Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Ιερομάρτυρας Αλεξέϊ Μολτσανόφ



Ο μελλοντικός ιερομάρτυρας Αλεξέϊ Μολτσανόφ προέρχονταν από την Κοστρομά, από μια απλή πολύτεκνη οικογένεια.  

Ο πατέρας του Αλεξέϊ, ο Αντρέϊ Φιοντόροβιτς, αφιέρωσε τη ζωή του στη διακονία της Εκκλησίας, ήταν ψάλτης. 

Ο ρωσικός λαός τέτοιους ανθρώπους τους ονομάζει τρυφερά διακονούληδες.



Το χωριό του ονομαζόταν Νεζίτινο. 

Περίεργο όνομα, έτσι; 

Σαν να μην πρέπει να ζεις εδώ. 

Όμως οι άνθρωποι ζούσαν, δημιουργούσαν οικογένειες, έχτιζαν σπίτια, και κυρίως, οι κάτοικοι ανοικοδόμησαν μια πέτρινη εκκλησία της Ανάστασης. 

Όχι απλώς την έχτισαν, αλλά την ανέστησαν. 

Ο Οίκος του Θεού έγινε μεγαλοπρεπής και πανέμορφος. 

Το καμπαναριό που χτυπούσε ήταν ορατό από παντού. 

Στα παιδικά του χρόνια, ο Αλιόσα Μολτσανόφ επισκεπτόταν συχνά το καμπαναριό της εκκλησίας.

 Από εκεί είχε μια γραφική θέα σε όλη τη γύρω περιοχή.

 Στο αγαπημένο Νεζίτινο, στα απέραντα δάση της Κοστρομά, στον ένδοξο ποταμό Ούνζα. 

Ο Αλιόσα ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. 

Τα μεγαλύτερα αδέρφια του τον πρόσεχαν, δεν τον άφηναν να πάει μόνος του στο καμπαναριό. 

Κάποιες φορές ανέβαιναν στο πιο ψηλό σημείο και από εκεί ήταν όλα ορατά, πολλά χιλιόμετρα μακριά. 

Τα αδέρφια λένε μόνο: 

«Το Νεζίτινο είναι σαν να είναι στην παλάμη» «Ο Ούνζα είναι σαν να είναι στην παλάμη».

Αυτές οι παιδικές αναμνήσεις ζέσταιναν σε όλη του τήν ζωή τον πατέρα Αλεξέϊ. 

Από πολύ μικρός αισθανόταν αυτή τη συγκινητική φροντίδα, την αγάπη των γονιών και γι’ αυτό μεγάλωσε πολύ ευτυχισμένα. 

Και τι χρειάζεται ένα παιδί για να είναι ευτυχισμένο;

 Να υπάρχει στο σπίτι τρυφερότητα και αρμονία μεταξύ γονιών και παιδιών.

Στο σπίτι των Μολτσανόφ δε μιλούσαν πολύ. 

Σαν να τους έκανε το ίδιο το επίθετό τους (=σιωπηλοί) αυτό ακριβώς: λακωνικούς, ήσυχους και αθόρυβους. 

Οι γονείς, ο Αντρέϊ Φιοντόροβιτς και η Ναντιέζντα Σεμιόνοβνα, καταλάβαιναν ότι κάθε παιδί είναι δώρο από τον Θεό, το οποίο πρέπει να θεωρούμε πολύτιμο. 

Αγαπούσαν τον Ναό του Θεού, εκτιμούσαν και καταλάβαιναν τη Θεία Λειτουργία και ανέθρεψαν τα παιδιά τους να έχουν μια ευλαβική σχέση με τον Θεό και τα εκκλησιαστικά μυστήρια. 

Οι Μολτσανόφ ζούσαν με έναν άγραφο κανόνα: 

«Το να ζεις σημαίνει να υπηρετείς τον Θεό!»


Η εκκλησία στο Νεζίτινο έγινε το δεύτερο σπίτι του.  

Ο Αλιόσα ήξερε από μικρός ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή των ανθρώπων. 

«Χριστός Ανέστη!», αυτές ήταν οι αγαπημένες του λέξεις, τις οποίες άκουγε πολύ στο σπίτι των γονιών του, στον ναό και έπειτα στο σχολείο.

Ο Αλεξέι θα θυμάται σε όλη του τη ζωή τον ναό της Ανάστασης του Χριστού στο Νεζίτινο. 

Το υψηλό σκαλιστό εικονοστάσι, τις μεγαλοπρεπείς βασιλικές πύλες, τις τοιχογραφίες. 

Στο Νεζίτινο τιμούσαν ιδιαίτερα την εικόνα του αγίου Μακαρίου, ουράνιου προστάτη της γης της Κοστρομά. 

Ο Αλεξέϊ αγαπούσε ιδιαίτερα αυτή την εικόνα. 

Σε αυτή, ο άγιος Μακάριος κρατούσε έναν κύλινδρο, και στο φόντο έρεε ένας ποταμός και υπήρχε ένα μοναστήρι χτισμένο με λευκή πέτρα με ψηλά τείχη.

Στο σχολείο ο Αλεξέϊ Μολτσανόφ φοιτούσε με ενδιαφέρον. 

Μα πώς αλλιώς; 

Αυτός, ως ο μικρότερος της οικογένειας, έβλεπε πώς έκαναν τα μαθήματά τους τα αδέρφια του, πόσο σοβαροί ήταν, όταν οι γονείς τους ευλογούσαν να πάνε στα μαθήματα στο σχολείο. 

Ο Αλεξέϊ παρατηρούσε και την αγάπη τους για την ανάγνωση, για προσευχή και για τη σοβαρή στάση τους απέναντι στις υποδείξεις των γονιών. 

Όλα αυτά εντυπώθηκαν στο μυαλό του.

Ο ιερέας του Ναού της Αναστάσεως φερόταν με ζεστασιά και προσοχή στα παιδιά του ψάλτη Αντρέϊ Φιοντόροβιτς. 

Στα υπάκουα και εργατικά παιδιά έβλεπε μελλοντικούς υπηρέτες της Εκκλησίας.

Όταν τελείωσαν το σχολείο οι μεγαλύτεροι αδερφοί πήγαν στην πόλη Μακαριόφ. 

Εδώ υπήρχε μια εκκλησιαστική σχολή, όπου ο πνευματικός των Μολτσανόφ ευλόγησε και τον Αλεξέϊ να περάσει. 

Οι σπουδές άρεσαν στα αγόρια. 

Περισσότερο απ’ όλα, άρεσε στα παιδιά η εκκλησία του Αγίου Σεργίου, που λειτουργούσε στη σχολή. 

Ο θάνατος του πατέρα του άλλαξε εντελώς τη ζωή του Αλεξέϊ. 

Ήταν υποχρεωμένος να αφήσει τις σπουδές του στο Μακαριόφ, να επιστρέψει στο Νεζίτινο και να πάρει τήν θέση του πατέρα του. 

Στις 6 Ιουνίου 1896 ο δεκαοχτάχρονος Αλεξέϊ χειροτονήθηκε αναγνώστης (ψάλτης) με το δικαίωμα να φορά άμφια (στιχάρι).

Η διαμόρφωση των σλαβικών λέξεων πάντα προκαλούσε συγκίνηση στην ψυχή του. 

Ο Αλεξέϊ διάβαζε τις προσευχές καθαρά και αργά, συνειδητοποιώντας ότι εκτελεί έργο του Θεού. 

Πάντα ετοιμαζόταν για τις Λειτουργίες εκ των προτέρων, προσέχοντας την προφορά των λέξεων, τον τονισμό, το περιεχόμενο, ώστε να διαβάζει σωστά και ουσιαστικά. 

Η μαμά του Ναντιέζντα Σεμιόνοβνα χαιρόταν για τον γιο της.

«Ο πατέρας σου θα ήταν ευχαριστημένος μαζί σου» έλεγε «Μόνο μην περηφανεύεσαι. Να ευχαριστείς για όλα τον Θεό»

Ο Αλεξέϊ Μολτσανόφ θα κρατήσει αυτά τα λόγια σε όλη του τη ζωή. 

Θυμήθηκε την εντολή της μητέρας του και στη θλίψη και στη χαρά. 

Ο Αλεξέι θυμόταν αυτά τα λόγια όταν παντρεύτηκε την όμορφη Βάρια, την κόρη του ιερέα Δημητρίου του Προδρόμου από το χωριό Πουτσέζ.

Οι γονείς τους ευλόγησαν να παντρευτούν και στο μυστήριο του γάμου ο Αλεξέϊ και η Βαρβάρα υποσχέθηκαν να διατηρήσουν την πίστη στον Θεό και ο ένας στον άλλον. 

Το 1913 γεννήθηκε  ο Σεριόζα, το 1916 ο Αντρέι, και ύστερα από πέντε χρόνια η Πρασκόβια.



Η επανάσταση ξέσπασε το 1917. 

Κατέλαβαν την εξουσία στη Ρωσία αυτοί που μάχονταν τον Θεό. 

Το έτος των τρομερών δοκιμασιών έχει έρθει για τους πιστούς. 

Ναοί έκλεισαν και λεηλατήθηκαν, οι μοναχοί εκδιώχθηκαν από τα μοναστήρια, οι ιερείς συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. 

Οι άνθρωποι άρχισαν να φοβούνται να έρθουν στις Λειτουργίες. 

Αλλά ήταν σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς που οι φωτισμένοι άνθρωποι έγιναν σαφώς ορατοί. 

Τέτοιος πεφωτισμένος άνθρωπος ήταν και ο Αλεξέι Μολτσανόφ. 

Δε φοβήθηκε τις επερχόμενες δοκιμασίες, αλλά εμπιστεύτηκε πλήρως τον Θεό και έγινε ιερέας.

Τι μπορούσε να τον περιμένει σε αυτό την άθεη κυβέρνηση; 

Ταπείνωση, εξορία, στέρηση της ελευθερίας και της ίδιας της ζωής. 

Ωστόσο στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς υπήρχε κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο. 

Η διακονία στον θρόνο του Θεού, η δυνατότητα να εκτελεί τα Μυστήρια, να παρηγορεί τον λαό του Θεού, να κηρύξει από τον άμβωνα για τον Χριστό και αν χρειαστεί να υποφέρει για Αυτόν.

Το 1918 ο πατήρ Αλεξέϊ μετακόμισε με την οικογένειά του για να υπηρετήσει στο Περμ. 

Εδώ στην αρχαία πόλη Νίτβα, στις όχθες του ποταμού Κάμα, έζησαν αρκετά χρόνια. 

Δεν ήταν ήσυχα στην ξένη γη, δεν ήταν ευχάριστα. 

Ο πατήρ Αλεξέϊ και η μητέρα Βαρβάρα πάντα ήθελαν να επιστρέψουν σπίτι, γιατί όπως λέει μια ρώσικη παροιμία για τον καθένα είναι γλυκιά η δική του πλευρά.

Μόνο που ο δρόμος για το σπίτι αποδείχθηκε μακρύς και δύσκολος. 

Έφερε νέες δοκιμασίες. 

Στο παγωμένο τραίνο η αγαπημένη σύζυγος κρύωσε βαριά και ύστερα από λίγες βδομάδες πέθανε. 

Η μικρότερη κόρη Πρασκόβια ήταν τότε δύο χρονών.

Η ισχυρή πίστη στο Θεό και η ελπίδα στην Πρόνοιά Του βοηθούσε τον πατέρα Αλεξέϊ να επιβιώσει από τις δύσκολες δοκιμασίες. 

Και βοήθησαν και τα παιδιά, που έπρεπε να μεγαλώσουν, να ταϊστούν, να σπουδάσουν. 

Εκείνα τα χρόνια, όταν η πίστη στον Θεό είχε απαγορευτεί, όλα παρέμειναν ίδια στην οικογένεια Μολτσανόφ. 

Τα παιδιά προσεύχονταν, διάβαζαν το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι, παρακολουθούσαν τις Θείες Λειτουργίες στα Μυστήρια της Εκκλησίας. 

Κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων χρόνων, ο πατήρ Αλεξέϊ έμαθε να αγαπά την προσευχή. 

Αυτή τού έδινε ζωή, τού έδινε δύναμη να φέρει εις πέρας τη διακονία του.

Στη δεκαετία του 1930 ο παπάς υπηρετούσε ήδη στον Ναό της Αγίας Σκέπης στο χωριό Σαούροβο στην περιοχή Νίζνι Νόβγκοροντ. 

Στη χώρα ξεκίνησε η πιο δύσκολη περίοδος των καταστολών του Στάλιν.

Εργάτες και αγρότες, μηχανικοί και στρατιωτικοί ηγέτες, ιερείς και επιστήμονες διώχθκαν. 

Εκατομμύρια άνθρωποι κηρύχθηκαν «εχθροί του λαού» εκτελέστηκαν, ή ακρωτηριάστηκαν, πέρασαν από βασανιστήρια των φυλακών, των στρατοπέδων και της εξορίας. 

Τον Φεβρουάριο του 1936 ο πατήρ Αλεξέϊ συνελήφθη με την καταγγελία ότι έκρυψε ένα διαπραγματευτικό χαρτί, αλλά αφού πλήρωσε το πρόστιμο, αφέθηκε ελεύθερος. 

Ωστόσο, από τότε, η ζωή του ηλικιωμένου ιερέα γέμισε με τον φόβο κάποιου νυχτερινού χτυπήματος στην πόρτα, ή την εκ νέου σύλληψή του. 

Σε λίγο περισσότερο από χρόνο, έτσι έγινε.

Την άνοιξη του 1937, έχοντας προβλήματα υγείας, ο ιερέας  μετακόμισε στην κόρη του στο χωριό Βάλκι. 

Εδώ συνελήφθη από συνεργάτες της Εθνικής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων της περιοχής Λισκόφσκι και οδηγήθηκε στη φυλακή Γκόρκι.

Ο πατήρ Αλεξέι ήταν υπό κράτηση τρεις μήνες. 

Κατά την περίοδο αυτή τον ανέκριναν πολλές φορές.

 Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο ανακριτής προσπαθούσε να καταφέρει τον ιερέα να παραιτηθεί από την πίστη του, αλλά απέτυχε.

Ο ιερέας δεν παραδέχτηκε την ενοχή του και ούτε ρουφιάνεψε κανέναν. 

Μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής του παρέμενε θαρραλέος και ακέραιος, δεν υπέκυψε στις απειλές, δεν υπέγραψε ψευδορκία.

Στις 11 Νοεμβρίου, η Τρόϊκα της Εθνικής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων καταδίκασε τον ιερέα σε θάνατο. 

Ο ιερέας Αλεξέϊ Μολτσανόφ εκτελέστηκε στις 20 Νοεμβρίου 1937.

Ο ιερέας Αλεξέι Μολτσανόφ συμπεριλήφθηκε στήν λίστα των νεομαρτύρων και ομολογητών της Ρωσικής Εκκλησίας στο επετειακό Συμβούλιο Επισκόπων το 2000. 

Η μνήμη του ιερομάρτυρα τιμάται στις 20 Νοεμβρίου, την ημέρα που τελείωσε η επίγεια ζωή του.

Το όνομα του ιερομάρτυρα Αλεξέϊ Μολτσανόφ έμεινε αξέχαστο τόσο στην Κοστρομά όσο και στην περιοχή του Νίζνι Νόβγκοροντ. 

Στο Νεζίτινο, στον Ναό της Αναστάσεως, οι άνθρωποι προσεύχονται στην εικόνα του ιερού συμπατριώτη. 

Οι ενορίτες γνωρίζουν ότι ένας συγχωριανός τους είχε μαρτυρικό θάνατο, αλλά δεν ατίμασε την ιεροσύνη.

Στο χωριό Βάλκι, στη γραφική ακτή του Κερζέντς, επίσης θυμούνται τον πατέρα Αλεξέϊ. 

Εδώ ζούνε ακόμα άνθρωποι που γνώριζαν τον ιερέα, τον έβλεπαν στην παιδική ηλικία.

Στον ναό Αγίου Βλαδίμηρου στο χωριό Βάλκι, φυλάσσεται το Ευαγγέλιο, που ανήκε κάποτε στον νεομάρτυρα. 

Την αγία μορφή του μπορείς να τη δεις στην εικόνα.

Αυτή συναντάς όποιον περνά το κατώφλι της εκκλησίας. 

Ο ιερέας απεικονίζεται σαν ένας γκριζομάλλης γέροντας με ιερατικά άμφια. 

Στο δεξί του χέρι κρατάει σταυρό – σύμβολο του μαρτυρίου, και με το αριστερό του χέρι σφίγγει το Ευαγγέλιο στο στήθος του. 

Στο βλέμμα του ιερομάρτυρα Αλεξέϊ διαβάζουμε την ταπεινότητα και την αγάπη.

Στη γη του Νίζνι Νόβγκοροντ ζούνε τα εγγόνια και τα δισέγγονα του αγίου ιερέα, που διατηρούν ζωντανή τη μνήμη του. 

Έμαθαν την ιστορία της οικογένειά τους και τώρα καταλαβαίνουν τι είδους πορεία πέρασε η οικογένεια Μολτσανόφ, πριν να γεννηθούν εκείνοι.

Το να γνωρίζεις την καταγωγή σου, το να μάθεις την ιστορία της πατρίδας μας, είναι το σημαντικότερο πράγμα. 

Και η αγάπη για την πατρίδα προκύπτει μόνο όταν ο άνθρωπος γνωρίζει την ιστορία της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!