Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

«Σέ γνωρίζω ἀπό τήν κόψι...» (ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ!)

 


τοῦ Ἀριστείδη Π. Δασκαλάκη


Δὲν ξέρω ἂν ἦταν ὄνειρο, ἢ πραγματικότητα. Ὅραμα, ἢ ἀποκύημα φαντασίας παιδικῆς.

Μὰ τόσο πολὺ ἐπέδρασε στὴν ψυχή μου, ποὺ χάραξε πολλὲς σελίδες τῶν τρυφερῶν μου χρόνων.

Ἦταν παραμονὴ μεγάλης ἑορτῆς. 27η Ὀκτωβρίου. Νωρὶς ξάπλωσα, γιατὶ τὸ πρωΐ θὰ παρήλαυνα μὲ τὸ σχολεῖο.

Προσπάθησα, μὰ δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ. Στριφογύριζα νευρικά, ἐν ὄψει τῶν ἑορταστικῶν ἡμερῶν, τῆς χαρᾶς καὶ ἀναμονῆς τῶν ἐντυπωσιακῶν ἐκδηλώσεων.

Πῆρα νὰ διαβάσω ἕνα βιβλίο. Τίτλος του, «Τὸ Ἔπος τοῦ ΄40».

Ἄρχισα νὰ τὸ ξεφυλλίζω. Μὰ ἐκεῖ ποὺ τὰ βλέφαρα βάραιναν καὶ ἑτοιμαζόμουν νὰ παραδοθῶ σὲ βαθὺ λήθαργο, ἕνας πολὺ δυνατὸς θόρυβος τάραξε τὴν ἠρεμία τῆς στιγμῆς.

Πετάχτηκα ἀλαφιασμένος ἀπ’ τὸ κρεββάτι.

Ἔτρεξα κι ἄνοιξα τὸ παράθυρο νὰ ἐντοπίσω τὴν πηγὴ τοῦ κρότου.

Μὰ τί αντίκρυσα; Ἡ γειτονιὰ εἶχε ἀλλάξει πρόσωπο. Δὲν ὑπῆρχαν, οὔτε ὁ δρόμος ὁ γνωστός, οὔτε τὸ μπακάλικο τῆς κυρὰ-Εὐαγγελίας, οὔτε τίποτε ἀπ' τὶς γνωστὲς γωνιὲς καὶ τὰ σπίτια τῶν φίλων μου.

Ἀντιθέτως, εἶδα μπροστά μου μιὰ μεγάλη πεδιάδα μὲ μικροὺς λόφους διάσπαρτους. Πολλοὶ δρόμοι-ἀλέες τὴν διέσχιζαν. Τὰ ψηλὰ πλατάνια καὶ οἱ λεῦκες, σὰν τεῖχος ἀπροσπέλαστο, ἔκλειναν τὴν πρόσβασι ἀπ’ τὸν ἕνα δρόμο στὸν ἄλλο.

Βλέπω τὸ πρῶτο μονοπάτι. Διακρίνω περσικὰ στρατεύματα. Μετὰ τὴν νίκη στὴν μάχη τῶν Θερμοπυλῶν κατεβαίνουν γιὰ τὸν Νότο, μὰ δὲν βρίσκουν Ἕλληνα. Βλέπω τὸν βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Ξέρξη νὰ ρωτᾷ τὸν αὐλικό του. 

Μαθαίνει πὼς βρίσκονται στὴν Ὀλυμπία, γιὰ τὴν τέλεσι τῆς ἕβδομης Ὀλυμπιάδας. Ρωτῶντας τί εἶναι αὐτὸ καὶ ποιό τὸ βραβεῖο τοῦ νικητῆ, ἀκούει ἔκθαμβος πὼς εἶναι ἕνα κλαδὶ ἀγριελιᾶς, ποὺ τὸ λένε κότινο.

Ἡσυχία ἐπικρατεῖ στὸ στρατόπεδο τῶν Περσῶν.

Τὴν σιωπὴ ἔσπασε ὁ γιὸς τοῦ εὐυπόληπτου Πέρση πολέμαρχου Ἀρτάβανου, Τριταντέχμης, ποὺ εἶπε:

«Ἀλλοίμονο, Μαρδόνιε, μὲ ποιούς ἄνδρες μᾶς ἔφερες νὰ πολεμήσουμε! Μ' αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀγωνίζονται γιὰ χρήματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀρετή!». («Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους ἐπ' ἄνδρας ἤγαγες μαχησομένους ἡμέας, οἱ οὐ περὶ χρημάτων τὸν ἀγῶνα ποιοῦνται, ἀλλὰ περὶ ἀρετῆς!»).

Βλέπω τὸ δεύτερο μονοπάτι. Μὰ τί στὸ καλό. Δὲν ἦταν δρόμος, ἀλλὰ ποτάμι. Θάλασσα.

Οἱ ἑλληνικὲς τριήρεις πλαγιοκοποῦν τὸν Περσικὸ στόλο. 4207 πλοῖα καὶ πλοιάρια Περσικά, ἔναντι 366 Ἑλληνικῶν. Στὰ στενὰ τῆς Σαλαμίνας. Στὸν Σαρωνικό κόλπο.

Ἀκούω φωνή.

Ὁ Θεμιστοκλῆς σὲ διαφωνία μὲ τὸν Ευρυβιάδη γιὰ τὸ σχέδιο μάχης εἶπε: «Ἄκουσον μέν, πάταξον δέ». Παραπέρα βλέπω τὴν τριήρη τοῦ Θεμιστοκλῆ νὰ ἐπιτίθεται στὴν ναυαρχίδα τοῦ περσικοῦ στόλου, ὁ ὁποῖος τελεῖ ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ στρατηγοῦ Ἀραβίγνη, ἀδελφοῦ τοῦ Ξέρξη.

Βλέπω τοὺς Αἰγινῖτες, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν μάχη πῆραν τὸ πρῶτο ἔπαθλο σὲ γενναιότητα (οἱ Ἀθηναῖοι πῆραν τὸ δεύτερο), νὰ βγαίνουν ἔξω στὴν ἀνοικτὴ θάλασσα καταστρέφοντας ἐκεῖνα τὰ πλοῖα, ποὺ ξέφευγαν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους. Ἡ ναυμαχία ἦταν χαμένη γιὰ τοὺς Πέρσες.

«Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ Πάτρης.»

Ἕνας ψίθυρος ἀντηχεῖ συνεχῶς στ’ αὐτιά μου. Δὲν μπορῶ νὰ προσδιορίσω ἀπὸ ποῦ, κι οὔτε νὰ ξακαθαρίσω μέσα μου τὰ λόγια.

Βλέπω τὸ τρίτο μονοπάτι. Βλέπω ἔφιππους καὶ πεζούς. Στρατιὰ τεράστια μὲ μεγάλα δόρατα. Εἶναι ἡ Μακεδονικὴ Φάλαγγα, κάτω ἀπὸ τὰ προστάγματα τοῦ μεγάλου Στρατηλάτη. Εἶναι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ποὺ καταδιώκει τὸν Δαρεῖο τὸν Γ΄ τῆς Περσίας, στὴν μάχη τῆς Ἰσσοῦ. 

Τὰ ποδοβολητὰ τῶν ἀλόγων τοῦ Μεγαλέξανδρου κυνηγοῦν τὸν Δαρεῖο. Τρέχει νὰ κρυφτῇ, νὰ ξεφύγῃ ἀπ’ τὸν Μακεδόνα Στρατηλάτη.

Ἡ πτῶσις τῆς τότε Παντοκρατορίας εἶναι γεγονός. Ὁ Ἑλληνισμὸς σπείρεται στὰ πέρατα τῆς γῆς.

Βλέπω τὸ τέταρτο μονοπάτι. Ψηλὰ στὸν οὐρανὸ φαίνεται ἕνας σταυρός. Καὶ μιὰ φωτεινὴ ἐπιγραφὴ «Ἐν τούτω νίκα». Ἐμψυχωμένος ὁ Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντῖνος ἐκκινεῖ γιὰ τὴν τελικὴ μάχη μὲ τὸν Μαξέντιο.

Δὲν ἀκολουθεῖ τὰ εἰωθότα καὶ τὴν παράδοσι.

Οἱ ρωμαϊκὲς λεγεῶνες, ὅταν ὁδηγοῦνταν στὶς μάχες, εἶχαν μπροστά τους καὶ προπορεύονταν τὰ ἀγάλματα τῶν πατρώων θεῶν. 

Τώρα, ὁ Κωνσταντῖνος διατάζει, καὶ τὰ ἀγάλματα αὐτὰ ἀντικαθίστανται ἀπὸ ἕνα κόκκινο ὕφασμα, στὴν μέση τοῦ ὁποίου εἶναι κεντημένος ὁ σταυρὸς ἀπὸ Χ καὶ Ρ, ὅπως τὸν εἶδε στὸ ὅραμά του. 

Τὸ ὕφασμα αὐτὸ ἀποτελοῦσε τὸ καινούργιο ἔμβλημα τοῦ Αὐτοκράτορα καὶ ἔμεινε γνωστὸ ὡς λάβαρο (labarum). Ὁ σταυρὸς μπῆκε καὶ στὶς ἀσπῖδες τῶν στρατιωτῶν. Μὲ αὐτὸν ἀποδεκάτισαν τὸν στρατὸ τοῦ Μαξέντιου.

Ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἢ ὁ Ἅγιος καὶ Ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος.

Ὁ ψίθυρος ἐξακολουθεῖ νὰ παρεμβαίνῃ στὴν ὀπτασία αὐτή. Δὲν βγάζω νόημα.

Βλέπω τὸ πέμπτο μονοπάτι. Ἐκεῖ σὲ ἕνα κρησφύγετο, ἀκούω ψιθύρους. Μὰ ἀποδείχτηκαν τόσο ἐκκωφαντικοί. Χάϊδεψαν τὰ αὐτιά, μὰ ἀναστάτωσαν τὴν καρδιά. «Ὁρκίζομαι ἐνώπιον τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅτι θέλω εἶμαι ἐπὶ ζωῆς μου πιστὸς εἰς τὴν Ἑταιρείαν κατὰ πάντα... 

Ὁρκίζομαι ὅτι θέλω τρέφει εἰς τὴν καρδίαν μου ἀδιάλλακτον μίσος ἐναντίον τῶν τυράννων τῆς Πατρίδος μου… Νὰ εἶμαι ἐνάρετος. Νὰ εὐλαβῶμαι τὴν Θρησκείαν μου…

Ἡ θεία δικαιοσύνη ἂς ἐξαντλήσῃ ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν μου ὅλους τοὺς κεραυνούς της, τὸ ὄνομά μου νὰ εἶναι εἰς ἀποστροφήν, καὶ τὸ ὑποκείμενον μου τὸ ἀντικείμενον τῆς κατάρας καὶ τοῦ ἀναθέματος τῶν Ὁμογενῶν μου, ἂν ἴσως λησμονήσω εἰς μίαν στιγμὴν τὰς δυστυχίας των καὶ δὲν ἐκπληρώσω τὸ χρέος μου. 

Τέλος ὁ θάνατός μου ἂς εἶναι ἡ ἄφευκτος τιμωρία τοῦ ἁμαρτήματός μου, διὰ νὰ μὴ λησμονῶ τὴν ἁγνότητα τῆς Ἑταιρείας μὲ τὴν συμμετοχήν μου» . 

Βλέπω τοὺς Φιλικοὺς Νικόλαο Σκουφᾶ, Ἐμμανουὴλ Ξάνθο καὶ Ἀθανάσιο Τσακάλωφ νὰ δένουν τὴν ψυχή τους μὲ τὸ ἱερὸ χρέος πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Πατρίδα.

Ἀκούω παρακάτω τὰ καριοφίλια νὰ βροντοῦν. Βλέπω στὰ Δερβενάκια τὸν Δράμαλη νὰ καταδιώκεται ἀπ’ τὸν γέρο τοῦ Μωρηᾶ. Τὸν μέγα ἀρχιστράτηγο τοῦ γένους, τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ἡ Τουρκιὰ καταδιώκεται.

Βλέπω τὸ ἕκτο μονοπάτι. Θάλασσα κι αὐτό. Βλέπω τὴν Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα μὲ ἕνα μπρίκι 36 πήχεων, τὸ πλοῖο της, τὸν Ἀγαμέμνονα (τὸ ἐνδοξώτερο καράβι τοῦ ἀγῶνα, ποὺ οἱ ἐπαναστάτες τὸ θεωροῦσαν ἀνίκητο καὶ σκόρπιζε θύελλα ἐνθουσιασμοῦ ὅπου ἐμφανιζόταν), νὰ πλευροκοπᾷ τὸν τούρκικο στόλο.

Παραπέρα, βλέπω τὸν Κωνσταντῖνο Κανάρη νὰ πυρπολῇ τὴν ναυαρχίδα τοῦ καπετὰν πασᾶ Καρὰ Ἀλῆ στὴν Χίο καὶ νὰ στέλνῃ στὸν θάνατο 2.000 Ὀθωμανούς, ἀνάμεσά τους καὶ τὸν Καρὰ Ἀλῆ καὶ ἀλλοῦ νὰ ἀνατινάζῃ τουρκικὸ δίκροτο, στὸ στενὸ μεταξὺ Τενέδου καὶ Τρωάδας, τὴν ὑποναυαρχίδα τοῦ νέου ἀρχιναυάρχου Κακλαμάν Μεχμέτ Πασᾶ, ποὺ εἶχε διαδεχθῇ τὸν Καρὰ Ἀλῆ μὲ 800 νεκροὺς Ὀθωμανούς.

Ὁ ψίθυρος ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνοχλῇ. Ἂν καὶ κάποιες συλλαβὲς διάσπαρτες εἶναι καθαρές («...ρια…ανα…»), ἀκόμα δὲν βγάζω νόημα.

Βλέπω τὸ ἕβδομο μονοπάτι. Βλέπω τὸν Ἕλληνα εὐπατρίδη, τὸν ἐπιτυχημένο Ἀθηναῖο στρατιωτικό, νὰ ἀνεβαίνῃ στὰ ἅγια χώματα τῆς Μακεδονίας μὲ πολλὰ δῶρα. Τὸ λαμπρὸ μέλλον του, τὴν οἰκογένειά του, τὴν καριέρα του καὶ τὴν ἡσυχία του. Ὅλα τὰ κατέθεσε στὸν βωμὸ τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγῶνα.

Ὁ Παῦλος Μέλας. Ὁ Μακεδονομάχος. Τὸ ἔμβλημα τῆς θυσίας καὶ τοῦ ἡρωϊσμοῦ.

Στρατιὲς Κρητῶν Μακεδονομάχων ἀνεβαίνουν νὰ πάρουν ἐκδίκησι. Σὲ ἕνα ταξεῖδι χωρὶς ἐπιστροφή. Ἐπιλέγουν τελευταῖο τόπο τῆς ζωῆς τους τὴν Μακεδονία. Ἐμπιστεύονται τὰ λείψανά τους στὴν Μακεδονικὴ γῆ.

Βλέπω τὸ ὄγδοο μονοπάτι. Κανόνια ἠχοῦν. Μιὰ δυναμικὴ φυσιογνωμία τρέπει τοὺς Ἰταλοὺς σὲ φυγή. Ἀπαντᾷ σὲ ἐντολὲς ἀνωτέρων, ποὺ τὸν προστάζουν γιὰ ὑποχώρησι: «Κρατάω Καλπάκι… Κρατάω Καλπάκι!». 

Ὁ Ἠπειρώτης ὑποστράτηγος, ὁ πρωτομάστορας τῆς ἐποποιΐας τοῦ 1940, ἀρνούμενος νὰ συμμορφωθῇ στὶς διαταγὲς γιὰ ὀπισθοχώρησι, τρέπει σὲ φυγὴ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα.

Ὁ Χαράλαμπος Κατσιμῆτρος, διοικητὴς τῆς 8ης Μεραρχίας, ὁ πρῶτος στρατηγὸς τοῦ Β' Παγκοσμίου πολέμου, ποὺ ἔτρεψε σὲ φυγὴ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα.

Ἀπελευθέρωσε τὴν Βόρεια Ἤπειρο καὶ προκάλεσε βαθειὰ κρίσι στὴν ἰταλικὴ κυβέρνησι τοῦ Μουσσολίνι, μὲ τοὺς στρατηγούς του νὰ κατηγοροῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

Πάνω στὸν οὐρανὸ βλέπω ἀερομαχίες. Νὰ καὶ τὸ ἀεροπλάνο τοῦ θρυλικοῦ ὑποσμηναγοῦ Μητραλέξη Μαρίνου, ποὺ ὅταν ἐξαντλήθηκαν τὰ πυρομαχικά του, μετὰ τὴν κατάρριψι ἰταλικοῦ βομβαρδιστικοῦ, ἔστρεψε τὰ πυρά του σ' ἕνα δεύτερο καὶ κατάφερε καὶ τοῦ «πῆρε τὴν οὐρά», πέφτοντας πάνω του.

Ἀκούγεται μιὰ φωνή. Ἀντηχεῖ μέχρι καὶ σήμερα στὴν μνήμη μου. Στὴν καρδιά μου.

Ὁ ἐκφωνητὴς τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ Ἀθηνῶν, Κωνσταντῖνος Σταυρόπουλος, μετέδιδε μὲ τὴν χαρακτηριστική του φωνή, στεντόρεια, ἀνδρεία, σταθερή, ἐμψυχωτική:

«ΕΛΛΗΝΕΣ , ΨΗΛΑ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ!»

Οἱ Γερμανοὶ εἰσβάλλουν στὴν Ἀθήνα.

Βλέπω τὸ ἕνατο μονοπάτι. Ἡ γέφυρα τοῦ Γοργοποτάμου ἀνατινάζεται καὶ γίνεται συντρίμμια. Καὶ οἱ Γερμανοὶ ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν κύρια πηγὴ ἀνεφοδιασμοῦ τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Στὸ φαράγγι τῆς Οἴτης, ἡ Ἐθνικὴ Ἀντίστασις καταφέρνει μεγάλο πλῆγμα στὸν ἐχθρό.

Τέλειωσαν τὰ μονοπάτια. Τὰ μετρῶ. Ἐννέα. Τὰ ξαναμετρῶ καὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω, γιατί ὄχι παραπάνω. Γιατί ὄχι παρακάτω.

ΕΝΝΕΑ! Καὶ ξαφνικά, τὰ μονοπάτια γίνονται λωρίδες. Λωρίδες μπλέ. Λωρίδες ἄσπρες. Ποὺ ἀρχίζουν νὰ πάλλωνται. Νὰ κυματίζουν. Κι ἐκεῖ, σὲ μιὰ γωνιά, βλέπω τὸν λευκὸ Σταυρό.

Μὰ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Σημαία. Ἀνεμίζει ἀγέρωχα πάνω ἀπ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ρίχνει τὸν ἴσκιο της σὲ ἠπείρους καὶ ὠκεανούς.

Αὐτὴ ἡ ταλαιπωρημένη καὶ μπαρουτοκαπνισμένη Σημαία τοῦ Ἔθνους, σφυρηλατήθηκε μὲς στοὺς αἰῶνες. Τραβάει στὶς κυανόλευκες ρίγες της ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων, τὴν αὐτοθυσία καὶ τὸν ἡρωϊσμό τους. Τοὺς ἀγῶνες τοῦ ‘21 , τὴν ἀντίστασι τοῦ ’40.

Τὰ ἰδεώδη καὶ ἰδανικὰ τοῦ Ἔθνους. Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Τώρα ὁ ψίθυρος γίνεται φωνή. Κραυγὴ καὶ σεισμός.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἢ ΘΑΝΑΤΟΣ!!!

Ἡ καρδιὰ πάλλεται. Τὰ πόδια τρέμουν.

Ξάφνου τὸ πάτωμα τοῦ δωματίου γίνεται γῆς. Πιὸ πέρα μνήματα. Τρέμει καὶ τριζοβολᾷ. Τριγμοὶ καὶ θόρυβοι κάτω ἀπ' τὴν γῆ μὲ ἀναστατώνουν.

Μέσα ἀπὸ τὰ μνήματα, κάτω ἀπ’ τὴν γῆ ἀκούω ψιθύρους. Ἀκούω τὸν Παῦλο Μελᾶ, τὸν Γερμανὸ Καραβαγγέλη, τὸν μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, τὸν Ἴωνα Δραγούμη, τὸν στρατηγὸ Δαβάκη καὶ πολλοὺς ἄλλους .

Συνομιλοῦν καὶ στοιχηματίζουν γιὰ τὸν νεοέλληνα. Οἱ στατιστικὲς εἶναι ἐναντίον μας. Θεωροῦν ὅτι φραγκέψαμε. Ὅτι χάσαμε τὸν προσανατολισμό μας.

Ἕνας δυνατὸς θόρυβος μὲ ἔκανε νὰ συνέλθω. Ἦταν τὰ τύμπανα ἀγήματος, ποὺ κατευθυνόταν στὸν χῶρο τῆς παρελάσεως.

Σηκώθηκα ἀπ’ τὸν βαθὺ λήθαργο. Ἔκανα τὸν σταυρό μου. Προσκύνησα τὴν Ἑλληνικὴ σημαία καὶ ἑτοιμάστηκα γιὰ τὴν παρέλασι.

Ὅ,τι εἶδα, θὰ παραμείνῃ γιὰ πάντα ριζωμένο μέσα μου. Οἱ φωνές, ποὺ θρηνοῦσαν καὶ στοιχημάτιζαν…

Ἂς τοὺς ἀποδείξουμε ὅτι κάνουν λάθος. Ὅτι εἴμαστε ἐδῶ. Ὅτι ξυπνᾶμε ἀπὸ τὴν χειμερία νάρκη τῆς εὐζωΐας, τοῦ «προοδευτισμοῦ», τῆς ἰδιοτέλειας, τῆς ἀσφάλειας, τῆς ἀσυνειδησίας.

Ὅτι αὐτὸ ποὺ λέμε συνείδησι καὶ εἶναι καλὰ θαμμένο ἢ καμμένο, ἀναστήθηκε. Ἀναδημιουργήθηκε ἀπ’ τὶς στάχτες του. Ἂς ἐπιβεβαιώσουμε τὴν ρῆσι τοῦ μεγάλου λογοτέχνη Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ποὺ εἶπε ὅτι «Ἡ ἠχὼ τῆς συνειδήσεως, ὅσο καὶ ἂν πιεσθῇ, ὅσο καὶ ἂν συμπηγῇ, μιλάει πάντοτε καὶ σπάνια ἐπιστομίζεται».

Τὰ ὅπλα τῆς Δύσεως ἀναίμακτα ἐδῶ καὶ καιρὸ στοχεύουν τὸ Ἔθνος μας.

Μὲς στὸν κυκλῶνα τῶν διεθνῶν ἐξελίξεων καὶ πολέμων ἡ Πατρίδα θὰ δοκιμασθῇ. Μὰ ξέρει ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ δυσκολίες. Ἔχει γῆν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων. 

Καὶ πάλι θά 'ρθῃ ἡ ὥρα, ποὺ θὰ δώσῃ παράδειγμα στὴν ἀνθρωπότητα καὶ χωρὶς ἀσυνέχεια θὰ παραδώσῃ μιὰ ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη στὶς ἑπόμενες γενεές.

Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,

χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!