Μια δραματική ιστορία ήταν η «Μάχη της Λευκωσίας» το τριήμερο 14 μέχρι 16 Αυγούστου 1974.
Νωρίς το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974 τα τουρκικά αεροπλάνα με τον εκκωφαντικό τους θόρυβο υπερίπτανται της πόλης σκορπώντας το φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους, που έντρομοι άρχισαν να την εγκαταλείπουν.
O τότε συνταγματάρχης Γεώργιος Αζίνας, Διοικητής της Γ΄ Ανωτέρας Διοίκησης της Εθνικής Φρουράς σε έκθεση του αναφέρεται στις τρομερές μάχες Αεροδρομίου, υψώματος Γρηγορίου και στρατοπέδου της ΕΛ.ΔΥ.Κ., καθώς και εκείνες στη Μια Μηλιά –Τύμπου.
Μεταξύ άλλων ανάφερε:. «Από τις 04:45 της 14ης Αυγούστου 1974 ο εχθρός προσέβαλε μετά πρωτοφανούς σφοδρότητος δια της Αεροπορίας στόχους εντός της πόλεως Λευκωσίας, το Αεροδρόμιον Λευκωσίας και τας τοποθεσίας των 211, 212 και 216 Ταγμάτων Πεζικού… Mέχρι τις 16:00 της 16ης Αυγούστου 1974, παρά τη σφοδρότητα των αλλεπαλλήλων εχθρικών επιθέσεων, οι μονάδες διατήρησαν σταθερά τις θέσεις τους…».
Ο γιατρός Στέλιος Στυλιανού,- στην απουσία εκείνες τις μέρες του διευθυντή του Παθολογικού τμήματος, – έκλεψε λίγη ώρα να μεταβεί στο σπίτι του για να φροντίσει τον κυνηγετικό του σκύλο.
Περνώντας έξω από τον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβηττού, αντιλήφθηκε ότι ο σταθμός είχε εγκαταλειφθεί και οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν διάπλατα ανοικτά.
Η Λευκωσία άδειασε από τους κατοίκους της. Ο Προεδρεύων της Δημοκρατίας και η κυβέρνηση του κατέφυγαν στο ξενοδοχείο «Αμαθούς» στη Λεμεσό.
Στο Γενικό Νοσοσκομείο Λευκωσίας οι τραυματίες, οι οποίοι μεταφέρονταν ήταν λιγότεροι σε αριθμό, λόγω της επικίνδυνης πρόσβασης προς αυτό. Τα τραύματα, όμως, ήταν σοβαρότερα.
Από το βιβλίο ασθενών στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών βλέπουμε ότι οι πρώτοι τραυματίες στις 14ης Αυγούστου 1974, στις 6:30 το πρωί, ήταν τέσσερις στρατιώτες του 305 Τάγμματος Πεζικού, ηλικιάς 21, 22, 31 και 34 χρόνων αντίστοιχα, με πολλαπλά τραύματα στα άκρα – μηρό και γαστροκνημία. Στο βιβλίο υπέγραφαν οι επί καθήκοντι γιατροί Αννίτα Πατσαλίδου (Αναστασιάδου), Ρίτα Ελισσαίου (Κωμοδίκη) και Έλση Κωνσταντίνου.
Οι υπεύθυνοι του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας – Βάσος Βασιλόπουλος και Κυριάκος Παπασάββας- είχαν πολλές συζητήσεις με το προσωπικό του Νοσοκομείου για πιθανή μεταφορά του προς ασφαλέστερο μέρος.
Συγκλήθηκε τότε, μια πραγματικά ιστορική σύσκεψη, με τη συμμετοχή όλων των παραγόντων του Νοσοκομείου, διευθυντών τμημάτων, νοσηλευτών, εθελοντών και της προέδρου του Ερυθρού Σταυρού Στέλλας Σουλιώτη.
Ο νευροχειρουργός Νίκος Σπανός ήταν κατηγορηματικός ότι δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν ασθενείς με σοβαρά νευροχειρουργικά τραύματα και ότι αυτός θα έμενε στο Νοσοκομείο μαζί με τους ασθενείς του.
Την ίδια στάση κράτησε και η Στέλλα Σουλιώτου, πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού. Ο γιατρός Στέλιος Στυλιανού θυμάται σήμερα συγκινημένος: «Υπήρξε ενημέρωση για τη στρατιωτική κατάσταση που επικρατούσε από τον ελλαδίτη υποστράτηγο Ευθύμιο Καραγιάννη, ο οποίος μας προέτρεψε να μην εγκαταλείψουμε το Νοσοκομείο γιατί οι στρατιώτες, πιο κάτω στην πρώτη γραμμή, αν άκουαν ότι έφυγε το Νοσοκομείο δεν θα έμεναν ούτε αυτοί να πολεμήσουν».
Μετά και τη δραματική αυτή έκκληση του ελλαδίτη αξιωματικού επικράτησε ενθουσιασμός και όλοι δήλωναν ότι θα έμεναν με τα στρατευμένα παιδιά, τα οποία υπερασπίζονταν εκείνες τις ώρες τη Λευκωσία.
Τα γεγονότα αυτά μας επιβεβαίωσε – ως συνταξιούχος πια – ο τότε γενικός διευθυντής του Υπουργείου Υγείας Βάσος Βασιλόπουλος.
Μας είπε ότι η απόφαση που πάρθηκε ομόφωνα ήταν: «Eφ’ όσον και ένας στρατιώτης θα πολεμά, το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας με το προσωπικό του θα παραμείνουν στη θέση τους».
Στη Μάχη της Λευκωσίας γίνεται μια ύστατη προσπάθεια από τους υπερασπιστές της Λευκωσίας να μην επιτρέψουν στους εισβολείς να καταλάβουν την πόλη.
Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας βρίσκεται μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τα ηρωικά παιδιά της Κύπρου και της Ελλάδας…
Tο πρωινό της 14ης Αυγούστου 1974 άρχισε η Τουρκική επίθεση με σφοδρό βομβαρδισμό της αεροπορίας με βόμβες «Napalm» και του πυροβολικού με όλμους, κατά του Στρατοπέδου της ΕΛ.Δ.Υ.Κ. και μονάδων του 212 Τάγματος Πεζικού. Δυό Διμοιρίες του 212 Τ.Π. συμπτύχθηκαν και προωθήθηκαν στη Σχολή Γρηγορίου και στο ύψωμα μπροστά από το σημερινό Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου.
Στις Πρώτες Βοήθειες διαδραματίζονται νέες εικόνες απαράμιλλου σθένους και αφοσίωσης στο υπέρτατο καθήκον από τους γιατρούς και νοσηλευτές.
Οι χειρουργοί και αναισθησιολόγοι εργάζονταν συνεχώς. Σμίγουν με τους τραυματίες – τους ηρωικούς υπερασπιστές της πρωτεύουσας – σε μια ύψιστη μυσταγωγία προσφοράς προς την πατρίδα. Μιας προδομένης πατρίδας.
Μαζί τους τώρα στο Νοσοκομείο Λευκωσίας και η γιατρός του Νοσοκομείου Κερύνειας Χαριτίνη Ελισσαίου-Κωμοδίκη και οι ασκούμενοι γιατροί Ελένη Ηρακλέους, Ανδρέας Πέτεβης και ο Αμμοχωστιανός γιατρός Σπύρος Σπύρου, οι οποίοι σώθηκαν φεύγοντας από την πρώτη γραμμή του μετώπου στη Λάπηθο.
Στους ηρωικούς νοσηλευτές προστέθηκε και η προϊσταμένη αδελφή του Νοσοκομείου της Κερύνειας Λέλλα Χριστοδουλίδου, με όλο το προσωπικό της, οι οποίοι είχαν φθάσει μέσω Κυθρέας.
Αυτοί ήταν οι λίγοι ηρωικοί γιατροί, νοσηλευτές και νοσηλεύτριες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας κατά το πιο κρίσιμο τριήμερο του καυτού εκείνου καλοκαιριού του 1974.
Αυτοί ήταν οι γενναίοι άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι εργάζονταν νυχθημερόν στο Χημείο, στην Τράπεζα Αίματος, στο Ακτινολογικό τμήμα, οι μάγειροι της κουζίνας και οι πλύστρες του πλυντηρίου του Γ.Ν.Λ., ο υπεύθυνος των κλιβάνων αποστείρωσης, οι λίγοι διοικητικοί λειτουργοί, γραφείς και οι εθελοντές.
Όλοι μαζί έγραψαν το καλοκαίρι του 1974 την ηρωικότερη σελίδα της Κυπριακής Ιατρικής. Αφανείς ήρωες της τιτάνιας προσπάθειας να σωθεί η Λευκωσία, περιθάλποντας τα παλικάρια της…
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι το υψηλό ηθικό των Κυπρίων και Ελλαδιτών παλληκαριών μας, είχε άμεση σχέση με την παρουσία των γιατρών κοντά τους. Αλλά και το αντίθετο…
Η πιο δραματική μέρα
Την ημέρα της Παναγίας, 15 Αυγούστου 1974, οι σφοδρές μάχες συνεχίζονταν κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής, στον Άγιο Παύλο, στις Κεντρικές Φυλακές, στον Άγιο Δομέτιο και στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Οι γιατροί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας παρακολουθούσαν άμεσα την εξέλιξη των μαχών αφού διεξάγονταν τόσο κοντά τους.
Το κροτάλισμα των όπλων, οι όλμοι, τα τουρκικά αεροπλάνα με τις βόμβες, τις οβίδες του πυροβολικού και των τεθωρακισμένων δημιουργούσαν ένα ανατριχιαστικό πανδαιμόνιο, το οποίο όμως δεν πτόησε το γενναίο προσωπικό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Οι τραυματίες και νεκροί συνέχιζαν να φθάνουν στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών.
Ο αναισθησιολόγος Μιχάλης Παπαναστασίου αναφέρει στο δημοσιογράφο Χρύσανθο Χρυσάνθου: «Στη Λευκωσία είχαμε απομείνει μόνο λίγοι γιατροί στο Νοσοκομείο μαζί με τους στρατιώτες που επάνδρωναν τη γραμμή άμυνας στη Λευκωσία. Η πόλη είχε αδειάσει. Πολλοί γιατροί είχαν φύγει, όχι όμως οι χειρουργοί, οι αναισθησιολόγοι και οι γιατροί των Πρώτων Βοηθειών….»
Η 16η Αυγούστου 1974 ήταν η πιo δραματική μέρα για τη Λευκωσία. Οι σφοδρές μάχες άρχισαν γύρω στις 12 το μεσημέρι. Ο Διοικητής της Γ΄ Ανωτέρας Διοίκησης Συνταγματάρχης Γεώργιος Αζίνας περιγράφει στην αναφορά του την πραγματικά δύσκολη κατάσταση η οποία είχε διαμορφωθεί: «Ωρα 16:00. Προς στιγμήν εδημιουργήθη κρισιμωτάτη κατάστασις λόγω προωθήσεως του εχθρού δι΄ αρμάτων…».
Οι μαχητές της ΕΛΔΥΚ και οι λοκατζήδες από Κρήτη
Το απόγευμα οι μάχες φούντωσαν ακόμα περισσότερο στην περιοχή του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας και στον λόφο της Σχολής Γρηγορίου, όπου οι Τούρκοι με τα άρματά τους τα έδιδαν όλα για να τα καταλάβουν. Οι φωτιές και οι καπνοί υψώνονταν στον ουρανό. Τις προηγούμενες δύο μέρες είχαν υποστεί τρομερές απώλειες από τους μαχητές της ΕΛ.ΔΥ.Κ. υποστηριζόμενους από την 1η Mοίρα Καταδρομών, που πέταξαν από την Κρήτη στην επιχείρηση «ΝΙΚΗ» για να υπερασπιστούν την κυπριακή γη. Δεκατέσσερα συνολικά μεταγωγικά αεροπλάνα είχαν μεταφέρει τα χαράματα της 22ας Ιουλίου 1974 τους εκατοντάδες Λοκατζήδες από την Κρήτη.
Γυμνασμένα κορμιά, άρτια εκπαιδευμένοι με πλήρη εξοπλισμό συγκέντρωναν τον θαυμασμό των Κυπρίων συναδέλφων τους. Στόχος τους εκείνη τη μέρα ήταν να μην επιτρέψουν την κατάληψη του αεροδρομίου της Λευκωσίας από τα τουρκικά στρατεύματα. Μάταιες οι επελάσεις των τουρκικών μαχητικών αεροπλάνων, που ύπουλα άρχισαν τις επιδρομές τους με την έναρξη μιας νέας εκεχειρίας. Τα κύματα των τουρκικών επιθέσεων έσπαζαν πάνω στη σθεναρή άμυνα των μαχητών του αεροδρομίου. Το προσωπικό του Νοσοκομείου Λευκωσίας παρακολουθούσε έκθαμβο τους λεβέντες αυτούς μαχητές, οι οποίοι παρά τα τραύματά τους έφευγαν αμέσως ξανά για το μέτωπο. Κανένας δεν μπορούσε να τους κρατήσει στο Νοσοκομείο (104).
Τραυματίας έφεδρος ανθυπολοχαγός, φοιτητής της ιατρικής τότε, o Mιχαήλ Κίτρου και σήμερα τακτικός καθηγητής της Πνευμολογίας στο Τμήμα Νοσηλευτικής Τ.Ε.Ι. Πάτρας διηγείται τη δική του ιστορία: «Τραυματίστηκα την 16η Αυγούστου 1974, η ώρα 12 το μεσημέρι μεταξύ του στρατοπέδου της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και του χωριού Γερόλακκος. Εκεί υπηρετούσα ως προκεχωρημένος παρατηρητής πυροβολικού. Ήταν η τρίτη μέρα προσπάθειας των Τούρκων να καταλάβουν τα υψώματα δυτικά της Λευκωσίας. Οι επιθέσεις τους θραύονταν η μια μετά την άλλη πάνω στο πείσμα και το θάρρος των παιδιών του Λόχου Διοικήσεως της ΕΛ.ΔΥ.Κ. υπό τον ταγματάρχη Δελή, του οποίου οι γνώσεις τακτικής πολέμου, η ψυχραιμία και το θάρρος θα μού μείνουν αξέχαστα.
Το πυροβολικό μας δεν ήταν σε θέση να αναχαιτίσει τα 30-40 άρματα μάχης που είχαν φθάσει 15-25 μέτρα από τις θέσεις μας μπροστά από τη Σχολή Γρηγορίου. Δέχθηκα ριπή πολυβόλου από πυργίσκο άρματος μάχης. Η σφαίρα κτύπησε τη δεξιά μου ωμοπλάτη. Κάτω από κόλαση πυρός, κατ’ εντολή του ταγματάρχη Δελή, μεταφέρθηκα από τον οδηγό του Θωμά στο στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Βρισκόμενος πάνω στο φορείο και βλέποντας το τραύμα μου να αιμορραγεί ο υποδιοικητής Χατζηδάκης διέταξε να μεταφερθώ με τζιπ στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Από εκείνη τη στιγμή δεν θυμάμαι τίποτε, μέχρι την επομένη που ξύπνησα στο κρεβάτι μου, στο Θάλαμο Γυναικών του Νοσοκομείου. Νοσηλεύτηκα για δέκα μέρες».
Επικεφαλής των 450 ΕΛΔΥΚάριων είχε τεθεί ο αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, ο οποίος από τις διακοπές του στην Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της μάχης χωρίς να ανήκει στην δύναμη της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Απλώς είχε κληθεί να συνοδέψει τους νέους στρατιώτες στην Κύπρο και να επιστρέψει στην Ελλάδα με τους παλιούς. Υπερασπίστηκε το στρατόπεδο της δύναμης κατά τη δεύτερη κρίσιμη φάση της εισβολής.
Η ΕΛ.ΔΥ.Κ. έχασε 80 άνδρες, εκ των οποίων πολλοί δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν, καμένοι από τις βόμβες «Νapalm». Όταν, δε, οι Τούρκοι μπήκαν στο στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ., αποκεφάλιζαν πτώματα στρατιωτών και τα τοποθετούσαν σε πασσάλους και φωτογραφίζονταν μαζί τους (Μαρίνα Σχίζα, Εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος 21/8/2013).
Σαν άλλοι 300 του Λεωνίδα κράτησαν την πρωτεύουσα
Σαν άλλοι «τριακόσιοι του Λεωνίδα» κράτησαν «Θερμοπύλες» στη Λευκωσία. Όλοι πολέμησαν με αυτοθυσία και στάθηκαν όρθιοι γιατί αποτελούσαν την τελευταία γραμμή άμυνας για τη Πρωτεύουσα. Το 336 Τάγμα Εφέδρων Αμμοχωστιανών, υπό τον Διοικητή Ταγματάρχη Αλευρομάγειρο Δημήτρη, ο 1ος Λόχος του 211 Τ.Π. υπό τον λοχαγό Μεταξά Κωνσταντίνο και οι άνδρες του 212 Τ.Π. υπό τον διοικητή Κωνσταντίνο Αχιλλείδη μαζί με τους ΕΛΔΥΚάριους έδιδαν όλοι μαζί τιτάνιο αγώνα να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές επιθέσεις που επιχειρούσαν να κυκλώσουν τη Λευκωσία. Τα κατάφεραν να κρατήσουν, τελικά, τους Τούρκους έξω από τη Λευκωσία.
Μεταξύ των μαχητών αυτών ήταν και ο διατελέσας αργότερα Υπουργός Υγείας δικηγόρος Χρήστος Σολωμής (1997-1999) από την Αμμόχωστο και ο επίσης δικηγόρος Αντώνης Καράς από το Παραλίμνι, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Υγείας (2001-2006). Αυτούς τους άνδρες γνώρισαν οι γιατροί του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας τις ιστορικές εκείνες μέρες. Όχι μόνο τους περιέθαλψαν, αλλά μαζί έκλαψαν για την Κύπρο…
Ο άγνωστος εθνοφρουρός
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, στο χειρουργείο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας εκτυλισσόταν μια ιστορία που αντανακλούσε όλο το δράμα της Κύπρου, όπως διαδραματιζόταν εκείνες τις ώρες. Αργά το βράδυ της 16 Αυγούστου 1974, μεταφέρθηκε στο Γ.Ν.Λ. ο τελευταίος τραυματίας του πολέμου. Στρατιώτης, αγνώστων στοιχείων, μεγαλόσωμος, ξανθός, κειτόταν στο χειρουργικό τραπέζι με σοβαρό τραύμα στον αριστερό θώρακα από βλήμα όλμου. Έχανε πολύ αίμα. Έτρεξε όλο το προσωπικό για να βοηθήσει. Ο θωρακοχειρουργός Ανδρέας Δημητριάδης περιγράφει τις στιγμές:
«Χωρίς αντισηψία και με γυμνά τα χέρια τού άνοιξα τον θώρακα σε μερικά δευτερόλεπτα. Είχε πληγεί η πνευμονική αρτηρία και το αίμα έρεε από το τραύμα σαν από αρτεσιανό φρέαρ. Ο Κόκος και ο Ζαχαρίας –οι νοσηλευτές βοηθοί μου– με βοήθησαν να σταματήσω την αιμορραγία, αλλά την ίδια στιγμή σταματούσε και η καρδία του στρατιώτη να κτυπά. Όλοι γύρω στο χειρουργικό τραπέζι πάγωσαν. Σήμανε ξανά συναγερμός. Όλοι βουβοί κάνουν αυτό που ήταν καλά εκπαιδευμένοι να κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις. Συνεχή μετάγγιση αίματος, καρδιακό μασάζ, αδιάκοπα χορήγηση οξυγόνου… Εναλλάσσονται γρήγορα οι κύλινδροι… Προσπάθεια να πάρει μπροστά ξανά η καρδία. Τα χέρια κουράζονται. Ο ένας αλλάζει τον άλλο στην προσπάθεια να σωθεί ο νεαρός στρατιώτης.
Συνεχίσαμε με όλα τα μέσα και όλες τις δυνάμεις μας για μια ώρα. Κανένα αποτέλεσμα. Κανένας όμως, δεν ήθελε να σταματήσει την προσπάθεια παρά το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν ότι ήταν μάταιος πια ο κόπος. Δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε στη ζωή τον νέο, όμορφο στρατιώτη. Πέθανε για τη Λευκωσία, για την Κύπρο. Εξουθενωμένοι γείραμε πάνω στη σωρό του άγνωστου μας ήρωα και κλάψαμε… «Ποιοι γονείς θα τον περιμένουν άραγε», σκέφτηκα, βγαίνοντας από το χειρουργείο… Πέρασαν ώρες για να συνέλθουμε όλοι από το γεγονός αυτό. Παρόλο που στο διάστημα του πολέμου περάσαμε και χειρότερες εμπειρίες, η περίπτωση του νέου αυτού μας συγκλόνισε. Υποσυνείδητα ίσως νοιώθαμε ότι όπως χάσαμε τον τελευταίο μας ασθενή, έτσι είχαμε ήδη χάσει και την Κύπρο μας… Πάντα θα θυμούμαστε τον τελευταίο μας τραυματία. Τον άγνωστο στρατιώτη της Μάχης της Λευκωσίας».
Ξημέρωσε η 17 Αυγούστου 1974. Όλα είχαν κριθεί. Καταλήφθηκε ολόκληρη η επαρχία Κερύνειας, η Μεσαορία, η Αμμόχωστος, η Καρπασία, έπεσε και η Μόρφου. Ακολούθησε νέα εκεχειρία μετά την κατάληψη του μεγάλου αυτού μέρους της πατρίδας μας από τον τουρκικό στρατό. Προδομένοι οι Έλληνες της Κύπρου, ακόμα μια φορά αρχίζουν να ατενίζουν ένα μαύρο μέλλον που δεν μπορούν να φανταστούν πού θα τους βγάλει….
Το νεκροτομείο του νοσοκομείου ήταν γεμάτο πτώματα Ελλαδιτών και Ελληνοκύπριων παλληκαριών, αγκαλιασμένα αδέλφια για πάντα, και στο θάνατο. Η Κύπρος ακρωτηριασμένη, σκλαβωμένη, με νεκρούς που έπεσαν άλλοι μαχόμενοι και άλλοι εν ψυχρώ δολοφονηθέντες, χιλιάδες οι εκτοπισμένοι, οι πρόσφυγες και οι αγνοούμενοι. Εκατοντάδες οι βιασμένες ελληνίδες της Κύπρου από τους τούρκους στρατιώτες …
ΔΙΑΒΑΖΩΝΤΑΣ ΜΕ ΘΛΙΨΗ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ, ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΕΡΑΤΑ ΣΗΜΕΡΑ, ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΕ ΛΥΚΟΦΙΛΙΕΣ. ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΩΜΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΥ. ΣΤΟΥΣ ΗΛΙΘΙΟΥΣ ΑΝΑΦΕΡΩΜΑΙ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ Η ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΛΥΚΟΦΙΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΑΡΚΤΗ. ΞΕΣΤΡΑΒΩΘΕΙΤΕ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΡΕΜΑΛΙΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτου κουφού τήν πόρτα, πάρε τήν ...πόρτα καί φύγε!
Διαγραφή