Ο Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος (Πίρβου) (κατά κόσμον Ιωσήφ Πίρβου, 10 Φεβρουαρίου 1919 – 16 Ιουνίου 2013) ήταν ένας από τους πιο γνωστούς Ρουμάνους γέροντες της εποχής μας.
Το 1948 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακής, «λόγω των πολιτικών του απόψεων».
Το 1960, προς το τέλος της φυλάκισής του, καταδικάστηκε σε ακόμα τέσσερα χρόνια στη φυλακή, επειδή αρνήθηκε ν’ αποστατήσει από την Ορθόδοξη πίστη.
— Δέκα έξι από τα 88 σας χρόνια τα περάσατε στη φυλακή.
— Ναι, αλλά αυτά ήταν τα πιο ωραία χρόνια, γιατί αν δεν υπήρχαν εκείνα τα χρόνια, δεν θα ήμουν έτσι όπως είμαι τώρα.
Να ξέρετε ότι στην ελευθερία ο άνθρωπος δεν ξέρει πώς να χτίζει τη ζωή του. Δεν είναι σταθερός κι επηρεάζεται από κάθε τι που τον περιβάλλει.
Ενώ όταν αναγκαστεί να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του, σε συνθήκες έλλειψης ελευθερίας, υποχρεούμενος να ακολουθεί μια συγκεκριμένη στάση ή μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, τότε αρχίζουν τα βάσανα που τον αγιάζουν.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός δεν θα ήταν Ορθόδοξος Χριστιανισμός, αν δεν είχε περάσει από 200 χρόνια διωγμών. Αν δεν είχε περάσει απ’ όλον τον Μεσαίωνα και μέχρι τις μέρες μας.
Γιατί ο Χριστιανισμός έπρεπε πάντα να αιμορραγεί ανεξαρτήτως τόπου ή χρόνου.
Ο Χριστιανισμός συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αιμορραγεί, από γενιά σε γενιά.
Επειδή το αίμα των μαρτύρων είναι ο σπόρος του Χριστιανισμού.
Και η ζωή, που ζούσα αυτά τα χρόνια, ήταν ίσως η πιο καρποφόρα και η πιο ωραία, γιατί όλ’ αυτά τα 16 χρόνια περνούσα από τον θάνατο στη ζωή και από τη ζωή στον θάνατο. Κι εκεί ήταν όλη η εξέλιξή μου, μου διαμόρφωσε τη ζωή μου, εξαιρετικά ωφέλιμο για τον άνθρωπο.
— Και ζήσατε το πιο ωραίο Πάσχα...
— Το πιο ωραίο Πάσχα!
— ... στο ορυχείο Μπάγια-Σπρίε[1].
— Τέλεσα τη λειτουργία εκεί, ίσως επειδή δεν μπορώ να την τελώ τώρα. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός με τιμώρησε σήμερα και ακριβώς πριν το Πάσχα έσπασα την επιγονατίδα κι έπρεπε να μείνω στο κρεββάτι. Ίσως έκανα κάτι λάθος...
Όμως, η λειτουργία εκείνη ήταν ωραία, γιατί όταν τελείται εκεί, μ’ έναν αστυνομικό να βρίσκεται πίσω από την πόρτα, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Αν μ’ έπιανε να προσεύχομαι κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μου έβαζε κατσάδα!
Ο πατήρ Γεώργιος (Κάλτσου) έλεγε πώς τελούσε τη λειτουργία στη φυλακή. Ψωμί δεν είχε, μόνο λίγο κρασί και κάποια πιάτα, και στον διάδρομο περιπολούσε ένας από τους πιο τρομερούς αστυνομικούς! Ήταν αδύνατον να του απευθυνθείς καν.
Στις γιορτές έβαζαν υπεύθυνους τέτοιους ανθρώπους, ώστε αυτοί να είναι κακός μπελάς για τους φυλακισμένους. Και να, ο πατήρ Γεώργιος χτύπησε την πόρτα. Εκείνος πλησίασε και άνοιξε:
— Τι θες, ρε μπαγάσα;
— Κύριε, θα ήθελα ένα κομμάτι ψωμί.
— Ψωμί; Δεν είναι ώρα φαγητού.
Έκλεισε την πόρτα κι έφυγε. Αλλά δεν πέρασαν ούτε 10 λεπτά και ο φρουρός επέστρεψε μ’ ένα κομμάτι ψωμί.
«Έλα, πάρε το ψωμί! Μόνο κοίτα να μην σ’ ακούσω να μιλάς!».
«Μα πώς να μη μιλώ, κύριε; Αφού εσείς είστε ο «χορηγός» της λειτουργίας μας!».
Και ολοκλήρωσε τη λειτουργία του εκεί. Τι πρωτοφανές γεγονός! Τέλεσε λειτουργία με όλον τον κλήρο πάνω στο σώμα ενός άρρωστου κρατούμενου, που έζησε μετά τη λειτουργία γι’ ακόμα έξι ώρες και αποδήμησε εις Κύριον.
Αυτές ήταν ζωντανές λειτουργίες, πάνω στα σώματα των μαρτύρων.
Όπως γνωρίζετε καλά, κατά τον αγιασμό ενός ναού, κάτω από τον βωμό τοποθετούνται τα λείψανα των μαρτύρων.
Πόσο ωραία ήταν η «κωδωνοκρουσία» στο Μπάγια-Σπρίε, δηλαδή ο ήχος των τρυπανιών διαφορετικού μήκους, με τα οποία τρυπούσαμε πέτρινους λίθους, και μαζί με άλλα 200 άτομα ψάλλαμε το «Χριστός Ανέστη!».
Και όταν βγαίναμε έξω από εκεί, ψάλλοντας, στην επιφάνεια είχαν ήδη ειδοποιηθεί ότι οι κρατούμενοι τέλεσαν ακολουθία στο ορυχείο.
Περίπου πέντε άοπλοι φρουροί μπήκαν στο πηγάδι του ορυχείου μας (συνήθως δεν πήγαιναν στους κρατούμενους με όπλα) κι έξω μας περίμεναν τα τάγματα αστυνομικών και οι υπηρεσίες ασφάλειας.
Κι εμείς βγαίναμε από το ορυχείο, που βρισκόταν στο βάθος 400 μέτρων, ψάλλοντας τις πασχαλινές ευχές, έτσι ώστε οι φωνές μας ν’ ακούγονται από το Μπάγια-Σπρίε μέχρι το Μπάγια-Μάρε (9 χλμ.).
Κάθε μέρα επιστρέφαμε από το ορυχείο στο στρατόπεδό μας, εκεί που ήταν οι στρατώνες μας.
Αυτήν τη φορά μας κράτησαν εκεί μέσα πεινασμένους και σε δύο μέρες μάς συγκέντρωσαν όλους στην αυλή:
«Εγκληματίες, ξέρετε για ποιο λόγο σας κρατούσαμε χωρίς φαγητό; Για να φύγουν όλες οι βλακείες από τα κεφάλια σας. Και τώρα πλυθείτε, φάτε και πηγαίνετε στα ορυχεία!».
Τη Μεγάλη Παρασκευή μάς έδωσαν σούπα με λάχανο, τη χειρότερη που μπορεί να φανταστεί κανείς, αλμυρή και ξινή!
Ως αποτέλεσμα, φάγαμε μόνο 100 γραμμάρια ψωμί και πήγαμε στο ορυχείο, δουλεύοντας εκεί 24 ώρες πεινασμένοι.
Την ημέρα του Πάσχα εκείνοι έκαναν τραπέζι μ’ ένα σωρό κρέας, ενώ εμείς την περάσαμε στο ορυχείο, νηστεύοντας και προσευχόμενοι, και στο τέλος τους παραδώσαμε την προβλεπόμενη από τη νόρμα ποσότητα μόλυβδου και γαληνίτη.
Βλέπουμε πώς οι Χριστιανοί μας πάντοτε βαπτίζονταν, παντρεύονταν μ’ εκκλησιαστικό γάμο, εξομολογούνταν, κοινωνούσαν και πάντα έψαχναν για τη συμφιλίωση με τον Θεό. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ρουμάνικου λαού.
Ο Ρουμάνος έβρισκε καταφύγιο ακριβώς στην Εκκλησία, γιατί η Εκκλησία είναι και το σχολείο και το δικαστήριο και ο τόπος λατρείας του Θεού και όλη η ελπίδα του και όλη η χαρά και ο πόνος του.
— Πού βρίσκετε δύναμη για τον καθένα;
— Αγαπητέ μου, η δύναμη για τον καθένα έρχεται από την ανάγκη του καθενός ξεχωριστά. Και ύστερα, ούτε μιλάω ούτε διαβάζω πολύ στον κάθε ένα. Δεν κάνω θαύματα.
Κι εγώ, τέλος πάντων, όπως κάθε άνθρωπος, πλησίασα τα γεράματά μου.
Όμως, όταν, για παράδειγμα, πάω στο Άγιον Όρος ή στα Ιεροσόλυμα ή πάω σε κάποιο μοναστήρι, ας πούμε στο Ραρέου, από εκεί βγαίνω άλλος άνθρωπος, γιατί εκεί βρίσκεται κάποια θαυματουργική εικόνα της Παναγίας.
Ή μπορώ να πάω σ’ έναν γέροντα, όπως ο Βενιαμίν ο καθηγούμενος, με τον οποίο μπορώ να έχω και μια κουβέντα. Θα μου πει το ένα, εγώ θα του πω το άλλο. Άλλωστε, χρειάζομαι κι εγώ μια τέτοια πνευματική αποκατάσταση δυο φορές τον χρόνο.
Επίσης, καμιά φορά απομονώνομαι ή, πού και πού, πάω στο μοναστήρι Νέκιτ, βρίσκω εκεί τον πατέρα Ζωσιμά τον νέο, τον πατέρα Νεκτάριο ή κάποιον άλλον.
— Υπάρχει κάτι που μπορείτε να μάθετε από τους νέους;
— Μερικές φορές μαθαίνεις από τους νέους πολύ περισσότερο παρά από τους γέρους, γιατί τα γεράματα δεν συνοδεύονται πάντα από σοφία.
Υπάρχουν κάποια πράγματα, για τα οποία ρωτάω τους νέους: «Εσύ τι σκέφτεσαι πάνω σ’ αυτό το θέμα;». «Θεωρούσα ότι πρέπει να κάνω έτσι». «Και είναι καλό; Πες μου, αγαπητέ μου». «Ναι, είναι καλό, αλλά κοίτα, μου φαίνεται ότι έτσι σκέφτομαι κι εγώ».
Κι εγώ τους πιστεύω πραγματικά, επειδή εδώ λειτουργεί η χάρις του Θεού και όχι ο άνθρωπος.
Όλα έχουν να κάνουν με την πνευματική ζωή.
Ένας γέροντας στο μοναστήρι ή ένας ιερέας ανάμεσα στους πιστούς είναι εκλεκτό πρόσωπο, είναι σεβαστός από τους ανθρώπους και να ξέρετε ότι η χάρις του Θεού είναι παρούσα εκεί.
Ένας καθηγούμενος μπορεί να κάνει λάθος, ένας πνευματικός το ίδιο, όμως αν εσύ κάνεις υπακοή, τότε το λάθος του δεν είναι τίποτε.
Εσύ πρέπει να ενεργείς με υπακοή, γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι υπεύθυνος ο εκάστοτε πνευματικός, αλλά το Πνεύμα του Θεού, με την έννοια, δηλαδή, του κατά πόσο Αυτό δίνεται στον πνευματικό σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ώστε να μεταφερθεί στον Χριστιανό, που έχει έρθει για καθοδήγηση.
Επομένως, στη ζωή των μοναστηριών και στη ζωή των Χριστιανών υπάρχει απόλυτη ανάγκη για υπακοή.
Ακόμα και αν ένας πιστός λέει: «Όχι, δεν θα πάω σ’ αυτόν τον παπά, είχα ακούσει κάποιους κακούς χαρακτηρισμούς γι’ αυτόν. Κι εγώ ο ίδιος είχα δει με τα δικά μου μάτια πως εκείνος, σε κάποιο τραπέζι ή σε κάποια βαφτίσια, έκανε αυτήν ή την άλλη πράξη».
Όχι! Δεν είναι αυτό το πρόβλημα.
Πρέπει να ξέρουμε ότι αυτός είναι άνθρωπος, τον οποίο διάλεξε ο Θεός κι εγώ πρέπει να τον υπακούω. Το λάθος του είναι η υπερηφάνεια μου.
Οι Άγιοι Πατέρες λένε: «Από το να υψώνομαι με την προσωπική μου γνώμη, προτιμώ να είμαι κατώτερος, αλλά ν’ ακούω εκείνον που δίνει συμβουλή».
Αυτός είναι ο λόγος μου για τη σταθερή σχέση των Χριστιανών με τον πνευματικό τους.
Και ο κόσμος, μάλιστα, συρρέει προς αυτούς: «Αχ, στο μοναστήρι Πέτρου Βόντε υπάρχει ένας γέροντας!». Θα δημοσιεύσουν στην εφημερίδα κάποιο άρθρο και οι άνθρωποι αρχίζουν να λένε: «Ω, έλα να πάμε εκεί!»
Και τι γίνεται μετά; Λοιπόν, κάθομαι εδώ στο παγκάκι, σαν να είμαι άχρηστος, και «γλείφω» τις σωματικές και πνευματικές πληγές μου.
Και τι να του πω; Ο άνθρωπος είναι ήδη ικανοποιημένος, γιατί ένας ορθόδοξος συνήθως είναι εξαιρετικά υπάκουος!
Ενώ ένας άπιστος έχει μια αρχή, προφανώς έμφυτη, γιατί έτσι μεγάλωσε από μικρός, που μόλις αρχίσεις να του μιλάς, εκείνος σου λέει αμέσως: «Πονάω, είμαι χρεωκοπημένος, δεν έχω έσοδα, είμαι παντρεμένος κι έχω δύο παιδιά, η γυναίκα μου μ’ εγκατέλειψε». «Έχεις κάποιον πνευματικό; Έχεις κάποιον σύμβουλο; Έχεις εξομολογηθεί; Έχεις κοινωνήσει; Επισκέπτεσαι κάποια εκκλησία;» «Πού και πού, παπά μου», απαντάει εκείνος.
Αλλά ακριβώς εδώ βρίσκεται το κλειδί για την επίλυση των δυσκολιών στη ζωή του ανθρώπου.
7/21/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!