Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής
Το βράδυ της 6ης προς 7η Ιουνίου του 1822 ο γενναίος Κωνσταντίνος Κανάρης, ο ήρωας με την ασάλευτη πίστη στον Χριστό και την ευλάβεια προς τη Θεοτόκο και τους Αγίους, μέσα στη σκοτεινιά της νύκτας με το πυρπολικό του πλησίαζε την τουρκική ναυαρχίδα, που ήταν αγκυροβολημένη στα ανοικτά της Χίου.
Η ναυαρχίδα, ένα θηριώδες τρικάταρτο πολεμικό με 84 πυροβόλα, σε λίγο θα τιναζόταν στον αέρα. Τα συντρίμμια της θα βυθιζόταν στον πυθμένα του Αιγαίου και μαζί της θα συμπαρέσυρε στον βυθό της καταισχύνης την Οθωμανική έπαρση και αλαζονεία.
Με τον πυρπολικό δαυλό του Κανάρη η Θεία δικαιοσύνη για μια ακόμη φορά θα υπογράμμιζε με ανεξίτηλο τρόπο την παρουσία της, θυμίζοντας το αδέκαστο των αποφάσεών της προς κάθε αλαζόνα άνθρωπο που νομίζει ότι υπέρκειται της Θείας Κρίσεως.
Όμως «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται»1 . Οι αντίθεες και αντίχριστες δυνάμεις, όπως η Οθωμανική αυτοκρατορία, δεν θα συνετισθούν. Έτσι λοιπόν για τον Χίο ιεράρχη Ιγνάτιο, τον Επίσκοπο Κρήνης και Ανέων της Μικράς Ασίας, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας θα σήμαινε τη συνέχιση του διωγμού του.
Μέσα στο πλήθος των Εθνομαρτύρων, κληρικών και μοναχών, όλης της Τουρκοκρατίας και ειδικότερα της περιόδου της Ελληνικής Εθνεγερσίας το όνομα του Ιγνατίου Κρήνης και Ανέων έχει δυστυχώς καλυφθεί από την ανθρώπινη λησμονιά.
Κι όμως η θυσία του, η πίστη του και η σταθερή ομολογία του στο πρόσωπο του Χριστού, το θάρρος του, και η υπομονή του στις διώξεις που υπέστη, θα έπρεπε να αποτελούν λαμπρό παράδειγμα και από θρησκευτικής και εθνικής απόψεως.
Ο Ιγνάτιος καταγόταν από το χωριό Καρυές της Χίου2. Αγνοούμε το έτος της γεννήσεώς του. Με βάση όμως το ότι χειροτονείται Επίσκοπος το 1803 πρέπει να το τοποθετήσουμε γύρω στο 1770. Καθώς θα ήταν αρκετά απίθανο να χειροτονηθεί κάποιος στον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης σε ηλικία μικρότερη των τριάντα ετών.
Άγνωστα επίσης είναι τα ονόματα των γονέων του, το οικογενειακό του επώνυμο, αλλά και το βαπτιστικό του όνομα.
Ο Χίος ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας – και το επαναλαμβάνει ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ανδρεάδης – καταγράφει την ύπαρξη φήμης ότι ήταν συγγενής του Αρχιμανδρίτου και διδασκάλου Καλλινίκου Κρεατσούλη3.
Το χωριό του, οι Καρυές, πρόσφατα είχαν αναδείξει έναν Νεομάρτυρα τον Άγιο Νικόλαο (1731- 1754), για τον οποίο ο Ιγνάτιος σίγουρα θα είχε ακούσει από την παιδική του ηλικία πολλές σχετικές διηγήσεις, όπως και για άλλους Νεομάρτυρες που μαρτύρησαν στο νησί.
Ο Ιγνάτιος μαθήτευσε στην περίφημη Σχολή της Χίου4, την οποία είχε ιδρύσει το 1788 ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο οποίος και δίδασκε σε αυτήν μέχρι το 1811. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Ιγνάτιος είχε διδάσκαλο αυτόν τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας.
Κατόπιν μαθήτευσε στη φημισμένη Σχολή του Τυρνάβου. Την Σχολή αυτή διεύθυνε αλλά και δίδασκε σ’ αυτήν ο ιερεύς Ιωάννης Πέζαρος. Ο Κωνσταντίνος Κούμας ονομάζει τον Ι. Πέζαρο «άγγελον μάλλον παρά άνθρωπον»5 και ο Τρύφων Ευαγγελίδης «λαμπρόν διδάσκαλον»6.
Ο Τύρναβος, στον οποίο έδρευε αυτή η Σχολή, όχι απλά υπαγόταν στην Μητρόπολη Λαρίσης, αλλά ήταν τότε και η κατά διαστήματα προσωρινή έδρα του εκάστοτε Μητροπολίτου Λαρίσης7.
Την εποχή εκείνη Μητροπολίτης Λαρίσης ήταν ο Χίος στην καταγωγή Διονύσιος Καλλιάρχης. Ο Άγιος Διονύσιος ο Καλλιάρχης υπήρξε ένας καθ’ όλα άξιος ποιμένας με μεγάλο ενδιαφέρον για την παιδεία.
Είχε βοηθήσει τον Πέζαρο στη λειτουργία της Σχολής και τον είχε ορίσει και Αρχιερατικό επίτροπο από το 1794. Ίσως με την υποστήριξη του συμπατριώτη του Μητροπολίτου Διονυσίου, ο Ιγνάτιος βρέθηκε να σπουδάζει στη Σχολή του Τυρνάβου, τόσο μακριά από τη γενέτειρά του.
Η παραμονή του στον Τύρναβο πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το 1803, έτος που χειροτονήθηκε Επίσκοπος. Η μοναχική κουρά του και η χειροτονία του Ιγνατίου στους δύο πρώτους βαθμούς της Ιεροσύνης, αν δεν είχαν τελεσθεί πριν φύγει από τη Χίο, θα έγιναν στον Τύρναβο από τον Μητροπολίτη Διονύσιο.
Τον Σεπτέμβριο του 1803 ο Ιγνάτιος εξελέγη από τη Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου τιτουλάριος Επίσκοπος Μυρίνης. Εξελέγη Επίσκοπος της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης επισκοπής Μυρίνης, προκειμένου να είναι βοηθός του Μητροπολίτου Εφέσου8.
Πιθανόν η χειροτονία του ως Επισκόπου να έγινε στην Κωνσταντινούπολη. Όπως μαρτυρεί ο ίδιος, στην εκλογή του και μάλιστα στη συγκεκριμένη θέση βοήθησε πολύ ο διδάσκαλός του Ιωάννης Πέζαρος.
Η μαρτυρία αυτή υπάρχει σε ευχαριστήρια επιστολή του στις 4 Φεβρουαρίου του 1804 προς τον παλιό διδάσκαλό του9.
Στην εκλογή του πρέπει να βοήθησε και ο ίδιος ο Μητροπολίτης Εφέσου, που δεν ήταν άλλος από τον Άγιο Διονύσιο τον Καλλιάρχη, ο οποίος από το 1803 είχε μετατεθεί στη Μητρόπολη Εφέσου. Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι η γνώμη του Εφέσου για το ποιο πρόσωπο θα είναι ο βοηθός του Επίσκοπος θα υπήρξε βαρύνουσας σημασίας μεταξύ των μελών της Συνόδου.
Τόσο λοιπόν ο Ιωάννης Πέζαρος όσο και ο Άγιος Διονύσιος εκτιμώντας τη μόρφωση, αλλά και το ήθος του Ιγνατίου, συνέβαλαν όσο μπορούσαν και επέτυχαν την εκλογή του. Στη θέση του τιτουλάριου Επισκόπου Μυρίνης ο Ιγνάτιος παρέμεινε από το 1803 έως το 1812.
Ο Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος κατά συχνά διαστήματα διατελούσε Συνοδικός και απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς ο Ιγνάτιος, ενώ εκλέχθηκε για να συνεπικουρεί τον Μητροπολίτη στα ποιμαντικά του καθήκοντα, κατά τα διαστήματα απουσίας του Διονυσίου, αναλάμβανε όλο τον φόρτο της διαποιμάνσεως της Μητροπόλεως Εφέσου, τον οποίο διεκπεραίωνε επιτυχώς και με ζήλο.
Η εκκλησιαστική δράση του Ιγνατίου υπήρξε πνευματικά καρποφόρος και υποδειγματική και ολοένα έπειθε τον Άγιο Διονύσιο ότι δεν έσφαλε στην επιλογή του στο πρόσωπο του Ιγνατίου ως βοηθού Επισκόπου του.
Η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1812, τον προήγαγε από τιτουλάριο Επίσκοπο10, σε Επίσκοπο μιας ενεργής Επισκοπής με δικό της ποίμνιο.
Τον επέλεξε λοιπόν να ποιμάνει την Επισκοπή Κρήνης και Ανέων στη Μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας έναντι της Χίου11.
Η Επισκοπή αυτή υπαγόταν στη Μητρόπολη Εφέσου, από την οποία και αποσπάσθηκε το 1806 με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αγίου Γρηγορίου Ε΄ και ύστερα από πρόταση του Εφέσου Αγίου Διονυσίου12, προκειμένου να ποιμανθεί καλύτερα ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός, που είχε αυξηθεί σημαντικά κατά τον 18ο αιώνα13.
Καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του Ιγνατίου, διαδραμάτισε και αυτή τη φορά ο Εφέσου Διονύσιος, ο οποίος πρόβαλε το πρόσωπο και το έργο του Ιγνατίου και έπεισε τα μέλη της Συνόδου για την εκλογή του στην Επισκοπή αυτή.
Σύμφωνα με τον Παντελή Κοντογιάννη, ο Εφέσου Διονύσιος: «Διατρίβων δ’ ως επί το πολύ εν Κωνσταντινουπόλει και συμμετέχων των εργασιών της Ιεράς Συνόδου διώκησε την μεγάλην αυτού επαρχίαν δι’ επισκόπων, ους αυτός εξέλεγε και ανεδείκνυεν εκ κληρικών εμπίστων και δεδοκιμασμένων υπ’ αυτού. Αναφέρονται δε πολλοί επίσκοποι, αποσταλέντες εις την επαρχίαν Εφέσου υπό του Διονυσίου και διοικήσαντες τας επισκοπάς αυτής»14.
Ο Ιγνάτιος στην Επισκοπή Κρήνης και Ανέων που του ανατέθηκε συνέχισε να εκτελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα με φόβο Θεού και αγάπη προς το ποίμνιό του.
Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε και για την ανέγερση ναών στην Επισκοπή που ανέλαβε, γεγονός ιδιαίτερα δύσκολο για την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Οι Οθωμανικές αρχές κατά πάγια τακτική τους, έφερναν μύρια εμπόδια και προσκόμματα για να παρακωλύουν την ανέγερση νέων Ορθόδοξων ναών αλλά και την επισκευή παλαιών. Όμως ο «φιλόκαλος» Επίσκοπος Κρήνης με τη συνδρομή του Διονυσίου Εφέσου επέτυχε να ανοικοδομήσει ναούς και στην Κρήνη και στα Αλάτσατα15.
Ο Άγγλος διπλωμάτης, συγγραφέας και περιηγητής Γουίλιαμ Τέρνερ (William Turner 1792 – 1867) τον Νοέμβριο του 1816 επισκέφθηκε την επαρχία της Εφέσου. Στα ταξιδιωτικά του απομνημονεύματα αναφέρεται σε διάφορες Επισκοπές της περιοχής. Μεταξύ αυτών και εκείνης του Επισκόπου Κρήνης, ο οποίος εποίμενε την περιοχή γύρω από τον Τσεσμέ.
Γράφει ο Τέρνερ ότι : «Ο Επίσκοπος Εφέσου είναι ο επικεφαλής της Ελληνικής Εκκλησίας εδώ. Στη δικαιοδοσία του ανήκουν αρκετές Επισκοπές». Όλες αυτές οι Επισκοπές παρατηρεί ότι δεν ήταν κάτω από την άμεση επικυριαρχία του Διονυσίου. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στον Επίσκοπο Κρήνης και στην αυτονομία που αυτός είχε έναντι του Μητροπολίτου Εφέσου16.
Ο Ιγνάτιος υπήρξε ο ίδιος φιλομαθής, όπως ήδη προαναφέραμε, αλλά επεδείκνυε και ιδιαίτερη μέριμνα για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του σκλαβωμένου Γένους.
Μια απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί η αναφορά του ονόματός του ως συνδρομητή για την εκτύπωση νέων συγγραμμάτων. Ένας συνηθισμένος τρόπος εκείνη την εποχή, αλλά και τους αμέσως προηγούμενους αιώνες, ακόμη και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, με τον οποίο μπορούσε να εξοικονομηθεί το απαιτούμενο ποσό, για να γίνει η εκτύπωση ενός βιβλίου, ήταν η εγγραφή συνδρομητών.
Αυτοί προκατέβαλαν το τίμημα όσων αντιτύπων επιθυμούσαν να προμηθευθούν, τα οποία εξυπακούεται ότι θα ελάμβαναν μετά την έκδοση του συγγράμματος.
Ως συνδρομητής για την εκτύπωση νέων βιβλίων, δυο περιπτώσεις μάς είναι γνωστές:
Η πρώτη αφορά το σύγγραμμα «Σύνταγμα Φιλοσοφίας», του Κωνσταντίνου Μ. Κούμα.
Πρόκειται για τον Α΄ και Β΄ τόμο, οι οποίοι εκτυπώθηκαν στη Βιέννη το 1818. Σύμφωνα με τις επιγραφές τους, ο πρώτος τόμος περιείχε «Εμπειρικήν Ψυχολογίαν και Κρηπίδα της Φιλοσοφίας», ο δεύτερος τόμος «Λογικήν και επίμετρον αυτής την καθολικήν Γραμμματικήν».
Στις τελευταίες σελίδες του Β΄ τόμου υπάρχει «Κατάλογος των φιλοκάλων Συνδρομητών του πρώτου και δευτέρου Τόμου του της Φιλοσοφίας Συντάγματος».
Στη σελίδα, όπου περιέχονται τα ονόματα των συνδρομητών από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, αναγράφεται: «Ο Θεοφιλέστατος και ελλογιμ.(= ελλογιμώτατος) άγιος Κρήνης κύριος Ιγνάτιος» για «5 σώματα»17, δηλαδή από πέντε τεμάχια από τον καθένα από τους δυο τόμους και άρα συνολικά δέκα βιβλία. Είναι προφανές ότι τους δυο τόμους θα τους κρατούσε για προσωπική μελέτη και θα τους διατηρούσε στη βιβλιοθήκη του.
Ενώ τα άλλα τέσσερα ζεύγη τόμων του συγγράμματος τα παρήγγειλε έχοντας σκοπό του να τα δωρίσει σε κάποια βιβλιοθήκη Σχολείου, πιθανότατα της Επισκοπής του, ή και σε πρόσωπα, που δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να τα αγοράσουν.
Το ότι έγινε συνδρομητής στο συγκεκριμένο σύγγραμμα αποκαλύπτει αφ’ ενός τον σεβασμό που έτρεφε προς τον συγγραφέα του, Κ. Κούμα, αλλά και τον ζήλο του το βιβλίο αυτό να μελετηθεί από όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες και να συμβάλλει στην ανόρθωση του μορφωτικού τους επιπέδου.
Η δεύτερη γνωστή μας περίπτωση, όπου το όνομα του Επισκόπου Ιγνατίου υπάρχει σε κατάλογο με τα ονόματα συνδρομητών, αφορά την έκδοση μιας μεταφράσεως του Κ. Κούμα.
Πρόκειται για το έργο «Αγάθων» του Γερμανού ποιητή και συγγραφέα Χριστόφορου Μαρτίνου Βειλάνδου (Christoph Martin Wieland 1733 – 1813), το οποίο μετάφρασε από τα Γερμανικά ο Κούμας και εκτυπώθηκε στη Βιέννη το 1814.
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο Ιγνάτιος ως λόγιος Ιεράρχης αγόραζε, όποτε είχε τη δυνατότητα, βιβλία για την προσωπική του βιβλιοθήκη, θεολογικά, φιλολογικά κ.ά.. Αυτή σίγουρα θα διέθετε κάποιες δεκάδες ή και λίγες εκατοντάδες βιβλίων.
Ας μη λησμονούμε ότι την εποχή αυτή στον Τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό τα βιβλία ήταν σπάνια και η απόκτησή τους κόστιζε αρκετά.
Ο Ιγνάτιος ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για την εκπαίδευση του Τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, γιατί θεωρούσε, όπως και πολλοί λόγιοι της εποχής, ότι αυτή θα βοηθήσει τον Ελληνισμό στην αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού.
Το 1814 παρεβρέθηκε στην πανηγυρική έναρξη των μαθημάτων του Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης, του οποίου «υπήρξεν … εγκάρδιος φίλος»18. Παρών επίσης ήταν και κατά τις εξετάσεις των μαθητών του Φιλολογικού Γυμνασίου το 1817 μαζί με τον Επίσκοπο Ερυθρών Καλλίνικο, όπως κατέγραφε στις σελίδες του το γνωστό περιοδικό της εποχής «Λόγιος Ερμής»19.
Μάλιστα μεταξύ άλλων Επισκόπων της περιοχής, που ενίσχυσαν οικονομικά το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, υπήρξε και ο Ιγνάτιος, ο οποίος προσέφερε 1.000 γρόσια, ποσό σημαντικό για την εποχή του20.
Αυτή η πράξη του αποκαλύπτει κάποιες βασικές πτυχές του χαρακτήρα του Ιγνατίου: το ενδιαφέρον για την μόρφωση της Ελληνικής νεολαίας, τον πατριωτισμό του, αλλά και την αφιλοχρηματία του. Συγκεκριμένα ο ιστορικός Νικόλαος Βέης χαρακτηρίζει τον Ιγνάτιο ως «ο δραστήριος και προοδευτικός» 21.
Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Ανδρέα Νανάκη, «ο Ιγνάτιος υπήρξε εκφραστής του παραδοσιακού ή εκκλησιαστικού διαφωτισμού, όπως και όλοι σχεδόν οι ιεράρχες που βρήκαν μαρτυρικό τέλος κατά την Επανάσταση του 1821.
Οι απόψεις του Ιγνατίου συστοιχίζονται με αυτές του Δωρόθεου Πρώιου, του Κυρίλλου ΣΤ΄, αλλά και του Διονυσίου Καλλιάρχη»22.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το πνευματικό αυτό ρεύμα του εκκλησιαστικού διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο δεν είχε καμιά σχέση με τον αντιεκκλησιαστικό διαφωτισμό της Δύσης με τις αθεϊστικές ιδέες που εκπροσωπούσε ο Βολταίρος και άλλοι ομοϊδεάτες του, ούτε με τον νεοβαρλααμισμό κάποιων Ελλήνων Διαφωτιστών.
Κατά θεία Πρόνοια έναντι των ρευμάτων αυτών του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στάθηκε ως ανασχετικό φράγμα το Κολλυβαδικό κίνημα ή ορθότερα η Φιλοκαλική αναγέννηση, που ακλουθώντας την Αποστολική και Πατερική Παράδοση αγωνίσθηκε εναντίον του δυτικοφερμένου αθεϊστικού Διαφωτισμού.
Οι ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις του Ιγνατίου με τον λόγιο και διευθυντή του Φιλολογικού Γυμνασίου Σμύρνης Κ. Κούμα φαίνονται και από το γεγονός ότι στον γάμο της κόρης του, Ελένης Κούμα, που έγινε στη Σμύρνη στις 14 Ιανουαρίου του 1817, το Μυστήριο ετέλεσαν ο Μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος και ο Ιγνάτιος Κρήνης.
Η πληροφορία αυτή υπάρχει σε επιστολή του Κ. Μ. Κούμα προς τον Μητροπολίτη Εφέσου Διονύσιο Καλλιάρχη με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου1817 23.
Σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, ο Ιγνάτιος βρισκόταν στη Χίο, στα τέλη Μαρτίου του 1822. Και, ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει οι σφαγές στο νησί της Χίου, συνελήφθη και φυλακίσθηκε από τους Τούρκους. Αλλά ύστερα από μεσολαβητική επέμβαση των Χριστιανών της Κρήνης απελευθερώθηκε. Όμως η άποψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της τα ακόλουθα ιστορικά δεδομένα : Το Φρούριο της Χίου, όπου ήταν περιορισμένοι οι Τούρκοι, βρισκόταν πολιορκημένο από τις Ελληνικές δυνάμεις (Σαμιώτες και Χιώτες) από τις 11 Μαρτίου έως τις 31 Μαρτίου1822. Συνεπώς, αφού ήταν έγκλειστοι οι Τούρκοι μέσα στο Φρούριο, πού βρήκαν τον Ιγνάτιο για να τον συλλάβουν και πώς τον οδήγησαν δέσμιο μέσα σ’ αυτό; Η ανηλεής σφαγή και ο εξανδραποδισμός των Ελλήνων του νησιού από τις θηριώδεις ορδές των Τούρκων, που αποβιβάσθηκαν στο νησί, ξεκίνησαν από την 30η Μαρτίου και η λύση της πολιορκίας του Φρουρίου στις 31 Μαρτίου. Παράλληλα στην Μικρασιατική Κρήνη είχαν ήδη αρχίσει οι Τουρκικές βιαιότητες εναντίον του Ελληνικού στοιχείου από τις χιλιάδες Τούρκων του τακτικού στρατού, αλλά και των άτακτων που είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν να διεκπεραιωθούν στη Χίο. Μέσα στον ορυμαγδό λοιπόν των γεγονότων αυτών μοιάζει αδύνατον τόσο το να τόλμησαν οι Προεστοί της Κρήνης να ζητήσουν την απελευθέρωση του Επισκόπου τους όσο και το να εισακούσθηκαν από τους Τούρκους της Χίου.
Αντιθέτως πολύ πιο βάσιμη φαίνεται η πληροφορία του Χίου ιστορικού Γεωργίου Ζολώτα σύμφωνα με την οποία ο Ιγνάτιος «συνελήφθη μετά Πλάτωνος διατρίβων εν Χίω και καθείρχθη εν τω φρουρίω, αλλ’ αιτηθείς υπό Κρηναίων απεδόθη και εσώθη»24.
Ως γνωστόν ο Μητροπολίτης Χίου, ο Άγιος Πλάτων, προσήλθε στο Φρούριο της Χίου στις 28 Απριλίου του 1821, για να κρατηθεί από τους Τούρκους ως όμηρος μαζί με προεστούς του νησιού. Τον Απρίλιο του 1821 λοιπόν ο Ιγνάτιος βρισκόταν στη γενέτειρά του την Χίο.
Για εκκλησιαστικές υποθέσεις της Επισκοπής του; Για προσκυνηματικούς λόγους; Για διευθέτηση κάποιου θέματος της πατρικής του οικογενείας, και περιουσίας ; Άγνωστο το γιατί. Τότε λοιπόν συνελήφθη και φυλακίσθηκε στη Χίο, προφανώς για μικρό διάστημα.
Όταν έφθασε η είδηση στην Κρήνη, εκπρόσωποί της προσήλθαν στη Χίο και ζήτησαν την απελευθέρωσή του.
Προφανώς το επιχείρημά τους προς τις Οθωμανικές αρχές θα ήταν ότι ο Αρχιερέας Ιγνάτιος ήταν μεν Χιακής καταγωγής, αλλά διατελούσε Ποιμένας της Κρήνης, μιας περιοχής που ακόμη ήταν αμέτοχη στα γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Πολύ πιθανόν τα επιχειρήματά τους να συνοδεύθηκαν και από κάποιο σημαντικό χρηματικό ποσό (μπαξίσι), που έπεισε την Οθωμανική ηγεσία να φανεί «φιλάνθρωπη». Έτσι «απεδόθη και εσώθη», γράφει ο Ζολώτας, εννοώντας από τα δεινά της φυλακίσεως για ακόμα ένα έτος, αλλά και από τον επικείμενο μαρτυρικό θάνατο, τα οποία υπέστησαν ο Μητροπολίτης Χίου Άγιος Πλάτων και οι υπόλοιποι που έμειναν φυλακισμένοι, όταν ο Ιγνάτιος απελευθερώθηκε και ταξίδεψε προς την Κρήνη.
Ο Ζολώτας δεν γράφει κάτι άλλο για τον Ιγνάτιο, μένοντας με την εντύπωση ότι «εσώθη», γιατί προφανώς αγνοεί τη δεύτερη φυλάκισή του που ακολούθησε στην Κρήνη το επόμενο έτος.
Από τις 31 Μαρτίου του 1822 στην έναντι της Μικρασιατικής ακτής Χίο ξεκινάει η μεγάλη σφαγή και οι Τουρκικές θηριωδίες. Στην Κρήνη τη Μεγάλη Εβδομάδα (27 Μαρτίου – 2 Απριλίου 1822) ο Επίσκοπος Κρήνης και Ανέων Ιγνάτιος συλλαμβάνεται από τις Οθωμανικές αρχές και φυλακίζεται μαζί με μερικούς προκρίτους στο κάστρο της Κρήνης (Τσεσµέ). Λί
γες ημέρες πρωτύτερα ο Ιγνάτιος, από τις ειδήσεις που μάθαινε από τη Χίο, αλλά και βλέποντας στην περιοχή του ημέρα με την ημέρα τους Τούρκους να γίνονται ολοένα και αγριότεροι και στα λόγια και στις πράξεις τους, κατανοούσε ότι δεν αργεί η σύλληψή του.
Όσο ακόμη είχε καιρό, θα μπορούσε να είχε προσπαθήσει να διαφύγει με πλοίο προς τη Σάμο, τα Ψαρά ή κάποιο άλλο ελεύθερο Ελληνικό νησί, διασώζοντας την επίγεια ζωή του.
Μάλιστα η σχετικά πρόσφατη εμπειρία της φυλακίσεώς του στη Χίο θα μπορούσε να τον κάνει να δειλιάσει και να τον πανικοβάλει, ώστε να προσπαθήσει να αποφύγει μια δεύτερη φυλάκιση.
Όμως ο λόγος του Κυρίου «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων. ο μισθωτός δε και ουκ ον ποιμήν, ου ουκ εισί τα πρόβατα ίδια, θεωρεί τον λύκον ερχόμενον και αφίησι τα πρόβατα και φεύγει»25 ήταν βαθιά ριζωμένος μέσα στην ψυχή του, σε σημείο που να μην διανοείται καν να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, αλλά να αποφασίσει να παραμείνει μαζί τους, θυσιάζοντας ως καλός ποιμήν την επίγεια ζωή του.
Η Τουρκική βαρβαρότητα ξεσπάει επάνω στους ανυπεράσπιστους Έλληνες της χερσονήσου της Ερυθραίας.
Οι λεηλασίες, οι φυλακίσεις, οι φόνοι, οι βιασμοί αποτελούν την φρικτή καθημερινή πραγματικότητα για το ποίμνιο της Επισκοπής Κρήνης.
Στις 18 Μαΐου ο Ελληνικός στόλος προξενεί αρκετές ζημιές στα πλοία του Τουρκικού στόλου σε νυκτερινή επιχείρηση έναντι του Τσεσμέ (=Κρήνη). Οι διώξεις θα κορυφωθούν από την 7η Ιουνίου, όταν διαδίδεται το νέο ότι ο Κ. Κανάρης ανατίναξε την Τουρκική ναυαρχίδα.
Όσοι κάτοικοι της Κρήνης και γενικότερα της Ερυθραίας προλαβαίνουν επιβιβάζονται σε πλοιάρια και καταφεύγουν στη Σάμο, στα Ψαρά και στις Κυκλάδες, για να σωθούν από το Τουρκικό γιαταγάνι.
Ο φυλακισμένος Ιγνάτιος – όχι μόνο λόγω της Χιακής του καταγωγής, αλλά κυρίως γιατί ήταν ο Ποιμενάρχης των Ορθόδοξων Ελλήνων της περιοχής – έγινε ο βασικός στόχος των Οθωμανών.
Στο πρόσωπό του ξέσπασαν όλη τους την οργή, και το μένος για το Γένος των γκιαούρηδων – απίστων που τόλμησε να επαναστατήσει. Ένας Επίσκοπος των Χριστιανών ήταν ό,τι πιο απεχθές για τους μισαλλόδοξους Οθωμανούς Μουσουλμάνους.
Βασάνισαν λοιπόν τον Ιγνάτιο με αγριότητα. Όμως ο Ιγνάτιος για την αγάπη του Χριστού υπέμεινε αγόγγυστα και με αξιοθαύμαστη καρτερία τα φοβερά βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλαν.
Ο Κωνσταντίνος Βλάμος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «τας τελευταίας ημέρας του διήλθε γονυκλινής, αδιαλείπτως προσευχόμενος και συνεχώς παρηγορών τους συνδεσμώτας του, διότι είχε γνωσθή η απόφασις των δυναστών τον μεν επίσκοπον ν’ απαγχονίσωσι, τους δε προκρίτους να καρατομήσωσι»26.
Ο Ιγνάτιος δεν είχε να ελπίζει σε καμία βοήθεια από τους ανθρώπους. Το θάρρος του το αντλούσε από την αληθινή πίστη του στον Χριστό. Η αδιάλειπτη προσευχή στον Χριστό τον ενδυνάμωνε.
Παραδίδεται στον Χριστό με απόλυτη εμπιστοσύνη. Είχε πλήρη επίγνωση ότι μετά τα βασανιστήρια το Μαρτύριο είναι αυτό που θα ακολουθήσει.
Αυτή η αφοβία μπροστά στον επικείμενο σωματικό θάνατο είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα του Μάρτυρα, όπως αυτά συναντώνται ήδη στα αρχαία Μαρτυρολόγια των τριών πρώτων αιώνων.
Και μέσα στη φυλακή το φρόνημά του διατηρείται γενναίο και αντιμετωπίζει τις κακουχίες και τα βασανιστήρια με αξιοθαύμαστη υπομονή. Κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «Εν παντί θλιβόμενοι, αλλ’ ου στενοχωρούμενοι»27. Μέσα στις προσωπικές του αυτές ταλαιπωρίες δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ατονήσει η θεμελιώδης χριστιανική αρετή της αγάπης προς τον πλησίον.
Προσπαθεί να ενθαρρύνει και τους άλλους κρατούμενους, ώστε κανείς να μην σκεφθεί καν να δειλιάσει.
Κατά τη διάρκεια της φυλακίσεώς του κατά την πάγια τακτική των Οθωμανικών αρχών, είναι βέβαιο ότι θα του προτάθηκε πολλές φορές να αρνηθεί τον Χριστό και να προσχωρήσει στο Ισλάμ.
Αν γινόταν εξωμότης, όχι μόνο θα γλίτωνε την επίγεια ζωή του, αλλά θα ανοίγονταν και οι πόρτες της φυλακής να φύγει ελεύθερος. Και όχι μόνο. Τιμές και αξιώματα, δόξες και υλικά αγαθά, περίμεναν τον Επίσκοπο που θα αντάλλασσε το Ευαγγέλιο με το Κοράνιο.
Ο Ιγνάτιος, παραμένοντας ακλόνητος στην πίστη του στον Χριστό, είχε νικηφόρα περάσει από το μαρτύριο της συνειδήσεως, ήταν έτοιμος να διέλθει με τη Χάρη του Τριαδικού Θεού νικητής και από το Μαρτύριο του αίματος.
Η απόφαση από τις Οθωμανικές αρχές είχε ληφθεί : ο Δεσπότης των γκιαούρηδων του Τσεσμέ θα κρεμαζόταν. Όμως αι βουλαί του Κυρίου ήταν διαφορετικές.
Οι κακουχίες από τη διετή φυλάκιση και κυρίως η σωματική εξασθένισή του από τα βασανιστήρια, στα οποία τον υπέβαλαν οι Μουσουλμάνοι δήμιοί του, τον οδήγησαν στον θάνατο.
Ο Επίσκοπος Κρήνης Ιγνάτιος παρέδωσε την ψυχή του στον Σωτήρα Χριστό μέσα στις φυλακές το 182428. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: Μήπως ο Κύριος τον αδίκησε, αφού δεν τον άφησε να φθάσει μέχρι το μαρτύριο;
Αλλά, ας ακούσουμε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο τι μας απαντάει σ’ αυτή την απορία: «το μαρτύριον ου τη αποβάσει κρίνεται μόνον, αλλά και τη προθέση. ουκ επειδάν αποτμηθή ο μάρτυς τότε γίνεται μάρτυς, αλλ’ αφ’ ου αν την πρόθεσιν επιδείξηται της ομολογίας μάρτυς εστί, καν μη πάθη τα μάρτυρος»29.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, ενώ ο Ιγνάτιος παρέμεινε στη φυλακή από το 1822 έως το 1824, ούτε καθαιρέθηκε από την Αρχιεροσύνη, αλλά ούτε και αντικαταστάθηκε με το να δοθεί η Επισκοπή του σε νέο Επίσκοπο.
Αυτό αποτελούσε μια διακριτική εκ μέρους του Πατριαρχείου ένδειξη σεβασμού για τον αγώνα που έδινε υπέρ πίστεως και πατρίδος ο Κρήνης Ιγνάτιος μέσα στις φυλακές. Εκλογή νέου Επισκόπου έγινε μόνο μετά την κοίμησή του, οπότε τον διαδέχθηκε ο Μακάριος ως νέος Επίσκοπος Κρήνης και Ανέων.
Το πρόσωπο και η δράση του Ιγνατίου Κρήνης και Ανέων τα κατοπινά χρόνια δυστυχώς λησμονηθήκαν όχι εντελώς, αλλά σε σημαντικό βαθμό. Ο Γεώργιος Ζολώτας στην Ιστορία της Χίου αναφέρεται σε Μακάριο, Επίσκοπο Κρήνης, για τον οποίο παραθέτει ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία, ενώ στην πραγματικότητα αυτά ανήκουν στον Ιγνάτιο Κρήνης και Ανέων.
Η σύγχυση πιθανώς προήλθε από τον επίσης Επίσκοπο Κρήνης και Ανέων, Μακάριο, ο οποίος όμως διαδέχθηκε το 1824 τον Ιγνάτιο και δεν πρέπει να συγχέεται με αυτόν. Τον Ιγνάτιο Κρήνης και Ανέων αναφέρει αμέσως μετά, αλλά μονολεκτικά, σημειώνοντας μόνο τα έτη που ήταν Επίσκοπος στην Κρήνη (1814 – 1824)30.
Το σφάλμα δικαιολογείται, διότι ο Ζολώτας απεβίωσε προτού ο ίδιος επεξεργασθεί σε βάθος ολόκληρο το υλικό του. Ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης Ανδρεάδης, έχοντας ως πηγή τον Ζολώτα, επαναλαμβάνει το ίδιο σφάλμα, κάνοντας αναφορά σε Μακάριο Κρήνης, Ιγνάτιο Κρήνης και Ανέων, αλλά και Ιγνάτιο Μυρίνης, σαν να επρόκειτο για τρία διαφορετικά πρόσωπα31.
Η εθνική και θρησκευτική δράση του μακαριστού Επισκόπου Κρήνης και Ανέων Ιγνατίου πρέπει να αποτελεί φωτεινό πρότυπο για όλους μας και ιδίως για τους νέους. Η μνήμη του, όπως και όλων των άλλων Πατριαρχών, Μητροπολιτών, Ιερέων και Μοναχών της περιόδου της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι οποίοι διήλθαν «δια πυρός και ύδατος»32 και στάθηκαν άξιοι της Αποστολής τους και του Διακονήματος που η Εκκλησία τους ανέθεσε, πρέπει να παραμένει άσβεστη στο νου και στην ψυχή μας.
1. Α΄ Ιω. 5,19.
2. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Αθήναι 1926, τ. Γ1΄, σελ. 626 και Ανδρεάδου Ιωάννου Αρχιμανδρίτου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τ. Γ΄, σελ. 15.
3. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Αθήναι 1926, τ. Γ1΄, σελ. 626 και Ανδρεάδου Ιωάννου Αρχιμανδρίτου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τ. Γ΄, σελ.15.
4. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Αθήναι 1926, τ. Γ1΄, σελ. 626 και Ανδρεάδου Ιωάννου Αρχιμανδρίτου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τ. Γ΄, σελ.15.
5. Κούμα Κωνσταντίνου, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας, Βιέννη 1832, τόμος 12, σελ. 583.
6. Ευαγγελίδου Τρύφωνος , Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1936, τ. Α΄, σελ. 227.
7. Ευαγγελίδου Τρύφωνος, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1936, τ. Α΄, σελ. 224 και Λαφαζάνη Μιχάλη, Ιωάννης Πέζαρος, Η εποχή – το έργο – η αλληλογραφία του, Ιωάννινα 2001, τ. 1ος, σελ. 98 και 120.
8. Kiminas Demetrius, The Ecumenical Patriarchate: A History of its Metropolitanates with Annotated Hierarch Catalogs, Wildside Press. USA 2009 και Ανδρεάδου Ιωάννου Αρχιμανδρίτου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τ. Γ΄, σελ.13.
9. Λαφαζάνη Μιχάλη, Ιωάννης Πέζαρος, Η εποχή – το έργο – η αλληλογραφία του, Ιωάννινα 2001, τ. 1ος, σελ. 205 και 209.
10. Στη θέση του Ιγνατίου, το 1812 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Μυρίνης, και βοηθός Επίσκοπος του Μητροπολίτου Εφέσου, ο Ιωάσαφ.
11. Kiminas Demetrius, The Ecumenical Patriarchate: A History of its Metropolitanates with Annotated Hierarch Catalogs, Wildside Press. USA 2009, p. 88.
12. Νανάκη Ανδρέα Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Οικουμενικού Πατριαρχείου νεώτερα ιστορικά, Θεσσαλονίκη 2004, τ. Β΄, σελ. 121-122.
13. Κορομηλά Μ. – Κονταρά Θ., Ερυθραία, ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας, Αθήνα 1997, σελ. 85.
14. Κοντογιάννη Παντελή, Διονύσιος Καλλιάρχης, περιοδικόν Αθηνά, Αθήναι 1906, τ. ΙΗ΄, σελ. 163.
15. Βέη Νικολάου, Επιστολαί Κωνσταντίνου Κούμα και Αδαμαντίου Κοραή σχετικαί προς την Σμύρνην, Αθήναι 1939, Μικρασιατικά Χρονικά 2, σελ.12 και Κοντογιάννη Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης, Αθήναι 1919, σελ. 157 – 158.
16. Κοντογιάννη Παντελή, Διονύσιος Καλλιάρχης, περιοδικόν Αθηνά, Αθήναι 1906, τ. ΙΗ΄, σελ. 165 και υποσ. 4 και Turner William, Journal of a tour in the Levant, London 1820, vol. 3, p. 278 – 279.
17. Κούμα Κωνσταντίνου, Σύνταγμα Φιλοσοφίας, Βιέννη 1818, τ. Β΄, σελ.302.
18. Βέη Νικολάου, Επιστολαί Κωνσταντίνου Κούμα και Αδαμαντίου Κοραή σχετικαί προς την Σμύρνην, Αθήναι 1939, Μικρασιατικά Χρονικά 2, σελ.12.
19. Κοντογιάννη Παντελή, Διονύσιος Καλλιάρχης, περιοδικόν Αθηνά, Αθήναι 1906, τ. ΙΗ΄, σελ. 165 και υποσ. 5.
20. Μικρασιατικά Χρονικά, Σύγγραμμα περιοδικόν, Αθήναι 1963, τ. 10, σελ. 266.
21. Βέη Νικολάου, Επιστολαί Κωνσταντίνου Κούμα και Αδαμαντίου Κοραή σχετικαί προς την Σμύρνην, Αθήναι 1939, Μικρασιατικά Χρονικά 2, σελ.12.
22. Νανάκη Ανδρέα Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Οικουμενικού Πατριαρχείου νεώτερα ιστορικά, Θεσσαλονίκη 2004, τ. Β΄, σελ. 122.
23. Βέη Νικολάου, Επιστολαί Κωνσταντίνου Κούμα και Αδαμαντίου Κοραή σχετικαί προς την Σμύρνην, Αθήναι 1939, Μικρασιατικά Χρονικά 2, σελ. 4.
24. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Αθήναι 1926, Γ1σελ. 626.
25. Ιω. 10,11 – 12.
26. Βλάμου Κωνσταντίνου, Τα Αλάτσατα της Ιωνικής ή Ερυθραίας Xερσονήσου 1640 – 1914, Θεσσαλονίκη 1946, σελ.18.
27. Β´ Κορ. 4,8
28. Νανάκη Ανδρέα Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Οικουμενικού Πατριαρχείου νεώτερα ιστορικά, Θεσσαλονίκη 2004, τ. Β΄, σελ.123 και Kiminas Demetrius, The Ecumenical Patriarchate: A History of its Metropolitanates with Annotated Hierarch Catalogs, Wildside Press. USA 2009, p. 88.
29. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις τον Ψαλμόν στ΄ (95), PG 55, 627.
30. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Αθήναι 1926, τ. Γ1΄, σελ. 626.
Το έτος 1814 που αναφέρει ο Ζολώτας για τον Ιγνάτιο Κρήνης και Ανέων είναι λανθασμένο. Όπως αναφέρουμε στην παρούσα μελέτη ο Ιγνάτιος ποίμανε την Επισκοπή Κρήνης και Ανέων από το 1812.
31. Ανδρεάδου Ιωάννου Αρχιμανδρίτου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνησιν 1940 (επανέκδοση 1997), τ. Γ΄, σελ. 13 και 15.
32. Ψαλμ. 65, 12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!