουτζωμένοι.
Καμπουριάζουνε και κοιτάζουνε κατά το πέλαγο.
Οι πιο μεγάλοι κι οι πιο αψηλοί είναι δύο.
Ο κάβο Φονιάς κι ο κάβο Σμέρνα.
Σιδερόβραχα όπου σταθείς κι όπου κοιτάξεις.
Άλλοι κάβοι και πλήθος μύτες και μονόπετρα προβέλνουνε κάθε τόσο εκεί που περπατάς.
Είναι η άκρη του Άθωνα, που κοιτάζει κατά τη νοτιά, γεμάτη σπηλιές και καταβόθρες.
Άγιον Όρος, Μονή Παντοκράτορος, 1924
Περπατούσα μαζί με τον ήλιο.
Εγώ περπατούσα σα σκαθάρι απάνω στη γη και κείνος περπατούσε στον ουρανό κι έγερνε από την πίσω μεριά του Άθωνα κατά το βασίλεμα.
Πέρασα πολλή ερημιά δίχως άνθρωπο, ως που έπιασε να μερεύει η πλάση λίγο λίγο και μαζί με δαύτη να μερεύει και η ψυχή μου.
Στο τέλος έφταξα σ’ ένα μέρος που το γλυκαίνανε κάποια δέντρα και λίγος άμμος μέσα σε μιαν αγκάλη, μ’ όλο που είχε ακόμη πολλή αγριάδα.
Εκεί πέρα ήτανε τα Καυσοκαλύβια.
Κατά πάνω φάνηκε ο Άθωνας.
Σα να καθότανε σε κανένα θεόχτιστο θρονί, βασιλέας αζύγωτος, δορυφορημένος από τα αμέτρητα βουνά του κι από τους ακαταμέτρητους κάβους του, πατριάρχης μακροζώϊτος, με τα παιδιά του και με τα εγγόνια του και με τα τρισέγγονά του, που ‘ναι τα αγιασμένα μοναστήρια κι οι σκήτες και τα κελιά κι οι αρσανάδες.
Το βασίλειό του είναι στη στεριά και στο πέλαγο.
Ολόγυρά του αρμενίζουνε καράβια και παπόρια, γολετόβρικα, μπομπάρδες, μπρατσέρες και κάθε λογής καράβι.
Θεριόψαρα, δερφίνια κι όρκυνα βουτάνε και πάνε κάτω, στα ριζά του κάστρου του, που ‘ναι θεμελιωμένο στον πάτο της αβύσσου.
Σαν τον είδα, έπεσα στο χώμα και προσκύνησα τούτον τον πύργο της Ορθοδοξίας.
Σε τέτοια κατάσταση ήμουνα, που δεν ένιωθα κούραση ολότελα, μόνο πήρα το μολύβι κι έπιασα να τον ζωγραφίζω.
Ποιος ξέρει πόσην ώρα ήμουνα βυθισμένος στη δουλειά μου, όπου ακούγω κάποιον να μου λέγει με μια φωνή καλοκάγαθη :
«Ξεκουράσου και λιγάκι κυρ ζωγράφε.
Πάρε ένα τσιγαράκι».
Γύρισα να δω ποιος μου μίλησε κι είδα έναν καλόγερο με πυκνά μαύρα γένια, παλληκάρι γερό, μ’ ένα πρόσωπο γελαστό και περίχαρο.
Αυτός ήτανε ο Ισίδωρος Καυσοκαλυβίτης.
Τώρα που τα γράφω σα να κάνω κάποια άπρεπη πράξη και μονομιάς μουδιάζει το χέρι μου που τα γράφω.
Γιατί κάποια τέτοια πράγματα δεν πρέπει να τα λέγει κανένας στους άλλους, παρά να κάθουνται κρυμμένα μέσα στα έγκατα του ανθρώπου, σαν τα εικονίσματα που ‘ναι βαλμένα στο παλιό εικονοστάσι, μέσα στο εκκλησάκι του πάτερ Ισίδωρου, δίχως να ξέρει κανένας.
«Ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων».
Αλλά μια φορά που έκανα την αμαρτία, θα την αποτελειώσω με λίγα λόγια από τα γράμματα τ΄ αγαπημένου μου πάτερ Ισίδωρου.
«Εν Ιερά Σκήτη Καυσοκαλυβίων τη 9 Μαρτίου 1926
Αδελφέ Φώτιε.
Μ’ όλον το αδελφικόν θάρρος, μη έχω που τον πόνον μου να εκφράσω, μετά τον Θεόν, ειμή εις την αδελφική σου καρδιά.
Γνωρίζω ότι με αγαπάς και εγώ σε αγαπώ και δέομαι δι’ υμάς.
Να λυπηθείς τον Ισίδωρον.
Έχω τον γέρο αποκαμών εκ των γηρατείων έγινε ιδιότροπος και δεν έχω ειρήνην να εργασθώ το εργόχειρόν μου.
Έχω παρηγορίαν τα γράμματά σου.
Μη αλησμονήσεις ότι έχεις μίαν αδελφικήν καρδιά μέσα εις την έρημον που κάθεσαι.
Τας ευχάς μου εις όλους σας
Ισίδωρος»
«27 Μαρτίου 1938
Αγαπητέ μου Φώτη,
Τα πάντα σβύνουν και χάνονται.
Μέσα εις ένα αχανές διαλύονται και τίποτα πλέον.
Η δόξα τσαλαπατιέται, ο πλούτος κατρακυλά, η νεότης ζαρώνει σ΄ ένα παραγώνι κι εκεί μετανοεί δια τα περασμένα της έργα.
Μόνο η φιλία μένει γραμμένη και ριζωμένη και εις τον άλλον κόσμον σμίγει και ανανεώνεται και αγιάζει.
«Η αγάπη ου φυσιούται».
Έτσι κι εμείς με τη αγνήν αγάπην θα μένομεν αχώριστοι και εδώ και εκεί, εις τους αιώνας των αιώνων.
Σε περιμένομεν να έλθεις, όλοι σε αγαπούν εις τη Σκήτην και θέλουν να σε ιδούν, διότι είσαι Καυσοκαλυβίτης.
Ο γέρο καπετάνιος ζει και βασιλεύει σα γλάρος στα θαλασσινά νερά (1).
Σε εύχομαι, ο αδελφός σου
Ισίδωρος»
«Αδελφέ Φώτη,
Μέγα δυστύχημα εις το σπίτι μας.
Εχάσαμε τον γέρο Χαράλαμπον.
Μας έφυγε δια το αιώνιον ταξίδι.
Έως την ώραν του θανάτου είχε τα λογικά του και όλο μας εδίδασκε.
Ούτε είδα, ούτε θα ιδώ τοιούτον θάνατον.
Αφού εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, μας αποχαιρέτισε με το χαμόγελό του και έκλεισε τα ματάκια του.
«Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος».
Ευεργέτης προς τον Θεόν, ο αδελφός σου Ισίδωρος Καυσοκαλυβίτης και Σεραφείμ»
(1) Ο γέρο Χαράλαμπος ήτανε υποτακτικός του Ισίδωρου. Καλογέρεψε γέρος εβδομήντα χρονών.
Θαλασσάνθρωπος, φουΐστρος στα παπόρια, ταξίδευε σ’ όλη τη γή και τέλος πήγε κι άραξε στα Καυσοκαλύβια.
"...βασιλέας αζύγωτος, δορυφορημένος από τα αμέτρητα βουνά..."
ΑπάντησηΔιαγραφή"Σαν τον είδα, έπεσα στο χώμα και προσκύνησα τούτον τον πύργο της Ορθοδοξίας."