Η ιστορία που ακολουθεί έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1990 στην Περιφέρεια Ζαπορόζιε.
Την εξιστορώ όπως την άκουσα. Ορισμένες λεπτομέρειες που λείπουν τις περιγράφω όπως θα μπορούσαν να είχαν συμβεί.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς τη ντάτσα* του.
Ούτε οι γνωστοί του μπορούσαν. Μάλιστα, τον αποκαλούσαν «ο δικός μας ντάτσνικ»**.
Άρχισε να στήνει τη ντάτσα του πριν ακόμα συνταξιοδοτηθεί. Είχε αγοράσει έξω από την πόλη επτά κατοστάρικα γης με ένα παλιό σπίτι, αποθήκη και υπόγειο.
Στο σπιτάκι του έκανε λιτή, αλλά ποιοτική επισκευή. Φύτεψε πατάτες, ντομάτες, φράουλες, σμέουρα, κρεμμύδια και μερικά δέντρα.
Σοβάτισε το υπόγειο, διαμόρφωσε το χώρο πάνω από αυτό. Με την πάροδο του χρόνου το υπόγειο γέμισε με βάζα: ο ιδιοκτήτης ήταν λάτρης της σπιτικής κονσερβοποίησης.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς ξεκουραζόταν στη ντάτσα του ψυχή τε και σώματι. Όταν εργαζόταν ακόμα, τα Σαββατοκύριακα πήγαινε πάντα εκεί για να ασχολείται με την ωραιοποίηση του αγροκτήματός του, όπως το αποκαλούσε χαριτολογώντας.
Έλεγε στους γνωστούς του ότι ετοίμαζε γωνιά για τα γηρατειά του, και πράγματι ονειρευόταν να μετακομίσει με τον καιρό «στην ύπαιθρο».
Μετά την συνταξιοδότησή του, η οικογένεια και οι φίλοι του σταμάτησαν πλέον να τον βλέπουν στην πόλη από την άνοιξη έως τις αρχές του φθινοπώρου.
Ο συνταξιούχος περνούσε όλο τον χρόνο του στη ντάτσα του. Με τα πρώτα κρύα, επέστρεφε στο ζεστό διαμέρισμα της πόλης. Του έλειπε πολύ, ωστόσο, το εξοχικό του κτήμα.
Μια φορά την εβδομάδα εξακολουθούσε να επισκέπτεται τη ντάτσα παρά τις διαμαρτυρίες της συζύγου του. Ζέσταινε το φούρνο, έφτιαχνε τσάϊ, σκούπιζε την αυλή και περπατούσε στον λαχανόκηπο. Καμμιά φορά πήγαινε να δει το παγωμένο ποτάμι ή ψάρευε στον πάγο. Το βράδυ, ευχαριστημένος, επέστρεφε στο σπίτι.
Αλλά ένα χειμώνα η ανέμελη καθημερινότητα του Ιβάν Πετρόβιτς διαταράχθηκε.
Στον κηπευτικό συνεταιρισμό τους εμφανίστηκε κλέφτης. Μέσα σε λίγες εβδομάδες πέρασε σχεδόν από όλα τα σπίτια. Έσπαγε τις κλειδαριές, ή τα παράθυρα και έπαιρνε ό,τι είχε αξία: εργαλεία, πατάτες από τα υπόγεια, ακόμα και βάζα με κονσερβοποιημένα λαχανικά.
Από αυτή τη θλιβερή περιπέτεια δεν γλίτωσε ούτε το αγρόκτημα του Ιβάν Πετρόβιτς.
Ο ληστής σκαρφάλωσε από ένα παράθυρο στο σπίτι, έκλεψε έναν ηλεκτρικό βραστήρα και, αφού δε βρήκε τίποτε άλλο, μπήκε στο υπόγειο. Με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν αρκετά βάζα με μαρμελάδα, μια σακούλα πατάτες και ένα μπουκάλι λικέρ κεράσι.
Όταν ο Ιβάν Πετρόβιτς διαπίστωσε ίχνη κλέφτη, το πιο δυσάρεστο δεν ήταν ότι είχαν εξαφανιστεί ο βραστήρας και τα τρόφιμα, αλλά το ότι στο σπίτι του κυκλοφορούσε και έκανε τον οικοδεσπότη ένας άλλος άνθρωπος.
Η οικεία και αγαπημένη κατοικία του σαν να είχε βεβηλωθεί. Λες και είχε γίνει ιεροσυλία σε αυτή την πολυπόθητη γωνιά που τόσο πολύ αγαπούσε ο συνταξιούχος.
Ήταν πιθανόν ο κλέφτης να επέστρεφε: στο υπόγειο υπήρχε ακόμα πολύ φαγητό. Κάτι έπρεπε να γίνει!
Να σημειώσουμε ότι ο Ιβάν Πετρόβιτς φημιζόταν για το πρακτικό του μυαλό και τα χρυσά του χέρια. Η εκπαίδευση που είχε ως μηχανικός συνδυαζόταν με φυσική οξυδέρκεια.
Στη ζωή του είχε ασχοληθεί πολλές φορές με κατασκευές και επισκευές. Του άρεσε να κάνει εφευρέσεις.
Στα νειάτα του μάλιστα του είχε απονεμηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για αρκετές από τις πρωτότυπες εφευρέσεις του στον κατασκευαστικό τομέα. Αν αυτός δεν μπορούσε να βρει λύση, τότε ποιος άλλος θα μπορούσε;
Την περίοδο που ο Ιβάν Πετρόβιτς σκεφτόταν τι να κάνει, ο κλέφτης εμφανίστηκε ξανά. Αυτή τη φορά δεν μπήκε καν στο σπίτι. Τον ενδιέφερε μόνο το υπόγειο. Έσπασε με σφυρί τη νέα κλειδαριά στην πόρτα της αποθήκης. Μετά από αυτή την επίσκεψη έκαναν φτερά το ένα τρίτο των τροφίμων.
Έπρεπε επειγόντως να κάνει κάτι.
Μετά από αρκετή σκέψη, ο Ιβάν Πετρόβιτς αποφάσισε τελικά να χρησιμοποιήσει έναν μηχανισμό που είχε χρησιμοποιηθεί κάποτε στο παρελθόν από έναν φίλο του.
Δεν ήταν τίποτα περίπλοκο. Η σύλληψη του κλέφτη όμως ήταν εγγυημένη. Δεν χρειαζόταν ούτε αστυνομία, ούτε σκυλιά, ούτε κάμερες παρακολούθησης. Ο μηχανισμός αυτός θα έπρεπε να κάνει τα πάντα.
Το σχέδιο ήταν το εξής.
Ο κλέφτης πλησιάζει στην αποθήκη, μέσα στην οποία βρίσκεται η είσοδος για το υπόγειο.
Οι πόρτες της αποθήκης είναι κλειστές, αλλά ο κλέφτης τις ανοίγει εύκολα. Στη συνέχεια, τον περιμένει άλλη μια πόρτα, που οδηγεί απευθείας στο υπόγειο.
Αυτή παραμένει ανοιχτή.
Ο εισβολέας κατεβαίνει στο υπόγειο από τα σκαλοπάτια.
Σε ένα από τα σκαλοπάτια υπάρχει ένα δυσδιάκριτο πλήκτρο που κλείνει τις πόρτες του υπογείου. Ο εισβολέας αναπόφευκτα το πατάει και κλείνει τις πόρτες πίσω του.
Οι πόρτες κλείνουν πίσω του πολύ γρήγορα και μπορεί κάποιος να τις ανοίξει μόνο από έξω. Με αυτόν τον τρόπο ο ληστής παγιδεύεται σε σκοτεινή υπόγεια παγίδα και παραμένει εκεί μέχρι να φτάσει ο ιδιοκτήτης.
Χρειάστηκε δύο ημέρες να ετοιμάσει τα υλικά και άλλες δύο ημέρες για την εγκατάσταση του μηχανισμού.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς αναγκάστηκε να περάσει μια νύχτα στην κρύα ντάτσα. Γύρισε σπίτι με κρυολόγημα.
Η έλλειψη ύπνου και η ένταση των τελευταίων ημερών συνετέλεσαν ώστε ο Ιβάν Πετρόβιτς να αρρωστήσει σοβαρά και να μείνει για τρεις εβδομάδες στο κρεββάτι.
Όλο αυτό το διάστημα δεν σταμάτησε να σκέφτεται τη ντάτσα και τον κλέφτη.
Κι αν ο εγκληματίας είχε ήδη πιαστεί και βρισκόταν στον υπόγειο σάκο;
Κι αν μπήκε στη ντάτσα αμέσως μετά την εγκατάσταση της παγίδας; Θα μπορούσε να τρελλαθεί κανείς τρείς εβδομάδες σε ένα σκοτεινό υπόγειο.
Μάλιστα ακόμα και να πεθάνει μπορεί.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς φανταζόταν ότι μπαίνει στο υπόγειο και βλέπει λυγισμένο πτώμα και αυτό τον τρομοκρατούσε...
Ωστόσο, αμέσως έλεγε στον εαυτό του: «Στον κλέφτη αξίζει μια τέτοια μοίρα». Ηρεμούσε για λίγο. Αλλά μετά από λίγο άρχιζε πάλι να ανησυχεί.
Αρκετές φορές προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεββάτι και να πάει στη ντάτσα, αλλά η άγρυπνη σύζυγός του, η Βερόνικα Λβόβνα, αρνούνταν κατηγορηματικά να τον αφήσει να φύγει αν δε συνέλθει πλήρως.
Επιτέλους, ήρθε η μέρα που ο Ιβάν Πετρόβιτς έφτασε στο εξοχικό του.
Ο πρωταγωνιστής μας είχε το εξής σχέδιο: αν ο μηχανισμός λειτούργησε και ήταν προφανές ότι ο εγκληματίας βρισκόταν μέσα, ο Ιβάν Πετρόβιτς καλεί την αστυνομία και περιμένει την άφιξη των αστυνομικών.
Το τι θα αντίκριζαν στο υπόγειο, αυτό ο συνταξιούχος απέφευγε να το σκέφτεται. Περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο επιθυμούσε τώρα να δει τις πόρτες της αποθήκης απείραχτες.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς προσπάθησε να πλησιάσει αθόρυβα το χώρο, όπου βρισκόταν το υπόγειο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Είχε ανεβάσει κιόλας πυρετό από την αγωνία του.
Οι πόρτες της αποθήκης ήταν ανοιχτές. Δίπλα ήταν πεταμένη η σπασμένη κλειδαριά.
Του κόπηκε η ανάσα και το στόμα του στέγνωσε. Δεν ένοιωθε τα πόδια του. Παρ' όλο που ο Ιβάν Πετρόβιτς είχε προετοιμαστεί για μια τέτοια εξέλιξη, εντούτοις περιήλθε σε μεγάλη αγωνία.
Πλησίασε την είσοδο και κοίταξε στο βάθος της αποθήκης. Μια ακτίνα ηλίου χτύπησε τη συμπαγή επιφάνεια των κλειστών θυρών.
Δεν υπήρχε πλέον καμμία αμφιβολία ότι η παγίδα είχε λειτουργήσει και ότι οι διαρρήκτες ήταν μέσα στο κλουβί. Ήταν δύσκολο να εκτιμήσει κανείς πόσες μέρες πριν είχε συμβεί αυτό. Ο συνταξιούχος έβαλε το αυτί του στην πόρτα για να ακούσει. Κανένας ήχος.
Με τα δάκτυλα που δεν έλεγαν να τον υπακούσουν κάλεσε την αστυνομία στο τηλέφωνο. Ύστερα στάθηκε για λίγο κοντά στην είσοδο του υπογείου και πήγε στο σπιτάκι του για να περιμένει την αστυνομία.
Στο σπίτι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να κάθεται δίπλα στο παράθυρο και να παρατηρεί τις παραβιασμένες πόρτες της αποθήκης. Έχει δει πολλά στη ζωή του, αλλά ληστές δεν έχει συλλάβει ποτέ.
Πόσοι είναι; Πόσο χρόνο κάθονται εκεί;
Είναι ζωντανοί; Κι αν προβάλλουν σοβαρή αντίσταση; Τι θα γίνει αν πυροβολήσουν; Γενικώς πώς να είναι τα πρόσωπα τέτοιων ανθρώπων;
Η αστυνομία έφτασε σε μισή ώρα.
Ήρθε η πιο κρίσιμη στιγμή της όλης ιστορίας. Ο Ιβάν Πετρόβιτς άνοιξε την πόρτα του υπογείου και οι αστυνομικοί μπήκαν στο σκοτάδι, φωτίζοντας τα σκαλοπάτια με φακούς.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς τους ακολούθησε. Μετά από λίγο βρέθηκαν στο υπόγειο. Το θέαμα που αντίκρισαν τους συντάραξε όλους.
Ο κλέφτης καθόταν πάνω στις σανίδες, τυλιγμένος σε σάκους για πατάτες. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, το βλέμμα ακινητοποιημένο...
Ο κλέφτης ήταν μόνος του.
Καθόταν σε ένα ράντζο φτιαγμένο από σανίδες που είχε βγάλει από τα ράφια.
Πάνω στο ξύλινο αυτοσχέδιο κρεββάτι υπήρχε ένα στρώμα από κάτι βρώμικα κουρέλια. Είχε τυλιχτεί με παλιά σακιά από κρεμμύδια και πατάτες.
Μάλλον, για να προφυλαχτεί από το κρύο. Ήταν ήρεμος και εντελώς ακίνητος. Οι αστυνομικοί έστρεψαν τους φακούς προς τον ληστή και τον κοίταζαν σιωπηλοί για ένα λεπτό.
Πρόσωπο αδύνατο, αξύριστος με μούσι. Σταθερό βλέμμα, σαν ακινητοποιημένο. Κοντά μαλλιά, μικρή φαλάκρα. Ο τύπος ήταν περίπου 30-35 ετών, όχι παραπάνω.
Ο κλέφτης ανέδιδε μια έντονη, δυσάρεστη οσμή.
Και όχι μόνο ο ίδιος. Γύρω από το αυτοσχέδιο κρεββάτι υπήρχαν βάζα που προέρχονταν από κονσερβοποιημένα λαχανικά που ήταν γεμάτα με ακαθαρσίες.
Προφανώς, ο εισβολέας έτρωγε τις κονσέρβες τη μία μετά την άλλη και χρησιμοποιούσε τα βάζα ως τουαλέτα.
Ήταν προφανές ότι βρισκόταν εδώ πολύ καιρό, ίσως και για όλο αυτό διάστημα των τριών εβδομάδων.
Οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες και τον έβγαλαν έξω. Περπατούσε με δυσκολία.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς παρακολουθούσε καθώς τον έβαζαν στο περιπολικό. Στη συνέχεια το όχημα έφυγε, και ο Ιβάν Πετρόβιτς πήγε να καθαρίσει το υπόγειο.
Μετά από ένα χρονικό διάστημα έγινε η δίκη και ο κλέφτης καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς δεν έμαθε τίποτε άλλο γι’ αυτόν. Δεν τον ενδιέφερε άλλωστε. Από τότε οι κλοπές στο κηπευτικό συνεταιρισμό σταμάτησαν.
***
Πέρασαν δέκα χρόνια.
Ζει άρα γε ο Ιβάν Πετρόβιτς; Ζει.
Και μάλιστα είναι γερός παρά την προχωρημένη ηλικία. Πηγαίνει κιόλας στην αγαπημένη του ντάτσα. Η πιστή του σύζυγος Βερόνικα Λβόβνα, ωστόσο, είναι σοβαρά άρρωστη. Έχει καρκίνο.
Πρόσφατα υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία. Τα αποτελέσματα είναι ακόμη ασαφή.
Όλα ήταν «στον αέρα», όπως λέγεται.
Και μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα η Βερόνικα Λβόβνα αποφάσισε να στραφεί σε Εκείνον, στον Οποίον στρέφονται όλοι όσοι έχουν βρεθεί σε μια τέτοια δοκιμασία της ζωής: στον Θεό. Άρχισε να προσεύχεται, να εκκλησιάζεται.
Κάποιος από τους ιερείς την συμβούλεψε να πάει για προσκύνημα σε ένα φημισμένο μοναστήρι που ήταν κοντά. Η Βερόνικα Λβόβνα έπεισε τον σύζυγό της να την πάει στο μοναστήρι.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς δεν αντέλεγε στην άρρωστη σύζυγό του, αν και ο ίδιος ήταν δύσπιστος απέναντι στη θρησκεία.
Συμφώνησε να την συνοδεύσει, αλλά αρνήθηκε να προστρέξει στην εξομολόγηση μαζί της. Δεν είχε αρκετή πίστη για κάτι τέτοιο.
Όταν ο Ιβάν Πετρόβιτς καθόταν σε παγκάκι στο νάρθηκα και περίμενε τη Βερόνικα Λβόβνα, δίπλα του πέρασε ένας μοναχός. Έρριξε μια ματιά στον Ιβάν Πετρόβιτς, περπάτησε λίγο πιο πέρα, σταμάτησε, γύρισε και ξαφνικά κατευθύνθηκε προς το μέρος του.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του φάνηκαν γνωστά στον Ιβάν Πετρόβιτς.
– Γεια σας. Είστε ο Ιβάν Πετρόβιτς Ν, έτσι δεν είναι; – ρώτησε ο μοναχός.
– Γεια σας. Ναι…
– Με αναγνωρίζετε;
– Συγγνώμη, αλλά όχι.
– Βεβαίως, αφού έχουν περάσει τόσα χρόνια. Είμαι εκείνος ο κλέφτης που είχατε πιάσει στο υπόγειό σας δέκα χρόνια πριν. Εγώ σας γνώρισα αμέσως. Το πρόσωπό σας το συγκράτησα στη μνήμη μου.
Ο Ιβάν Πέτροβιτς έμεινε άναυδος.
Από τη έκπληξή του έκανε μάλιστα ένα βήμα πίσω.
Άρχισε να κοιτάζει τον μοναχό με τα μάτια του δεκατέσσερα.
Ναι, ήταν ο κλέφτης της ντάτσας.
Τώρα ο Ιβάν Πέτροβιτς τον αναγνώρισε.
Το ίδιο βλέμμα, το ίδιο λεπτό πρόσωπο, που τώρα πλαισιωνόταν από γένια. Ο συνταξιούχος κοίταζε τον μοναχό με κάποιο φόβο, αλλά εκείνος τον κοίταζε με χαρά και χαμόγελο.
Ο μοναχός κάθισε δίπλα του.
– Ξέρετε, θέλω να σας ευχαριστήσω.
– Εμένα; Για ποιο λόγο;
– Για το υπόγειό σας και για την παγίδα σας. Εκείνες τις τρείς βδομάδες στο υπόγειο σκέφτηκα πολλά.
Το υπόγειό σας με άλλαξε πολύ. Από αυτό βγήκα άλλος άνθρωπος και αποφάσισα να αλλάξω τελείως τη ζωή μου.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς κοιτούσε το μοναχό με ενδιαφέρον. Εκείνος συνέχιζε:
– Θυμάμαι σε τι απόγνωση ήμουν που παγιδεύτηκα.
Συνειδητοποιούσα ότι θα μπορούσα να πεθάνω από την πείνα σε εκείνο το φρικτό υπόγειο.
Στην αρχή σχεδίαζα πώς να δραπετεύσω όταν θα ερχόντουσαν να με πάρουν.
Ή, για παράδειγμα, να προσποιηθώ ότι είμαι νεκρός ή ετοιμοθάνατος και μετά να το σκάσω.
Αλλά μετά μου ήρθαν άλλες σκέψεις. Ας πούμε ότι το σκάω και μετά τι; Οι ίδιες κλεψιές, τα ίδια όλα; Ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας ζωής; Και ποιο είναι το νόημα της ζωής γενικά;
Έκλαιγα για τον εαυτό μου, για την κατεστραμμένη μου ζωή, για το παρελθόν μου.
Έκλαιγα που κατάντησα...
... να κάθομαι σε ένα υγρό, στενόχωρο υπόγειο, να τρώω το ξένο φαγητό από βάζα και μετά εκεί να κάνω την ανάγκη μου. Έκλαιγα που μπορεί και να πέθαινα εκεί.
Τότε ήταν που επικαλέστηκα το όνομα του Θεού για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Και με άκουσε. Ανταποκρίθηκε και ήρθε σε μένα.
Ένοιωσα πολύ ζωντανά την παρουσία Του και άρχισα να προσεύχομαι σ’ Αυτόν με θέρμη, με όλη μου την καρδιά.
Και με γέμισε ολόκληρο, εμένα, έναν εγκληματία και άθεο, έναν άθλιο κλέφτη.
Ένοιωσα τέτοια ζέστη, τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη που δεν φοβόμουν πλέον και να πεθάνω σε εκείνο το μπουντρούμι.
Ήξερα ότι αν πέθαινα, θα ήμουν μαζί με τον Χριστό. Και ότι αν έβγαινα από εκεί, θα ήμουν πάντα μαζί Του.
Ήταν όλα τόσο απρόσμενα, δεν είχα ξαναζήσει κάτι παρόμοιο στη ζωή μου.
Και ο Κύριος με ελέησε.
Βγήκα έξω. Το αίσθημα της εγγύτητας του Θεού δεν με άφησε ούτε στη δίκη, ούτε στη φυλακή, ούτε στο μοναστήρι, όπου αποφάσισα να πάω μετά την αποφυλάκισή μου.
Στη συνέχεια, έχανα πολλές φορές αυτήν την Θεία αίσθηση, αλλά υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι για αυτό...
Εκείνος όμως δεν με εγκατέλειψε ποτέ.
Τώρα είμαι εδώ και δεν παύω ποτέ να ευχαριστώ τον Παντοδύναμο για την παγίδα σας και για το υπόγειο σας.
΄Αν και δεν ήταν δική σας παγίδα, ήταν παγίδα του Θεού.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς τον κοίταζε κατάπληκτος. Είχε μείνει έκθαμβος από την έκπληξη. Γενικώς, ήταν η πρώτη φορά που ο Ιβάν Πετρόβιτς βρισκόταν μπροστά σε μια ιστορία που είχε να κάνει με τη θρησκεία και που τον αφορούσε προσωπικά.
Ο μοναχός συνέχιζε με χαμόγελο:
– Προσευχόμουν πολύ και για σας και για τη σύζυγό σας, την οποία είχα δει στη δίκη. Και να πώς ο Κύριος έκρινε: να σας συναντήσω στο μοναστήρι. Ήρθατε για εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία;
– Ναι… Δηλαδή όχι… Η γυναίκα μου είναι πολύ άρρωστη. Την έφερα να προσευχηθεί.
– Και εσείς τι;
– Εγώ… Δεν ξέρω… Δεν είμαι και πολύ πιστός…
– Καταλαβαίνω.
– Ναι…
– Σκεφτείτε το όμως, Ιβάν Πετρόβιτς. Να πώς ο Κύριος μας κατευθύνει προς Αυτόν, μέσα από τόσο εκπληκτικές στροφές της ζωής! Ίσως, η θεραπεία της συζύγου σας, τώρα πλέον, εξαρτάται από σας, από την προσπάθεια της πίστης σας, από την προσευχή σας.
Κάτι σκίρτησε στο πρόσωπο του Ιβάν Πετρόβιτς.
– Παππούλη… προσευχηθείτε για αυτήν.
– Οπωσδήποτε θα προσευχηθώ. Αλλά η δική σας προσευχή σε αυτήν την περίπτωση είναι ισχυρότερη από τη δική μου. Επειδή είστε ο πιο κοντινός της άνθρωπος. Και αγαπάτε τη γυναίκα σας πολύ περισσότερο από μένα, έναν ξένο για σας άνθρωπο. Η προσευχή για τον άλλον είναι πράξη αγάπης.
Την πραγματική προσευχή την κάνει όποιος αγαπάει πολύ.
Ο Ιβάν Πετρόβιτς και ο μοναχός σιώπησαν για μισό λεπτό. Έπειτα ο μοναχός σηκώθηκε.
– Λοιπόν, χαίρετε, Ιβάν Πετρόβιτς. Είθε να σας βοηθήσει ο Κύριος. Να έρχεστε στο μοναστήρι μας. Μπορείτε να μείνετε ακόμα και για μια βδομάδα. Θα σας βοηθήσω σε ό,τι μπορώ.
– Ευχαριστώ.
– Με τον Θεό.
– Με τον Θεό!
Ο μοναχός υποκλίθηκε στον Ιβάν Πετρόβιτς και εξαφανίστηκε στο ιερό. Αν και φορούσε μαύρα, για τον Ιβάν Πετρόβιτς έμοιαζε άγγελος. Ο συνταξιούχος κοιτούσε πίσω του. Ξαφνικά θυμήθηκε τον κλέφτη που ήταν τυλιγμένος με σάκους… Ο γέρος χαμογέλασε και δάκρυα φάνηκαν στα μάτια του.
Από τα βάθη του Ναού βγήκε η Βερόνικα Λβόβνα.
– Βάνια, μπορούμε να πάμε. Εξομολογήθηκα, η ακολουθία τελειώνει.
– Περίμενε. Θέλω κι εγώ… να εξομολογηθώ.
– Εσύ;;;
– Ναι.
– Συνέβη κάτι;
– Ναι… Συνέβη… Ο Θεός μου έστειλε μήνυμα.
Αφήνοντας την κατάπληκτη γυναίκα στο σκαμνί, ο Ιβάν Πετρόβιτς μπήκε στο βάθος του Ναού.
3/7/2024
ΠΗΓΗ: Η παγίδα του Θεού / Ορθοδοξία (pravoslavie.ru)
* Για τη ντάτσα, τη ρώσικη εξοχική κατοικία βλ. https://www.pancreta.gr/voices.php?p=33272
** Πρόκειται για ένοικο παραθεριστικής ντάτσας
ΜΑΡΙΓΩ ΖΑΡΑΦΟΠΟΥΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!