(Ὁμιλία του π.Γεωργίου Δορμπαράκη στόν Ἅγιο Δημήτριο Ταμπουρίων, 20 Ὀκτωβρίου 2018)
Ἡ σύγχρονη ἐποχή μας εὐλογήθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἀναδείξει μεγάλα πνευματικά ἀναστήματα, μεγάλους ἁγίους, σάν τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, ὅπως τούς τρεῖς ὁσίους γιά τούς ὁποίους θά κάνουμε ἰδιαίτερο λόγο: τόν Πορφύριο, τόν Παΐσιο καί τόν Ἰάκωβο, ἀλλά καί ἄλλους λιγότερο ἤ περισσότερο γνωστούς: τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, τόν Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν Γέροντα Φιλόθεο Ζερβᾶκο, τόν ἐσχάτως ἁγιοκαταταχθέντα ὅσιο Γέροντα Ἀμφιλόχιο τῆς Πάτμου.
Κι ἀκόμη: σύγχρονοι ἤ καί λίγο παλαιότεροι ἀπό αὐτούς βρίσκονται καί ἄλλοι, ὅπως ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, ὁ ἅγιος Λουκᾶς ὁ νέος, ὁ ἰατρός, ἐπίσκοπος Συμφερουπόλεως, ὁ ἅγιος Νικηφόρος ὁ Λεπρός, ὁ ἅγιος Γεώργιος Καρσλίδης, ἡ ὁσία Σοφία τῆς Κλεισούρας. Μία πληθώρα δηλαδή ἁγίων, ἐπισήμως ἤ ὄχι ἐνταγμένων στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, πού φανερώνει τή διαχρονική καί αἰώνια παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν τόν καρπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος – τό Ἅγιον Πνεῦμα δημιουργεῖ τίς συνθῆκες γιά νά ὑπάρχουν ἅγιοι, ἄνθρωποι δηλαδή ὄχι ἀναμάρτητοι, ἀλλά ἀγωνιστές πάνω στή μόνη ὁδό πού ὁδηγεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τή μετάνοια.
Ὁ λόγος ξεχωριστός ὅμως, ὅπως εἴπαμε, γιά τούς τρεῖς ἀπό τούς ἐσχάτως ἐνταχθέντας στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται μᾶλλον καί οἱ πιο γνωστοί, κι ἴσως καί οἱ πιο ἀγαπητοί ἀπό τό εὐρύ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσιος Πορφύριος, ὅσιος Παΐσιος, ὅσιος Ἰάκωβος.
Καί τί νά πρωτοπεῖ κανείς γι’ αὐτούς; Ἔχουν γραφεῖ καί συνεχῶς γράφονται βιβλία πού καί μόνη ἡ ἀναφορά τους θά ἔπαιρνε πολύ χρόνο… Ἀπέναντί τους αἰσθάνομαι προσωπικά δύο πράγματα: πρῶτον χαρά, γιατί δέησε ὁ Θεός καί γνώρισα καί τούς τρεῖς. Δεύτερον λύπη, γιατί δέν μοῦ δόθηκε ἡ χάρη νά τούς γνωρίσω περισσότερο καί βαθύτερα. Ἡ γνωριμία μου μαζί τους ἔγινε ἀργότερα, κυρίως μέσα ἀπό τά βιβλία καί τίς μαρτυρίες πού κατατέθηκαν ἀπό ἄλλους ἀδελφούς γι’ αὐτούς.
2. Ἄν θέλαμε νά ποῦμε ποιά ἦταν τά κύρια χαρακτηριστικά καί τῶν τριῶν, πέρα ἀπό ὅσα τούς διέκριναν ὡς ἀνθρώπους, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος, ἔστω καί ἅγιος, διαφέρει ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον, θά ἐπισημαίναμε τά ἑξῆς:
(1) Ἡ βαθειά πίστη τους στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὄχι μία πίστη γενική καί ἀόριστη σέ Θεό, ἀλλά συγκεκριμένα στόν Ἰησοῦ Χριστό καί συνεπῶς στόν Τριαδικό Θεό πού φανέρωσε Ἐκεῖνος. Κι αὐτό συνιστᾶ μία χαρισματική πραγματικότητα, γιατί κανείς ἀπό μόνος του δέν γίνεται πιστός στόν Χριστό. «Οὐ πάντων ἡ πίστις», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε πώς «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν». Ὁ Θεός Πατέρας δηλαδή ἀσκεῖ μία ἕλξη, μία γοητεία στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε κι ἐκεῖνος κατά τήν ἀναλογία τῆς καλῆς του διάθεσης ἀνταποκρίνεται στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ.
Κι αὐτή ἡ ἀνταπόκριση ὁδηγεῖ σέ δύο καταστάσεις: πρῶτον, στήν ἔνταξή του στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, δεύτερον, σέ συνθῆκες καρδιακῆς ἀγάπης πρός τόν Κύριο. Πού θά πεῖ: ἡ ἀληθινή πίστη στόν Χριστό πάντοτε ἔχει ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα - στήν Ἐκκλησία ζεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ζωντανό σῶμα Του, ὁπότε τό «πιστεύω καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» πηγαίνει πάντοτε μέ τό πιστεύω «καί εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Κι εἶναι ἐξόχως συγκινητική ἡ διαπίστωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καί τῶν τριῶν ὁσίων αὐτῶν Γερόντων.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος γιά παράδειγμα ἦταν αὐτός πού ἔλεγε ὅτι «προτιμῶ νά πλανῶμαι μέσα στήν Ἐκκλησία παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς».
Τό ἴδιο καί οἱ ἅλλοι Πατέρες: πάντοτε ἀκολουθοῦσαν ὅ,τι ἔλεγε καί ἀποφάσιζε ἡ Ἐκκλησία. Ποτέ δέν διαφοροποιοῦνταν, στηριζόμενοι τάχα στά χαρίσματά τους καί στά κελεύσματα τῆς ὅποιας ἁγιότητάς τους.
Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: ἦταν ἅγιοι, γιατί ἀκριβῶς ἦταν ἐνταγμένοι ὀρθά μέσα στήν Ἐκκλησία. Κι ἀπό τήν ἄλλη: ἡ καρδιακή σχέση τους μέ τόν Χριστό. Ἡ πίστη τους δηλαδή δέν ἦταν κάτι τό τυπικό ἤ ἕνα θέμα ἰδεολογίας. Αὐτό πού τούς συνεῖχε ἦταν ἡ βαθειά ἀγάπη τους στόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μέ τίς ἐντολές Του καθόριζε τήν πορεία τῆς ζωῆς τους.
Ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο τόν ὅσιο Γέροντα Πορφύριο καί πάλι νά λέει: «Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι ἡ ζωή, εἶναι τό φῶς, τό φῶς τό ἀληθινόν, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χαίρεται, νά πετάη, νά βλέπη ὅλα, νά βλέπη ὅλους, νά πονάη γιά ὅλους, νά θέλη ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά στόν Χριστό. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης αὐτοῦ.
Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν, εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, εἶναι τό ἄκρον τῶν ἐφετῶν, εἶναι τό πᾶν. Ὅλα στόν Χριστό ὑπάρχουν τά ὡραῖα. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀγαπήση τόν Χριστό, κι ὅταν ἀγαπήση τόν Χριστό, ἀπαλλάττεται ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τήν κόλαση καί ἀπό τόν θάνατο». Στό ἴδιο μῆκος κινοῦνταν καί οἱ ἄλλοι δύο ὅσιοι. Τό «ζῆ Κύριος ὁ Θεός», γιά παράδειγμα, τοῦ ὁσίου Ἰακώβου, συνιστᾶ τήν ἐκφρασμένη διά τῶν χειλέων του σχέση του μέ τόν ζῶντα καί πανταχοῦ παρόντα Θεό. Ὅπως καί τοῦ ὁσίου Παϊσίου: «Ἄν δέν εἶχα ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, δέν ξέρω τί θά γινόμουν. Ὁ ἄνθρωπος νά ἐνεργῆ μέχρις ἑνός σημείου. Μετά ὁ Θεός, Νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη».
(2) Ἡ ἀγάπη τους πρός τον συνάνθρωπο. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού γνώρισε καί τούς τρεῖς ὁσίους, ὁ ὁποῖος νά μή βεβαίωσε καί νά μή βεβαιώνει ὅτι πράγματι αὐτό πού εἰσέπρατταν ἀπό τήν παρουσία τους καί τήν προσευχητική τους διάθεση ἦταν μία ἀνοιχτή ἀγκαλιά πού τούς «ἔλιωνε» μέ τή θέρμη τῆς ἀγάπης της. Δέν διέκριναν τούς ἀνθρώπους ἀπό τό ποιόν τους, ὥστε ἀνάλογα νά τούς συμπεριφερθούν.
Ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «οὐκ ἐσκόπουν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα», δηλαδή μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπαν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα του, καί εἴτε χαίρονταν ἀπό τή φωτεινότητά της εἴτε θλίβονταν καί προσεύχονταν γι’ αὐτήν λόγω τῆς σκοτεινιᾶς τῶν παθῶν της.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὅμως ἡ στάση τους ἦταν στάση πάντοτε ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. «Αἰσθάνομαι - ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος – γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἴδια ἀγάπη πού εἶχα γιά τούς συγγενεῖς μου. Τώρα αἰσθάνομαι ὅλον τόν κόσμο σάν ἀδελφούς».
Εἶναι γνωστό ἐπίσης γιά τόν ὅσιο Ἰάκωβο πώς ὅ,τι χρήματα τοῦ προσέφεραν γιά τίς ἀνάγκες τίς δικές του ἤ τοῦ μοναστηριοῦ κατέληγαν σχεδόν ἀμέσως στά χέρια τῶν πτωχῶν πού γνώριζε ἤ τοῦ ἔλεγαν. Πακτωλός χρημάτων πού σέ χέρια ἄλλου θά τόν εἶχα κάνει πάμπλουτο.
Καί γιά τόν ὅσιο Πορφύριο βεβαίως τί νά πεῖ κανείς; Ἄς μνημονεύσουμε μόνο αὐτό τό κείμενο πού εἶχε ζητήσει νά τό βάλουν στό κελάκι του, προκειμένου νά «καθρεπτίζεται» καθημερινά σ’ αὐτό, καθώς ἐπίσης καί εἶχε πεῖ σέ πνευματικά του παιδιά νά τό φωτοτυπίσουν καί νά τό διαμοιράζουν σέ κάθε ἕνα πού ἐρχόταν κοντά του: «Ὅλους τούς πιστούς ὀφείλουμε νά τούς βλέπουμε σαν ἕνα καί νά σκεπτόμαστε ὅτι στόν καθένα ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Χριστός. Καί νά ἔχουμε γιά τόν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά θυσιάσουμε γιά χάρη του καί τή ζωή μας.
Γιατί ὀφείλουμε νά μή λέμε, οὔτε νά θεωροῦμε κανέναν ἄνθρωπο κακό, ἀλλά ὅλους νά τούς βλέπουμε ὡς καλούς… Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό σέ προετοιμάζει ν’ ἀγάπήσεις περισσότερο τόν Θεό. Τό μυστικό τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό. Γιατί, ἄν δέν ἀγαπάεις τόν ἀδελφό σου πού τόν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατόν ν’ ἀγαπάεις τόν Θεό πού δέν Τόν βλέπεις;»
(3) Ἡ μεγάλη τους ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση γιά τούς τρεῖς αὐτούς ὁσίους δέν ἦταν ἁπλῶς μία ἐπιμέρους ἀρετή. Ἀποτελοῦσε τή βάση ὅλων, δεδομένου ὅτι ἀπό αὐτήν κρίνεται ἡ ποιότητα καί τῆς ἀληθινῆς πίστης στόν Χριστό, ὅπως καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο. Καί τοῦτο γιατί χωρίς ταπείνωση ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ἄν ἔχει τοῦ κόσμου τίς ἀρετές, ἐκπίπτει σ’ ἕναν δαιμονισμό πού λίγο ἀπέχει ἀπό τόν δαιμονισμό τοῦ ἴδιου τοῦ… διαβόλου.
Καί οἱ τρεῖς ὅσιοι ἤξεραν πολύ καλά ὅτι ὁ πρῶτος ἀρχάγγελος, ὁ Ἑωσφόρος, ξέπεσε ἀπό τήν πρώτη θέση πού κατεῖχε λόγω ἀκριβῶς τῆς ὑπερηφάνειας πού ἀνέπτυξε, λόγω δηλαδή τῆς ἀδυναμίας ἐπιμονῆς στήν πραγματικότητα τοῦ ἑαυτοῦ του: ὅτι ὅλα τά καλά ἀνήκουν στόν ἴδιο τόν Θεό καί τό μόνο πού ἔχουμε τά κτιστά ὄντα εἶναι τό τίποτε. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί συχνά ἐπανελάμβαναν αὐτό πού ὁ Κύριος μέ ἀπόλυτο τρόπο εἶχε ἀποκαλύψει: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καί: «ὅταν ποιήσητε πάντα τά διατεταγμένα ὑμῖν, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν· ὅτι ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν».
Ἡ αἴσθηση τῆς μηδαμινότητάς τους συνεῖχε τή ζωή τους, κρατώντας τους ἑπομένως στήν ἰσορροπία τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη εἶχαν πλήρη ἐπίγνωση τῶν χαρισμάτων τους, τά ὁποῖα ὅμως ἀπέδιδαν στόν ἴδιο τόν Χριστό.
«Ἐκεῖνος, (ὁ γέρων Πορφύριος), - ἔλεγε ὁ ὅσιος Παΐσιος – εἶναι ἔγχρωμη τηλεόραση. Ἐγώ εἶμαι ἀσπρόμαυρη». Καί ἀντιστρόφως ὁ ὅσιος Πορφύριος γιά τόν ὅσιο Παϊσιο: «Ὁ π. Παΐσιος εἶναι κατά πολύ ἀνώτερός μου, γιατί αὐτός ἀγωνίστηκε καί κουράστηκε πολύ γιά νά ἀποκτήσει τά χαρίσματά του, ἐνῶ ἐμένα μοῦ δόθηκαν ἀπό νεαρή ἡλικία».
Εἶναι πολύ συγκινητικά τά λόγια τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἐπίσης, τά ὁποῖα ἄφησε ὡς πνευματική του διαθήκη: «Τοῦ λόγου μου ὁ Μοναχός Παΐσιος, ὅπως ἐξέτασα τόν ἑαυτό μου, εἶδα ὅτι ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου τίς παρέβην, ὅλες τίς ἁμαρτίες τίς ἔχω κάνει. Δέν ἔχει σημασία ἐάν ὁρισμένες ἔχουν γίνει σέ μικρότερο βαθμό, διότι δέν ἔχω καθόλου ἐλαφρυντικά, ἐπειδή μέ ἔχει εὐεργετήσει πολύ ὁ Κύριος. Εὔχεσθε νά μέ ἐλεήσει ὁ Κύριος…».
Ὁ ἴδιος, ἀκόμη, δέν ἔλεγε ὅτι «ὁ κόσμος τόν πῆρε μέ καλό μάτι καί νομίζει ὅτι εἶναι χρυσάφι, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας τενεκές»;
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ἀπό τήν ἄλλη ὁμολογοῦσε διαρκῶς ὅτι εἶναι «μουρλόπραμα» καί ὅτι «βρωμίζει καί τόν ἀέρα πού ἀναπνέει». «Ποιός εἶμαι ἐγώ – συνήθιζε νά λέει – πού ἔρχονται σέ μένα τόν ἀγράμματο, ἄνθρωποι σπουδαῖοι καί μορφωμένοι, καθηγητές Πανεπιστημίου, δικαστικοί, Ἐπίσκοποι; Δέν ἀξίζω τίποτε».
(4) Τά παραπάνω κύρια χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς τους ἔφερναν βεβαίως, ὅπως ὅλοι μποροῦμε νά γνωρίζουμε, πληθώρα ἄλλων χαρισμάτων καί θαυμαστῶν καταστάσεων στήν ὕπαρξή τους. Διότι ἡ ἀληθινή πίστη, ἡ γνήσια ἀγάπη, ἡ διακριτική ταπείνωση ἀποτελοῦν γιά τόν μυημένο, ἔστω καί ἐπ’ ἐλάχιστον, στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γεννητικές ἀρετές, μέ τήν ἔννοια ὅτι δημιουργοῦν τό κατάλληλο κλίμα γιά νά σκηνώσει πλούσια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, νά γίνει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἕνας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ Χριστός», ἕνας «ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός». Δέν πρόκειται νά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς προεκτάσεις αὐτές τῶν χαρισμάτων τους καί τίς θυγατέρες τῶν κεντρικῶν ἀρετῶν τους.
Σέ ἕνα μόνο θά κάνουμε μία μικρή στάση, τό ὁποῖο φαίνεται ὅτι συνιστᾶ παραδοξότητα γιά κάποιους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προφανῶς εἶναι ἀμύητοι στά τῆς πίστεως. Ποιό εἶναι αὐτό τό χάρισμά τους; Τό πηγαῖο χιοῦμορ τους. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκέφτεται κανείς ὅτι μιλᾶμε γιά ὁσίους ἀνθρώπους, ἀφιερωμένους σέ σκληρή ἄσκηση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, οἱ ὁποῖοι ὅμως χαρακτηρίζονταν ἀπό μία διάθεση τόσο νεανική καί εὐχάριστη πού ἔκανε κάποιους νά… προβληματίζονται κι ἴσως νά τούς παρεξηγοῦν.
Θυμίζουν οἱ «αὐστηροί» αὐτοί ἀδελφοί μέ τήν ἑτοιμότητα τῆς κατακεραύνωσης τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν ἁγίων, θυμίζουν λοιπόν ἐκεῖνον τόν κυνηγό πού εἶχε σκανδαλιστεῖ ἀπό τόν μέγα ὅσιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν μέγα Ἀντώνιο, ὅταν τόν εἶχε δεῖ κάποια φορά νά χαριεντίζεται μέ κάποιους ὑποτακτικούς του καλογέρους. Κι ὁ μέγας διορατικός αὐτός Πατέρας βλέποντας τή σκοτεινιά τῆς ψυχῆς του τοῦ ἀνέπαυσε τόν λογισμό, φέρνοντας ὡς παράδειγμα τό ἴδιο τό τόξο τοῦ κυνηγοῦ: ἄν παρατεντώσεις τή χορδή, ἡ χορδή θά σπάσει. Τό ἴδιο καί μέ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων: ἡ ὑπερβολική αὐστηρότητα, καρπός μᾶλλον ψυχοπαθολογίας καί ὄχι ὀρθῆς πνευματικότητας, χωρίς κάποια χαλάρωση πού ὑπεδείκνυε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές Του, θά προκαλέσει τό «σπάσιμο» τῆς ψυχῆς καί τή διαστροφή της.
Λοιπόν, καί οἱ τρεῖς αὐτοί ὅσιοι, μέ τίς διαβαθμίσεις ἀσφαλῶς καί τοῦ χαρακτήρα τους, διέπονταν καί ἀπό τό χάρισμα αὐτό τοῦ χιοῦμορ. Καί μιλώντας γιά χιοῦμορ βεβαίως ἐννοοῦμε ὄχι μία εὐτράπελη κατάσταση ἡ ὁποία διακρίνεται γιά τή διάχυση τοῦ νοός καί ἐκφράζεται μέ ἀστειότητες καί σαχλότητες ἤ καί μέ περιπαικτική διάθεση ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο, ἀλλά τό εὐχάριστο τοῦ χαρακτήρα καί τῶν λόγων, τό ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς πρός τόν προσερχόμενο πλησίον, μία ἀνατολή ἀνοιξιάτικου πρωϊνοῦ πού κινεῖται μέ ὁρμητική διάθεση γιά νά προσφέρει τίς ἀκτίνες του σέ ὅλη τήν πλάση καί κυρίως στόν κάθε ἄνθρωπο. Πρόκειται στήν πραγματικότητα γι’ αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος «καί εὐχάριστοι γίνεσθε» ἤ τό ἄλλο «ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος». Γιατί; Διότι «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε», καθώς ὁ Κύριος μεταξύ τῶν ἄλλων ἔδωσε κι αὐτήν τήν ἐντολή, ἀπότοκο τῆς ἀναστάσιμης παρουσίας Του καί τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης: «Χαίρετε».
Περιττό βεβαίως ἔτσι νά σημειώσουμε πόσο μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι πού ταυτίζουν τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέ τή μελαγχολική διάθεση, μέ τή σκληρότητα καί τήν αὐστηρότητα, μέ τή «μιζέρια» πού λέμε, πράγματα πού τό μόνο ἀσφαλῶς πού προκαλοῦν εἶναι ἡ ἀποστροφή καί ἡ ἀντιπάθεια γιά τόν χριστιανισμό. «Δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσιν» εἶπε ὁ Κύριος, κι ὄχι μόνο γιά τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί γιά ὅλους ἐμᾶς, τούς κατ’ ὄνομα πολύ συχνά χριστιανούς.
«Ὁ Χριστός δέν θέλει κοντά του χοντροκομμένους ἀνθρώπους, ἀλλά λεπτούς…», συνήθιζε νά λέει ὁ ὅσιος Πορφύριος. «Ἦταν ἀπό φύσεως ἀνοικτός καί εὐχάριστος, φιλόξενος καί ἐλεήμων, γνήσιος Ἀνατολίτης», σημειώνει γιά τόν ὅσιο Παΐσιο ὁ μακαριστός ἱερομόναχος Ἰσαάκ πού ἔγραψε ὀγκῶδες βιβλίο γι’ αὐτόν. «Ἀγαποῦσε νά διηγεῖται χαριτωμένες ἱστορίες μέ πνευματικό περιεχόμενο καί νά γελᾶ ἀπό τήν καρδιά του: “Δυστυχῶς σήμερα”, ἔλεγε, “χάθηκε ἀπό τούς πολλούς τό φυσικό γέλιο”».
«Γέροντα, θέλουμε νά μᾶς κάνεις ἐδῶ μπροστά μας ἕνα θαῦμα γιά νά πιστέψουμε», εἶπε μία ὁμάδα φοιτητῶν στόν ὅσιο Παΐσιο στό Ἅγιον Ὄρος. «Εὐχαρίστως», ἀπάντησε ὁ χαρισματοῦχος καί εὐφυής ὅσιος Γέροντας.
«Θά σᾶς κόψω τά κεφάλια καί μετά θά σᾶς τά κολλήσω. Μόνον νά σταθεῖτε στή σειρά μήπως κάνω κανένα σφάλμα καί κολλήσω ἄλλο κεφάλι σέ θέση ἄλλου». Στήν ἄρνηση τῶν ἔντρομων φοιτητῶν βρῆκε τήν εὐκαιρία ὁ Γέροντας νά τούς διδάξει τά σχετικά μέ τήν πίστη.
«Γέροντα, βρῆκα μία καλή κοπέλα γιά νά παντρευτῶ», εἶπε πάλι στόν ὅσιο Παΐσιο ἕνας νεαρός γνωστός του ἄνδρας.
«Κρίμα», ἀπάντησε ὁ ὅσιος.
«Κρίμα;» ρώτησε ἀπορημένος ὁ νεαρός.
«Ναί, κρίμα, γιατί καλός ἐσύ, καλή ἡ κοπέλα, θά κοιμόσαστε ὄρθιοι. Καί τί θά γίνουν τότε οἱ ἄλλες κοπέλες, οἱ λιγότερο καλές;»
Λόγος πάντοτε εὐχάριστος, πνευματώδης, ἀλλά μέ βάθος σοφίας πού ὁ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος μποροῦσε λίγο νά καταλάβει καί νά διεισδύσει.
Τελειώνοντας: Μιλώντας γιά τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, μένουμε ἔκθαμβοι μπροστά στά πολλά καί σπουδαῖα χαρίσματά τους· τό προορατικό, τό διορατικό, τό θαυματουργικό τους χάρισμα. Μά αὐτά, γιά ἐκείνους, ἦταν δεύτερα.
Δέν εἶναι τά χαρίσματα, δηλαδή οἱ δωρεές τοῦ Θεοῦ, αὐτά πού βάζουν στόν Παράδεισο: αὐτά μπορεῖ νά τά δίνει καί τά παίρνει ὁ Θεός ὅποτε κρίνει ὅτι συμφέρει τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο, καί ἡ αἴσθηση τῆς μικρότητάς μας εἶναι τά πρῶτα καί οὐσιώδη. Στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, δέν θά κριθοῦμε γιά τό ἄν δέν θαυματουργήσαμε κλπ., ἀλλά ἄν δέν πενθήσαμε γιά τίς ἁμαρτίες μας.
«Δέν θά κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δέν θά κατηγορηθοῦμε τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι δέν θαυματουργήσαμε ἤ διότι δέν θεολογήσαμε ἤ διότι δέν γίναμε θεωρητικοί. Ὁπωσδήποτε ὅμως θά δώσουμε λόγο στόν Θεό, διότι δέν πενθήσαμε συνεχῶς».
Μακάρι, οἱ εὐχές καί οἱ πρεσβεῖες τῶν ὁσίων αὐτῶν τῆς ἐποχῆς μας νά σκέπουν καί νά φωτίζουν τή ζωή ὅλων μας, ἔτσι ὥστε νά πορευόμαστε πάντοτε ἐν μετανοίᾳ, δηλαδή σέ πορεία ἁγιασμοῦ, χωρίς τόν ὁποῖο «οὐδείς ὄψεται τόν Κύριον».
"ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!