Ο νέος ομολογητής του Χριστού π. Μιχαήλ και οι συνεφημέριοί του, νέοι ομολογητές επίσης, Βίκτωρ και Αλέξανδρος, αποτελούν τους ουράνιους προστάτες του Μπερντιάνσκ, μιας μικρής πόλης στα βόρεια παράλια της Αζοφικής Θάλασσας.
Ο π. Μιχαήλ γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1883 στο χωριό Σόσκι της επαρχίας Ταμπώφ. Μετά τη βασική του εκπαίδευση φοίτησε στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Ταμπώφ και στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρουπόλεως. Πήρε το πτυχίο του το 1909 και διορίστηκε καθηγητής της ηθικής και δογματικής στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο Ταυρίδας στη Συμφερούπολη.
Εργάστηκε αρκετά χρόνια στο Σεμινάριο, μέχρι το 1921, οπότε οι μπολσεβίκοι αποφάσισαν να το κλείσουν. Τότε ο Μιχαήλ διορίστηκε καθηγητής της λογικής και της παιδαγωγικής στο Γυμνάσιο Στανισέφσκι της Συμφερουπόλεως. Εκεί γνώρισε τη μελλοντική σύζυγό του.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια ωρίμασε στην ψυχή του η απόφαση να αναδεχθεί την ιερωσύνη. Ήταν, πραγματικά, μια ηρωική για την εποχή του απόφαση. Μετά τον γάμο του, λοιπόν, και σε ηλικία τριάντα οκτώ χρονών, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον αρχιεπίσκοπο Ταυρίδος Νικόδημο (Κρότκωφ) και τοποθετήθηκε εφημέριος του Ναού της Αναλήψεως της πόλης Μπερντιάνσκ.
Κατά τη δεκαετία του 1920 οι σοβιετικές αρχές οργάνωναν συχνά αντιθρησκευτικές διαλέξεις και συζητήσεις, στις οποίες η προσέλευση ήταν ελεύθερη. Ο π. Μιχαήλ συμμετείχε ενεργά σ’ όλες αυτές τις εκδηλώσεις.
Παίρνοντας τον λόγο, κατατρόπωνε πάντοτε τους αθέους, ανασκευάζοντας εύκολα τα επιχειρήματά τους, χάρη στην εξαιρετική θεολογική και εγκυκλοπαιδική του κατάρτιση.
Οι αρχές ενοχλήθηκαν από τις επιτυχίες του χαρισματικού αυτού κληρικού, αλλά και από την επιρροή του στους πιστούς του Μπερντιάνσκ, και τον συνέλαβαν το 1924.
Οι ανακριτές, ωστόσο, δεν κατόρθωσαν να θεμελιώσουν στη δραστηριότητά του κάποια κατηγορία. Έτσι, έπειτα από σύντομη φυλάκιση, τον ελευθέρωσαν.
Το 1928 οι μπολσεβίκοι έκλεισαν τον Ναό της Αναλήψεως και τον επόμενο χρόνο τον γκρέμισαν. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 όλοι οι ναοί του Μπερντιάνσκ και των περιχώρων είχαν κλειστεί, εκτός μόνο από τον Ναό της Αγίας Σκέπης.
Εκεί κατέφυγε και ο π. Μιχαήλ, βοηθώντας με ζήλο και αυταπάρνηση τους εφημερίους πρωθιερέα π. Βίκτωρα Κιράνωφ και π. Αλέξανδρο Ιλιένκωφ.
Οι αρχές, θέλοντας να δώσουν ένα τελειωτικό, καθώς πίστευαν, χτύπημα στους χριστιανούς της περιοχής αυτής, αποφάσισαν στα τέλη του 1936 να κλείσουν και τον Ναό της Αγίας Σκέπης.
Οι πιστοί αντέδρασαν με μια εντυπωσιακή ενοριακή συνέλευση στις 8 Ιανουαρίου του 1937, στην οποία διατράνωσαν την αταλάντευτη απόφασή τους να μην παραδώσουν τον ναό. Ωστόσο, το καθεστώς της αυθαιρεσίας έκλεισε τον ναό με τη βία.
Στην συνέχεια οι ιερείς π. Βίκτωρ, π. Αλέξανδρος και π. Μιχαήλ συνελήφθησαν και κλείστηκαν στις φυλακές της πόλης. Εκεί τους περίμεναν οδυνηρές δοκιμασίες.
Οι ανακριτές βασάνιζαν ανελέητα τον π. Μιχαήλ, ζητώντας του να ομολογήσει αντισοβιετική δραστηριότητα. Εκείνος αρνιόταν σταθερά. Έχοντας αφήσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού, σ’ όλη τη διάρκεια των ανακρίσεων προσευχόταν και κάθε τόσο έκανε ευλαβικά τον σταυρό του. Κάποια στιγμή, ένας ανακριτής, βλέποντάς τον, εξαγριώθηκε. Κουνώντας απειλητικά το περίστροφό του μπροστά στο πρόσωπο του π. Μιχαήλ, τον πρόσταξε:
– Πάψε να σταυροκοπιέσαι!
Εκείνος αποκρίθηκε ατάραχα:
– Εσείς έχετε το δικό σας όπλο, κι εγώ το δικό μου.
Στις 29 Οκτωβρίου του 1939 η τρόικα της 'ΝιΚαΒεΝτε' καταδίκασε τον π. Μιχαήλ σε πενταετή εγκλεισμό σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας.
Ύστερ’ από ένα μήνα στάλθηκε σε στρατόπεδο του Νοβοσιμπίρσκ, όπου σύντομα αρρώστησε βαριά από τις κακουχίες. Σε κάθε του κίνηση πονούσε πολύ. Ακόμα κι όταν προσπαθούσε να καταπιεί το πενιχρό φαγητό του, αισθανόταν αφόρητους πόνους.
Στο στρατόπεδο ήταν κλεισμένοι όχι μόνο πολιτικοί κρατούμενοι αλλά και ποινικοί, όλοι τους βαρυποινίτες εγκληματίες. Ένας απ’ αυτούς, λοιπόν, θέλησε κάποτε να διασκεδάσει, βασανίζοντας τον π. Μιχαήλ. Βρίσκοντας μιαν ευκαιρία, άρπαξε τον άρρωστο ιερέα, τον ακινητοποίησε και του ξερίζωσε σαδιστικά μία-μία τις τρίχες όχι μόνο από τα μαλλιά και τα γένια, αλλά ακόμα και από τα φρύδια και τις βλεφαρίδες των ματιών.
Λίγο αργότερα ένας επόπτης, βλέποντας με έκπληξη τον π. Μιχαήλ παραμορφωμένο, του ζήτησε επίμονα να αποκαλύψει το όνομα του δράστη. Εκείνος αρνήθηκε, μη θέλοντας την τιμωρία του βασανιστή του.
Η μεγαλοψυχία και η ανεξικακία του συγκλόνισαν τον κακοποιό, που μετανοημένος έτρεξε κοντά στο θύμα του και, πέφτοντας στα γόνατα, του ζητούσε συγνώμη.
Ο π. Μιχαήλ άντεξε τη φρίκη του στρατοπέδου τέσσερις μόνο μήνες. Στις 28 Μαρτίου του 1940 παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο και τάφηκε σε άγνωστο τόπο. Κατά τις τελευταίες του στιγμές ήταν δίπλα του ο πρωθιερέας π. Βίκτωρ Κιράνωφ, κρατούμενος στο ίδιο στρατόπεδο. Ο π. Βίκτωρ εντυπωσιάστηκε βαθύτατα από την ιώβεια υπομονή και την απαράμιλλη πραότητα του π. Μιχαήλ. Πεπεισμένος για την αγιότητά του, σημείωνε αργότερα σε επιστολή προς τους συγγενείς του:
«…Εγώ είμαι ζωντανός και υγιής με το έλεος του Θεού και τις πρεσβείες των αγίων Του.
Ανάμεσα στους αγίους του Θεού πιστεύω πως βρίσκεται και ο μακαριστός π. Μιχαήλ.
Αν η πίστη μας είναι αληθινή, και αναμφίβολα είναι, τότε αυτός, χάρη στη λαμπρότητα της φωτεινής ζωής του, οπωσδήποτε στέκει δοξασμένος κοντά στον θρόνο του Χριστού μαζί με όλους τους αγίους…»
Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 313.
https://proskynitis.blogspot.com/2018/07/1940.html#more
"Π Α Π Α Φ Λ Ε Σ Σ Α Σ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!