Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Βλέπω πως τα βιβλία μου επαναλαμβάνουν, με άλλα λόγια, τα «Ειρηνικά» της Θείας Λειτουργίας.

 Απόσπασμα από συνέντευξη της Βασιλικής Νευροκοπλή στον Διονύση Λεϊμονή



-Κουβαλάμε τις αφηγήσεις και τις αναγνώσεις μας… Ποιο είναι το δικό σας «φορτίο»;

-Μακάρι να ξέραμε τι κουβαλάμε... ή ίσως και καλύτερα που δεν ξέρουμε... 
Ώρες - ώρες νομίζω πως κουβαλαώ μέσα μου όλους τους προηγούμενους αιώνες, αλλά και τους επερχόμενους. 

Δεν καταλογραφούνται τα φορτία μας, ούτε απαριθμούνται. 

Νομίζω όμως πως υπάρχει πάντα ένας πυρήνας τέτοιων φορτίων που διαμορφώνεται κατά την παιδική μας ηλικία και μας καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Για μένα, λοιπόν, αυτός ο πυρήνας με μια λέξη είναι η Εκκλησία. 

Τα αρώματα του θυμιάματος, η ευωδιά από το ράσο και το καλυμαύχι του πατέρα μου, οι βυζαντινές μελωδίες και τα ποιητικότατα εκκλησιαστικά μελισματα, οι αγιογραφιές των ναών στους οποίους μεγάλωσα.
Ίσως τελικά και γι’ αυτό να μην μπορώ να δεχτώ τον τεμαχισμό της ζωής και του ανθρώπου. 

Γεννήθηκα κι ανατράφηκα μέσα στην ενότητα του σύμπαντος κόσμου που σου χαρίζει η Εκκλησία και που όλες οι τέχνες και οι μορφές έκφρασης συνδιαλέγονται προς δόξαν Θεού. 

Γι’ αυτό και όλες οι τέχνες για μένα είναι ένα, όπως η θάλασσα που λέγαμε πριν, και όλα οδηγούν στο ίδιο σημείο. 

Αυτός είναι ο δικός μου πυρήνας «φορτίων» και ό,τι άλλο προστέθηκε μετά, αποτέλεσε προεκτάσεις αυτού του πρώτου οικοδομήματος των παιδικών μου χρόνων.

-Πώς αυτό μεταπλάθεται, αξιοποιείται, εντοπίζεται στην τέχνη σας;

-Εδώ εισχωρούμε στο χώρο του μυστηρίου, και τα μυστήρια ούτε εξηγούνται ούτε περιγράφονται. 

Στην καλύτερη περίπτωση ίσως κάποτε να αποκαλύπτονται. Τα έργα μας είναι πάντα κάτι περισσότερο –και ευτυχώς- από εμάς τους ίδιους και ό,τι κουβαλάμε. Ίσως γιατί βρίσκονται πάντα σε συνάρτηση με το αόρατο, σ’ ένα ατελέσφορο και διηνεκές ανοιχτό παιχνίδι με τις ακτές του ουρανού και της γης, κι ας μην το συνειδητοποιούμε. 

Δεν μπορώ να ξέρω ούτε πώς μεταπλάθονται μέσα στο νου και στην καρδιά μου ούτε πώς και αν αξιοποιούνται όλα όσα με έζησαν και με ζουν. Μόνο να εντοπίσω μπορώ κάποια από αυτά στα έργα μου και αυτό πάντα εκ των υστέρων.

Η εκζήτηση της αιώνιας αγάπης υπάρχει σε όλα τα βιβλία μου, το αίτημα της ενότητας του κόσμου, του ειρηνικού τέλους που δεν τελειώνει ποτέ μέσα στην αιώνια ομορφιά. Τώρα που το σκέφτομαι βλέπω πως τα βιβλία μου επαναλαμβάνουν, με άλλα λόγια, τα «Ειρηνικά» της Θείας Λειτουργίας.

-Και το γύρω περιβάλλον σας στενότερο ή ευρύτερο; Ποιο ρόλο έπαιξε ή διαδραματίζει;

-Το στενό μου περιβάλλον, όπως προείπα, είναι η Εκκλησία μέσα στην οποία βρίσκεται και η οικογένειά μου. Αυτή είναι η κυψέλη μου. 

Από κει ξεκινώ για να φτιάξω το μέλι μου, κι εκεί επιστρέφω για να το καταθέσω. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον εαυτό μου απ’ αυτήν και τους αγαπημένους μου. Δεν υπάρχω έξω απ’ την κυψέλη, δεν υπάρχω έξω από τους άλλους και τον Θεό. 

Ο λόγος είναι υπαρξιακός. Ζω μέσα σε ένα διαρκή θαυμασμό για όλους και για όλα κι αυτό δημιουργεί μέσα μου μια ερωτική έκρηξη που με οδηγεί στο να εργάζομαι σχεδόν ακατάπαυστα. 

Έτσι γεννιέται ό,τι κάνω. Όλα τα κινεί η αγάπη, η υπομονή, η υπακοή, η υποχώρηση του εγώ χάριν του άλλου.

 Αφαιρώντας λίγο λίγο το θέλημά μου, έμαθα να αφαιρώ και τις περιττές λεξεις από τα κείμενά μου. Δε λυπάμαι τον εαυτό μου, δε λυπάμαι τις λέξεις μου, δε λυπάμαι τον κόπο μου. 

Όταν πέφτω στην παγίδα να τα λυπηθώ, τα έργα μου γίνονται αξιολύπητα. 

Αυτό που με στήριξε ως τώρα και με στηριζει είναι αυτή η προσπάθεια της συνέπειας με μόχθο και ειλικρίνεια προς τον πυρήνα της ζωής μου, την κυψέλη μου. 

Εφ΄όσον η μέλισσα εργάζεται τίμια, η κυψέλη δεν έχει κανέναν λόγο να μην την υποστηρίξει ή να την αποδιώξει. Μπορεί να τη δυσκολέψει, μπορεί και να αυξήσει τις απαιτήσεις της, αλλά αυτό μόνο σε καλό βγαίνει. Προσωπικό και κοινό καλό.

-Αγαπημένο άκουσμα (ιστορία-τραγούδι-φράση);
-Δεν είναι βέβαια μία η φράση, είναι πολλές. Αναρίθμητα τραγούδια και ιστορίες πάμπολλες. Ας επιλέξω όμως μία φράση που συχνά επαναλαμβάνω κατ’ ιδίαν:
«Το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με, πάσας τας ημέρας της ζωής μου».

-Αγαπημένη εικόνα;
-Η παράσταση που πρωταντίκρισα δεκαέξι χρονών στη Μονή της Χώρας της Κωνσταντινούπολης και σφράγισε τη ζωή μου όλη: Η Κάθοδος του Κυρίου στον Άδη.

-Αν δεν αναπνέατε με οξυγόνο, τι θα σας έδινε ζωή;
-Τα μάτια των ανθρώπων και το φως που εκπέμπουν. Τα απορημένα μάτια των παιδιών, τα φλογερά των ερωτευμένων, τα βαθυστόχαστα των γερόντων, τα καθαρά των μοναχών. 

Αυτά τα μάτια που σε κοιτούν και σε γνωρίζουν με τον εαυτό σου, που τα κοιτάς και σε ξεπλένουν, τα μάτια που σε βαφτίζουν στο ανέσπερο φως.

-Αν έπρεπε να στερηθείτε κάτι που αγαπάτε πολύ τι θα ήταν αυτό;
Το θέλημά μου.

-Αγαπημένο: Όνομα; Λουλούδι; Γεύση; Μυρωδιά;
-Από ανθρώπινα ονόματα το όνομα Ανανίας και από λουλούδια τα άνθη της κερασιάς. Γεύση θα προτιμήσω να πω ποτού – αφού όλα τα φαγητά τα αγαπάω - αλλά από τα ποτά, το χειμώνα το Μπας Αρμανιάκ και το καλοκάιρι το λικέρ μαστίχας. 

Η πιο αγαπημένη μυρωδιά είναι αυτή των βρεφών.

-Ένας κακός εφιάλτης;
-Πως ξεχνώ τη γλώσσα μου και δεν μπορώ να μιλήσω και να γράψω.

-Ένας επόμενος στόχος στη ζωή σας, στην πορεία σας;

-Ένας οδοιπόρος, όπως εγώ, δεν έχει στόχους. Είναι ο ίδιος, στόχος. 

Ένας στόχος κινούμενος. Ελκύει την καλοκαιρία και την κακοκαιρία. Τους αγαθούς οδοιπόρους και τους ληστές. 

Είναι πάντα σε εγρήγορση. Ασκείται στο να αναγνωρίζει τις παγίδες, να ξεγλυστράει από τις κακοτοπιές, να μη χάνει τον προσανατολισμό του. Σταματά μόνο μπροστά στην ομορφιά. 

Γίνεται κομμάτι της και συνεχίζει. Δεν επιλέγω τι θα κάνω ούτε και φαντασιώνομαι με τι θα ασχοληθώ. 

Αυτό φανερώνεται στο δρόμο μου κι όταν φανερώνεται μου προκαλεί το θαυμασμό, τη συγκίνηση, τον έρωτα. Όλα τα άλλα μετά, έρχονται μόνα τους. Το βέβαιο είναι πως δεν πορεύομαι μόνη ούτε αυτοσχεδιάζω σε ποιο μονοπάτι θα βαδίσω. 

Ο δρόμος είναι δοσμένος και χαραγμένος κι ας είναι το μονοπάτι του καθενός μας διαφορετικό. Για τους οδοδείχτες και τα σήματα κινδύνου φρόντισαν πολλοί άλλοι πριν από μας που μας κληρονόμησαν την εμπειρία τους και στέκουν στο πλευρό μας σαν φύλακες άγγελοι.

Αυτό που μου έφερε ο δρόμος μου τα τελευταία πέντε χρόνια και στο οποίο εργάζομαι είναι μια διασκευή της Οδύσσειας του Ομήρου με δεκαπεντασύλλαβο και ομοιοκαταληξία, και εδώ και λίγο καιρό συναντήθηκα και με την επανάσταση του 1821 και ξεκίνησα να μελετώ και να γράφω για μια παρεξηγημένη στιγμή της.

-Σας δίνω πέντε λέξεις και σας παρακαλώ κάντε μου ένα μικρο διήγημα σε 43 ακριβώς λέξεις, αυτοβιογραφικό ή μη: όνειρο, θαύμα, Θεός, σπορά και παραμύθι.

-Μοιάζει με παραμύθι, αλλά όταν ο Θεός είδε πως τα όνειρα των ανθρώπων τα παίρνει ο άνεμος, τα έσπειρε βαθιά στο δρόμο τους. Από τότε, για να τα δει κάποιος να ζωντανεύουν σαν θαύμα, πρέπει να βαδίζει ποτίζοντας τον δρόμο του με δάκρυα.

-Σας ευχαριστώ.

Ολόκληρη η συνέντευξη και βιογραφικό της συγγραφέως ΕΔΩ

https://proskynitis.blogspot.com/2021/07/blog-post_65.html

2 σχόλια:

  1. "όταν ο Θεός είδε πως τα όνειρα των ανθρώπων τα παίρνει ο άνεμος, τα έσπειρε βαθιά στο δρόμο τους."
    !!!............

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καταπληκτική!!!! Μυρίπνοο, άνθος του παραδείσου!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!