Μετά τη μάχη της Αράχωβας το ηθικό των Ελλήνων ανέβηκε και η Επανάσταση ξαναζωντάνεψε. Ο Καραϊσκάκης είχε κατορθώσει να απελευθερώσει σχεδόν όλη τη Ρούμελη, εκτός από το Μεσολόγγι και την Αθήνα. Αφού άφησε την Αράχωβα κατευθύνθηκε προς το Δίστομο, όπου από τις 3 έως τις 5 Φεβ 1827 συγκρούστηκε τακτικά τουρκικά στρατεύματα του Ομέρ πασά της Καρύστου, τα οποία διέλυσε. Στη μάχη αυτή φάνηκε για μία ακόμη φορά πόσο έξυπνος στρατηγός ήταν, αφού είχε δώσει διαταγή στους άνδρες του οι μισοί να γεμίζουν και οι μισοί να πυροβολούν, ώστε το πυρ να είναι συνεχόμενο.
Εν τω μεταξύ ο κλοιός γύρω από την Ακρόπολη είχε σφίξει με αποτέλεσμα οι πολιορκούμενοι να βρίσκονται σε δεινή θέση. Η Κυβέρνηση βλέποντας τον κίνδυνο που καραδοκούσε έδωσε εντολή στον Καραϊσκάκη να έρθει στην Αττική. Εκεί βρήκε και τον Άγγλο Γόρδων που είχε αποβιβαστεί από τον Ιανουάριο στον Πειραιά και είχε ξεκινήσει να μάχεται εναντίον του Κιουταχή.
Ο Καραϊσκάκης δημιούργησε το στρατόπεδο του στο Κερατσίνι και σιγά σιγά άπλωσε τις δυνάμεις του γύρω από την Αττική, με συνέπεια να αρχίσει να κυκλώνει τον Κιουταχή. Κι ενώ η κατάσταση είχε αρχίσει να αντιστρέφεται, η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, προκειμένου να δεχτεί η Αγγλία τον Καποδίστρια ως Κυβερνήτη, διόρισε ως αρχιστράτηγο τον Ριχάρδο Τσωρτς και ως αρχηγό στόλου τον Κόχραν. Η απόφαση αυτή δυσαρέστησε τα Ελληνικά στρατεύματα, αλλά παρόλα αυτά την αποδέχτηκαν.
Ο Κόχραν διαφώνησε πλήρως με την τακτική του Καραϊσκάκη και διέταξε γενική επίθεση εναντίον του Κιουταχή, προκειμένου να τον διώξει από την Αττική. Ο Καραϊσκάκης ήταν αντίθετος και ζήτησε χρόνο από τον Κόχραν γιατί ο στρατός δεν ήταν έτοιμος ακόμη για μία εκ παρατάξεως μάχη. Ύστερα από πολλές αντιρρήσεις συμφώνησε η επίθεση να οριστεί στις 23 Απριλίου.
Την νύχτα 22/23 Απριλίου ο Καραϊσκάκης ήταν στο κρεβάτι του και ψηνόταν στον πυρετό. Είχε διατάξει γενική κατάπαυση του πυρός, όταν ξαφνικά άκουσε πυροβολισμούς. Ζήτησε το άλογο του για να μεταβεί στο σημείο που έπεσαν οι πυροβολισμοί προκειμένου να δει για ποιο λόγο ξεκίνησαν οι αψιμαχίες και καθοδόν τραυματίστηκε από ένα πυροβολισμό στην κοιλιακή χώρα. Γρήγορα κατάλαβε ότι δεν θα ζούσε για πολύ και μεταφέρθηκε στο πλοίο «Σπαρτιάτης». Εκεί συνέταξε τη διαθήκη του, μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και είδε τους συντρόφους του για τελευταία φορά, από τους οποίους ζήτησε ομόνοια για να απελευθερωθεί η πατρίδα. Την επόμενη μέρα απεβίωσε και τάφηκε στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης έχουν απασχολήσει πολύ τους ιστορικούς. Ο ίδιος φαίνεται να γνώριζε ποιος τον δολοφόνησε κι αν ζούσε θα τον εκδικιόταν. Ο Ι. Βλαχογιάννης έγραψε ότι για τη δολοφονία του ευθύνεται ο Μαυροκορδάτος, άποψη που υιοθετεί εν μέρει και ο βιογράφος του Δ. Φωτιάδης, ο οποίος καταλογίζει ευθύνες και στον Κόχραν. Μέχρι και σήμερα όμως δεν έχει βρεθεί μία ξεκάθαρη ιστορική διατύπωση από έναν μάρτυρα του γεγονότος ώστε να στηριχθεί η εν λόγω άποψη. Προσωπικά πιστεύω αυτό που έχει γράψει ο Σ.Ι. Καργάκος στο βιβλίο του «Μαθήματα Νεοελληνικής Ιστορίας» ότι ο Καραϊσκάκης πήγε αψήφιστα να συναντήσει το θάνατο, εξαιτίας της ιδιορρυθμίας του να εκτίθεται συνεχώς. Την κακή του αυτή συνήθεια του την είχε επισημάνει και ο Κολοκοτρώνης σε μία από τις επιστολές του, την οποία φαίνεται να του υπαγόρευσαν τα παλικάρια του στη νεκρική του κλίνη.
Ο θάνατος του καταρράκωσε τους Έλληνες οι οποίοι χωρίς τον στρατηγό τους και με μειωμένο ηθικό αντιμετώπισαν στη θέση Ανάλατος τα στρατεύματα των Κιουταχή και Ομέρ Πασά. Η ήττα των Ελλήνων ήταν από τις σημαντικότερες του Αγώνα αφού σκοτώθηκαν 1500 άνδρες και ανάμεσα τους σημαντικοί ηγέτες όπως ο Λάμπρος Βεϊκος, ο Νοταράς, ο Γεργάς Τζαβέλας κ.α.
Επί βασιλείας του Όθωνα αποφασίστηκε τα οστά του Καραϊσκάκη και άλλων ηρώων να μεταφερθούν στο Φαληρο σε μνημείο που επρόκειτο να ανεγερθεί. Οι κάτοικοι της Σαλαμίνας αντέδρασαν και αρνήθηκαν να υποδείξουν στις αρχές τον τόπο ταφής του ήρωα. Οι χωροφύλακες όμως κατόρθωσαν με τέχνασμα να μάθουν το μέρος (ένας από αυτούς προσποιήθηκε ότι ήταν συγγενής του Καραϊσκάκη και ήθελε να τελέσει ένα μνημόσυνο στον τάφο του) και με συνοδεία άλλων οπλαρχηγών πήραν τα οστά του και τα ενταφίασαν σε ένα μνημείο που υπάρχει ακόμη και σήμερα απέναντι από το Στάδιο Καραϊσκάκη. Χρόνια αργότερα επί Χούντας ο τότε δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτζης (1908 – 2006) αποφάσισε την ολική ανακαίνιση του. Δυστυχώς το συνεργείο του Δήμου που ανέλαβε τις εργασίες δεν γνώριζε τι έπρεπε να κάνει και πολύ πιθανόν τα οστά του Καραϊσκάκη και των άλλων ηρώων μαζί με τα μπάζα να… πετάχτηκαν στη θάλασσα !!! Μέχρι και σήμερα ο Δήμος Πειραιά δεν έχει δώσει εξηγήσεις για το αν ισχύουν ή όχι τα παραπάνω περιστατικά.
Ο Καραϊσκάκης ήταν ένας γενναίος στρατηγός, ένας αθυρόστομος άνδρας και ένας ακούραστος πολεμιστής. Ήταν ο πρώτος που πηδούσε στο άλογο για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του και έπαιρνε τις πιο τολμηρές αποφάσεις. Υπήρξε στρατηγική ιδιοφυΐα ισάξια του Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε αντιληφθεί τις φοβερές δυνατότητες του. Άλλαξε πολλές φορές στρατόπεδο στην περίοδο του Αγώνα όπως το βόλευε, μα όταν κατάλαβε το λάθος του σταμάτησε να είναι «διάβολος» και έγινε «άγγελος». Δίκαια λοιπόν η Ελληνική Ιστορία τον έχει κατατάξει ανάμεσα στο πάνθεο των ηρώων της Επανάστασης που θυσιάστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Πηγες : Μαθήματα Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας – Σαράντος Ι. Καργάκος, Εκδόσεις «Γεωργιάδης»
Μηχανή του Χρόνου – Γεώργιος Καραϊσκάκης «Ο Αρχιστράτηγος του ‘21»
Χώματα με Ιστορία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!